Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Πόλεμος: το μαρτύριο του Βασίλη Στύλου

        Το καλοκαίρι του 1996 ο αείμνηστος Βασίλης Στύλος μου δίνει συνέντευξη στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα. Θυμάται το μαρτύριο που τράβηξε, όταν οι Γερμανοί τον συνέλαβαν στο Μπιστιρί. Τον υποχρέωσαν να κουβαλήσει στις πλάτες του κιβώτια με πολεμικό υλικό από την Κάτω στην Άνω Σκοτίνα.

 

                                                                                ΑΠΑΛΝΗ

                                           ΑΚΑΤΝΗ

 

  ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Πότι ήρθαν οι Γιρμανοί ιδώ, πήγαμι κι κρύφκαμι πίσου στου Μπιστιρί.  Ικεί μι τσάκουσαν ιμένα. Ιτότι’ του ’44, που σκουτώθκι η κουνιάδα μ’, ιμείς φύγαμι κι  κρύβουμάσταν. Ήμαν τζιουμπάνους στου Θουμά του Συντριβάν. Κίντζα μι ντ’ βιλέντζα.    

         -Ζβάρνα μι ντ’ βιλέντζα κατέφκα σ’ τς Σακιλλάρη, οι Γιρμανοί ήταν καταή πισμέν’. Κι φύλαγαν. Θα ήξιραν ότι κατιβαίνουμι. Θα ήταν καμιά προυδουσιά. Λοιπόν,  μι κάμ’ έτσ’, Κόμεεεν! Κοιτώ κι’ γω. Γιρμανοί. Μπρεεε!

         Ψιλόβριχι κιόλα’ Γιάν’.  

         Μι τραβούν ένα τσάκουμα ικεί. Μι βγάζν’ όξου σ’ τς Σακιλλάρ’ του χουράφ’. Μι φουρτών’ δυο κιβώτια απού  πίετ, κάτ’ πλακατά κιβώτια. Απ’ αυτά τα πίετ που ρίχνουν στα μπιτόν αρμέ. Του τόμσουν του είχι απού μέσα κρυμμένου αυτός ι Γιρμανός. Όπ’ μ’ έφτανι «γκοπ» στου κουλουμέρ. Αυτοί στα παπούτσια είχαν σίδηρου μπρουστά. Φουρτουμένους ιγώ.  

        Βγαίνου ‘δω ψηλά, παναθέ σ’ τς Λινάκους του σπίτ’ ντ’    Γιώρ’ τς Συντριβάν’. Ι Γιρμανός δε μπουρούσι να πιρπατήσ’. Ήταν κτσός. Φτάνουμι ζ’ Μπαναϊά. Άντι, άντι, άντι. Ψηλά σ’ τς Νέρατζις.

        Δε δουρούσα άλλο, Γιάν’. Λέου στουν Νάσιου τουν Αγγέλ΄: «Θα ρίξου τα βλήμματα καταή, ώσπου να βγάλ’ αυτός του τόμσουν απού μέσα, θα ξιδέις τα σκνιά, να κάνου του γκατήφουρου,  κι ώσπου να ρίξ’ τς ριπές αυτός,  θα φύγου.        

      Πήραν χαμπάρ’ αυτοί. Ου, ου, ένα κι ένα    ετοιμάσκαν.   Σ’ τσι Δυο τς Καστανιές, θυμούμι, είχαν στμένουν τουν όλμου. Ιγώ απ’    του λακκούλ’, ίσια σιαπάν’, στουν Άη Θανάσ’, έκατσάμι στα Καρόπλα. Δόθκι διαταγή να πάμι στη μπλατέα. Ικεί είδα έναν μι γένεια. Αυτός ήταν γκισταμπίτς. Ρουφκιανιές. Έβγαλαν λόγουν ικεί κι μας λέν: «Τώρα θα πάτι στα σπίτια σας».  

        Κι ζήτσαμι ένα χαρτί. Γιατί ήταν όλους ι δρόμους Γιρμανοί.   Να έχουμι ένα χαρτί για να μη μας τσακώζν αλλ’ παρακάτ’. Ιτότι πέρασι η Χρίστινα η Καραμπίνινα. Κι δεν είπι ούδι καλημέρα τζ Γιρμανοί. Δε μπείραξαν ντιπ, Γιάν’. Επειδής ήταν γναίκα, δε γξέρου.  

         Δε ντα θυμούμι ούλα, ‘ρα Γιάν!

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Τον καιρό που ήρθαν οι Γερμανοί στη Σκοτίνα, εμείς φύγαμε από το χωριό και κρυφτήκαμε στο Μπιστιρί. Εκεί με συνέλαβαν εμένα. Τότε το ‘44, που σκοτώθηκε η κουνιάδα μου, εμείς φύγαμε να κρυφτούμε.   Ήμουνα τότε τσομπάνος στο Θωμά τον Συντριβάνη.    Ξεκίνησα το πρωί με τη βελέντζα.

Σβαρνίζοντας, λοιπόν, τη βελέντζα πήρα το μονοπάτι που κατέβαινε προς το κτήμα του Σακελλάρη. Οι Γερμανοί ήταν πεσμένοι και φύλαγαν. Πληροφορήθηκαν, φαίνεται,   για μας,   ότι κατηφορίζουμε το μονοπάτι. Σίγουρα θα έπεσε προδοσία. Λοιπόν, με κάνουν νεύμα, έτσι: «κόμεεεν» Κοιτάζω προσεκτικά. Γερμανοί. Αμάν!

Ψιλόβρεχε κιόλα, Γιάννη.    

Με γραπώνουν στα γρήγορα εκεί. Με τραβούν προς τα ‘κεί έξω και με φορτώνουν πίσω στις πλάτες μου δύο κιβώτια από «πίετ». Δηλαδή κιβώτια πιεσμένα. Από αυτά τα «πίετ» κιβώτια που ρίχνουν στο μπετόν αρμέ. Το τόμσον το είχε κρυμμένο στα ρούχα του ο Γερμανός. Όταν με πλησίαζε «γκουπ» στο κωλομέρι. Αυτοί οι Γερμανοί στα παπούτσια τους μπροστά είχαν σίδερο. Κι εγώ να είμαι φορτωμένος.

Προχωράω, βγαίνω εδώ ψηλά, που είναι σήμερα το σπίτι της Λενάκως, γυναίκας του Γιώργου Συντριβάνη. Ο Γερμανός δε μπορούσε να περπατήσει. Ήταν κουτσός. Κάποτε φτάνουμε στην Παναγιά.  Άντε, σιγά, σιγά. Πλησιάζουμε τις Νέρατζις.

Γιάννη, δεν άντεχα άλλο. Λέω στον Νάσιο τον Αγγέλη: «Νάσιο,

θα πετάξω τα βλήματα καταγής. Ο Γερμανός ώσπου να βγάλει το τόμσον από τον κόρφο του, εσύ θα λύσεις τα σκοινιά, εγώ θα κάνω τον κατήφορο, ώσπου αυτός ρίξει ριπές, θα προλάβω να φύγω

        Το αντιλήφτηκαν οι Γερμανοί. Ούουου. Τάκα-τάκα ετοιμάστηκαν.  Θυμάμαι, Γιάννη, πως αυτοί στις Δυο Καστανιές  είχαν ήδη στήσει τα οπλοπολυβόλα και τον όλμο. Εγώ πήρα την ανηφόρα μέσα από το μικρό λάκκο που φέρνει από τις Δυο Καστανιές πάνω στον άγιο Αθανάσιο κι από ‘κεί στα Καρόπλα. Εκεί βγάλανε διαταγή να πάμε στην πλατεία του χωριού. Εκεί συναντούμε έναν με γένεια. Αυτός με τα γένεια ήταν γκεσταμπίτης, προδότης,   ρουφιάνος. Εκεί βγάλανε λόγο και μας λένε: "Τώρα θα πάτε στα σπίτια σας".  

        Εμείς για καλύτερη ασφάλεια ζητήσαμε να μας δώσουν ένα σημείωμα. Γιατί όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από Γερμανούς. Έπρεπε να έχουμε κάποιο σημείωμα για να αποφύγουμε άλλη σύλληψη από άλλους παρακάτω. Τότε ήταν που στο δρόμο συναντήσαμε τη Χρίστινα Καραμπίνινα. Και δεν είπε ούτε «καλημέρα» στους Γερμανούς. «Φαπ. Φουπ, φαπ’ φουπ», στα γρήγορα αυτή έφτασε στις Δυο Καστανιές. Αυτήν δεν την ενοχλούσαν καθόλου, Γιάννη. Λες επειδή ήταν γυναίκα! Τι να πω.  

          Δυστυχώς, Γιάννη μου, δεν τα θυμάμαι όλα. 

---------- 

ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ  


Το απλανές και μελαγχολικό βλέμμα 

του κοριτσιού από την Ουκρανία

στάθηκε αφορμή της σημερινής ανάρτησης.

 

 

 

 



Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Ο Μίχος λύκος



      Η Όλγα Γερομιχαλού-Καραμπίνα, σύζυγος του Τάκη Μήτσιου μου δίνει συνέντευξη στις 17 Αυγούστου 2004. Θυμίζει ιστορίες που σχετίζονται με την κοινωνική ζωή στα χρόνια του Εμφυλίου. Συγκεκριμένα αναφέρεται στα δυο ξαδέρφια-βοσκούς-στην Άνω Σκοτίνα: τον Μίχο Γερομιχαλό του Χρήστου και τον Μίχο του Δημητρίου. Ο αδερφός της Μίχος, βοσκώντας τα γίδια, προσποιούνταν την φωνή του λύκου και τρόμαζε το χωριό (Άνω Σκοτίνα). Καταλήγουν και οι δυο στο κατώι του σχολείου (κρατητήριο) με απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου του χωριού.

Η Όλγα αφηγείται:

ΙΔΙΩΜΑ. Ι θκόζ μ’ ι Μίχους, ι αδιρφόζ μ’ μι του Μιχαήλ τς Μήτρινας τζ Γιρμπχαλούς γίγκαν λύκ’. Είχι τα γίδια στου Γκηψαρά. Δεν ήξιραν πως θα σκιάξ’ ν’ του χουργιό. Κι ήταν τώρα, χνουπουργιάτκα. Θυμούμι που μας έβγαζι σύκα σιαπάν’ η μάνα. Βγαίν’ στου τρόχαλου στ’ Μοίρα. Ι αλλους έκανι σαν μακρός λύκους κι ι άλλους έκανι "αού. . . αού. . . ". Ι κόζμους σκιάθκαν. Σκώθκι ι κόζμους ούλους. Είπαν "θα μας φαν τα γίδια".

Πάηναν ούλ’ κα τα Καρόπλα σιαπέρα. Νύχτα. Μισάνυχτα. Ήταν ακόμα οι παραθιρισταί. Οι Τρανταί ούλ’. Ήταν σμαζουμένου του χουργιό ιτότι. Γέμζι ι Πλάτανους όξου. Ξπόλτ’ όξου. Μι τζ μπιτζιάμις όξου. Αυτοί που ζούσαν στ’ Λάρσα είχαν μπιτζιάμις. Η παπά Λιουνίδας λέ’: "Έφαγαν οι λύκ’ κόζμουν. Κι θα ’ρθούν κι θα φαν κι μας".

Αυτοί -ήταν φιγγάρ’ μέρα- σαΐτιψαν ικεί στου τρόχαλου. Κατάλαβι η δάσκαλους ι Μπλέτσιους. Έξυπνους. Τς κατάλαβι. Κι πααίν’ κι τς πχιάν’ ι δάσκαλους, ι Μίχους ι Τσιαπάρς κι άλλ’. Ι θκόζ μ’ ι Μίχους πνίχθκι’ π’ τα γέλια. Ικείνους, ι Μίχους τς Μήτρινας Κουρδουκλήθκι. Παράδουνι κιόλας (παραδίνω=βρίζω) κι τουν έδειραν. Τουν θκό μ’ τουν δίκασι ι Γιάννινα ι Γιργουλού κι πλέρουσι πλιότιρις παράδις, μι φαίνιτι. Ήταν ιδέα τζ Γιάννινας τζ Γιργουλούς. Ν’ ήξιρις ντ’ Γιάννινα, του Γιργουλά, απού ’χι ζ Γκατράν’ μπαχτσέν. Δίκαζι αυτή, πλαλούντα.  

      -Ποιος την έβαλε.

      -Οι αντάρτις, αρά! Αρά, αφού είχαν ΙΑΜ (ΕΑΜ) σιαπάν’. Να ’γλιπις αυτήνια, ντ γναίκα, ήταν στ’ αϊτόπουλα. Αυτήν, απ’ λες, μι γκλάρα στα χέρια, μι ν΄άλλ΄. ιδώϊα. Αυτές μάζουναν ν’ νιουλαία ούλ’.

      -Τελικά δικάστηκε ο αδερφός σου;

      -Δικάσκι κι πλέρουσι παράδις. Τουν είχαν κλειζμένουν στου σχουλείου. Κι αυτόν κι του Μιχαήλ (τς Μήτρινας). Κι παν οι πατιράδις του ταχιά κι πλέρουσαν κι τς έβγαλαν. 

 

 Ο σύζυγος της Όλγας Τάκης Μήτσιος


ΚΟΙΝΗ. Μια φορά ο αδερφός μου Μιχάλης μαζί με το Μιχάλη της Μήτρινας της Γερομιχαλού παρίσταναν το λύκο.  Βοσκούσε τα γίδια στον Κηψαρά. Δεν εύρισκαν άλλο τρόπο να φοβερίσουν το χωριό. Ήταν φθινόπωρο. Θυμάμαι η μάνα μας έφερνε σύκα από την Κάτω Στην Άνω Σκοτίνα. Αυτοί οι δυο ανηφορίζουν το δρόμο προς την κορυφή «Μοίρα». Ο ένας παρίστανε τον λύκο που φώναζε από μακριά και ο άλλος έκανε «αού...αού...». Κατατρόμαξε ο κόσμος. Όλος ο κόσμος στο πόδι. Σκέφτηκαν: «θα μας φάνε τα γίδια». Όλοι τρέχανε προς τα Καρόπλα πέρα.     Νύχτα, μεσάνυχτα. Οι παραθεριστές ήταν ακόμα στο χωριό. Όλοι οι Τρανταίοι. Τότε το χωριό ήταν συγκεντρωμένο. Η πλατεία γεμάτη. Όλοι ξυπολταρία. Φορώντας τις πιζάμες. Αυτοί που προέρχονταν από Λάρισα φορούσαν πιζάμες. Ο παπά Λεωνίδας (Οικονόμου) απευθύνεται στον κόσμο: «Οι λύκοι φάγανε κόσμο. Κοντεύουν να επιτεθούν εναντίον μας».

          Το φεγγάρι έλουζε την περιοχή. Αυτοί σταμάτησαν εκεί στο τρόχαλο. Ο δάσκαλος ο Βλέτσης τους πήρε μυρωδιά. Πανέξυπνος αυτός. Αμέσως τους αντιλήφθηκε. Τρέχει και τους συλλαμβάνει. Τον βοήθησαν, βέβαια, και άλλοι συγχωριανοί, όπως ο Μίχος ο Τσιαπάρης κ. ά. Ο δικός μου αδερφός, ο Μίχος, δεν το πήρε στα ζεστά, το έριξε στα γέλια. Ο άλλος Μίχος, της Δημήτρινας έφτασε κατρακυλώντας. Και, επειδή έβριζε τα θεία, τον δείρανε. Τον αδερφό μου τον δίκασε η Γιάννενα Γεργολού και νομίζω πως πλήρωσε

 


περισσότερα χρήματα. Ήταν απόφαση της Γιάννενας Γεργολούς. Φαντάζομαι να γνώριζες την Γιάννενα Γεργολού. Ήταν αυτή που είχε μπαχτσέν στην Κατράνη. Αυτή δίκαζε στα γρήγορα.

          -Ποιος την έβαλε.

-Οι αντάρτες, μωρέ! Υπήρχε οργάνωση του ΕΑΜ) στην Άνω Σκοτίνα. Να βλέπεις αυτή τη γυναίκα που ήταν επικεφαλής στα αετόπουλα. Αυτή, που λες, , μαζί με μια άλλη πατριώτισσα, με τη βέργα στα χέρια, συγκέντρωνε όλη τη νεολαία.

         -Τελικά, δικάστηκε ο αδερφός σου;

          -Δικάστηκε και υποχρεώθηκε να καταβάλει λεφτά. Τον είχαν κλεισμένο στο κατώι του σχολείου (φυλακή). Τον αδερφό μου και το Μιχάλη της Μήτρινας. Ευτυχώς, που, την επομένη έτρεξαν οι γονείς, πλήρωσαν και τους απελευθέρωσαν.

----------

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Μου έρχονται στη μνήμη: α) οι κραυγές του «λύκου» από το καραούλι της «Μοίρας», β) οι θεατρικές παραστάσεις που γίνονταν στον «Πλάτανο» με την επιμέλεια της οργάνωσης του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και γ) η γνωριμία με τον αδερφό της Όλγας Μιχάλη, που, μετά τον Εμφύλιο, κατοικούσαμε στην ίδια γειτονιά της «Βασίλας». Ήταν λεβέντης, λογικός, ήρεμος, συμβούλευε εμάς τους μικρότερους.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ: Κάτω Σκοτίνα. Στα χρόνια του Εμφυλίου έδρα του λαϊκού δικαστηρίου ήταν το σπίτι του Καλιαμπού (περιοχή «Βασίλα»). Οι δραστήριες γυναίκες παίξανε πρωτεύοντα ρόλο.