Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

αγάπη: συνοικέ σιο


Αγάπη: περίεργο συνοικέσιο

                            

 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΩΛΥΜΑ

Αρακλού. Με το όνομα αυτό είναι ξακουστή  στη Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου η θεια ‘Ρρακλήνινα. Πρόκειται για την Τριανταφυλλιά θυγατέρα του Μιχαήλ Συντριβάνη και σύζυγο του Ηρακλή Δάμπλια. Το περιστατικό που ακολουθεί φανερώνει πως ένα συμβάν σημάδεψε έντονα τον αρραβώνα και την ερωτική της ζωή. Θυμάται το περίεργο συνοικέσιο, που τη βασάνιζε βαθιά, μέχρι να βρεθεί η άκρη της αλήθειας. Στα γεράματά της λαχταρούσε να μ’ ανταμώσει για να μου εκμυστηρευτεί το γεγονός. Αυθόρμητα το πράττει και το εξιστορεί την 1η Ιουνίου 1985:  

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Ιγώ ήμαν αρραβουνιαζμέν' στου Λιόλια τουν Αγγέλ'. Μι' αρραβώνιασαν ικεί. 'Ανθρουπους καλός, χρυσός, βάρινι κι κλαρίνο. Αλλά βρέθκαμι κουμπαργιά. Ι πατέρας τ' Λιόλια είχι τ' μάνα μ' βαβτζμέν'.
          Είπι κι  Δισπότς: «Δε γένιτι. 'Ο, τ' θέλτι καμίτι, αλλά δε γένιτι».
'Ήταν ι Δισπότς απ' Γκατιρίν', ι Βαρδάκας. Φέρν έναν παπάν απ' του Παντιλέμηνου. 'Εκανι κι τουν πνευματικόν ι παπάς ικείνους. Ι παππούς ι Αγγέλς, ι μπαμπάς τ' ζούσι ακόμα. Ι Τάσιος η Αγγέλς. Κι λέ' ι ένας ι αδιρφός τ':
-Παππού, πατέρα. . .
Ήταν κατάκοιτος ι πατέρας τ' Λιόλια.
-Παππού, ντ' Ντασιούλα ντ Γιώρ' ντ Γιρμπχαλού πχιός ν' είχι βαβτζμέν';
Σκέβιτι, σκέβιτι ι παππούς:
-Ντ' Ντασιούλα ν' έχου ιγώ βαβτζμέν'. Ν' έχου ζ μπουδιά μ' κρατμέν'.
Ρουτχιούντα ι ένας τουν άλλου, ρουτούν του σόι, δε γένουνταν. Κι μεις ακόμα δεν ήθιλάμι.
Τα 'χι 400 ι παππούς. Φέρν του μπαπά να τουν εξουμουλουγήσ'.
-'Ενα συγκέσιου, παππού, που έχιτι, του θυμάσι;
-Ποιο συγκέσιου; 
-Να, μια αρραβώνα στου πιδί σ', αλλά τ' μάνα τ’ ντ Ντασούλα, μι φαίνιτι, ν' έχς βαβτζμέν'.
Συλλουϊέτι. . .
Ιξέτασι ι παπάς (παπά Θανάσης) κι χάλασι ι αρραβώνας. Δε γένουνταν, δε γένουνταν. Γένουμάσταν αδέρφια.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ήμουνα αρραβωνιασμένη στο Λιόλια τον Αγγέλη. Εκεί με αρραβώνιασαν. Άνθρωπος καλός ο Λιόλιας. Χρυσός, έπαιζε και κλαρίνο. Στην πορεία του αρραβώνα βρεθήκαμε να είμαστε κουμπαριά. Συγκεκριμένα ο πατέρας του Λιόλια είχε βαφτίσει τη μάνα μου.
Είπε ο δεσπότης. «Δεν επιτρέπεται. Ό, τι θέλετε κάμετε, αλλά από την εκκλησία δεν επιτρέπεται».
Δεσπότης ήταν ο Παρθένιος Βαρδάκας., από την Κατερίνη. Για να πληροφορηθούν καλύτερα, καλούν στο σπίτι ένα παπά από τον Παντελεήμονα. Ο παπάς εκείνος ήταν και πνευματικός. Έρχεται ο παπάς. Ο παππούς, ο πατέρας του Λιόλια, ο Τάσος ο Αγγέλης, ζούσε ακόμα. Παίρνει το λόγο ένας αδερφός του και λέει στον πατέρα:
-Παππού, πατέρα. . .
Του είπε "παππού" γιατί ήταν κατάκοιτος.
-Παππού, να σου κάνουμε μια ερώτηση: Την Τασούλα του Γιώργου Γερομιχαλού ποιος την έχει βαφτισμένη;
Ο παππούς κάθεται και σκέφτεται. Ύστερα μιλάει:
-Την Τασούλα την έχω βαφτισμένη εγώ. Στη δικιά μου ποδιά την έχω βαστηγμένη.
Ρωτώντας ο ένας τον άλλο, ρωτώντας και τους συγγενείς, είδαν πως δεν επιτρέπεται ο γάμος. Αλλά και οι ίδιοι εμείς δε θέλαμε τέτοιο μπερδεμένο γάμο. 
Τα είχε τετρακόσια ο παππούς. Για καλύτερη απόδειξη φέρουν και τον παπά να τον εξομολογήσει. Ο εξομολόγος απευθυνόμενος στον παππού:
-Παππού, έχετε στο σόι σας ένα συνοικέσιο. Το θυμάσαι;
-Ποιο συνοικέσιο; Λέει ο παππούς.
-Να, πρόκειται για ένα αρραβώνα του παιδιού σου. Αλλά διαπιστώνουμε ένα κώλυμα: τη μάνα του παιδιού, την Τασούλα, την έχεις εσύ βαφτισμένη.
-Σκέφτεται ο παππούς.
Ο σεβάσμιος παπάς του χωριού (ήτανε ο παπά Θανάσης) έβγαλε το συμπέρασμα να χαλάσει ο αρραβώνας. Δεν επιτρέπονταν. Υπήρχε κώλυμα. Αν πραγματοποιούνταν το Μυστήριο, εμείς οι νεόνυμφοι θα λεγόμασταν αδέρφια.

(1885-1987),

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΚΑΤΟΧΗ: Λιτόχωρο


«Μαλάρια, μαλάρια. Γκουτ-γκουτ»

  
        Καλοκαίρι του 1982 στο Λιτόχωρο. Η Βαγγελιώ, σύζυγος του μπάρμπα Κώτσιου Ντούλκα προθυμοποιείται να μου παραχωρήσει συνέντευξη για ένα επεισόδιο, σχετικό με την εισβολή των Γερμανών στο Λιτόχωρο (17 Γενάρη 1944).
        Η αφήγηση της Βαγγελιώς παρατίθεται όπως ακούστηκε:

Ήρθαν Γιρμανοί στου Λιτόχωρου. Ιγώ ήμαν μέσ’ στου σπίτ’. Ήταν μικρό κι ένα χαϊάτ’ μι σίδηρα στα παραθύρια. Ιγώ τηρούσα ‘π’ του παραθύρ’. Να τρέμου σαν του ψάρ’. Τέλος πάντων, πλάιασάμι να κοιμθούμι (πλαγιάσαμε για ύπνο). Αυτοί να χτυπούν μπόρτα μι κλουτσιές (να βαράνε την πόρτα με κλωτσιές). Ένας άναβι του σπαρματσέτου κι άναβι στου παραθύρ’ κηριά.
Έρχουντι, μπαίν’ μέσα κι μι παίρν’. Δυο Γιρμανοί ψηλοί, ψηλοί. Ιμένα μ’ έπιασι φόβους. Μικρό κουρίτσ’ ήμαν, 15 χρόνια είχα τότι. Μας παίρν’ κι μας παν στου στρατόπιδου. Μ’ αφήν’ μέσ’ στου δρόμου. Μ’ άφσαν ικεί για να παν να μαζέψν κι άλλ’ (να συλλάβουν κι άλλους). Πααίν πέρα στου μπαΐρ’, τς Φήνινας του μπαΐρ’. ΄Υστιρα πάηναν...τς Βάρινας. Γλέπου ιγώ να φέγ’ ένας Γιρμανός. Τρυπών σ’ ένα σπίτ’. Φέγ’ κι άλλους, τρυπών’ σ’ άλλου σπίτ’. Ιγώ τότι, όπους στέκουμαν μέσ’ στ’ μέσ’ απ’ του δρόμου, είπα:
          -Τι στέκουμι ιγώ ιδώ; Δεν κόβου πέρα να φύγου;
          Κι κόβου κάτ’ κι πααίνου σι μια γειτόνσα, ζ Γκυπαρσού. Είχι κι αυτή φαμπλιά, κουρίτσια κι πιδιά. Μι μια φιλινάδα μ’ μαζί πάμι ικεί κι ντ βρίσκου μέσα. Αυτή τς είχι βάλ’ να φάν’. Παπάρα μι τραχανά. Μέσα είχι κι λίγου τυρί. Έτρουγι όλ’ η φαμπλιά. Τα πρώιβι (ετοίμαζε το πρωινό). Πάνου ιγώ λαχταρζμέν’ (πάω κι εγώ λαχταρισμένη):
          -Τι μωρ’, τι έπαθις;
          -Αχ! Μ’ έπιασαν οι Γιρμανοί κι τς έφυγα.
          -Πού τς έφυγις;
          -Να! Πήγαν μέσα στ’ μανιά ντ Ντραγάτινα να πάρν’ άλλ’ κι ιγώ κουντουστάθκα λίγου κι είπα: «Δε μπάνου λίγου στ’ θεια  Κυπαρίσινα να τρυπώσου»;
          Ούλ’ μαζί έκατσάμι γύρου στου σουφρά κι έτρουγάμι. Εντωμεταξύ είχι κι ένα πιδί 17 χρονών, Αντρουκλής Θέρλιας. Τουν είπι η μανιά:    
-Άϊ, να σι βάλου ισένα ικεί ζντ γουνιά (άντε, εσύ να στέκεσαι σε κείνη τη γωνία).
          Τουν έβαλι ζ ντ γουνιά. Τουν έριξι ένα μαντήλ’ στου κιφάλ’, έβαλι κι μια εικόνα στου παραθύρ’ ότι τάχα είνι άρρουστους. Άμα δουν ότι είνι άρρουστου του πιδί δε θα του πάρν οι Γιρμανοί (του κόλπου). Τουν σκέπασι κι μι μια προυκόβα (τον σκέπασε με μια χοντρή βελέντζα).
          Καμιά φουρά έρχουντι οι Γιρμανοί μέσα. Αυτοί που μι πήραν ιμένα (αυτοί που συλλάβανε εμένα).
          Ήμασταν όλ’ γύρου ζ ντ μπαρστιά αθόμασταν όλοι γύρω στο τζάκι). Έτρουγάμι. Μι λέ’ η μανιά:
          -Σκύψι αυτούια κι τρώι (σκύψε και τρώγε).
      Εντωμεταξύ, η μανιά αυτήν πουνηριά. Η άντρας τς ήταν τζιουμπάνους. Είχι πρόβατα. Σ’ ν’ άκρια τζ γραμμές (του τρένου) μάζουνι τα περιοδικά που πιτούσαν οι Γιρμανοί, έκουβι τς φυτουγραφίις κι τς πήγινι σπίτ’. Έβγαζι τ’ άλλου, τ’ ακουλνούσι (κόλλαγε τη φωτογραφία). Αυτό το ‘καμι μόλις ήρθαν οι Γιρμανοί για να μη μπειράξν (Και ο λόγος γνωστός: για να μην  ενοχλήσουν).
Μόλις μπαίν’ οι Γιρμανοί μέσ’ στου σπίτ’, μας γλέπν έτρουγάμι. Του πιδί ξαπλουμένου καταή.
          Η μανιά τς λέει: «Μαλάρια, μαλάρια» (άρρωστος).
          -Α! γκουτ, γκουτ, γκουτ.
          Αυτοί είδαν τς φουτουγραφίις γύρου-γύρου, χάρκαν κι σκώθκαν κι έφυγαν.
          Ιγώ έτρουγα τραχανά. Ούτι μι γνώρσαν, ούτι μι ξέρν (Ούτε με γνώρισαν, ούτε πρόκειται να με γνωρίσουν).