η Μαργαρίτα
Η
παρούσα ανάρτηση είναι ένα αντίδωρο (αφιέρωση) στην Μαργαρίτα (1924-2018). Στο
χωριό όλοι την ξέρουν με το όνομα αυτό. Πρόκειται για την Μαργαρίτα Δάμπλια του
Δημητρίου (τ’ Πουτιού τ’ Ντάμπλια) και της Κατίνας, από την Άνω Σκοτίνα
Πιερίας. Ήταν παντρεμένη με τον Γιώργο Μήτσιο του Δημητρίου (τ’ Πουτιού τ’
Μήτσ’) και της Αγλαΐτσας από την Κάτω Σκοτίνα.
Α. ενθυμήσεις δικές μου
1941. Κάθε πρωί περίμενα τη
Μαργαρίτα στο ντουβάρι της αυλής του Καλιαμπέικου (σπιτιού) στην Άνω Σκοτίνα. Η
Μαργαρίτα κατέβαινε τις σκάλες και μου ‘δωνε μια «φιλλουρίδα» (φέτα-ψωμί). Έσφιγγα
το ψωμί με τις δυο παλάμες κι έτρεχα, πήγαινα στους δικούς μου να φάνε κι
αυτοί. Κάναμε και μια αμαρτία (αν έτσι «λογάται): Στη γωνιά του ταβανιού
η Μαργαρίτα είχε πολύ καλαμπόκι (είχαν «έχιμο» αυτοί οι Νταμπλαίοι-περιουσία).
Τρυπήσαμε το σανίδι στο ταβάνι κι από το τσουβάλι τραβούσαμε σπυριά
καλαμποκιού. Το κάναμε για να απαλύνουμε την πείνα.
1944. Ο αρραβωνιαστικός της
Μαργαρίτας Γιώργος Μήτσιος «παράτσι» (παράτησε, εγκατέλειψε, άφησε) το κοπάδι
(γίδια) και ανέβηκε «σ’ ν’ απαλνή» Σκοτίνα για να δει το κορίτσι. Τα γίδια
μείνανε στο στάλο, γρέκι (πιθανόν στα Καρόπλα) ή στο μαντρί. Φύλαγαν τα σκυλιά
(σε κάθε περίπτωση).
1945. Στο γάμο καλεσμένο όλο το
χωριό, η Άνω Σκοτίνα. Ανήμερα της στέψης η νύφη καβάλα στο ζώο κατέβαινε με
πολύ κόσμο στην Κάτω Σκοτίνα, όπου το σπίτι του γαμπρού. Το κιλίμι φάνταζε στο
σαμάρι. Κρεμότανε μέχρι καταγής και κουνιότανε ρυθμικά, σύμφωνα με το κέφι που έδινε
η περπατησιά του ζώου. Στα στενά μονοπάτια (από Λάκκο Τσιόκα και κάτω) το
κιλίμι, για να μη σκαλώσει στα κλαδιά, εγώ το κρατούσα γερά, σταθερά.
2018. (14 Σεπ.). Στο μπαλκόνι της
Μαργαρίτας (Κάτω Σκοτίνα): διεξάγεται η στιχομυθία:
-Καλημέρα,
Μαργαρίτα.
-Τι
κάντζ, καλό μ’;
-Καλά,
εσύ;
-Γιράματα,
Γιάν’.
-Να
εύχεσαι να «φύγουμε» όρθιοι, Μαργαρίτα.
Κι εσύ, ξαδερφούλα, «έφυγες στα «κάστανα». Στις 19.9 «πήγες»
ορθή.
Β. ενθυμήσεις της Μαργαρίτας
1. ΠΕΙΝΑ
ΙΔΙΩΜΑ: Ζ μπείνα πείνασέτι ισείς. Πείνασέτι, Γιάν'. Κάθουσαν
στου ντβάρ'. Έρχουσαν του προυί ικεί κι κάθουσαν έτσιάϊα στου ντβάρ'. Πιρίμινις
στου ντβάρ'. Κι κατέβηνα ιγώ μι μια φυλλούδα κι σ' έδινα. Μ'. Ήλιγα
"ιάτουϊάϊα του καημένου! Ήρθι πάλι".
ΚΟΙΝΗ: Στα χρόνια της
Κατοχής -στην πείνα- εσείς πεινάσατε. Πεινάσατε, Γιάννη. Και εσύ καθόσουνα στο
ντουβάρι της αυλής του Καλιαμπέικου στην Άνω Σκοτίνα και με περίμενες να σου
φέρω ψωμί. Στεκόσουνα στο ντουβάρι έτσι, με το βλέμμα σου προς το μπαλκόνι. Και
κατέβαινα εγώ και σου έδινα μια φέτα ψωμί. Έλεγα μέσα μου: «Να 'το το καημένο
το παιδί, Ήρθε πάλι».
2. ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ - ΓΑΜΟΣ
ΙΔΙΩΜΑ: Μ’
αρραβώνιασαν μι προυξινιό. 'Εστειλαν του Βασίλ' του Γκουκουσά. Τουν είπι
ι παππούς ι Μήτσιους. Νύχτα. 'Ηταν γιουρτή. Κι είπι ι Βασίλς του μπατέρα: «Του δίντζ του κουρίτσ';» «'Αμα μας τ' αραδίσ' αυτός,
θα του δώσουμι». Μείναμι αρραβωνιασμέν’
πουλύ κιρό. Απ' του Παντγύρ' ως τα Χριστούγιννα. Μι στιφάνουσι ι Νάσιους
ι Κουμουρτζής. Παπάς ι παπα Γιάντζ ι Μπιλιάγκας. Στιφανώθκαμι ιδώ στου σπίτ' τ'
Μήτσ'. Κατέφκαμι μι τα πράματα σιακάτ'. Κιλίμια, σιντόνια, τα προικιά.
ΚΟΙΝΗ: Με αρραβώνιασαν με προξενιό. Στείλανε τον Βασίλη Κουκουσά στο
σπίτι. Τον συμβούλεψε ο παππούς ο
Μήτσιος. Ήταν νύχτα, γιορτή. Κι
ο Βασίλης λέει στον πατέρα μου: «Μας δίνεις το κορίτσι»; -«Αν έρθει ο ίδιος ο Μήτσιος και μας το
ζητήσει, το δίνουμε».Μείναμε αρραβωνιασμένοι για πολύ καιρό. Από το πανηγύρι
(Δεκαπενταύγουστο) μέχρι τα Χριστούγεννα. Με στεφάνωσε ο Νάσιος Κουμουρτζής.
Παπάς ήταν ο παπά Γιάννης Μπιλιάγκας. Στεφανωθήκαμε εδώ (Κάτω Σκοτίνα) στο
σπίτι του Μήτσιου. Από την Άνω Σκοτίνα μέχρι την Κάτω κατεβήκαμε με ζώα. Πάνω
στα ζώα (μουλάρια) είχαμε φορτώσει την προίκα, σεντόνια κλπ.
3. ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΧΟΥΧΛΟ
"Δάσκαλου είχαμι του Μπλέτσιου" (τον Αθανάσιο Βλέτση). Αυτός μας πάηνι εκδρομή στο Χούχλο. Τραγδούσαμι του τραγούδ:
Μέσα στο δάσος περπατώ κι ακούω τα πουλάκια,
Κάθε κλαδί κι ένα πουλί, σε κάθε
δέντρο μουσική,
Χαρές και τραγουδάκια. Τι μελωδία
θαυμαστή,
Τι στόμα ζηλημένου, πάρα πουλύ μ’
ευχαριστεί,
ν’ ακούω δε χορταίνω.
Ήμαν έξυπνη ιγώ. Ήθιλαν να μι στείλν
στου Λτόχουρου να μάθου μοδίστρα. Κι λέ’ ι πατέρας: «Μπα, δε ντ στέλλου τ’
Μαργαρίτα στο Λτόχουρου. Του κουρίτσ’ είνι λίγου γιρουμένου (δυναμωμένο) κι
δε μ’ αρέζ (και δεν είναι ευχάριστο) να του στείλου. Ας είντου ιδώ στου χουριό».
4. ΕΜΦΥΛΙΟΣ-Θάνατος του πατέρα
ΙΔΙΩΜΑ. Σκουτώθκι
ζ Γκατιρίν’ του 1948. Τότι έκαμα του Νάσιου. Πάτσι νάρκα. Πάει μι του μπλάρ’ στ΄φαγάνα που
δούλιβι ι Μανόλς όξου ‘μπ’ Γκατιρίν’. Σκουτώθκαν κι ι πατέρας κι του μπλαρ’.
Στου ντόπου (επιτόπου).
ΚΟΙΝΗ. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στην Κατερίνη το
1948. Τότε γεννήθηκε ο Θανάσης. Πάτησε νάρκη και σκοτώθηκε. Πήγε με το μουλάρι
στη φαγάνα που δούλευε ο αδερφός μου Μανόλης, έξω από την Κατερίνη. Σκοτώθηκαν επιτόπου
πατέρας και το μουλάρι.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Γιώργος Μήτσιος, σύζυγος της Μαργαρίτας. Άφηνε τα σκυλιά να φυλάνε τα γίδια, όταν αποφάσιζε να 'ρθεί στο χωριό για να δει το κορίτσι.
Η Μαργαρίτα, όταν ήταν κορίτσι στα 1948.
Ο Γιώργος Μήτσιος, παλικάρι (1948).
Δημήτριος Δάμπλιας (Πουτιός Ντάμπλιας) πατέρας της Μαργαρίτας. Χρημάτισε πρόεδρος της Σκοτίνας για πολλά χρόνια. Σκοτώθηκε το 1948 από νάρκη στην Κατερίνη.
Δημήτριος Μήτσιος (Πουτιός) και η σύζυγός του Αγλαΐτσα, πεθερικά της Μαργαρίτας. Ο Πουτιός συνετέλεσε στην επιτυχία του προξενιού, όταν συμβούλεψε τον Κουκουσά να πάει στον Πουτιό το Ντάμπλια για να του πει: "Μας δίντζ του κουρίτσ';"
Η Μαργαρίτα στο μπαλκόνι του σπιτιού της στη Βασίλα. Η φωτογραφία είνα παρμένη από το Καλιαμπέικο στη Βασίλα στην Κάτω Σκοτίνα (Αύγουστος του 2018).
Το Καλιαμπέικο στην Άνω Σκοτίνα. Εκεί μένανε και οι Δαμπλαίοι. Από το μπαλκόνι η Μαργαρίτα έβλεπε το ντουβάρι κάτω. Μόλις με αντίκρυζε κατέβαινε τροχάδην και μου έδινε τη "φυλλουρίδα"-φέτα ψωμιού. 'Ηταν η πείνα του '41.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου