Ο Γιώργος Μαρνέλας του Αθανασίου (1925-2002) λίγο έλειψε να εκτελεστεί από τους αντάρτες. Τελικά, τολμά, δραπετεύει, σώζεται. Τη θλιβερή ιστορία την διηγείται ο ίδιος στο σπίτι του στα Μαρνελάτκα στις 22 Αυγούστου 1998 (Κάτω Σκοτίνα Πιερίας). Στη συζήτηση συμμετέχει η σύζυγός του Μαριγούλα Δάμπλια «τ’ Πουτιού».
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: -Για ποιο λόγο σε πήραν οι αντάρτες. Το ’θελες εσύ;
-΄Οχ’ δε ντου’ θιλα. Μι πήγαν απάν σ’ τ’ Στρουγγλή, ζ ντ Γουλάρα τα Γρέκια. ΄Εκατσα ικεί καμιά 15 μέρις. Δεν ήθιλα να καθίσου. ΄Ηθιλα να φύγου. Κι ήρθι αυτός ι αντάρτς που τουν είχα ξάδιρφουν, κι μι λέει:
-Ξάδιρφέ μου, σι λυπάμι πουλύ, αλλά θα σι
-Μπουτί, αρά!
…΄Ηταν ουμάδα εκτελέσεως.
Κοιμόμασταν στη Στρουγγλή, όξου σι φουκαλές. Σι καλύβις. Αντάρτις δεν ήμασταν; Αντάρτικου είχαμι. Απού κει κατέβηνάμι στου χουργιό. Ένας μ’ είπι: «να φύγς, θα σι σκουτώσν».
Κι ‘ιγώ έφυγα απ’ ντ’ Διουνύσ’ τ’ Παπαχρήστ’ του σπίτ’. Βγήκα να κατρήσου κι...Είχι έναν μπλουκόν τρανόν, κάτ’ παλούκια ι Παπαχρήστους. Τσακώθκα καλά, να τραβήξου του σώμα μ’ απάν’. Θλικώνου τα κουμπγιά, θλικώνου του λουρί, σκώθκα ‘παναθέ. Που σκώθκα παναθέ, δε μπουρούσα να πιρπατήσου. Τσακώθκαν τα γόνατα μ’, απ’ του φόβου. Κι πέρασα στου Γκηψαρά ύστιρα, στα Καρμανουλάτκα.
΄Εβριχι τότι, κι πουλύ. Ψόφκιους απού κούραση ήμαν. Κι ικεί που κατούρσα, κουρδουκλήσκι μια τρουχάλα. Πήραν χαμπάρ’ αυτοί κατά πού πήγα ιγώ κι βάν στου σπίτ’ τ’ Πουλυχρού έναν όλμον. Κόντιψι να μι βαρέσν μι τουν όλμου. ΄Υστιρα έκαμα σιαπέρα ζ ντ Βλαχάτ’, στα Καρόπλα κι ιδώ. Κι απού δω στ’ Λιφτουκαρυά.
΄Εβριχι ικείν’ τη μέρα. Κι ι Κακαλόπουλος μ’ είπι να πάρου κι ν’ αρραβουνιαστκιά μ’ ανταρτίνα. Είδα ιγώ πουλλά κουρίτσια ‘π’ του Παντιλέμηνου στ’ αντάρτικου. Μι βάρσι ιμένα ένα κουρίτσ’ κιόλα. Δυο παταρές μ’ έδουσι.
-Όταν σε βάρεσε αυτή η κοπέλα, εσύ τι έκανες;
-Τιπουτα. Η Γρηγόρς ι Ντήμους ήταν ικεί. Η Λένου ήταν ικεί, η σμιθιρά μ’.
-Πότε έγινε αυτό;
-Το ‘46. ΄Ηταν ι Κακαλόπουλος. Αυτός μι πήρι απού δω. Κοιμόταν ιδώ. Του τσιγάρου τα ’ναβι μι του ματσούκ’. Το ’βανι στ’ φουτχιά κι τα ’ναβι.
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ: ΄Ηθιλι να πάρ’ κι μένα. Ήμασταν τότι αρραβουνιαζμέν’. Είπι του Μπουτιό του Ντάμπλια, του μπατέρα μ’ σιακάτ’: «Να πας, να φέρς του γαμπρό σ’
ιδώ κι τ’ θυγατέρα σ’». «Ιγώ δεν έχου τίπουτα ‘π’ του Γιώρ’ του Μαρνέλα», λέ’ ι μπαμπάζ μ’.
-«Θα σι σκουτώσου». «Σκότουσέ μι. Πού να βρω ιγώ του Γιώρ’ του Μαρνέλα. Ιγώ δε ντουν έχου γαμπρόν».
Ι Γιώρς ήταν φιβγάτους. Δε γκάθουνταν ιδώ. ΄Εφιγνι στ’ αρμάνια.
-Και πώς σας έμπλαξε εδώ πέρα;
-΄Εβριχι ικείν’ τη μέρα. Τουν έστειλαν, βρε Γιάν’, να πάρ’ κι μένα. Σι λέ’ «αφού είνι αρραβουνιαζμέν’ δε γκάθιτι αυτός μαναχός τ’». Μι μένα θέλ’ να κάτσ’.
ΚΟΙΝΗ: Για ποιο λόγο σε πήραν οι αντάρτες; Το ΄θελες εσύ;
-Όχι, δεν το ήθελα. Με συλλάβανε και με οδήγησαν πάνω στην Στρογγλή. Στα μαντριά του Γολάρα. Εκεί με κράτησαν κάπου 15 μέρες. Εγώ δεν ήθελα να μείνω εκεί. Προσπαθούσα να βρω ευκαιρία να δραπετεύσω. Και με πλησιάζει ένας αντάρτης, ξάδερφός μου, και μου λέει:
-Ξάδερφέ μου, σε λυπάμαι πολύ, αλλά, δυστυχώς, πρέπει να σε εκτελέσω.
-Γιατί, μωρέ;
Υπόψη ότι αυτός ανήκε στην ομάδα εκτελέσεως.
Κοιμόμασταν στη Στρογγλή, έξω. Στρώναμε κλαδιά από έλατα. Σε πρόχειρες καλύβες. Ζωή ανταρτών. Αντάρτες δεν ήμασταν; Αφού είχαμε γραφτεί στο κανονικό αντάρτικο, μας επέτρεπαν και κατεβαίναμε κάποτε, κάποτε στο χωριό. Κι εγώ ζητούσα την κατάλληλη ευκαιρία για να δραπετεύσω. Μου εκμυστηρεύτηκε ένας: «Να φύγεις, έχουν σκοπό να σε σκοτώσουν» Αυτό έγινε, όταν βρέθηκα στο σπίτι του Διονύση Παπαχρήστου. Βγήκα έξω τάχα για κατούρημα και...το έσκασα. Εκεί στην αυλή ο Παπαχρήστος είχε ένα μεγάλο φράχτη με πελώρια παλούκια. Πιάνομαι καλά από τα παλούκια, τραβάω το σώμα μου προς τα πάνω. Θηλυκώνω τα κουμπιά του παντελονιού, κουμπώνω καλά το λουρί, τραβιέμαι προς τα πάνω. Καθώς, όμως, τράβηξα προς τα πάνω το σώμα μου, δυσκολεύτηκα να περπατήσω. Πιάστηκαν τα γόνατά μου από το φόβο. Τα κατάφερα για λίγο και έφυγα προς τον Κηψαρά πάνω, στα κτήματα του Καραμανόλα.
Και έτυχε, τότε, να βρέχει. Και να βρέχει πολύ. Είχα ήδη εξαντληθεί από τη μεγάλη κούραση. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Πάνω στην κούραση, ήρθε και το αναπάντεχο· την ώρα που κατουρούσα, έτυχε να κατρακυλήσει μια μεγάλη πέτρα. Ε, αυτό ήταν· με παίρνουν μυρωδιά οι αντάρτες. Κατάλαβαν ποιο δρόμο ακολούθησα και ρίχνουν ένα όλμο στο σπίτι του Πολυχρού. Παρά τρίχα να με σημαδέψουν με τον όλμο και να σκοτωθώ. Εγώ δεν τα έχασα. Τραβάω κατευθείαν προς τα πέρα, στη Βλαχάτη, στα Καρόπλα κι έρχομαι εδώ στο σπίτι, στα Μαρνελάδικα. Από δω τρέχω, πάω στη Λεπτοκαρυά.
-Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα έβρεχε. Έρχεται εδώ ο Κακαλόπουλος και μου λέει να πάρω και την αρραβωνιαστικιά μου μαζί σαν ανταρτίνα. Πράγματι, εγώ είδα αρκετά κορίτσια από τον Παντελεήμονα να υπηρετούν στο αντάρτικο. Να μη σου πω, ότι ένα κορίτσι, ανταρτίνα, με χτύπησε κιόλας. Μου έχει ζυγιάσει δυο σφαλιάρες.
-΄Οταν σε βάρεσε αυτή η κοπέλα, εσύ τι έκανες;
-Τίποτα. Μάρτυρας ο Γρηγόρης Δήμος-Νικολός. Ήταν εκεί, όπως και η Λένω, η συμπεθέρα μου.
-Πότε έγινε αυτό;
-Το ‘46. ΄Ηταν ο Κακαλόπουλος εδώ. Αυτός με συνέλαβε. Κοιμότανε εδώ. Το τσιγάρο το άναβε με ένα περίεργο τρόπο. Χρησιμοποιούσε το ματσούκι. Το ακουμπούσε στη φωτιά και το άναβε.
ΜΑΡΙΓΟΥΛΑ: Ήθελε να συλλάβει και μένα. Ήμασταν τότε αρραβωνιασμένοι. Πλησίασε τον Πουτιό Δάμπλια, τον πατέρα μου στην Κάτω Σκοτίνα.
-Να πας, να φέρεις τον γαμπρό σου εδώ, και τη θυγατέρα σου.
-«Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τον Γιώργο Μαρνέλα», του απαντάει ο μπαμπάς μου.
-«Θα σε σκοτώσω». «Σκότωσέ με. Τι δουλειά έχω εγώ με τον Γιώργο Μαρνέλα. Πού να τον βρω. Εγώ δεν τον έχω γαμπρό».
Ο Γιώργος ήταν φευγάτος, δεν καθότανε εδώ. Κρύβονταν στα δάση.
-Και πώς σας πέτυχε εδώ πέρα ο Κακαλόπουλος;
-Έβρεχε εκείνη τη μέρα. Τον στείλανε, βρε Γιάννη, ξάδερφέ μου, να πάρει και εμένα. Σκέφτηκαν: «Μια και είναι αρραβωνιασμένοι, αυτός αποκλείεται να μείνει μόνος». Ενώ, αν έχει εμένα συντροφιά, θα θελήσει να παραμείνει στο αντάρτικο (δεν υπάρχει κίνδυνος για απόδραση).
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Το σπίτι του
Μαρνέλα στην Κάτω Σκοτίνα. Βρίσκεται στην τοποθεσία "Μαρνελάδικα"
κρυμμένο ανάμεσα στα πλατάνια και καστανιές.
Το μπαΐρι
του Μαρνέλα, λίγο ψηλωμένα από το Μαρνελάδικο. Εκεί βοσκούσε τα γίδια ο Γιάννης
Νικολός (τ' Λιόλια), όταν το 1946 αντίκρυσε στην απέναντι όχθη (κορυφή Λάκκα
Γίδας) να αναπαύεται ο αντάρτης Κακαλόπουλος. Αυτός κατατρόμαξε και το έβαλε
στα πόδια με κατεύθυνση την Άνω Σκοτίνα. Τρόμαξε, γιατί εμείς οι τσοπαναραίοι
(Χρίστος Μάνος, Θεοχάρης Μητός κι εγώ) στο βάθος του λάκκου Μαρνέλα χτυπούσαμε
με το σκούλο του τσεκουριού σφαίρες, που σκάγανε και βγάζανε κρότο. Άκουσε ο Κακαλόπουλος
και τρόμαξε.