Ο Διονύσης Μήτσιος αφηγείται
Ο μακαρίτης Διονύσης ο Μητσιος δεν "έσωνε" να διηγείται παλιές ιστορίες ως το τέλος της επίγειας ζωής του. Τον Αύγουστο του 1982 η μοίρα τον έφερε στο "Θεαγένειο". Τον επισκέπτομαι τακτικά και κάνουμε παρέα (*). Στο σαλόνι του νοσοκομείου η σύζυγός του Φωτεινή, το γένος Καρκαφίρη και ο γιος τους Θανάσης. Πάνω στη συζήτηση ανοίγουμε πολλά θέματα. Επιλέγω αυτό που αναφέρεται στον καιρό της τουρκοκρατίας.
Τη φορά αυτή η σκέψη του μεταφέρεται σε όσα ο πατέρας του μολογούσε για τα γεγονότα που διαδραματίζονται λίγο πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο επεισόδιο, που ο πατέρας του μπάρμπα Νικόλας "ι Μητσιους" μαζί με τον Στέργιο Μάνο σκότωσαν κάποιον Τούρκο στα Τσιαΐρια της Σκοτίνας.
----------
* Ταίριαζε να κατοικώ στην Παρασκευοπούλου (κοντά στο Θεαγένειο). Γι΄ αυτό και τον έβλεπα τακτικά. Θυμάμαι (κάποια στιγμή) μου είπε: "Γιάννη, πες ντ΄ γναίκα σ΄ να μι κάμ΄ σαρδέλλις". Του άρεσαν οι σαρδέλλες κι εμείς (Δήμητρα κι εγώ) δεν του χαλούσαμε χατήρι. Άλλες φορές του πήγαινα άλλα φαγητά (του άρεσαν και οι φακές).
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ
Ι πατέραζ μ' ήταν γιλαδάρς μι του Στέργιου του Μάνου τς Ουρανίας τς Μάνινας, πέρα που είνι στου μύλου τς Συντριβάν'. Τουν είχι γαμπρόν ι πατέραζ μ'. Γκαλλιόπα, τ' Μανιά τ' Μάνινα που είχι 100 χρόνια, ν' είχι αδιρφή.
Κι ήταν γιλαδαραί. Του μπατέρα μ' τουν έβαλαν οι Τούρκ' μπρουστά κι ήθιλαν να του γκάμν κακιά πράξ'. Που 'χιτι χουράφ' σιακάτ' που μάλουνέτι στ' Στάσ'. Ικεί 'πουλνούσαν τα γιλάδια. Ικεί η γιλαδαριά. Φράχν φράχτ' πουλύ ψηλόν μι παλιούργια. Οι Τούρκ' του γκυνηγούσαν απού κουντά. Ι πατέραζ μ' αμπδούσι του φράχτ' κι κρύβουνταν. Οι Τούρκ' αφού δε μπουρούσαν να τουν πχιάζν, λέ' ι ένας:
-Αρά καρατζιάκ ιπί, ζαρκάδ' ιπί ο κιαρατάς.
Η πατέραζ μ' αμπδάει του φράχτ'. Ι Τούρκους δε μπουρούσι να ξιπιράσ' του φράχτ'. Κι φέγ' ι πατέραζ μ' κι πααίν' στ' αλληνικό. Ζ Ντιρλή. Πααίν', πιρνάει κι ι γαμπρός, ι Στέργιους ι Μάνους. Μιτά 'που κιρό γυρίζν απ' Ντιρλή κι πααίν τζιουμπαναραί στα γίδια 'π' του Θανάσ' του Γκαρκαφίρ', τουν Κουριάτ'. Οι Τούρκ' τς κατάλαβαν κι πήγαν να τς πχιάζν. Ένας Τούρκους πααίν κουντά τς. Η μπαμπάζ μ' του μπιριλαβαίν' μι τα χέρια τ'. Ι Στέργιους ι Μάνους παίρ' τ' φούρκα κι να! Να! Να! Τουν σκότουσαν. Τουν σκότουσαν ικεί που είχι ι Λιόλιας ι Καρκαφίρς του μπάρ' στου Γιαλό. Σ' ν' απαλνή μπάντα μές' στα τσιαΐργια.
Απού 'κεί μαζών τα γίδια κι τα βγάζν, πού λες ισύ! Σιαπάν' ζ ντ Γκόλια τ' Ράχ'. Κι παραγγέλν τουν Κουριάτ' του Γκαρκαφίρ' κι πιριλαβαίν' τα γίδια. Αυτοί έφυγαν στ' αλληνικό.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ
Ο πατέρας μου εκτελούσε χρέη γελαδάρη μαζί με τον Στέργιο Μάνο, γιο της Ουρανίας Μάνινας που κατοικούν στην περιοχή του μύλου του Συντριβάνη. Ο πατέρας μου τον είχε γαμπρό. Την Καλλιόπη, δηλαδή τη γιαγιά Μάνινα 100 χρονών γυναίκα, την είχε αδερφή.
Εκεί που φύλαγαν τα γελάδια, οι Τούρκοι κυνηγούν τον πατέρα μου για να τον κακοποιήσουν. Αυτό συνέβη ακριβώς στο σημείο, όπου εσείς οι Καλιαμπαίοι τρωγόσασταν για το χωράφι στη Στάση. Εκεί συγκέντρωναν τα γελάδια, στη γελαδαριά. Εντωμεταξύ σχηματίζουν μεγάλο και ψηλό φράχτη με παλιούρια. Οι Τούρκοι κυνηγούσαν τον πατέρα μου. Τον είχαν από το κοντό. Ο πατέρας μου πηδούσε το φράχτη και κρύβονταν. Οι Τούρκοι δυσκολεύονται να τον πιάσουν. Ένας απ' αυτούς λέει:
-Βρε τον κερατά, πηδάει σαν το ζαρκάδι.
Ο πατέρας μου πηδάει το φράχτη. Ο Τούρκος δε μπορούσε να τον πηδήξει. Και ο πατέρας μου κατορθώνει να φύγει και να πάει στην περιοχή του ελληνικού κράτους, στο Δεριλί. Το ίδιο έπραξε και ο γαμπρός του Ο Στέργιος Μάνος. Ύστερα από καιρό ξαναγυρίζουν από το Δεριλί και προσλαμβάνονται ως τσοπάνηδες στα γίδια του Θανάση Καρκαφίρη που είχε το παρατσούκλι Κουριάτης. Οι Τούρκοι τους μυρίστηκαν και πήγαν να τους συλλάβουν. Ένας Τούρκος ζυγώνει. Ο πατέρας μου τον γραπώνει με τα χέρια. Ο Στέργιος Μάνος αρπάζει τη φούρκα και να! και να! και να! ώσπου τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν στο σημείο όπου ο Λιόλιας Καρκαφίρης είχε το καφενείο στην παραλία. Συγκεκριμένα στο επάνω μέρος μέσα στα τσιαΐρια.
Από κει συγκεντρώνουν τα γίδια και να τα πάνε πού λες εσύ; Επάνω στην τοποθεσία "Γκόλια Ράχη", περιοχή της Καρυάς. Και πληροφορούν (για την πράξη τους) τον Κουριάτη τον Καρκαφίρη, ο οποίος φροντίζει και μαζεύει τα γίδια.
Αυτοί το 'σκασαν στο Ελληνικό.
__________
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Την ώρα που ο Διονύσης μιλούσε για την τουρκοκρατία, η Φώτω
παραμερίζει τον Θανάση προς το μπαλκόνι του νοσοκομείου. Του ρίχνει ιδέες για το παίξιμο του κλαρίνου. Με την χαρακτηριστική γλυκιά της φωνή, του φέρνει στο νου το κλέφτικο τραγούδι:
Τα παλικάργια τα καλά
αχ! λε, τα καλά
μι μπέσα τα βαρέσαν
μι μπέσα κι μι πλάνημα
αχ! μι πλάνημα.
("εχου, καλό μ', τ'στινουχώρια μ').
Οι κλέφτις στου σταυρουδρόμ'
αχ! μαντρώνουν κι του μπάν'.
Κουρμιά μι χώρς' κιφάλια
κουρμιά πούν' τα κιφάλια σας;
Το γελαστό ζευγάρι