Στις
24 Αυγούστου 2013 ο Θανάσης Γ. Μπακάλης με υποδέχεται ευχαρίστως στο σπίτι του
στη Λεπτοκαρυά. Μιλάει για τη δεύτερη μάχη
της Λεπτοκαρυάς που έγινε τον Σεπτέμβρη του 1948 :
Ο Θανάσης Μπακάλης αφηγείται:
1. περίγυρος του σχολείου
-Εκεί που γινόταν η μάχη το 1948 ήμουνα 11
ετών.
-Θυμάσαι καλά τα γεγονότα;
-Βέβαια, διότι τα γεγονότα τα έζησα από
κοντά. Ήμουνα μέσα στα γεγονότα. Μας κάψανε το σπίτι, καινούριο σπίτι, δέκα
χρονών σπίτι. Μας πήραν τα ζώα, όλα τα γίδια, τα άλογα τα σκότωσαν όλα.
-Γιατί κάψανε το σπίτι;
-Γιατί το σχολείο, εκεί που ήταν
ταμπουρωμένοι οι στρατιώτες και χωροφύλακες και για να βλέπουν αυτοί οι
αντάρτες, κάψανε τα σπίτια που ήταν γύρω-γύρω στο σχολείο. Κάψανε τα σπίτια για
να βλέπουν το οίκημα (το σχολείο), να πυροβολούν τα παράθυρα να μπαίνουν μέσα
οι σφαίρες. Το σχολείο ήταν με ντουβάρια εξήντα πόντους. Δε μπορούσαν να το
χτυπήσουν αλλιώς, μόνο από τα παράθυρα.
-Ποια άλλα
σπίτια κάψανε;
-Κάψανε
όσα ήταν γύρω από το σχολείο καμιά πεντέξι σπίτια.
-Πες
μερικά, αν θυμάσαι.
-Ένας
Κατσαρός Ιωάννης, Καζαμίας Δημήτριος, Μπακάλης Ιωάννης, ένας Γκατζάς ή
Κουκάρας, ένας Γραβενίτης Γεώργιος. Αυτά τα σπίτια ήταν γύρω από το σχολείο, το
οποίο ήταν κλεισμένο από τον στρατό.
-Μήπως θυμάσαι,
Θανάση, τι ώρα ήταν;
-Ήταν
9-10.
-Μέσα
στο σχολείο ήταν και ο Γρηγόρης Νικολός.
-Αυτός ήταν
καλός άνθρωπος και πολεμιστής. Είχε ένα πολυβόλο, ήταν ασυρματιστής.
Εντωμεταξύ, όμως, αφού είδε ότι δεν έρχεται δύναμη από πουθενά, πήρε το πολυβόλο,
ήταν θαρραλέος, πήγαινε σε κάθε παράθυρο και πυροβολούσε σε όλες τις
κατευθύνσεις. Μόνος του με κάτι άλλους. Και νόμιζαν οι αντάρτες ότι υπάρχουν
πολλά πολυβόλα μέσα. Δεν πλησίαζαν κοντά. Εγώ κάθε μέρα μας φόρτωναν τα ζώα
φαγητό και πηγαίναμε στα φυλάκια επάνω, το στρατό. Τους τάιζαν το μεσημέρι.
Είχαν μαγειρεία μέσα στο χωριό. Τάιζαν τους φύλακες που ήταν στα φυλάκια, τους
στρατιώτες, χωροφύλακες, τους μάυδες. Αυτοί που ήταν και από άλλα μέρη. Ήταν
και από τη Σκοτίνα.
-Κουβαλούσατε εσείς;
-Βέβαια, εγώ
με κάτι άλλα παιδιά. Μας έδεναν τα μουλάρια, τις χύτρες, τα φαγητά και
πηγαίναμε, τόσες μερίδες θα πάρει το φυλάκιο αυτό, τόσες μερίδες αυτό και το
φινάλε πηγαίναμε σε κάνα στρατιώτη εκεί πέρα: «εγώ δεν το τρώω όλο, φάτε και
σεις». Και ζούσαμε και μεις.
2. τα φυλάκια
-Ήταν
πολλοί οι αντάρτες;
-Πάρα
πολλοί, πάρα πολλοί, τρεις λόχοι.
-Από πού
κατέβαιναν αυτοί;
-Αυτοί
ήρθαν από κάτω τον Πλαταμώνα, πήγαν στη Σκοτίνα στο ξηροκάμι όλο, πήγαν στη
Λεπτοκαρυά στο Σταθμό και με τα πόδια ανεβήκανε στην επάνω Λεπτοκαρυά. Αλλά
ήρθε και μια άλλη δύναμη από την Καρυά Ελασσόνας και συναντήθηκαν εκεί πέρα και
αρχίσανε να πυροβολούν. Πήραν τα φυλάκια όλα. Φυλάσσονταν η Λεπτοκαρυά
γύρω-γύρω με φυλάκια.
-Πώς τα
κατάφεραν και κατέλαβαν τα φυλάκια;
-Οι
φύλακες που φύλαγαν τα φυλάκια ήταν Μάυδες Λεπτοκαρίτες οι οποίοι, μόλις είδαν
το μπαμ-μπουμ, φοβήθηκαν. Τους είχαν περικυκλώσει, διότι μπήκαν σε ένα μέρος
του χωριού απομονώσανε τα φυλάκια ύστερα και όσους πιάσανε τους σκοτώσανε
κατευθείαν.
-Επιτόπου;
-«Επιτόπου».
-Πες μερικά
ονόματα, αν θυμάσαι.
-Κουκάρας
Βασίλειος, ένας νεαρός 18 χρονών γείτονάς μου, ένας Κουκάρας Διονύσιος, το
σπίτι μου απείχε εκατό μέτρα, ένας Μυλονέρος, ένας πάλι Κουκάρας, ένας
Παπαβάρτσας Μιχαήλ. Αυτοί ήταν φύλακες εκεί, Μάυδες. Επειδή, όμως, τους
εγκλώβισαν οι αντάρτες, πήραν ένα φυλάκιο από μια δίοδο. Ερχότανε από άνω την
Καρυά, σπάσανε εκείνο το φυλάκιο, δεν κάνουν πυροβολισμούς, δεν προβάλανε
αντίσταση αυτοί, μπήκαν μέσα, τους πιάσανε αυτούς και μετά σιγά-σιγά μπήκαν πολλοί
αντάρτες μέσα και κατεβήκανε μέχρι το σχολείο.
-Τι ώρα
κάψανε το σχολείο;
-Δέκα
με έντεκα το βράδυ. Όταν δε μπορούσαν να καταλάβουν το σχολείο, επεκτάθηκαν
προς τα άλλα φυλάκια που ήταν προς το βόρειο τμήμα.
-Ήταν πολλά
φυλάκια;
-Βέβαια.
Κάθε ύψωμα και φυλάκιο.
3. καταστροφή
Ήθελαν
να πάρουν το στρατηγείο που ήταν τα όπλα, τα γραφεία τους, του στρατού και των
ΜΕΑ και της χωροφυλακής. Εξολόθρευσαν τις νότιες περιοχές βομβαρδίζοντας αυτές.
Ο στρατός άρχισε να βομβαρδίζει τα φυλάκια που έχουν ήδη καταληφθεί. Δεν υπήρχε
τίποτα όρθιο. Και σκοτώθηκαν πάρα πολλοί αντάρτες. Πάρα, πάρα, πάρα πολλοί.
Σκότωσαν και τους δικούς μας μάυδες και χωροφύλακες. Ήταν πολύ φεγγάρι, πάρα
πολύ φεγγάρι, ήσυχος καιρός, ζέστα που και οι στρατιώτες όποια κίνηση έβλεπαν
στα υψώματα, βομβάρδιζαν εκεί πέρα. Και όποιος ήταν εκεί σκοτωνότανε. Κατά η
ώρα δώδεκα περίπου μεσημέρι ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα. Καταστροφή μεγάλη,
σπίτια καμένα, άνθρωποι σκοτωμένοι, καμένοι.
4. η δασκάλα
Η
δασκάλα εκεί στο σχολείο, την κάψανε αυτήν ζωντανή. Το όνομά της Σοφία, το ’48
κάηκε το Σεπτέμβριο μήνα. Αυτή ήταν σε ένα σπίτι το οποίο το κάψανε. Εκεί
νοίκιαζε. Γειτονιά ήμασταν. Τα σπίτια μας ήταν 20 μέτρα το ένα με το
άλλο.
-Με ποιο
τρόπο την σκότωσαν;
Στο σχολείο της Λεπτοκαρυάς
-Αυτή,
όταν κάψανε το σπίτι, δεν πήγε σε καμία οικογένεια να χωθεί. Και πήγε σε μια
καλύβα. Ήταν κοντά στο σχολείο. Νόμιζε ότι στην καλύβα θα προστατευθεί.
-Αυτή η
καλύβα τίνος ήταν;
-Ήταν
απ’ αυτόν τον Κατσαρό που κάηκε το σπίτι. Η οικογένεια του Κατσαρού έφυγε και
δεν την πήραν μαζί αυτήν. Έφυγε εκεί στη γειτονιά, στα άλλα τα σπίτια. Δεν
κάψανε όλα τα σπίτια. Εντωμεταξύ, αυτή όπως πήγε εκεί πέρα, κάηκε η καλύβα,
πήρε φωτιά η καλύβα κι αυτή βγήκε έξω και την πυροβόλησαν. Ήταν πολύ κοντά.
Γινότανε χαμός. Ήταν αυτά τα διασταυρούμενα πυρά. Αφού είχαν καεί όλα εκεί
γύρω-γύρω, εμείς, όταν πήγαμε, την βρήκαμε καμένη. Εντεκάμισι με δώδεκα η ώρα.
Αλλά φαινόταν, όμως και τραυματισμένη η κοπέλα. Κάπου εδώ στα πόδια ήταν
τραυματισμένη.
-Πού τη
θάψανε;
-Υπάρχει
το μνήμα της στα μνήματα της Άνω Λεπτοκαρυάς.
5. ο στρατός
Εντωμεταξύ,
όμως, ήρθε ένα τανκ εκείνη την ώρα. Κατά η ώρα δωδεκάμισι. Γινότανε πόλεμος με
πολλά βλήματα, όλμοι, δεν ήξερε κανένας τι γίνεται. Ζώα καμένα, σκοτωμένα ζώα,
άνθρωποι πεθαμένοι, κάτω σκοτωμένοι, πρησμένοι. Τρομοκρατήθηκε ο κόσμος και
ήρθε να δει τι γίνεται. Και ήρθε αυτό το τανκ εκεί πέρα. Ήταν επανδρωμένο το
στρατό και οι αντάρτες, μόλις είδαν αυτό, έφυγαν. Φύγανε και πήγαν μέσ’ στα
ρέματα. Όταν πήγαν στα ρέματα, φύγανε από την άλλη μεριά.
-Ποια
ρέματα;
-Στο
Μέγα Λάκκο. Μέγας λάκκος είναι στο νότιο τμήμα της Λεπτοκαρυάς, στον οποίο Μέγα
λάκκο ήταν παρατεταγμένα φυλάκια γύρω-γύρω. Κατά διάστημα 50 μ., κατά 100 μ., 200 μ. ανάλογα. Και μετά
πήγαν σε ένα ύψωμα από την άλλη πλευρά της Λεπτοκαρυάς και βομβάρδισαν μέσα στο
σχολείο. Στη νότια πλευρά της Λεπτοκαρυάς.
-Πες μου
τοποθεσίες, που πήγαν οι αντάρτες.
-Αυτοί
είχαν πάει στην Τζιούκα, τώρα είναι οδός που πάει για την Καρυά (το ’52 έγινε).
Από κει αυτοί πιάσανε τα υψώματα. Μόλις, όμως, πήγε ο στρατός και ξανακατέλαβε
τα φυλάκια, βομβάρδιζε και ο στρατός αυτούς, τους έβλεπε όταν αυτοί τράπηκαν σε
φυγή. Και δεν πήγαν μέσα στο χωριό, δεν πρόλαβαν να κάψουν κι άλλα σπίτια. Θα
καίγονταν ολόκληρη η Λεπτοκαρυά.
-Ο στρατός
ήταν επιτόπου ή ήρθε από αλλού;
-Ο
στρατός ήταν στα επανδρωμένα φυλάκια. Αλλά είχε και μάυδες μέσα. Μετά το
μεσημέρι ήρθε και άλλη δύναμη από το Λιτόχωρο, την Κατερίνη.
6. η οικογένεια
Εμείς
βγήκαμε έξω και έρχεται ο πατέρας μας και μας μάζεψε μέσα. Μάζεψε την
οικογένεια και πήγαμε σε ένα διπλανό σπίτι εκεί. Τσαρούχας Ιωάννης
λεγόταν-Χάρβας. Το σπίτι αυτό είχε έναν αντάρτη γιο, κατάλαβες; Και δεν το
πυροβολούσαν. Εντωμεταξύ, τον είχαν
βάλει επάνω στα νταβάνια, όπου ήταν καλαμπόκια, θηλιές καλαμπόκια. Και αυτός
ήταν κρυμμένος εκεί πάνω και τι να κάνει ο άνθρωπος, κατουρούσε και κατουρούσε
επάνω σε μας. Ήταν επάνω στα καλαμπόκια στην κουτλουγιόμς, που λέγαμε. Οι άλλοι
φώναζαν «μην κατουράς», «δε μπορώ» έλεγε αυτός. Κρυμμένος ο άνθρωπος εκεί πάνω,
γιατί θα τον σκότωναν.
Και μόλις βγαίνουμε εκεί πέφτει ένας
πυροβολισμός από ‘να ύψωμα σε μας, γιατί είχαμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι, το
διπλανό, γιατί άρπαξε φωτιά το σπίτι αυτό, ρίχνουν πυροβολισμό και τραυματίζεται
αυτή η Γενοβέφα του Τσιαπάρη.
-Το σπίτι που πήγατε τίνος ήταν;
-Μουσδράκας.
Εντωμεταξύ, όμως, για καλή μας τύχη, τότε που φεύγαμε ήρθε το τανκ. Το
μεσημέρι. Αυτοί έριχναν τις τελευταίες βολές, όποιον αρπάξ’ ο χάρος. Και πήγαμε
εμείς στο άλλο το σπίτι, ήταν μεγάλο σπίτι αυτό, διώροφο, στου Μουσδράκα που
λέμε. Ο στρατιώτης έβγαλε ρούχα και φόρεσε τα πολιτικά του παππού του και βγήκε
και ήρθε κι αυτός μαζί με μας. Κρύφτηκε εκεί μέσα. Εντωμεταξύ ο πατέρας μου
είχε κρυφτεί. Να μη τον πάρουν.
-Πού κρύφτηκε;
-Μέσα σε μια
καλύβα, δικιά μας καλύβα, δεν είχε καεί αυτή. Καίγονταν το σπίτι, αλλά αυτή δεν
καίγονταν, ήταν με λαμαρίνες. Και οι αντάρτες δεν είχαν την ευκαιρία να ψάξουν
την καλύβα. Και όταν πήγαμε είδαμε καμένα όλα τα πράγματα, τα ζώα μας τα είχαν
σκοτώσει όλα, διακόσια γίδια, πέντε φοράδες, μας τις σκότωσαν.
-Τα γίδια τα σκότωσαν ή τα πήραν;
-Τα γίδια
τρομάξανε. Την ημέρα τα βγάζαμε έξω και το βράδυ η ώρα έξι μπαίνανε μέσα. Και
τα μαζεύαμε μέσα στη στρούγκα, στο μαντρί. Πέσανε όλμοι και βλήματα και
σκοτώθηκαν όλα. Θυμάμαι εγώ, ένα άλογο είχε μια άσπρη ωραία ουρά, καταστροφή.
Δυο μουλάρια μας τα σκοτώσανε. Είχαν μείνει ένα μουλάρι κι ένα ζώο και το πήραν
επιστράτευση μετά κι αυτό.
-Τελικά τι ώρα υποχώρησαν.
-Αυτοί
υποχώρησαν μια με δυο το μεσημέρι. Όλοι φύγανε για την ίδια κατεύθυνση, προς
την Καρυά.
ΕΙΚΟΝΕΣ
Το μνήμα της δασκάλας
στα Κοιμητήρια της παλιάς
Λεπτοκαρυάς (Αγία Τριάδα)