Αγάπη: περίεργο συνοικέσιο
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΩΛΥΜΑ
Αρακλού. Με το όνομα αυτό
είναι ξακουστή στη Σκοτίνα του Κάτω
Ολύμπου η θεια ‘Ρρακλήνινα. Πρόκειται για την Τριανταφυλλιά θυγατέρα του Μιχαήλ
Συντριβάνη και σύζυγο του Ηρακλή Δάμπλια. Το περιστατικό που ακολουθεί φανερώνει
πως ένα συμβάν σημάδεψε έντονα τον αρραβώνα και την ερωτική της ζωή. Θυμάται το
περίεργο συνοικέσιο, που τη βασάνιζε βαθιά, μέχρι να βρεθεί η άκρη της
αλήθειας. Στα γεράματά της λαχταρούσε να μ’ ανταμώσει για να μου εκμυστηρευτεί
το γεγονός. Αυθόρμητα το πράττει και το εξιστορεί την 1η Ιουνίου
1985:
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ιγώ ήμαν αρραβουνιαζμέν'
στου Λιόλια τουν Αγγέλ'. Μι' αρραβώνιασαν ικεί. 'Ανθρουπους καλός, χρυσός,
βάρινι κι κλαρίνο. Αλλά βρέθκαμι κουμπαργιά. Ι πατέρας τ' Λιόλια είχι τ' μάνα
μ' βαβτζμέν'.
Είπι κι Δισπότς: «Δε γένιτι. 'Ο, τ' θέλτι καμίτι, αλλά
δε γένιτι».
'Ήταν ι
Δισπότς απ' Γκατιρίν', ι Βαρδάκας. Φέρν
έναν παπάν απ' του Παντιλέμηνου. 'Εκανι κι τουν πνευματικόν ι παπάς ικείνους. Ι
παππούς ι Αγγέλς, ι μπαμπάς τ' ζούσι ακόμα. Ι Τάσιος η Αγγέλς. Κι λέ' ι ένας ι
αδιρφός τ':
-Παππού,
πατέρα. . .
Ήταν
κατάκοιτος ι πατέρας τ' Λιόλια.
-Παππού,
ντ' Ντασιούλα ντ Γιώρ' ντ Γιρμπχαλού πχιός ν' είχι βαβτζμέν';
Σκέβιτι,
σκέβιτι ι παππούς:
-Ντ'
Ντασιούλα ν' έχου ιγώ βαβτζμέν'. Ν' έχου ζ μπουδιά μ' κρατμέν'.
Ρουτχιούντα
ι ένας τουν άλλου, ρουτούν του σόι, δε γένουνταν. Κι μεις ακόμα δεν ήθιλάμι.
Τα 'χι 400 ι
παππούς. Φέρν του μπαπά να τουν εξουμουλουγήσ'.
-'Ενα
συγκέσιου, παππού, που έχιτι, του θυμάσι;
-Ποιο
συγκέσιου;
-Να, μια
αρραβώνα στου πιδί σ', αλλά τ' μάνα τ’ ντ Ντασούλα, μι φαίνιτι, ν' έχς
βαβτζμέν'.
Συλλουϊέτι.
. .
Ιξέτασι ι
παπάς (παπά Θανάσης) κι χάλασι ι αρραβώνας. Δε
γένουνταν, δε γένουνταν. Γένουμάσταν αδέρφια.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ:
Ήμουνα
αρραβωνιασμένη στο Λιόλια τον Αγγέλη. Εκεί με αρραβώνιασαν. Άνθρωπος καλός ο
Λιόλιας. Χρυσός, έπαιζε και κλαρίνο. Στην πορεία του αρραβώνα βρεθήκαμε να
είμαστε κουμπαριά. Συγκεκριμένα ο πατέρας του Λιόλια είχε βαφτίσει τη μάνα μου.
Είπε
ο δεσπότης. «Δεν επιτρέπεται. Ό, τι θέλετε κάμετε, αλλά από την εκκλησία δεν
επιτρέπεται».
Δεσπότης
ήταν ο Παρθένιος Βαρδάκας., από την Κατερίνη. Για να πληροφορηθούν καλύτερα, καλούν
στο σπίτι ένα παπά από τον Παντελεήμονα. Ο παπάς εκείνος ήταν και πνευματικός.
Έρχεται ο παπάς. Ο παππούς, ο πατέρας του Λιόλια, ο Τάσος ο Αγγέλης, ζούσε
ακόμα. Παίρνει το λόγο ένας αδερφός του και λέει στον πατέρα:
-Παππού,
πατέρα. . .
Του
είπε "παππού" γιατί ήταν κατάκοιτος.
-Παππού,
να σου κάνουμε μια ερώτηση: Την Τασούλα του Γιώργου Γερομιχαλού ποιος την έχει
βαφτισμένη;
Ο
παππούς κάθεται και σκέφτεται. Ύστερα μιλάει:
-Την
Τασούλα την έχω βαφτισμένη εγώ. Στη δικιά μου ποδιά την έχω βαστηγμένη.
Ρωτώντας
ο ένας τον άλλο, ρωτώντας και τους συγγενείς, είδαν πως δεν επιτρέπεται ο
γάμος. Αλλά και οι ίδιοι εμείς δε θέλαμε τέτοιο μπερδεμένο γάμο.
Τα
είχε τετρακόσια ο παππούς. Για καλύτερη απόδειξη φέρουν και τον παπά να τον
εξομολογήσει. Ο εξομολόγος απευθυνόμενος στον παππού:
-Παππού,
έχετε στο σόι σας ένα συνοικέσιο. Το θυμάσαι;
-Ποιο
συνοικέσιο; Λέει ο παππούς.
-Να,
πρόκειται για ένα αρραβώνα του παιδιού σου. Αλλά διαπιστώνουμε ένα κώλυμα: τη
μάνα του παιδιού, την Τασούλα, την έχεις εσύ βαφτισμένη.
-Σκέφτεται
ο παππούς.
Ο σεβάσμιος
παπάς του χωριού (ήτανε ο παπά Θανάσης) έβγαλε το συμπέρασμα να χαλάσει ο
αρραβώνας. Δεν επιτρέπονταν. Υπήρχε κώλυμα. Αν πραγματοποιούνταν το Μυστήριο,
εμείς οι νεόνυμφοι θα λεγόμασταν αδέρφια.
(1885-1987),