Όπως
ταξιδεύουμε από Σκοτίνα προς Πλαταμώνα, στο τέλος της Γαλαρίας του Κάστρου συναντούμε
τη βίλα του Μοσκώφ. Εκεί οι Σκοτινιώτες στα χρόνια της Κατοχής,
όταν αρρώσταιναν, βρίσκανε θαλπωρή. Η νοσοκόμα της βίλας τους καλοδέχονταν προσφέροντάς τους την ποθούμενη γιατριά. Ο Θανάσης Γερομιχαλός του Αποστόλου (1929-2013) σε σχετική συνέντευξη (3 Ιουλίου 2003) αφηγείται την προσωπική του ιστορία.
όταν αρρώσταιναν, βρίσκανε θαλπωρή. Η νοσοκόμα της βίλας τους καλοδέχονταν προσφέροντάς τους την ποθούμενη γιατριά. Ο Θανάσης Γερομιχαλός του Αποστόλου (1929-2013) σε σχετική συνέντευξη (3 Ιουλίου 2003) αφηγείται την προσωπική του ιστορία.
(η φωτογραφία στο πλάι είναι από το 2010 "ζ Μπαναϊά").
Ι πατέραζ μ’ μι παίρ’ καβάλα
στου μπλάρ’, μι πααίν’ στου Μουσκώφ. Τότι ι Μουσκώφ αυτός είχι κάν’ ένα
ιατρείου, αν πήγις καμιά φουρά, πού είνι η βίλα του Μουσκώφ απάν’ στ’ θάλασσα.
Απ’ του πάνου μέρους του δρόμου είχι μια βρύσ’ κι δίπλα απ’ του πάνου μέρους
του φραγμένου του μέρους είνι ένα σπιτάκ’. Σι’ αυτό του σπίτάκ’ μέσα είχι ένα
ιατρείου. Που δε γξέρου απού πού τα κουνουμούσι, κάτ’ φάρμακα, μέσου του
Ερυθρού Σταυρού, ξέρου γω, είχι μέσα ‘κεί μια νουσουκόμα. Τώρα αν ήταν γιατρός,
αν ήταν νουσουκόμα δε γξέρου. Αλλά παράλληλα έκαμνι κι η γυναίκα τ’ χρέη
νουσουκόμου ικεί. Κι όλ’ η πιριφέρεια, όπους να γλέπς, οι γυναίκις μι τς μαστούς ιδώ να τς τς κόβουν μι νυστέργια, να τς βάζουν γάζις. Για τα
πιδιά, δε γξέρου, τι επιδημία είχι τότι, να έχ’ φάρμακα.
Πήγα κι γω
τώρα να μι φκιάξ’. Η πληγή δεν είχι φύγ’ ακόμα. Όπους ήμαν ξαπλουμένους, είχι
ένα παράθυρου δω. Πέρασι ένας Γιρμανός. Απ’ του Μουσκώφ απέξου μιριά ‘π’ του
παραθύρ’. Κοιτάει κι λέ’ ι Γιρμανός:
-Τι
έπαθι αυτό;
Του ‘πι στα γιρμανικά. Ι Μουσκώφ ήξιρι γλώσσα γιρμανική.
Λέ’, μι του σχήμα ‘πο ‘καμι: «Αυτός έκουψι του πόδ’ μι του τσικούρ’».
-«Ααα!», έκαμι ι Γιρμανός. Σι λέει: «πιδούλ’ αυτό μι κουψιά
τέτοια».
Μι του καθάρσι του πόδ’, μι του έπλυναναν (αυτές οι
νουσουκόμις). Ακόμα μι φαίνιτι σα να μι πουνεί. Είχαν κάτ’ λαβίδις, οι οποίις
έπιαναν, είχαν θυμώσ’ τώρα τα άκρα του κρέατος κι τότι δεν υπήρχαν ινέσεις
παυσίπουνις. Μαγκών’ μι τ’ λαβίδα να σφίξ’ του κρέας αυτό κι μι τ’ ν’ άλλ’ τ’
λαβίδα είχι λαμαρινέ καρφί μι δυο δόντια, ένα καρφί που δω κι ένα που δω κι
έπιανι κι «χραπ», η μία λαβίδα έσφιγγι τ’ αυτό κι η άλλ’ έσφιγγι που δω. Απού
δυο πλιβρές κι άφσι τόσου μέρους να τ’ αλλάζουν. Αφού μι του ‘χαν καθαρίσ’
πρώτα όλου. Αν θα υπάρχ’ μεταθάνατουν ζουή, αυτοί πρέπ’ να κατατάσσουντι μετά
δικαίων και αγίων, όπους λέ’ η θρησκεία μας. Τι τουν ένιαζι αυτόν απού μένα,
παράδειγμα. Πόσου, δηλαδή, ανθρουπιστικά φέρουνταν. Αφού ήρθι ιδώ πέρα κι
τιλείουσι όλ’ η δλειά κι μ’ έδισαν του πόδ’ ιμένα, λέ’ στου μπατέρα μ’:
-Κύριε Γιρουμιχαλέ, πού θα του πας του πιδί τώρα;
-Πού να του πάνου; Στου Χουργιό.
Κάμ’ έτσ’ αυτός: «Μ…Όσ’
δλειά έκανάμι, πάει όλ’ χαμέν’. Γιατί τώρα, μόλις θα του βάλς στου μουλάρ’
απάν’, θα λυγίσ’ του γόνα, θα κουπούν τα ράματα κι σα να μη φκιάξαμι τίπουτα.
Δε γνουρί ‘ιζ κανέναν ιδώ κουντά κι να στέλνου ιγώ κάθι μέρα νουσουκόμα να του
άλλάζ’ του πιδί. Μια βδουμάδα θα κλείσ’. Του πιδί είνι νέου».
-Πού ξέρου, λέ’ ι πατέρας. Μι φαίνιτι αν…ι μπαρμπα Μήτσιους
ι Αγουραστός, λίγου παραπάν είχι μύλου αυτός, είχι πιριβόλ, είχι κιρασιές, είχι
κι ένα σπιτάκ’, είχι έναν νιρόμυλου ικεί κι απού κεί κατέβινι του νιρό κι
πήγινι στ’ θάλασσα. Τουν είχι δώσ’ νιρό του Μουσκώφ, που κατέβινι απού πάν. Κι
γνουρίζουνταν.
-Α, ι μπαρμπα Μήτσιους είνι καλός. Θα έχ’ κάνα μέρους. Θα
πας να του μπεις να ‘ρθεί.
Κατιβαίν’ ι καημένους, θεσχουρέστουν κι αυτόν, κι μι του
μπατέρα μ’ κι μι παίρν στου φουρείου κι μι παν ικεί στου σπίτ’ του δικό τ’. Κι
έκατσα ικεί μια βδουμάδα κι έρχουνταν κάθι μέρα, κάθι δειλινό κι μι καθαρνούσι
του πουδάρ’ η νουσουκόμα. Κι μια μέρα, μι φαίνιτι θα είχι πουλύ δουλειά αυτή η
νουσουκόμα, κι ήρθι η γυναίκα του Μουσκώφ κι άλλαξι του πόδ’ ιμένα.
Καταλαβαίντζ; Μιλάμι τώρα για ανθρώπους!!! Να είσι στην ανάγκ’ αυτήν. Ποιος θα
σι ρουτήσ’ ιτότι κι ήταν πανγιρμανισμός. Πού να πας, νουσουκουμεία δεν υπήρχαν,
μέσου δεν υπήρχι. Μι τι να πιρπατή ‘ις, μι τι να πας. Μ’ έκανι εντύπουσι να
ενδιαφερθεί αυτός κι να πει «όσ’ δλειά κάναμι μέχρι ώρα, πάει χαμέν’ όλ’, αλλά
κοίταξι να βρείς κανέναν κι θα σι στέλου ιγώ κάθι μέρα ν’ αλλά ‘ιζ του πιδί».
Μήπους του μπλήρουνα; Ιδώ πας τώρα του ρουσφέτ’ κι δίντζ αυτό για να σι
προυσέξ’ κανένας κι πάλι όλ’ αδιαφορούν. Μιλάμι, το ‘καμι μι μιράκ’ κι μι
αγάπ’. Ανθρουπισμό. Αυτό δε ντου ξιχνώ καμιά φουρά κι λέου «αυτός ου άνθρουπους,
αν θα υπάρχ’ μιταθάνατουν ζουή, ίσους να είνι μιτά δικαίων και αγίων». Ε,
βέβαια. Τι να λες τώρα!
Τελους πάντουν. Τιλείουσαν αυτά, μι πέρασι του πόδ’. Στην
αρχή είπα θα μείνου σακάτκους, γιατί μ’ έφυγι του πόδ’ προς τα μπρος. Σ’ ν’
ανηφόρα πιρπατούσα, ζ γκατηφόρα μ’ έφιβγι του πόδ’. «Παπ», πάνι ι γόνας έτσ’ κι
έμεινα κόκκαλου. Ήταν κι θυμουμένους (πρησμένος) ι γόνας, λέου «άι, τιλείουσι, έμεινα σακάτς». Και τελικά τη
μπεράσαμι.
----------
Σημείωση: Η βίλα κτίστηκε το
1936. Εκεί ενταφιάστηκε ο γνωστός επιστήμονας Κωστής Μοσκώφ (1939-1998), όπως
και οι γονείς του Ηρακλής και Αμίνα και ο θείος του Κώστας. Ο Δημήτρης
Γερομιχαλός του Διονύση καταθέτει την προσωπική του εμπειρία (συνέντευξη 2011):
Δουλεύω στη βίλα του
Μοσκώφ από τις 2.5.1996. Η μάνα μου με γνώρισε στην Έλη Οικονόμου, η οποία
είναι ανιψιά του Μοσκώφ. Η μάνα της Έλης είναι αδερφή του Μοσκώφ. Βέβαια,
πέθανε αυτή-Πέτροβιτς λέγονταν. Οι παλοί Μοσκοφαί ήρθαν τη δεκαετία του 1930 απ’
τη Ρωσία, αγόρασαν το κτήμα, κάνανε τη βίλα και μετά πάντρεψαν τα παιδιά. Το
κτήμα είναι 57 στρέμματα πάνω από το δρόμο. Από κάτω είναι κτισμένο το σπίτι
μέσα στο βράχο. Τριώροφο. Αρβανίτες τα μαστόρια, πέτρες μεγάλες, επένδυση
γύρω-γύρω. Κτισμένο με τούβλο μέσα κι απ’ έξω πέτρα.
-Από
πού παίρνουν νερό;
-Από το δίκτυο κανονικά.
-Εκείνα τα χρόνια είχαν γιατρό, που
εξυπηρετούσε την περιοχή;
-Δεν
ήταν γατρός, ο Μοσκώφ απλώς είχε μια νοσοκόμα μέσα και έλεγε: «εσύ θα κάνεις καλά τον κόσμο κι εγώ θα τσουντάρω,
θα πληρώνω τα φάρμακα. Ό, τι φάρμακα θέλεις, θα παίρνεις τα καλύτερα. Εγώ θα
πληρώνω και θα ταΐζω τον κόσμο.
----------ΕΙΚΟΝΕΣ
Οι εικόνες που ακολουθούν φωτογραφήθηκαν από την πηγή google, https:IIel-gr.facebooc.com. Η νέα επεξεργασία έγινε από μένα.
Στη φωτογραφία διακρίνονται το τρένο,
μέρος της βίλας και ο Κωστής Μοσκώφ