Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: Αντάρτικο

 
          Ο Γιώργος Μαρνέλας του Αθανασίου (1925-2002) λίγο έλειψε να εκτελεστεί από τους αντάρτες. Τελικά, τολμά, δραπετεύει, σώζεται. Τη θλιβερή ιστορία την διηγείται ο ίδιος στο σπίτι του στα Μαρνελάτκα στις 22 Αυγούστου 1998 (Κάτω Σκοτίνα Πιερίας). Στη συζήτηση συμμετέχει η σύζυγός του Μαριγούλα Δάμπλια «τ’ Πουτιού».

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: -Για ποιο λόγο σε πήραν οι αντάρτες. Το ’θελες εσύ;
          -΄Οχ’ δε ντου’ θιλα. Μι πήγαν απάν σ’ τ’ Στρουγγλή, ζ ντ Γουλάρα τα Γρέκια. ΄Εκατσα ικεί καμιά 15 μέρις. Δεν ήθιλα να καθίσου. ΄Ηθιλα να φύγου. Κι ήρθι αυτός ι αντάρτς που τουν είχα ξάδιρφουν, κι μι λέει:
          -Ξάδιρφέ μου, σι λυπάμι πουλύ, αλλά θα σι
          -Μπουτί, αρά!
          …΄Ηταν ουμάδα εκτελέσεως.
          Κοιμόμασταν στη Στρουγγλή, όξου σι φουκαλές. Σι  καλύβις. Αντάρτις δεν ήμασταν; Αντάρτικου είχαμι. Απού κει κατέβηνάμι στου χουργιό.  Ένας μ’ είπι: «να φύγς, θα σι σκουτώσν».
Κι ‘ιγώ έφυγα απ’ ντ’ Διουνύσ’ τ’ Παπαχρήστ’ του σπίτ’. Βγήκα να κατρήσου κι...Είχι έναν μπλουκόν τρανόν, κάτ’ παλούκια ι Παπαχρήστους. Τσακώθκα καλά, να τραβήξου του σώμα μ’ απάν’. Θλικώνου τα κουμπγιά, θλικώνου του λουρί, σκώθκα ‘παναθέ. Που σκώθκα παναθέ, δε μπουρούσα να πιρπατήσου. Τσακώθκαν τα γόνατα μ’, απ’ του φόβου. Κι πέρασα στου Γκηψαρά ύστιρα, στα Καρμανουλάτκα.
΄Εβριχι τότι, κι πουλύ. Ψόφκιους απού κούραση ήμαν. Κι ικεί που κατούρσα, κουρδουκλήσκι μια τρουχάλα. Πήραν χαμπάρ’ αυτοί κατά πού πήγα ιγώ κι βάν στου σπίτ’ τ’ Πουλυχρού έναν όλμον. Κόντιψι να μι βαρέσν μι τουν όλμου. ΄Υστιρα έκαμα σιαπέρα ζ ντ Βλαχάτ’, στα Καρόπλα κι ιδώ. Κι απού δω στ’ Λιφτουκαρυά.
΄Εβριχι ικείν’ τη μέρα. Κι ι Κακαλόπουλος μ’ είπι να πάρου κι ν’ αρραβουνιαστκιά μ’ ανταρτίνα. Είδα ιγώ πουλλά κουρίτσια ‘π’ του Παντιλέμηνου στ’ αντάρτικου. Μι βάρσι ιμένα ένα κουρίτσ’ κιόλα. Δυο παταρές μ’ έδουσι.
          -Όταν σε βάρεσε αυτή η κοπέλα, εσύ τι έκανες;
          -Τιπουτα. Η Γρηγόρς ι Ντήμους ήταν ικεί. Η Λένου ήταν ικεί, η σμιθιρά μ’.
          -Πότε έγινε αυτό;
          -Το ‘46. ΄Ηταν ι Κακαλόπουλος. Αυτός μι πήρι απού δω. Κοιμόταν ιδώ. Του τσιγάρου τα ’ναβι μι του ματσούκ’. Το ’βανι στ’ φουτχιά κι τα ’ναβι.

ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ: ΄Ηθιλι να πάρ’ κι μένα. Ήμασταν τότι αρραβουνιαζμέν’. Είπι του Μπουτιό του Ντάμπλια, του μπατέρα μ’ σιακάτ’: «Να πας, να φέρς του γαμπρό σ’
ιδώ κι τ’ θυγατέρα σ’». «Ιγώ δεν έχου τίπουτα ‘π’ του Γιώρ’ του Μαρνέλα», λέ’ ι μπαμπάζ μ’.
          -«Θα σι σκουτώσου». «Σκότουσέ μι. Πού να βρω ιγώ του Γιώρ’ του Μαρνέλα. Ιγώ δε ντουν έχου γαμπρόν».
          Ι Γιώρς ήταν φιβγάτους. Δε γκάθουνταν ιδώ. ΄Εφιγνι στ’ αρμάνια.
-Και πώς σας έμπλαξε εδώ πέρα;
-΄Εβριχι ικείν’ τη μέρα. Τουν έστειλαν, βρε Γιάν’, να πάρ’ κι μένα. Σι λέ’ «αφού είνι αρραβουνιαζμέν’ δε γκάθιτι αυτός μαναχός τ’». Μι μένα θέλ’ να κάτσ’.
                            
ΚΟΙΝΗ: Για ποιο λόγο σε πήραν οι αντάρτες; Το ΄θελες εσύ;
          -Όχι, δεν το ήθελα. Με συλλάβανε και με οδήγησαν πάνω στην Στρογγλή. Στα μαντριά του Γολάρα. Εκεί με κράτησαν κάπου 15 μέρες. Εγώ δεν ήθελα να μείνω εκεί. Προσπαθούσα να βρω ευκαιρία να δραπετεύσω. Και με πλησιάζει ένας αντάρτης, ξάδερφός μου, και μου λέει:
          -Ξάδερφέ μου, σε λυπάμαι πολύ, αλλά, δυστυχώς, πρέπει να σε εκτελέσω.
          -Γιατί, μωρέ;
          Υπόψη ότι αυτός ανήκε στην ομάδα εκτελέσεως.
           Κοιμόμασταν στη Στρογγλή, έξω. Στρώναμε κλαδιά από έλατα. Σε πρόχειρες καλύβες. Ζωή ανταρτών. Αντάρτες δεν ήμασταν; Αφού είχαμε γραφτεί στο κανονικό αντάρτικο, μας επέτρεπαν και κατεβαίναμε κάποτε, κάποτε στο χωριό. Κι εγώ ζητούσα την κατάλληλη ευκαιρία για να δραπετεύσω. Μου εκμυστηρεύτηκε ένας: «Να φύγεις, έχουν σκοπό να σε σκοτώσουν» Αυτό έγινε, όταν βρέθηκα στο σπίτι του Διονύση Παπαχρήστου. Βγήκα έξω τάχα για κατούρημα και...το έσκασα. Εκεί στην αυλή ο Παπαχρήστος είχε ένα μεγάλο φράχτη με πελώρια παλούκια. Πιάνομαι καλά από τα παλούκια, τραβάω το σώμα μου προς τα πάνω. Θηλυκώνω τα κουμπιά του παντελονιού, κουμπώνω καλά το λουρί, τραβιέμαι προς τα πάνω. Καθώς, όμως, τράβηξα προς τα πάνω το σώμα μου, δυσκολεύτηκα να περπατήσω. Πιάστηκαν τα γόνατά μου από το φόβο. Τα κατάφερα για λίγο και έφυγα προς τον Κηψαρά πάνω, στα κτήματα του Καραμανόλα.
Και έτυχε, τότε, να βρέχει. Και να βρέχει πολύ. Είχα ήδη εξαντληθεί από τη μεγάλη κούραση. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Πάνω στην κούραση, ήρθε και το αναπάντεχο· την ώρα που κατουρούσα, έτυχε να κατρακυλήσει μια μεγάλη πέτρα. Ε, αυτό ήταν· με παίρνουν μυρωδιά οι αντάρτες. Κατάλαβαν ποιο δρόμο ακολούθησα και ρίχνουν ένα όλμο στο σπίτι του Πολυχρού. Παρά τρίχα να με σημαδέψουν με τον όλμο και να σκοτωθώ. Εγώ δεν τα έχασα. Τραβάω κατευθείαν προς τα πέρα, στη Βλαχάτη, στα Καρόπλα κι έρχομαι εδώ στο σπίτι, στα Μαρνελάδικα. Από δω τρέχω, πάω στη Λεπτοκαρυά.
          -Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα έβρεχε. Έρχεται εδώ ο Κακαλόπουλος και μου λέει να πάρω και την αρραβωνιαστικιά μου μαζί σαν ανταρτίνα. Πράγματι, εγώ είδα αρκετά κορίτσια από τον Παντελεήμονα να υπηρετούν στο αντάρτικο. Να μη σου πω, ότι ένα κορίτσι, ανταρτίνα, με χτύπησε κιόλας. Μου έχει ζυγιάσει δυο σφαλιάρες.
          -΄Οταν σε βάρεσε αυτή η κοπέλα, εσύ τι έκανες;
          -Τίποτα. Μάρτυρας ο Γρηγόρης Δήμος-Νικολός. Ήταν εκεί, όπως και η Λένω, η συμπεθέρα μου.
          -Πότε έγινε αυτό;
          -Το ‘46. ΄Ηταν ο Κακαλόπουλος εδώ. Αυτός με συνέλαβε. Κοιμότανε εδώ. Το τσιγάρο το άναβε με ένα περίεργο τρόπο. Χρησιμοποιούσε το ματσούκι. Το ακουμπούσε  στη φωτιά και το άναβε.

ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ: Ήθελε να συλλάβει και μένα. Ήμασταν τότε αρραβωνιασμένοι. Πλησίασε τον Πουτιό Δάμπλια, τον πατέρα μου στην Κάτω Σκοτίνα.
          -Να πας, να φέρεις τον γαμπρό σου εδώ, και τη θυγατέρα σου.
          -«Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τον Γιώργο Μαρνέλα», του απαντάει ο μπαμπάς μου.
          -«Θα σε σκοτώσω». «Σκότωσέ με. Τι δουλειά έχω εγώ με τον Γιώργο Μαρνέλα. Πού να τον βρω. Εγώ δεν τον έχω γαμπρό».
          Ο Γιώργος ήταν φευγάτος, δεν καθότανε εδώ. Κρύβονταν στα δάση.  
-Και πώς σας πέτυχε εδώ πέρα ο Κακαλόπουλος;
-Έβρεχε εκείνη τη μέρα. Τον στείλανε, βρε Γιάννη, ξάδερφέ μου, να πάρει και εμένα.  Σκέφτηκαν: «Μια και είναι αρραβωνιασμένοι, αυτός αποκλείεται να μείνει μόνος». Ενώ, αν έχει εμένα συντροφιά, θα θελήσει να παραμείνει στο αντάρτικο (δεν υπάρχει κίνδυνος για απόδραση).  
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

 
Το σπίτι του Μαρνέλα στην Κάτω Σκοτίνα. Βρίσκεται στην τοποθεσία "Μαρνελάδικα" κρυμμένο ανάμεσα στα πλατάνια και καστανιές.



Το μπαΐρι του Μαρνέλα, λίγο ψηλωμένα από το Μαρνελάδικο. Εκεί βοσκούσε τα γίδια ο Γιάννης Νικολός (τ' Λιόλια), όταν το 1946 αντίκρυσε στην απέναντι όχθη (κορυφή Λάκκα Γίδας) να αναπαύεται ο αντάρτης Κακαλόπουλος. Αυτός κατατρόμαξε και το έβαλε στα πόδια με κατεύθυνση την Άνω Σκοτίνα. Τρόμαξε, γιατί εμείς οι τσοπαναραίοι (Χρίστος Μάνος, Θεοχάρης Μητός κι εγώ) στο βάθος του λάκκου Μαρνέλα χτυπούσαμε με το σκούλο του τσεκουριού σφαίρες, που σκάγανε και βγάζανε κρότο. Άκουσε ο Κακαλόπουλος και τρόμαξε.


Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

ΑΓΑΠΗ: γαμήλιο…


ΜΑΝΟΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

          Στα παλιότερα χρόνια συνέβαινε κάτι το παράδοξο. Στη Σκοτίνα Πιερίας μερικοί, όταν αποφάσιζαν να κάμουν γαμήλιο ταξίδι, προτιμούσαν να πάνε σε συγγενείς και γνωστούς
παρά σε ξενοδοχείο. Προφανώς αυτό γινότανε όχι λόγω οικονομίας, αλλά για να μοιράσουν τη χαρά και στους αγαπημένους γνωστούς.  
          Ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Μανόλης Οικονόμου ή, όπως τον ξέρουν στο χωριό, «ι Μανόλς τζ Γραμματής» (1922-2004). Τον Αύγουστο του 1993 πρόθυμα αποδέχεται να μου δώσει σχετική συνέντευξη, στην οποία εξιστορεί την προσωπική του περίπτωση.

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Κάπουτι κι αλλότι έπριπι κι 'γώ να παντριφτώ. Παντρεύκα του 1950, του αγίου Κωσταντίνου και Ελένης σ' ν' Αγία Παρασκιβή Κατιρίνης. Κουμπάρους ι Θουμάς ι Παραμύθας. Μας βάφτσι κι του Ντάκη. Γαμήλιου ταξιδ' στ' Λάρσα. Η γναίκα μ' Κατιρίνα είχι σόι τς Τρανταίοι. Του Μίχου του Ντράντα, του Γκώτσιου του Ντράντα του Νικόλα. Ι Νικόλας δούλιβι σ' ένα εστιατόριο. Μάγειρας καλός. Ιμείς ικεί στ' Λάρσα είχαμι ένα σόι απ' τς Παπαγιαννουλαί 'π' του Νιζιρό. Τουν ήλιγαν Νίκου Παπαγιαννούλ' κι είχι ξινουδουχείου. Κι μέναμι ικεί. Έμεινάμι ικεί δυο μέρις. Μας κάναν κι τραπέζ' κι μας έδουσαν κιράσια. Απ' τ' Λάρσα είχαμι συνιννουηθεί να πάμι στα Λιχώνια, στου Βόλου. Ικεί ήταν ένας Κουκουσάς σόι. Η Λινίτσα, η Μαρίκα. Στου Βόλου πήγαμι μαζί μι του Γκώτσιου του Ντράντα. Λέου ιγώ:
          -Μπαρμπα Κώτσιου, σιαπού βγάζν εισιτήρια;
          -Μέσ' στου τρένου, λέ' ικείνους.
          Ανιβαίνουμι στου τρένου, βγάζουμι τα εισιτήρια. Τα εισιτήρια για του Βόλου τα βαστούσι η Κώτσινα. Για λίγου λέου ιγώ Γκώτσινα:
          -Τχια Κώτσινα, δο μ' του θκό μ' του εισιτήριου κι τς Κατιρίνας για να ιδώ τι γράφν.
          -Α, τα πουλέμσα.
          -Σιαπού;
          -Καταή.
          Αμάν! Η Κώτσινα αστόισι. Πέταξι τα εισιτήρια κάτ'. Αρχινάει η Κώτσιους τς φουνές:
          -Μουρή αχνέρουτη, πιτάν τα εισιτήρια καταή; Τώρα θα πληρώσουμι τα μαλλιά μας.
          Έρχιτι ι σταθμάρχης:
          -Παρακαλώ τα εισιτήριά σας.
          Κιτρίτζι η Κώτσινα. Πάηνι να λιγουθμήσ'.
          -Τι σας συμβαίν', κυρά μου;
          Χώνιτι στ' μέσ' ι Κώτσιους:
          -Ιά, κυρ σταθμάρχα, δε συμβαίν' καγκαντίπουτα. Ιμείς κια οι τέσσιρις έκουψάμι εισιτήρια τομ μπήκαμι στου τρένου. Η γναίκα μ' δε γκατάλαβι κι τα πουλέμσι τα εισιτήρια.
          Πλήρουσάμι ένα πρόστιμο. Έφτασάμι στου Βόλου. Στα Λιχώνια πήγαμι μ' ένα τρινάκ'. Τς είδαμι τς συγγινίδις κι σι καναδυό μέρις τράβξαμι για τ' Σαλουνίκ'. Στ' Σαλουνίκ' είχαμι άλλου σόι. Τουν Απουστόλ' του Ντάμπλια, του Γκακάλ' του Γκαρκαφίρ'. Πρώτα ξαδέρφια. Πήγαμι στου ξινουδουχείου "Ατλαντίς", στην Εγνατία. Κάτσαμι καναδυό μέρις. Απού 'κεί, πίσου...στου μπατσιά, στ' φασουλάδα, στου μαγαζί.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ε, πέρασε καιρός, που κάποτε κι εγώ έπρεπε να παντρευτώ. Τελικά, παντρεύτηκα το 1950 , στη γιορτή του αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο γάμος έγινε στην Αγία Παρασκευή Κατερίνης. Μας στεφάνωσε ο Θωμάς Παραμύθας. Αυτός μας βάφτισε και τον Τάκη. Γαμήλιο ταξίδι κάναμε στη Λάρισα. Η γυναίκα μου Κατερίνα είχε συγγενείς εκεί, τους Τρανταίους. Τον Μίχο τον Τράντα, τον Κώτσιο τον Τράντα, τον Νικόλα τον Τράντα. Ο Νικόλας δούλευε σε ένα εστιατόριο. Καλός μάγειρας. Εμείς είχαμε άλλους συγγενείς εκεί στη Λάρισα, τους Παπαγιαννουλαίους από την Καλλιπεύκη. Ονομάζονταν Νίκος Παπαγιαννούλης και είχε ξενοδοχείο. Και μέναμε εκεί. Μείναμε εκεί δυο μέρες. Μας φιλοξενήσανε, μας κάνανε τραπέζι και στο τέλος μας δώσανε κεράσια. Συνεννοηθήκαμε να πάμε από τη Λάρισα στα Λεχώνια του Βόλου. Εκεί κατοικούσε ένας Κουκουσάς, συγγενής μας. Η Ελενίτσα, η Μαρίκα. Στο Βόλο ταξιδέψαμε μαζί με τον Κώτσιο Τράντα. Του λέω εγώ:
          -Μπάρμπα Κώτσιο, πού βγάζουν εισιτήρια;
          -Μέσα στο τρένο, λέει εκείνος.
          Ανεβαίνουμε στο τρένο, βγάζουμε τα εισιτήρια. Τα εισιτήρια για το Βόλο τα κρατούσε η Κώτσινα. Για μια στιγμή, από περιέργεια, λέω στην Κώτσινα:
          -Θεια Κώτσινα, δος μου το δικό μου εισιτήριο και της Κατερίνας για να ελέγξω, τι γράφουν.
          -Α, τα πέταξα.
          -Προς τα πού τα πέταξες;
          -Καταγής.
          Αμάν! Η Κώτσινα ξεχάστηκε. Πέταξε τα εισιτήρια κάτω. Αρχίζει ο Κώτσιος τις φωνές:
          -Μωρή ξεμυαλισμένη, πετάνε τα εισιτήρια καταγής; Τώρα θα πληρώσουμε τα μαλλιοκέφαλά μας. 
          Έρχεται ο σταθμάρχης:
          -Παρακαλώ τα εισιτήριά σας.
          Κιτρίνισε η Κώτσινα. Κόντεψε να λιποθυμήσει. 
          -Τι σας συμβαίνει, κυρά μου;
          Χώνεται στη μέση ο Κώτσιος:
          -Να, κύριε σταθμάρχα, δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Εμείς και οι τέσσερις κόψαμε κανονικά εισιτήρια μόλις ανεβήκαμε στο τρένο. Η γυναίκα μου δεν κατάλαβε, δεν έδωσε σημασία και πέταξε τα εισιτήρια.
          Πληρώσαμε ένα πρόστιμο. Φτάσαμε στο Βόλο. Για τα Λεχώνια ανεβήκαμε σε ένα τρενάκι. Επισκεφτήκαμε τους συγγενείς και σε καναδυό μέρες τραβήξαμε για Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη είχαμε άλλους συγγενείς. Τον Αποστόλη Δάμπλια, τον Θεοχάρη Καρκαφίρη. Πρώτα ξαδέρφια. Από εκεί επιστρέφουμε στον προορισμό μας, στο μαγαζί, όπου μας περιμένει ο πατσάς, η φασολάδα.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Εμφύλιος: Μόρνα

Ανταρτόπληκτοι

Η Ελένη Βαστάζου (1930-2011), σύζυγος του Γιώργου Στέφου, μου δίνει συνέντευξη και μιλάει για τα χρόνια του Εμφυλίου. Η συνέντευξη γίνεται τα Χριστούγεννα του 1999 στα Φωτεινά Πιερίας. Θυμάται τον Αύγουστο του 1947, τη «μαύρη» αναχώρηση των κατοίκων της Μόρνας με προορισμό την Περίσταση Κατερίνης:
         
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ήταν Αύγουστος 1947. ΄Ημαν στου χουράφ’. Κουβαλούσα διμάτχια φουρτουμέν’. Ζ τζ Γούρνις, στα Λιφτουκαρούλια. Τα Λιφτουκαρούλια είνι σ’ τς Πέντι πύργ’ απού κάτ’. Τα διμάτια τα κατιβάζουμι χαμπλά, που ήταν τ’ αλών’ να τ’ αλουνίσουμι  μι τα ζώα, μι τα μπλάργια. Κι βγήκι η Τζάνα, που λέμι, η Αλιξάντρα τς θειά τς Ανθούλα στου Γκάρπινου, κι φουνάζ’: «Ω,  θειάτσα Γιάννινα! Ω μάνα! Ιλάτι κάτ’, βρε, φέγ’ του χουργιό».
Κι κατιβαίνουμι, κι έρχουμέστι στου χουργιό κι ανιβαίνουμι στ’ αυτουκίνητα, κατιβαίνουμι ζ Μπιρίσταση. Είχαμι κι τ’ λιχώνα, τ’ Χρυσούλα ντ Κυπαρισάτκ’.  Μπρουστά ζ γκαρότσα. Ντ Βαγγέλ’ τ’ Πίτσια γναίκα. Ιμείς απάν ζ γκαρότσα. Ικεί μας άφσαν στου σχουλείου τς Πιριστάσιως. Ικεί έμεινάμι, δε θυμάμι, για πόσις μέρις. Πουλύς κόζμους.
          -Ποιο δρόμο ακολούθησε το αυτοκίνητο;
-Απού τ’ Μόρνα, απ’ του ιργουστάσιου, στ’ Κατανά, απού κεί στου Σύνουρου, απού κεί ζ ντ Βρυσούλα, στου Καναβουτόπ’, σ’ τ’ Χαλικιά, στου Μπαλιζιάζιακου, στου Σταυρό, ζ Γκουπρισιά, σ’ τ’ Στινούρα κι κατέφκαμι στου Είκουσ’ χιλιόμιτρου κι κατέφκαμι ζ Γκατιρίν’ -πού να ξέρουμι ιμείς απού Κατιρίν’- κι μας πήγαν ζ Μπιρίσταση. Μι του στρατού τα τζέμς.
          Ικεί είδα κόζμουν κι ντουνιάν. ΄Ασι τώρα να σι πώ, συμπέθιρι. ΄Ηταν ι ξάδιρφόζ μ’. Κι είχαν χαλάσ’ τα σκφούνια, που τα’ λιγάμι ‘μείς. Χάλασαν απού κάτ’ οι πατούνις κι του απού παν που ήταν στου πόδ’ γυρνούσι πίσου, «φρουστ, φρουστ» σήκουνι κουνιαρχτό σιαπάν. Πού να τα βρούμι τα παπούτσια. Ξιπόλτ’ ήματαν όλ’.
          -Τι ώρα φτάσατε στην Περίσταση;
-Κατά η ώρα 4. Μας πήγαν στου σχουλείου. Δεν είχαμι νιρό να πχιούμι. Μια γναίκα θκη μας, η Κυπαρισσού, πααίν’ σι έναν ικεί  για να πάρ’ νιρό. Δε μας έδουνι. «Να πάτι στου ντόπου σας να πάρτι» (*).  Τέλους πάντουν μι τα χίλια βάσανα μας έδουσαν. Κι αυτό ήταν  τουλούμπα. Ιμείς πού ήξιρνάμι ντουλούμπα.
          -Στο σχολείο πώς κοιμόσασταν;
-Ε, γιλαδαριά,  όπους ήταν τα ζώα. Ήρθαμι όλ’ μαζί. Στρατός κι οπλίτες.
          Στ’ Στινούρα έβαναν (δηλ.  πυροβολούσαν οι αντάρτες). Πάν’ οι άντρις μι τ’ αυτουκίνητα να ‘ρθεί κι τ’ αλλου του  γυνικόπιδου κάτ’. ΄Ε πήγαν απάν’ στου χουργιό, φόρτουσαν.  Φόρτουσαν οι θκοί μας. Οι αντάρτις όμως τς πιρίμιναν απέναντι. Τς βάναν απ’ τα Μσουράχια, απέναντι ‘π’ του Μπαλιζιάζιακου. Τς έβαναν  απού ‘κεί. Η Παπανώτινα, η Αθηνά έπισι απ’ του αυτουκίνητου κι έσπασι του χέρ’. Τ’ φέρν’ ιδώ ζ Μπιρίστασ’ κι μιτά μπήγαν σ’ τ’ Σαλουνίκ’. Κι ν’ έβαλαν γύψου. Κι ιμείς ήμασταν τρεις οικουγένιις. Κάθουμάσταν στου σπίτ’ ντ Μπαλάσ’. Μια οικουγένεια ιμείς, ι θείους ι Τάσιους δυο, η θεια η Γιάννου τρεις. Τρεις οικουγένειις, απού μια κάμαρη ι ένας.

ΚΟΙΝΗ. Ήταν Αύγουστος του 1947. Βρισκόμουνα στο χωράφι. Φορτωμένη κουβαλούσα δεμάτια. Στην τοποθεσία «Γούρνες», στα Λεφτοκαρούλια. Τα Λεφτοκαρούλια βρίσκονται ακριβώς κάτω από τους Πέντε Πύργους. Τα δεμάτια τα κατεβάζαμε κάτω για να τα αλωνίσουμε στο αλώνι με τα ζώα, τα μουλάρια. Εκεί εμφανίστηκε η Αλεξάντρα της θειας Ανθούλας, που τη λέμε Ζάνα, η οποία άρχισε να φωνάζει: «Ώ θεια Γιάννινα, ώ μάνα! Ελάτε, μωρέ, κάτω. Το χωριό φεύγει.
Και κατεβαίνουμε και ερχόμαστε στο χωριό, ανεβαίνουμε στα αυτοκίνητα, Μας κατεβάζουν στην Περίσταση. Μαζί μας είχαμε και τη λεχώνα, τη Χρυσούλα του Κυπαρίση. Αυτή, δηλαδή η γυναίκα του Βαγγέλη Πίτσια καθότανε μπροστά. Εμείς ανεβήκαμε πάνω στην καρότσα. Μας βάλανε στο σχολείο της Περίστασης. Εκεί μας τακτοποίησαν δε θυμάμαι για πόσες μέρες. Πάντως ήμασταν πάρα πολλοί.
-Ποιο δρόμο ακολούθησε το αυτοκίνητο;
-Από τη Μόρνα κατεβαίνουμε στο εργοστάσιο ξυλείας, κατευθυνόμαστε προς το κτήμα του Κατανά, από εκεί τραβάμε για το Σύνορο και στη συνέχεια στη Βρυσούλα, στο Καναβουτόπι, στου Χαλικιά, στον Παλιοζιάζιακο, στο Σταυρό, στην Κοπρισιά, στη Στενούρα και από εκεί κατεβήκαμε στο Είκοσι (20ό χιλμ). Ύστερα προχωράμε προς Κατερίνη -πού να ξέρουμε εμείς από Κατερίνη- και μας οδήγησαν στην Περίσταση με τα τζέιμς του στρατού.
Εκεί αντικρύσαμε παράξενα πράγματα. Πρόσεχέ με, συμπέθερε, να τα πάρω με τη σειρά: Κοντά μας κατοικούσε ο ξάδερφός μου. Του κακόμοιρου είχαν σχιστεί τα σκοφούνια. Έτσι λέγαμε τις χοντρές μάλλινες κάλτσες. Συγκεκριμένα χαλάσανε οι από κάτω πατούσες και το επάνω μέρος της κάλτσας στρέφονταν προς το πίσω του ποδιού. “Φρουστ,  φρουστ” σήκωνε κορνιαχτό προς τα πάνω . Πού να βρούμι παπούτσια. Όλοι περπατούσαμε ξυπόλυτοι.
          -Τι ώρα φτάσατε στην Περίσταση;
Κατά τις 4 το απόγεμα. Μας μαντρώσανε στο σχολείο. Δεν υπήρχε νερό για να πιούμε. Μια συγχωριανή μας πήγε σε κάποιον προς τα πέρα να ζητήσει νερό. Δε μας έδινε. Μας έλεγε: "να πάτε στον τόπο σας να πάρετε νερό". Τέλος πάντων, με χίλια παρακάλια μας δώσανε νερό. Το νερό τους το βγάλαμε από τουλούμπα. Εμείς δεν είχαμε ιδέα από τουλούμπες.
          -Στο σχολείο πώς κοιμόσασταν;
-Ε, σαν το κοπάδι από γελάδια. Σαν τα ζώα. Βέβαια, όπως σου τα λέω. Όλοι ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Στρατός και οπλίτες. 
          Όταν φτάσαμε στη Στενούρα, οι αντάρτες άρχισαν να πυροβολούν. Οι άντρες επέστρεψαν με τα αυτοκίνητα για να φέρουν και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα εδώ κάτω. Πήγαν πάνω στο χωριό, φόρτωσαν ξανά. Φόρτωσαν οι δικοί μας, οι χωριανοί. Οι αντάρτες, όμως, στήσανε καρτέρι απέναντι από το χωριό. Τους πυροβολούσαν από τα Μισοράχια, απέναντι από τον Παλιζιάζιακο. Τους πυροβολούσαν από εκεί. Η Παπανώτινα, η Αθηνά, έπεσε από το αυτοκίνητο και έσπασε το χέρι. Τη φέρνουν εδώ στην Περίσταση και στη συνέχεια τη μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη. Βάλανε το χέρι στο γύψο. Εμείς κατοικούσαμε τρεις οικογένειες μαζί. Στο σπίτι αυτό που μας τακτοποίησαν. Στου Μπαλάση. Ήμασταν, εμείς μία οικογένεια, ο θείος ο Τάσος δύο, η θεία Γιάννω τρεις. Τρεις οικογένειες, από μια κάμαρη ο ένας.
----------
* Η αλήθεια είναι πως στην αρχή μερικοί κάτοικοι της Περίστασης τρόμαξαν, καθώς αντίκρυσαν μια ταλαιπωρημένη μάζα, ένα λαό από άλλο κόσμο φερμένο. Από τη Μόρνα κουβαλήσαμε  όλα τα ζωντανά (πρόβατα, γίδια, γελάδια, γουρούνια…) και  οι άνθρωποι απορούσαν.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ήμασταν τυχεροί, γιατί στην Περίσταση Κατερίνης βρήκαμε άλλη κουλτούρα, που παραπέμπει στον πολιτισμό της παλιάς Περίστασης (της Θράκης). Η δικιά μου οικογένεια φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Θανάση και Παναγιώτας Κουτσουμπέα. Στα τρία χρόνια προσφυγιάς ζήσαμε με τα παιδιά τους μονιασμένα και ευχάριστα. Γι’ αυτό με συγκίνηση τους αναφέρω κατ’ όνομα (Νίκος, Κούλα, Γιάννης, Μαίρη).