Η γλαφυρότητα στην έκφραση των
συναισθημάτων και ο φυσικός τόνος της αφήγησης, είναι χαρακτηριστικά του Γιώργου Καραλή στη συνέντευξη που μου έδωσε στις 30 Ιουλίου 1982.
1. Μάρμαρος
ΔΙΩΜΑ: Ένα
βράδ' μι τα μούρκια έβγινάμι απού του γιφύρ' Τσιμ, σ' τσι Δυο Κατανιές.
Ανέβινάμι κα του Μάρμαρου. Ικεί ι Μανόλς ι Ντάμπλιας είχι μια σκιά στου
μπαχτσέ. Μαύρα σύκα. Ώσπου ν' ανιβούν σ' τ' σκιά αυτοί οι μιγαλύτιροι (ήταν
νουμίζου ι Νικόλας ι Καρκαφίρς, ι Μανόλς ι Παπαζιώγας κι άλλ' δυο τρεις) ιγώ
τηρούσα 'που κάτου. Δε μπρόλαβα ν' ανιβώ. Ακούμι κατ' βουγγίματα: «Μ...μ...μ...»,
νύχτα ήταν.
-Τι 'νι αυτό 'ρα;
Ι Μανόλς ι Ντάμπλιας είχι κι μια καρυά
μιγάλ'. Η σκιά ήταν στου φράχτ'. Γλέπουμι απάν' ζ γκουρφή 'π' γκαρυά ένα όγκου
μαύρου. Φουρούσι κάπα. Νύχτα ήταν. Κι κάθι βουγγιά που έκανι, έβγαζι φουτιά. «Μ...μ...,
παφ μια φουτιά, μ...παφ φουτιά». Κι κατέβινι σιγά-σιγά.
Αρχινούμι τα κλιάματα. Παρατούμι τζ γίδις. Τα 'φσαμι ούλα τα γίδια
λαρουμένα ζ Γκαψάλα. Αυτό βγαίν' στου δρόμου. Μ...κι παφ φουτιά. Φτάνουμι
τρέχουντα στου Μάρμαρου στου Εικουνουστάσ'. Κι αυτό απού πίσου. Μαύρο. Ένας
όγκος μαύρος. Κι μ...παφ φουτιά. Τρέχουμι στα σπίτια. Πάμι κει κι φουνάζουμι τς
πατιράδις. «Τι τρέχ'; Τι είστι έτσ' κιουτιμέν'»; Μας λεν οι πατιράδις.
-Βγήκι ζούζουλου στου Μάρμαρου κι μας κυνηγάει.
-Δε ντρέπισέστι, ποιο ζούζουλου, 'ρα.
Πού άφσιτι τα γίδια;
-Ζ Γκαψάλα.
-Κάνας Μανόλς θα ήταν. Να μη ντου
ντρώτι τς σκιές. Σκιπαζμένους μι καμιά κάπα σας φουβέρξι να μη ξαναπατήστι.
Πήγαν οι πατιράδις κι έμασαν τα γίδια.
Ι Μανόλς, επειδής τουν χαλνούσαμι τα σύκα κι τς καρές, αναγκάσκι να γέν' ζούζουλου, ανέφκι απάν' ζ
γκαρυά κι να κατιβαίν' του γκουρμό σιγά-σιγά. Είχι του τσιακμάκ' κι
"παφ" φουτιά κι "παφ" φουτιά. Ιμείς ξιπουδαργιάσκαμι. Παν
κι τα μανάρια πάει κι ι Μάρμαρους.
ΚΟΙΝΗ: Κάποιο βράδυ με το σούρουπο, ανεβαίναμε από
την τοποθεσία «Τσιμ του Γκιφύρ’» με κατεύθυνση τις «Δυο Καστανιές». Θέλαμε να
πάμε στην τοποθεσία «Μάρμαρος». Εκεί ο
Μανόλης Δάμπλιας είχε στον μπαξέ μια συκιά. Η συκιά αυτή έκαμνε μαύρα σύκα.
Στην παρέα μας ήταν μερικοί μεγαλύτεροί μας. Νομίζω ήταν ο Νικόλας Καρκαφίρης,
ο Μανόλης Παπαζιώγας κι άλλοι δυο-τρεις. Ώσπου αυτοί να ανεβούν στη συκιά, εγώ
παρατηρούσα από κάτω. Δεν πρόλαβα να ανεβώ στη συκιά. Κι ακούμε κάτι βογγητά:
«Μ…μ…μ…», νύχτα ήταν.
-Μωρέ,
τι είναι αυτό που ακούγεται;
Ο
Μανόλης Δάμπλιας είχε μια μεγάλη καρυδιά. Η συκιά ήταν στο φράχτη. Παρατηρούμε
πάνω στην κορυφή της καρυδιάς ένα μαύρο πράμα. Φορούσε κάπα και ήταν νύχτα. Σε
κάθε βογκητό που έκανε, ξερνούσε φωτιά. «Μ...μ..., παφ μια φωτιά, μ...παφ φωτιά». Και να κατεβαίνει σιγά-σιγά η φωτιά.
Εμείς το βάζουμε στα κλάματα.
Εγκαταλείπουμε τα γίδια. Τα λαρώσαμε (τα απλώσαμε) στην περιοχή «Καψάλα». Αυτό
(το ζούζουλο) βγαίνει στο δρόμο. Μ…και παφ φωτιά. Το βάζουμε στα πόδια,
περνούμε το ρέμα του Μάρμαρου και πλησιάζουμε την τοποθεσία λ«Εικονοστάσι». Το ζούζουλο να
ακολουθεί από πίσω μας. Μαύρο, κατάμαυρο. Και μ…παφ, να βγάζει φωτιά. Τρέχουμε
γρήγορα, πάμε στα σπίτια μας. Το λέμε στους πατεράδες. «Τι συμβαίνει; Γιατί
είστε κιουτεμένοι»; Μας λένε οι πατεράδες.
-Εμφανίστηκε
ζούζουλο στον Μάρμαρο και μας κυνηγάει.
-Δε
ντρέπεστε, ποιο ζούζουλο, μωρέ; Πού εγκαταλείψατε τα γίδια;
-Στην
Καψάλα (επίπεδη περιοχή. Καψάλιζαν κάστανα).
-Σίγουρα,
θα ήταν ο Μανόλης. Για να μην του τρώτε τα σύκα. Καλυμμένος με την κάπα σας
φοβερίζει να μην ξαναπατήσετε στο κτήμα.
Πήγαν οι πατεράδες και συμμάζεψαν
τα γίδια.
Ο Μανόλης, επειδή του κάναμε
ζημιά με τα σύκα και τα καρύδια, σκέφτηκε να μεταμφιεστεί σε φάντασμα. Έκαμε
σχέδιο: ανέβηκε πάνω στην καρυδιά και άρχισε να κατεβαίνει συρόμενος στον κορμό
απαλά. Μαζί του έφερε τον αναπτήρα, τον οποίο αναβοέσβηνε. Το αποτέλεσμα ήταν
εμείς να καταπονηθούμε από τον πολύ φόβο και το βάλαμε στα πόδια. Δε σκεφτήκαμε
ούτε γίδια, ούτε Μάρμαρο.
2. Αϊ-Θανάσης
ΙΔΙΩΜΑ. Ιγώ,
ι Γιάντζ τς Μαρίας κι άλλ' καναδυό πιρνούσαμι τουν Άϊ-Θανάσ'. Πάντα έρχουμάσταν
κι κοιτούσαμι να μη μας μουργκίσ' ι Άϊ-Θανάης. Άμα μούργκζι φουβόμασταν να
πιράσουμι.
Μια φουρά πέθανι ικείν' η γναίκα, μια νέα γναίκα. Πιρνούσαμι μι τα
μανάρια κι φουβούμασταν. Ήλιγαν "βγαίν' αυτή απού μέσα". Πιρνούσαμι
του λακκούλ' απού κει μιριά κα του Ντρανό του Μπλάτανου. Μόλις φτάνουμι στου
Ντρανό του Μπλάτανου, γλέπουμι απού πίσου:
-Βρε! Έρχιτι πιθαμένους!
Μας φάγκι σα να είχι του καπάκ' μι τα
λουλούδια. Κι αυτή βάδιζι. Φαίνουνταν λουλούδια κι καπάκ'.
Σκουτώθκα. Παράτσαμι τζ γίδις. Πότι να
κατιβούμι στου Ντρανό του Μπλάτανου! Να πάμι απού κείν' μπάντα κλαίουντας στα
σπίτια!
Κι αυτός ποιος ήταν; Ήταν ένας
κουπανάς απ’ του χουριό. Είχι φκιάσ' μια κουπάνα κι είχι κι μια αγκαλιά
καστανιά, γκουπάνα σκιπαζμέν' κι μεις ήγλιπάμι καπάκ' μι λουλούδια!
Ε, 'ρα Παναγία μ', τι τραβάμι!
ΚΟΙΝΗ. Εγώ μαζί με το Γιάννη της Μαρίας (Τράντα-Καραλούς)
και με μερικούς άλλους περνούσαμε έξω από τα μνήματα του Αγίου Αθανασίου.
Πάντοτε, όταν επιστρέφαμε από τη βοσκή, προσέχαμε μη μας νυχτώσει ο Άγιος
Αθανάσιος. Όταν νύχτωνε φοβόμασταν να περάσουμε.
Ήταν
η εποχή που είχε πεθάνει εκείνη η γνωστή, νέα γυναίκα. Περνούσαμε με τα γίδια
και τρέμαμε απ' το φόβο. Φημολογούνταν πως βγαίνει αυτή από το μνήμα. Περνάμε
το μικρό το λάκκο και φτάνουμε στην απέναντι όχθη προς τον Τρανό τον Πλάτανο. Μόλις
πλησιάζουμε τον Τρανό τον Πλάτανο, βλέπουμε από πίσω μας κάτι.
-Αμάν! Έρχεται πεθαμένος.
Μας
φάνηκε σα να κρατούσε το καπάκι με τα λουλούδια απ' το φέρετρο. Και αυτή βάδιζε
κανονικά. Διακρίνονταν τα λουλούδια και το καπάκι.
Κατασκοτώθηκα να τρέχω. Τις γίδες τις
εγκαταλείψαμε. Πότε να κατεβούμε στον Τρανό τον Πλάτανο! Να πιάσουμε τον
κατήφορο και να πάμε στα σπίτια μας κλαίγοντας!
Ξέρετε τι ήταν; Ήταν κάποιος κουπανάς (που
φκιάχνει κουπάνες). Ο άνθρωπος κατασκεύασε μια κουπάνα (σκάφη) και μαζί με
την κουπάνα κουβαλούσε ένα δέμα κλαδί από καστανιά. Καθώς η κουπάνα ήταν
σκεπασμένη με το κλαδί, εμείς βλέπαμε το καπάκι με λουλούδια.
Ω! ρε Παναγία μου! Τι έχουν να δουν
τα μάτια μας!
----------
Προσωπική
εμπειρία: Με τον μακαρίτη Αντώνη Τράντα-Μπατζιόλα (δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι), στις αρχές
της δεκαετίας του ’40, φτιάχναμε μια προσωπίδα από κολοκύθα. Αδειάζαμε το
περιεχόμενο τρυπούσαμε την κολοκύθα, σχηματίζαμε αυτιά, μάτια, φρύδια, μύτη,
στόμα. Στο βάθος της κολοκύθας στερεώναμε ένα κερί αναμμένο. Κατά τα μούρκια
(σούρουπο) κάναμε περιφορά στην κάτω γειτονιά της Άνω Σκοτίνας. Η κολοκύθα είχε πενιχρό φως. Έβλεπες, δηλαδή, ένα "ωχρό φάντασμα, όμοιο με σκιά" (*). Ξεκινούσαμε από Μουζά, παίρναμε την κατηφόρα προς την αυλή της Χρίστινας Τράντινας, περνούσαμε τα Τσινιανιάτκα και καταλήγαμε στα Χασιωτάτκα. Ύστερα αλλάζαμε μονοπάτι. Χωνόμασταν στην αυλή "τ' παππού ντ' Γόλ'" (Πινακαίοι) για να τρομάξουμε τους Σαουλαίους, Παπαζιωγαίους, Μπιλιαγκαίους και Μερίκο. Ξανά πίσω από το δρόμο που έφερνε στην αυλή "τζ Γιαννούλινας Τράντινας"
και μέσω των Καλιαμπαίων δίναμε "τζιάπ" (πληροφορία, εμφάνιση) "σ' τς μανιάς Αντρένινας ν' αυλή", που εκεί μένανε οι Καλαμαραίοι, Ντιλιγιανναίοι, Ντουραλαίοι και άλλοι. Στη βρύση Μουζά σβήναμε την κολοκύθα (σαν να λέγαμε "δι ευχών...". Πάντως, χαιρόμασταν που τρομάζαμε
τον κόσμο!
Ήμαρτον…!
----------
* Οδύσσεια δ 846, αμαυρόν είδωλον.
ΕΙΚΟΝΕΣ:
* Οδύσσεια δ 846, αμαυρόν είδωλον.
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Η λατρευτή σύζυγος του Γιώργου Όλγα Κουκουσά του Αθανασίου. Αδέρφια της:
α).
Αντώνης
β).
Δημήτριος
γ). Καλούδα
Φίλοι συμπατριώτες: Γιώργος Καραλής και Γιάννης Καλιαμπός. Για πρώτη φορά βγήκαν μαζί φωτογραφία στις 25 Αυγούστου 2018 στη Λεπτοκαρυά. Ήταν Σάββατο και διαβάστηκε το ετήσιο μνημόσυνο της Όλγας. Στα παλιά χρόνια δεν ξέραμε από φωτογραφίες.
Ο Μανόλης Δάμπλιας "τ' Πουτιού". Είχε μπαχτσέ στον Μάρμαρο. Εμείς οι πιτσιρικάδες του "κλέβαμε" σύκα. Για φοβέρα, μεταμφιέστηκε σε ζούζουλο. Κουκουλώθηκε με μια μαύρη κάπα, ανέβηκε πάνω στην καρυδιά και άρχισε να κατεβαίνει συρόμενος στον κορμό. Μαζί του έφερε τον αναπτήρα, τον οποίο αναβοέσβηνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου