Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

δοξασίες: βασκανία





Η Κατίνα Μητσιάνη (Πολυχρού) από τη Σκοτίνα Πιερίας,  σύζυγος του Θανάση Μήτσιου-«Κατσαπλιά»- αναφέρεται στο θέμα της βασκανίας (συνέντευξη 2001).                                      

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ  Μι ρουτάς να σι πω πότι έχουμι μάτιασμα; Να σι πω: σι ματχιάζ’ ι άλλους κι δε μπουρείς. Σ’ έρχιτι ‘που μέσα ‘χαμνά, πουνουκέφαλου. Ήταν ι πιθιρόζ μ’ άρρουστους, στου κριβάτ’, δε μπουρούσι να πατήσ’. Κι η μανιά η Μήτσινα, διάβαζι βιβλίου.

            «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματι. (Τρεις φουρές θα πείς. Κι του πιάτου του σταυρώντζ. Ρίχτς νιρό μι λάδ’). Ιν ονόματι του Χριστού και της αγίας Παναγίας και της αγίας Ανάργυρη θαυματουργιά. Σαραντίζου του Γιάνν’, παράδειγμα. Από μάτι κακό, από φτόνουν από έργον  από ζήλον, ι άνιμους του φέρει, ι Χριστός του παίρνει, να του πάρ’ η αγιά Ανάργυρη η θαυματουργιά, του μάτι του κακό, να του πααίν’ σ’ έρημουν τόπουν κι σ’ έρημα βουνά. Που δε γκατοικούν κόζμους που δε βιλάζουν κουπάδια, που δε λαλούν οι κουκουταί. Παναγιά θαυματουργιά κι αγία Ανάργυρη. Είνι αβασκαμένου, είνι βαφτισμένου, στου θιό παραδουμένου, πάρι του μάτι του κακό, να του πααίντζ σι πέτρα γυμνιά, σι ξύλου ξηρό, να μην έχ’ νιρό να πχεί, να του βλουγήσ’ ι Ιακώβ κι Ασάκ κι Αβράμ. Παναγιά θαυματουργιά, κάνι επίσκιψη τουν αστινή, δουριάν δώστι κι δουριάν ιλάβητι, κι φύλαξι κάθι βασκανία, κάθι φτουνηρία, κάθι  πικραδία. Κίνησι η αγία Τριάδα κι σταύρουσι τουν αφέντη του Χριστό κι την ιρώτησι.
-Πού πας αγία Τριάδα;
-Πάνου να γιατρέψου του δούλου του θιού.
        Κίνησι η κουτσάνα, η ξιπουδαργιάνα, κι του σταύρουσι, κι του ρούφηξι τα σκότια, τα πνιμόνια του κι όλα τα εντόστιά τ’. Πάνου κι’ γώ αγία Τριάδα, του ξιαβασκάνου. Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου, ουδείς λόγους εξαρκέτι προς ύμνον των θαυμασίων σου. Φύλαξι κι σκέπασι.
-Παναγία θαυματουργιά, πώς κοιμάσι μαναχιά;
-Δε γκοιμούμι μαναχιά. ΄Εχου Πέτρου, έχου Παύλου, έχου δώδικα ‘πουστόλοι. Του Χριστό μι του ραβδάκι τουν έχου στου προυσκιφαλάκι. ΄Οπους έρθει, ματαέρθει, κατακέφαλα τα παίρνει. Χριστός, μαούσιου κι άγιους πνεύμα. Δόξα πατρί και υιώ και αγίω πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ. Με ρωτάς να σου πω πότε έχουμε μάτιασμα; Σου απαντώ: Όταν ο άλλος σε ματιάζει και συ αρρωσταίνεις. Χάνεις τη διάθεση και έχεις πονοκέφαλο. Η γιαγιά η Μήτσινα ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, που όλοι ζητούσαν βοήθεια. Ο πεθερός μου έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Δε μπορούσε να κινηθεί. Η γιαγιά διάβαζε τα γράμματα:

            «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος (τρεις φορές τη φράση αυτή). Συγχρόνως σταυρώνεις το πιάτο. Ρίχνεις λάδι κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Εν ονόματι του Χριστού και της Παναγίας και των αγίων Αναργύρων των θαυματουργών. Σαραντίζω το Γιάννη, για  παράδειγμα. Από μάτι κακό, από φθόνο, από πράξεις, από ζήλια, ό,τι φέρνει ο άνεμος, ο Χριστός το παίρνει. Οι άγιοι Ανάργυροι οι θαυματουργοί να πάρουν το κακό μάτι, να το στείλουν σε έρημο τόπο, σε έρημα βουνά. Εκεί που δεν κατοικεί κόσμος, δεν ακούγονται φωνές κοπαδιών, δε λαλάνε οι πετεινοί. Παναγία μου θαυματουργή και άγιοι Ανάργυροι. Είναι το παιδί βασκαμένο, είναι βαφτισμένο, είναι παιδί του Θεού. Πάρε το κακό μάτι. Να το μεταφέρεις σε γυμνή πέτρα, σε ξερό ξύλο, να μην υπάρχει νερό να δροσιστεί, να το ευλογήσει ο Ιακώβ και ο Ισαάκ και ο Αβραάμ. Παναγία θαυματουργή, κάνε επίσκεψη στον ασθενή, δωρεάν δώστε, αφού δωρεάν λάβατε. Φύλαξε από κάθε βασκανία, από κάθε φθονερή ενέργεια, από κάθε πίκρα. Κίνησε η Αγία Τριάδα και αντάμωσε τον αφέντη το Χριστό. Ο Χριστός ρώτησε:
-Πού πας Αγία Τριάδα;
-Πάω να γιατρέψω το δούλο του Θεού.
Κίνησε η κουτσή (το κακό πνεύμα) κι αυτή που τρέχει εδώ κι εκεί, αντάμωσε τον ασθενή και του ρούφηξε τα συκώτια, τα πνευμόνια και όλα τα σωθικά του. Πάω κι εγώ η Αγία τριάδα να συναντήσω τον ματιασμένο, να τον απαλλάξω από τη βασκανία.  Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου, κανένας λόγος δεν είναι ικανός να υμνήσει τα θαυμάσιά σου. Φύλαξε και σκέπασε.                
-Παναγία θαυματουργή, πώς κοιμάσαι μοναχή;
-Δεν κοιμάμαι μοναχή. Μαζί μου έχω τον Πέτρο, τον Παύλο, τους δώδεκα Αποστόλους. Τον Χριστό με το μικρό ραβδί τον φυλάσσω στο προσκεφάλι μου. Παρακαλώ να έρθει και να ξαναέρθει για να συντρίψει κατακέφαλα τον πονηρό. Τον Χριστό και το ομοούσιο Άγιο Πνεύμα επικαλούμαστε. Δόξα ανήκει στον Πατέρα και στον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τώρα, πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».

Επιπλέον, η Κατίνα μου θυμίζει περιστατικό του ματιασμένου ζώου: «Γιάν’, μι τα γράμματα αυτά σκώντζ κόζμουν» [ανασταίνεις κόσμον]. Του μπλάρ’ χτυπχιούνταν. Αρχίτζι η μανιά, ήλιγι τα γράμματα. Μόλις μπήκι στ’ μέσ’ η μανιά στα γράμματα, σκώνιτι του ζώου, σνάζιτι τρεις φουρές κι έφαγι χουρτάρ’».

Προσωπική εμπειρία: Ήταν βαρύς ο χειμώνας του 1944. Το χιόνι ένα μπόι. Η τοπική ομάδα συναγωνιστών οργανώνει γιορτή στο δημοτικό σχολείο της Άνω Σκοτίνας. Η μάνα μου (Καλή Δάμπλια-Καλιαμπού) κρατάει στην αγκαλιά το Λευτέρη (μωρό λίγων μηνών). Η αναμμένη σόμπα κοκκινίζει και ομορφαίνει τα μάγουλα του παιδιού με αποτέλεσμα να βασκαθεί και να πέσει στο πάτωμα. Για να ξεβασκαθεί παίρνω σβάρνα τις γειτονιές (μαζί με το θείο μου Ηρακλή Δάμπλια) για να μαζέψω φτύμα (σάλιο). «Θειά Λένου, φτύσι στου φλιτζιάν’, ματχιάσκι ι Λιφτέρς». «Φτω (φτύνω) Γιάν’, φτω, Αρακλή (Ηρακλή)». Φτύσανε τρεις γυναίκες. Ανακατεύουμε το «φτύμα» με νερό, το προσφέρουμε στο μωρό, το πίνει και συνέρχεται. 



                                     Οικογένεια ιερέα Αποστόλου Καλιαμπού (Εμφύλιος).
                                     Ο μικρός Λευτέρης (το βασκαμένο παιδί) στην αγκαλιά
                                     της μάνας. Τα άλλα πρόσωπα: από αριστερά: Γιάννης,
                                     Ελένη, Βαγγελούδα, Θανάσης. Η Όλγα (αδερφή) ήταν αγέννητη.


----------
Σημείωση: Η Εκκλησία δεν αρνείται τη βασκανία, την αποδίδει όμως σε επέμβαση του πονηρού πνεύματος και τη θεωρεί έργο του διαβόλου. Στο ιερό Ευχολόγιο υπάρχει η παρακάτω ευχή (απόσπασμα):

    Κύριε ο Θεός ημών,… ο Ιατρός και Θεραπευτής των ψυχών ημών, η ασφάλεια των εις σε ελπιζόντων, σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, απόστησον, φυγάδευσον και απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσαν σατανικήν έφοδον και πάσαν επιβουλήν, περιέργειάν τε πονηράν και βλάβην και οφθαλμών βασκανίαν των κακοποιών και πονηρών ανθρώπων από του δούλου σου ( τούδε) και ή υπό ωραιότητος ή ανδρείας ή ευτυχίας ή ζήλου και φθόνου ή βασκανίας συνέβη, αυτός, φιλάνθρωπε Δέσποτα, έκτεινον την κραταιάν σου χείρα και τον βραχίονα σου τον ισχυρόν και…φείσαι του πλάσματός σου και σώσον τον δούλον σου από πάσης βλάβης και επηρείας της εκ βασκανίας γινομένης… και παντός κακού διαφύλαξον' πρεσβείαις της υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, των φωτοειδών Αρχαγγέλων και πάντων σου των αγίων. Αμήν

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Εμφύλιος: θάνατος Παντελή Κοκράνη (1946)



Παντελής Κοκράνης με τη σύζυγό του Τασούλα Ηρ Δάμπλια

Η Καλλιόπα Κοκράνη, εγγονή του Παντελή και σύζυγος του Παύλου Στύλου, μου έδωσε συνέντευξη (10 Ιουλίου 1995) με κύριο θέμα το θάνατο του παππού της στα χρόνια του Εμφυλίου:

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ήταν ένας άνθρουπους που υπηριτούσι του στρατό. Χουρουφύλακας. Αυτός σι όλα τ’ τα χρόνια του όπλου’ π’ τουν ώμου δε ντου άφινι. Μια ζουή έτσ’ ήταν ι παππούς. Του γκυνηγούσαν όμους. Πουλύ του γκυνηγούσαν να τουν πχιάζν. Όταν έπχιαναν αυτοί ιδώ, "αχ, -ν’ ήλιγι ντ’ γιαγιά μας ν’ Ντασιούλου- μη φουβάσι, ιμένα δε μι πχιάν’».  Τουν έπχιασαν στ’ Λιφτουκαρυά’ του’ 46 σ’ τς  24 Σ/βρίου. Του μπχιάσαν ιχμάλουτουν κι τς λέ’: «Αδέρφια είμιστι. Κι σεις αδέρφια κι μεις αδέρφια. Ν’ αγκαλιαστούμι». Αυτοί όμους -ήταν κι η πιθιρόζ μ’ μαζί- λέν’: «Φέγουμι». 
Κι φέγν σιαπάν’. Τουν φουρτών’ σ’ τς πλάτις κι του ντραυματία.  Ανήφορα, ανήφορα, ανήφορα. Κουράζουνταν. Τουν έπιφτι ι τραυματίας. Μ’ ώς πού. Εξήμ’σ’ ώρις είνι ώς Γκαρυά απ’ τ’ Λιφτουκαρυά. Όταν, όμους,  κουράζουνταν ι παππούζ μ’, κάθουνταν κάτ’ ι καημένους κι αυτός τουν δάγκουνι απού πίσου. Όταν πήγαν ζ Γκαρυά, τουν δίκασαν μιταξύ τς αυτοί. Κι μια φουρά μας τα ήλιγι αυτά μια γυναίκα, η Νάσινα Τρακαλίδινα. Αυτή μας ήλιγι ν’ ιστουρία του παππού. Ι Κακάλς * ι Κουκράντζ τουν είχι αδιρφόν του Μπαντιλή. Κι ήλιγι σι’ αυτήν τώρα "πες μου όλ’ τσυνέχεια απ’ τουν αδιρφό μ’, πώς έγινι". Κι αυτή ήλιγι τ’ συνέχεια: «Ικεί ‘π’ του μπήραν, τουν χτυπούσαν πουλύ. Τουν έδιναν, τουν χτυπούσαν, τουν έφκιαναν. Στου τέλους έβαλαν πιτρέλιου κι τουν έκαψαν. Πηδούσι, πηδούσι. Κι μιτά του μπήρι του πουτάμ’».
Αυτή, μας ήλιγι τάχα ότι του μπήρι κι τουν έθαψι κάποιος. Αλλά δε ντουν βρήκαν. Πήγι η μάνα μ’, η γιαγιά μ’, η τχιά μ’ η Κακάλινα η Κουκράνινα κι έψαξαν, αλλά δε ντουν βρήκαν. Μιτά απού πουλλά χρόνια πήγαν, μα τίπουτα. Πρέπ’ του πουτάμ’ να τουν έμασι.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ήταν ένας άνθρωπος που υπηρετούσε την πατρίδα. Χωροφύλακας. Όλη του η ζωή ήταν στρατός. Το όπλο δεν έφευγε από τον ώμο του. Έτσι ο παππούς πέρασε όλη του τη ζωή. Τον κυνηγούσαν όμως. Τον κυνηγούσαν επίμονα να τον συλλάβουν. Όταν οι αντάρτες πλησίαζαν προς τα μέρη μας, ο παππούς έλεγε στη γιαγιά Τασούλα: «αχ! μη φοβάσαι, δε με συλλαμβάνουν εμένα». Τελικά τον συλλάβανε στη Λεπτοκαρυά το 1946, στις 24 του Σεπτέμβρη. Τον πιάσανε αιχμάλωτο και τους λέει: «Αδέρφια είμαστε. Μεταξύ μας αδέρφια. Δε μένει, παρά να αγκαλιαστούμε». Αυτοί, όμως, -παρών και ο πεθερός μου- λένε: «Μπρος, φεύγουμε».
            Και κάνουν προς τον ανήφορο. Του φορτώνουν στις πλάτες και κάποιον τραυματία. Ανηφορικά, ανηφορικά, ανηφορικά. Κουράστηκαν στο περπάτημα. Κι ο τραυματίας ξεγλιστρούσε από τις πλάτες του και έπεφτε. Κι άντε, μέχρι πού τον πήγαν! Η Καρυά (Ολύμπου) απέχει από τη Λεπτοκαρυά εξήμισυ ώρες δρόμο. Στη διάρκεια, όμως, της διαδρομής ο παππούς κουράζονταν. Σταματούσε και κάθονταν καταγής ο κακόμοιρος να ξεκουραστεί. Να υποφέρει και από τον τραυματία που τον κουβαλούσε στον ώμο. Ο τραυματίας δεν ήθελε καθυστερήσεις στο δρόμο και δάγκωνε τον παππού πίσω στις πλάτες. Όταν, πια, φτάσανε στην Καρυά, όπου και το στρατηγείο τους, οι αντάρτες μεταξύ τους δίκασαν τον παππού. Και όλα αυτά μας τα ομολογούσε αργότερα μια γυναίκα, η Νάσινα Τρακαλίδινα. Αυτή μας εξιστόρησε όλα για τον παππού. Τα έλεγε στον Θεοχάρη Κοκράνη, ο οποίος ήταν αδερφός του Παντελή. Ο Θεοχάρης επιμόνως της έλεγε: «πες μου, σε παρακαλώ, όλη τη συνέχεια για τον αδερφό μου». Κι αυτή εξιστορούσε: «Εκεί, στο σημείο που τον οδήγησαν, τον χτύπαγαν πολύ. Τον δένανε, τον περιπαίζανε. Στο τέλος του βάλανε πετρέλαιο και τον κάψανε. Αυτός από τους πολλούς πόνους πηδούσε, πηδούσε. Ώσπου, στο τέλος, τον πήρε το ποτάμι».
            Η γυναίκα αυτή μας έλεγε ότι τον συμμάζεψε, τάχα, κάποιος και τον έθαψε. Αλλά πουθενά δε βρέθηκε. Πήγαν στα μέρη εκείνα η μάνα μου, η γιαγιά μου και η Κακάλινα Κοκράνινα και ψάξανε. Αλλά δεν τον βρήκαν. Αυτό, βέβαια, έγινε ύστερα από αρκετά χρόνια. Ήταν επόμενο να μη βρουν ίχνη του. Πρέπει το ποτάμι να έσυρε το νεκρό σώμα του.
----------
* το όνομα Κακάλης-Κακάλς (αντί Θεοχάρης) το συναντούμε συχνά στη Σκοτίνα (ι Κακάλς ι Κουτσιβός, Κακάλς τς Κώτσινας…). Ακριβή προέλευση δε γνωρίζουμε. Στα μέρη της Κοζάνης ο Κ. Δ. Ντίνας στο βιβλίο Κοζανίτικα επώνυμα 1759-1916, σελ. 135, τονίζει: «κακάλι, κόκκινο σαρκώδες λοφίο στο κεφάλι του πετεινού, λειρί».

ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΟΚΡΑΝΗ-απόγονοι

Α. Απόστολος, σύζυγος Δήμητρα Κατσαμπέκη
            1. Θωμάς, σ. Καλλιόπη Αθ. Οικονόμου
                        α. Μιχάλης, σ. Χρυσούλα, ξένη
                        β. Παρασκευή, σ. Δ. Σαούλιας
                        γ. Ευγενία
            2. Θεοχάρης, σ. 1) Βάια, 2) Φωτεινή, σ. Μ. Καρκαφίρης-Τσιούρβας
                        α. Χαϊμαδή (υιοθεσία από Δ. Στύλο)
            3. Παντελής, σ. 1. Καλλιόπη Ν. Χασιώτη, 2. Τασιώ Ηρ. Δάμπλια
                         (π. σύζυγος Γ. Χριστινόπουλου-Τέλιου).
                        α. Όλγα, σ. 1. Γιάννης Ν. Γερομιχαλός, 2. Σωτήρης Κατέλας
                        β. Απόστολος, σ. Ανδρονίκη Α. Καρκαφίρη-Τσιούρβα
                                    Καλλιόπη, σ. Παύλος Α. Στύλος-Ματσιούλας     
Μαρία, σ. Νίκος Αγγέλης         
Βαγγελιώ, σ. Βαγ. Μάνος   
Παντελής, Γραμματή Ι. Γκάρα                 
Θανάσης, σ. ξένη            -
                        γ. Βαγγελιώ, σ. Δημ. Α. Γκάρας
                        δ. Νικόλας, σ. Λευκοθέα Γ. Καρκαφίρη
                        ε. Χαρίκλεια, σ. Χρ. Θ. Σακελλάρης
                        στ. Δήμητρα, σ. Αθ. Δ. Σακελλάρης
                        ζ. Σοφία, σ Απ. Σ. Καλαμάρας
                        η. Παντελής (γέννηση 1946) σ. Ελένη Ν. Μήτσιου
            4. Πηνελόπη
Β. Ιωάννης, σύζυγος από Λεπτοκαρυά
            α. Κώτσιος, σ. από Λεπτοκαρυά
            β. Θεοχάρης-Κακαλέτσας, σ. από Λεπτοκαρυά
                        -Λέγκου, σ. Ν. Δάμπλιας
            γ. Φωτεινή, σ. από Νιζιρό
            δ. Όλγα Βαγγιλάκινα
            ε. Μαρία, σ. Νικόλαος Γεργολάς
Γ. Δημήτριος, σύζυγος από Λεπτοκαρυά
            α.  Ελένη, σ. Τέλιος Χριστινόπουλος
            β. Αναστασία, σ. Τόλιος Αγγέλης
Δ. Πηλινιώ (;)
 ---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ


Παντελής Απ. Κοκράνης, εγγονός του Παντελή Κοκράνη. 
Η φωτογραφία από 40νθήμερο μηνημόσυνο (8.8.15) 
στον Αγιώργη Σκοτίνας.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

αναμνήσεις: τα γίδια στο Κοιμητήριο




Παρατηρούμε ότι οι παλιές εκκλησίες έχουν μεγάλο νάρθηκα. Το βλέπουμε αυτό στην «Παναγία», ενοριακό ναό στην Άνω Σκοτίνα. Το βλέπουμε στον «Χριστό», εξωκλήσι με τις αξιόλογες αγιογραφίες, στην τοποθεσία «Κότρες». Το βλέπουμε και στον νεκροταφειακό ναό της Άνω Σκοτίνας, άγιο Αθανάσιο.
Ο μεγάλος χώρος του νάρθηκα στον άγιο Αθανάσιο βοηθούσε τους τσοπάνηδες πάρα πολύ. Περισσότερο σε μέρες κακοκαιρίας. Πρόχειρο, μα σίγουρο μαντρί. Σωστή στρούγκα. Κι ο μπάρμπα Βαγγέλης (Γερομιχαλός) ευχαρίστως δοκίμασε μια τέτοια συγκυρία. (Η φωτογραφία του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται στην εξωτερική πύλη του νάρθηκα. Τραβήχτηκε από τον υποφαινόμενο το 1960).

αφήγηση: Βαγγέλης Γερομιχαλός

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Η εκκλησία, ι άγιους Αθανάσιους είχι μιγάλ’ αστρέχα. Γύρου-γύρου 1.50 μ. φάρδους, να φέγν τα νιρά όξου. Πααίνου, ανοίγου μπόρτα. Βρουχή τρικυμία. Όξου όμους. Τα γίδια τα είχα στα Καρόπλα. Ικεί είχαμι τ’ στρούγκα. Καλουκιρινό μαντρί. Πήρι μια βρουχή ραγδαία. Κι τα βάρσα τα γίδια να πχιάζν τς αστρέχις όξου. Μπ δε ντα χουρούσαν οι αστρέχις, Άγξαν μπόρτα κι παν κι μέσα στου νάρθηκα. Στου διάμισου είνι η πόρτα που πααίν’ σ’ ν’ ικκλησιά μέσα. Κι στου κάτου μέρους είνι του κοιμητήριου αυτό, που είνι τα ουστά μέσα. Στου κοιμητήριου είχαν μια βιργούλα σ’ τς κρικέλις. Για να μη μπααίν ιλεύθιρα. Αλλά τα γίδια πουλλά. Στρίμουγμα, στρίμουγμα, στρίμουγμα…τάντζαν μπόρτα. Λύγσι η βέργα κι γιόμσι του κοιμητήρου ικεί γίδια, παν στα κόκαλα κρακρακρα, κρακρακρα.
            Λοιπόν, σκώνουμι ιγώ, παίρου γκλουτσόβιργα κι πααίνου κι μπαίνου μέσ’ στα κόκαλα, ψλά, αμπδούσα ψλά. Νύχτα. Κι βαραίνου απού δω κι βαραίνου απού κει, μι γκλουτσίβιργα ικεί. Σκουτάδ’ μεσα. Ψλά στα κόκαλα. Τι γίνιτι, που λες: Αφού τα έβγαλα τα γίδια όξου, σκουτάδ’ τώρα, βίρα σιαδώ, βίρα σιακεί. Μι γκλουτσόβιργα τα βάρινα κι …όξου. Όξου στου νάρθηκα. Βγαίνου κι βάνου γκλουτσόβιργα σ’ τς κρικέλις. Γιρό ξύλου. Κρανιά. Δε γξαναπάν μέσα. Πάνου κι γω στου πιζούλ’ ικεί κι κόβου στουν ύπνου. Του προυΐ σκώνουμι. Ήφιραν τα κουρίτσια ψουμί. Σκώνουμι. Κίντζαν τα γίδια σιαπέρα.
            -Ποια κορίτσια σου φέρανε φαγητό;
            -Ιά, οι αδιρφέζ μ’. Η Όλγα, η Καλλιόπα.
            -Ποια Όλγα;
         -Η Λιουνίδινα. Τ’ Λουνίδα τ’ Συντριβάν ντ γναίκα δε ντ ξέρς; Κι τ’ Θουμά τ’ Τσιούρβα Γκαλλιόπα, πού ‘νι αδιρφή μ’ κι κείν’. Αυτές ήταν μιγαλύτιρις, μ’ ήφιραν ψουμί. Τς λέου: «Στου σπίτ’, στου σπίτ’. Θα πάρτι φουκάλια. Θα ΄ρθείτι να φουκαλίστι. Δε θ΄αφίκιτι βουνούλα μέσ’ σ’ ν’ ικκλησιά, στου νάρθηκα». Ικεί βόντζαν…Γίδια ήταν μέσα.
         Παν, έφυγαν τα κουρίτσια. Πααίν να φέρν σκούπις. Γυρίζν, σκουπίζν. Παν, τραβούν γκλουτσόβιργα απ’ μπόρτα κι ανοίγ’ η πόρτα προς τα μέσα. Κι γλέπου κιφάλια. Κι γλέπου δόντια. Κι γλέπου μάτια μπουρλίδις, αρίδις ιδώ, αρίδις σιακεί. Σουρός. Τότι φουβήθκα τη ρμέρα. Νύχτα πατούσα ψλά. Πίστιψέ μου. Σι λέου μ’ ειλικρίνεια. Νύχτα ούτι έβαλα ν’ ιδέα, ντιπ. Ψλά στα κόκαλα μι γκλουτσόβιργα βίρα, βίρα. Κι είνι κάμαρη ολόκληρη. Τη ρμέρα φουβήθκα. Σκώθκαν τα μαλλιά σιαπάν.
            Άμα τα ήγλιπα τ’ νύχτα θα πέθνησκα.

ΚΟΙΝΗ: Η εκκλησία του αγίου Αθανασίου (Άνω Σκοτίνα) είχε μεγάλη αστρέχα-υπόστεγο- Γύρω-γύρω 1.50 μ. πλάτος. Για να φεύγουν τα νερά έξω. Πηγαίνω εγώ, ανοίγω την πόρτα. Βροχή μεγάλη, τρικυμία. Έξω όμως. Τα γίδια τα είχα στα Καρόπλα. Εκεί είχαμε τη στρούγκα. Καλοκαιρινό μαντρί. Η βροχή που άρχισε, ήταν ραγδαία. Και οδήγησα εγώ τα γίδια να πιάσουν τα υπόστεγα. Μα, να που τα υπόστεγα δε χωρούσαν όλα τα γίδια. Και τι έκαμαν αυτά: Ανοίγουν την πόρτα και χώνονται μέσα στο νάρθηκα. Και στα μέσα του νάρθηκα παρατηρούμε την πόρτα που μας φέρνει στο εσωτερικό της εκκλησίας. Και στην άνω πλευρά του νάρθηκα, δεξιά μας, βρίσκεται το κοιμητήριο. Συγκεκριμένα, το οστεοφυλάκιο. Στην πορτούλα του οστεοφυλακίου υπήρχε μια βεργούλα που κρατούσε τους κρίκους. Κι αυτό, για να μην είναι εντελώς ελεύθερη η είσοδος μέσα. Τα γίδια, όμως, πάρα πολλά. Στρίμωγμα, στρίμωγμα…τέντωσαν την πόρτα. Η βέργα λύγισε και το οστεοφυλάκιο μέσα γέμισε γίδια. Επάνω στα κόκαλα κρακρακρά, κρακρακρά.
          Λοιπόν, εγώ δε χάνω καιρό. Παίρνω την κλουτσόβεργα -κλίτσα- και μπαίνω μέσα στα κόκαλα. Πάνω στα κόκαλα και πηδούσα εκεί πάνω. Νύχτα βαθιά. Κάνω προσπάθεια, χτυπάω από δω, χτυπάω από κει με την κλουτσόβεργα. Σκοτάδι εκεί μέσα κι εγώ πάνω στα κόκαλα. Τελικά, ξέρεις τι έγινε; Έβγαλα όλα τα γίδια έξω -σκοτάδι τώρα- βίρα προς τα εδώ, βίρα προς τα εκεί, τα χτυπούσα με την κλουτσόβεργα, ώσπου -πια- τα έβγαλα έξω, έξω στον νάρθηκα. Βγαίνω κι εγώ. Περνώ την κλουτσόβεργα στις κρικέλες. Γερό ξύλο αυτή η κλουτσόβεργα, από κρανίσιο ξύλο. Οπότε τα γίδια δεν ξαναμπήκαν μέσα στα κόκαλα. Πιάνω κι εγώ το πεζούλι εκεί να ηρεμήσω λίγο. Το κόβω στον ύπνο. Το πρωί σηκώνομαι. Εντωμεταξύ έφεραν φαγητό τα κορίτσια. Ετοιμάζομαι. Τα γίδια πήραν το δρόμο προς τα πέρα.
          -Ποια κορίτσια σου φέρανε φαγητό;
          Να, οι αδερφές μου. Η Όλγα, η Καλλιόπη.
          -Ποια Όλγα;
       -Η Λεωνίδινα. Δε γνωρίζεις τη γυναίκα του Λεωνίδα του Συντριβάνη; Και την Καλλιόπη, τη γυναίκα του Θωμά του Τσιούρβα; Που κι αυτή είναι αδερφή μου. Αυτές ήταν μεγαλύτερες στην ηλικία. Αυτές μου φέρανε φαγητό. Τις λέω: «Γρήγορα στο σπίτι. Τρέξτε για το σπίτι. Να πάρετε σκούπες. Να ‘ρθείτε να σκουπίσετε. Δε θα αφήστε ούτε την παραμικρή βουνιά μέσα στην εκκλησία, στο νάρθηκα». Πώς να το κάνουμε. Γίδια ήταν μέσα κι εκεί άφηναν τις βουνιές.
         Τα κορίτσια έφυγαν αμέσως. Τρέξανε να φέρουν σκούπες. Επιστρέφουν, σκουπίζουν. Πάνε, τραβούν την κλουτσόβεργα από το οστεοφυλάκιο. Η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα. Και τι βλέπουν τα μάτια μου: νεκροκεφαλές, δόντια, μάτια εξογκωμένα. Σκελετούς από πόδια προς τα εδώ, σκελετούς προς τα εκεί. Σωρός από κόκαλα. Να πω την αλήθεια τη στιγμή εκείνη που ήταν πια μέρα, τρόμαξα Ενώ τη νύχτα πατούσα πάνω στα κόκαλα ελεύθερα (δεν ήξερα πού βρισκόμουνα). Πίστεψέ με σου μιλάω ειλικρινά. Τη νύχτα ούτε καν έβαλα την ιδέα. Καθόλου. Χοροπηδούσα πάνω στα κόκαλα με την κλουτσόβεργα. Κι το οστεοφυλάκιο αυτό είναι αρκετά μεγάλο. Σα δωμάτιο. Πώς να στο πω. Τη μέρα φοβήθηκα. Σηκώθηκε η τρίχα μου.
            Αν αυτά τα πάγματα τα έβλεπα τη νύχτα, θα ξεψυχούσα.

(βλέπε βιβλίο «λαϊκή παράδοση στον Κάτω Όλυμπο, τεύχος δ’, απ’ ν’ απαλνή ΣΚΟΤΙΝΑ σ’ ν’ ακατνή, σειρά: ιστορίες γερόντων»).

ΣΧΟΛΙΑ: Βόντζαν ή βούτζαν=βούνισαν, τα ζώα άφησαν κοπριές, βουνιές, ενικός βουνιά=κοπριά μεγάλων ζώων (σύγχρονο λεξικό ελληνικής γλώσσης).
βουνούλα=υποκορ. της βουνιάς, μικρή βουνιά.
κλουτσόβιργα (η), κλούτσα, αγκλίτσα, «βάνου κλουτσόβιργα σ’ τς κρικέλις» (=περνώ την αγκλίτσα ανάμεσα στους δυο κρίκους).
φουκαλιά (η), κλωνάρι από έλατο, που, πολλά κλωνάρια μαζί, αποτελούν την απαραίτητη σκούπα, «απ’ ν’ Αζβησταριά (Ασβεσταριά=τοπων. Άνω Σκοτίνας), κουβάλσαμι φουκαλιές».
ψουμί, έχει την έννοια της τροφής, γενικά, «μας ήφιραν ψουμί», τροφή.

 
Επεξηγήσεις στο σχήμα:

Πλάτανος: η πλατεία στην Άνω Σκοτίνα, από το αιωνόβιο πλατάνι πλάι στην εκκλησία της Παναγίας).
Παρθένη: (η), τοπων. στην Άνω Σκοτίνα πηγαίνοντας προς τον Τρανό τον Πλάτανο. Από την Παρθένο Μαρία, επειδή απ' εκεί περνάει η λιτάνευση της ιερής εικόνας της Παναγίας κατά το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, "καλουέρκου του μέρους" (Ιω. Γ. Δήμος-Νικολός), δηλαδή το μέρος ανήκει στους καλογέρους.
Πλάτανος τρανός, τοπων. ανηφορίζοντας από Άνω Σκοτίνα προς Καλλιπεύκη. Στον Τρανό τον Πλάτανο ο κόσμος κατά τον εσπερινό του δεκαπενταύγουστου περίμενε την Παναγία που θα τη φέρνανε από το μοναστήρι των Κανάλων. Εκεί γινότανε περίλαμπρη υποδοχή και ακούγονταν το παραδοσιακό «Κύριε ελέησον».
Μοίρα (η), τοπων. βδ. της Άνω Σκοτίνας, καραούλι θαυμάσιο, που το συναντούμε στο δρόμο ανεβαίνοντας προς την Καλλιπεύκη. Η μανιά η Μακασού έλεγε ότι εκεί στο καραούλι είχαν το στέκι οι κλέφτες «κι μοίραζαν τα λιφτά» (Ιω. Γ. Δήμος-Νικολός)). Κατά τον Δ. Στύλο «κάθουνταν οι κλέφτις ικεί κι i αρχηγός τουν ήλιγαν μοιράρη. Μάζουνι τς παράδις κι τς μιρνούσι» (μοίραζε χρήματα).
Αϊ-Θανάσης, τα Κοιμητήρια της Άνω Σκοτίνας. Ο ναός έχει πλούσια αρχαιολογική αξία (17ος αιώνας). Εκτενής λόγος γίνεται σε άλλες εργασίες.
Καρόπλα (τα), η ωραιότερη επίπεδη περιοχή, μικρό οροπέδιο προς β. της Άνω Σκοτίνας. Φύονταν πολλά δεντρίλια καρυάς (καρυόπουλα > Καρόπλα). Από 'κεί αγναντεύει κανείς τις πλαγιές της νότιας πλευράς του γερο Όλυμπου, τον κάμπο που απλώνεται από Λεπτοκαρυά και χάνεται στα βάθη της Κατερίνης, τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Τα βράδια διακρίνονται φωτισμένες οι ακρογιαλιές της Κασσάνδρας. Στα Καρόπλα, παλιότερα, συγκεντρώνονταν οι κοπέλες του χωριού και στήνανε το μεγάλο χορό κατά τις επίσημες γιορτές. Σταυροπόδι εκεί στα χορτάρια ο κόσμος στα χρόνια της εθνικής αντίστασης έπαιρνε τις αποφάσεις του ενάντια στον κατακτητή.  Εκεί φύλαγαν σκοπιά (σε βάρδιες νυχτερινές) οι πατεράδες μας στην περίοδο της Κατοχής. Είναι πραγματικό καραούλι.
Κιλιά (τα), τοπων. κάτω από τον "'Αγιο Αθανάσιο". Πιθανώς από τη λ. κελιά, βακούφια 
οικήματα.
Μάρμαρος (ο), Πρόκειται για το λάκκο πριν μπούμε στο χωριό της Άνω Σκοτίνας καθώς 
ανεβαίνουμε από την Κάτω "απού σιακάτ". Διακρίνεται ο χείμαρρος (γραμμή από 
Παρθένη-Μάρμαρος).
Αγάς (ο), τοπων. κάτω από τον νεκροταφειακό ναό του Αγίου Αθανασίου. Η ονομασία
οφείλεται στον σκοτωμένο εκεί Τούρκο αγά.