η ΑΓΑΠΗ: «από τα μάτια πιάνεται»
Στην ταβέρνα «Βασίλα» της Σκοτίνας συναντώ τον Τάκη Μήτσιο του Διονύση, ομογενή της Αμερικής (Τζάκσονβιλ Φλόριντας). Ήταν 8 Ιουλίου του 2002. Με πολύ κέφι μου δίνει σχετική συνέντευξη αναφερόμενος στην απαγωγή της Κατίνας Μαρνέλα του Γεωργίου και, γενικά, για την περιπέτεια του γάμου τους:
ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ. Ήμουνα έτοιμος να φύγω Αμερική το 1978. Ήταν Καθαρή Δευτέρα. Ντύνομαι καλά και λέω «θα πάω να δω τα καρναβάλια». Οι γυναίκες, μου δίνουνε μια λίστα με τα κορίτσια του χωριού. Και μου λένε «θέλουμε να μας πεις ποιο κορίτσι σ’ αρέσει».
Και φεύγω και πάω στην πλατεία. Στο Κοτσέκι και κάθομαι στου Πλεξίδα το καφενείο, Βγάζω τη λίστα. Πάω στο πρώτο όνομα και λέω «αυτή ήταν η πρώτη μου φιλενάδα, αν την ήθελα θα την κράταγα». Τραβάω μολυβιά. Μετά πάω στη δεύτερη και λέω «αυτή ήταν φιλενάδα του φίλου μου. Άμα ήταν καλή, θα την κράταγε αυτός». Τελείωσε η λίστα όλη και δεν βρήκα κανένα. Και λέω: «Τώρα, Δημήτρη, τι κάνεις»;
Κι όπως κοίταζα τα καρναβάλια, βλέπω ένα κοριτσάκι. Και λέω «ποιο να ’ναι αυτό». Πάω στ’ Αγγέλ’ το μαγαζί, λέω στην Τασούλα: «Ποιο είναι αυτό το κορίτσι εκεί»; «Τ’ Μαρνέλα» (η φωτογραφία "όταν κλεφτήκαμε").
ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ. Μαθαίνω ότι πήγε στην αδερφή της στη Λεπτοκαρυά, που είχε πανηγύρι (Αγία Τριάδα). Της λέω: «Ίσως να με γνωρίζεις, αλλά αυτή τη φορά είμαι σοβαρός. Θέλω για γάμο, τελείωσε».
Μετά το πανηγύρι τα «ψήσαμε» καλά και μου λέει: «Άμα είναι έτσι, θα ‘ρθείς στο σπίτι να με ζητήσεις.
-Κανένα πρόβλημα.
Μου λέει ο πεθερός μου: «Κανένα πρόβλημα, μπορείς να την έχεις την κόρη μου, αλλά ξέχασε την Αμερική».
-Συγνώμη, η Αμερική είναι το όνειρό μου.
-Τότες κράτησε το όνειρο αυτό και ξέχασε την κόρη μου.
-Μπάρμπα Γιώργο, να σου πω. Θα σου δώσω μια βδομάδα. Ό, τι γίνει μετά από μια βδομάδα δε θα ‘ναι δικό μου λάθος. Και φεύγω. Και περίμενα, μια βδομάδα.
ΤΟ «ΣΗΜΕΙΩΜΑ». Στέλλω έναν φίλο μου, αυτός που έχει το περίπτερο, τον Μανίκα τον Αποστόλη (Κοτσιβός). Πωλούσε χαλιά, δήθεν ήταν σα χαλιάς. Και του λέω: «Θα πας εκεί να πωλήσεις χαλιά και θα δώσεις σημείωμα στην Κατερίνα».
Πήγε η Κατερίνα και της λέει «εδώ είναι» (το σημείωμα). Το πήρε η Κατερίνα και το σημείωμα έγραφε: «Θα ανταμώσουμε στην Παναγία».
Λέω «πώς θα την ειδοποιήσω». Παίρω την κάλτσα μου, την κόβω και την κάνω σκοινί. Βγάζω το πακέτο απ’ τα τσιγάρα και γράφω επάνω «είμαι εδώ». Και δένω το σημείωμα κάτω από τις παντόφλες της. Λέω «άμα τις φορέσει, κάτι θα τη γαργαλίσει και δει το σημείωμα».
Κι αυτό έγινε. Σηκώθηκε πάει να πάει στην τουαλέτα, κάτι γαργάλαγε, το είδε το σημείωμα. Ανέβηκε πάνω. Το διάβαζε και βλέπω την κουρτίνα στο παράθυρο.
ΑΧ, ΠΕΘΕΡΟΣ. Κατεβαίνει κάτω, ανοίγει η πόρτα. Ήταν ο πεθερός μου. Την πρόσεχε. Ανεβαίνω στο μπαλκόνι. Γραπατσώνομαι απέξω, μπαίνω μέσα και λέω:
-Καίτη, τι να κάνουμε τώρα; Θα πάω στην Αμερική. Έλα μαζί μου. Μου λέει «εντάξει, έρχομαι». Και δεν πήρε τίποτε άλλο, μόνο τα ρούχα που φορούσε. Και κατεβαίνουμε από τη σκάλα σιγά-σιγά -είχε κοιμηθεί ο πεθερός μου κάτω- ανοίγουμε την πόρτα, αφήνουμε σημείωμα επάνω στο δωμάτιο.
Ξυπνάει ο πεθερός μου, περίμενε να κατεβεί η Καίτη κάτω, αλλά τίποτα. Ανεβαίνουν πάνω, βλέπουνε το σημείωμα.
-Τι έγραφε το σημείωμα;
-Έγραφε ότι «είμαι εγώ και η Καίτη είναι μαζί μου στο σπίτι μου».
ΤΟ ΠΙΣΤΟΛΙ. Παίρνει το πιστόλι, παίρνει το μαχαίρι. Έφτασε εδώ (στην ταβέρνα του Γανωτή στη Βασίλα), ήταν ο Νιόνιος. Ήταν πρωί και τον βλέπει και έρχεται εδώ να πιεί καφέ. Ήταν πυρ και μανία:
-Βρε μπάρμπα Γιώργο, τι συμβαίνει;
-Έτσι κι έτσι η κόρη μου. Κλέφτηκε μαζί με τον Τάκη.
-Αχ, του γκιαρατά, γι αυτό ήταν εδώ τόσο αργά κάθε βράδυ.
-Δηλαδή ο πεθερός σου ήρθε στο σπίτι σου.
Ναι με το πιστόλι και το μαχαίρι και μου λέει «σε μια βδομάδα θα παντρευτείτε».
Ο ΓΑΜΟΣ. Αρχίζω εγώ, πάω απευθείας στον κουμπάρο μου, στον Θάνο Συντριβάνη. Λέω στο Θάνο «την Κυριακή παντρευόμαστε». Εντάξει, λέει ο κουμπάρος.
-Τελικά παντρεύτηκες;
-Εδώ στον Αγιώργη μέρα μεσημέρι. Η Καίτη ντύθηκε νύφη στο ένα το δωμάτιο κι εγώ ντύθηκα γαμπρός στο άλλο.
-Στο σπίτι σου.
-Στο σπίτι μου. Με κλαρίνα
-Ποιος έπαιζε κλαρίνο;
-Ο Σαλέας, Θωμάς Γερομιχαλός (βλ φωτο, στο πλάι)). Ο μόνος που ήταν στο γάμο ήταν ο παπάς από τη Λεπτοκαρυά μαζί με τη Φώτω. Κανένας άλλος, κάτι που έμεινε στη μνήμη της Καίτης.
ΑΜΕΡΙΚΗ. -Στο διάστημα αυτό η Καίτη πού κοιμότανε.
-Στο σπίτι μου, με τη μάνα και τον μπαμπά μου. Και κανένας δεν ήξερε ότι έφυγα και πήγα για Αμερική. Μόνο η γυναίκα μου.
Δήμητρα (σύζυγός μου): Ο πεθερός σου δεν ήξερε;
-Όχι. Μετά έστειλα λεφτά στη γυναίκα και ο πεθερός μου ειλικρινά φρόντισε. Γιατί ο μπαμπάς μου ήταν στα πρόβατα και η μάνα μου έτρεχε.
Σε τρεις μήνες την είχα στην Αμερική.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
η μητέρα του Τάκη,
Φωτεινή Καρκαφίρη-Μήτσιου
η μητέρα της Καίτης,
Μαριγούλα Δάμπλια-Μαρνέλα
Θανάσης Μήτσιος του Διονύση,
αδερφός του Τάκη