Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΡΟΣΩΠΑ: Μαργαρίτα Μήτσιου




η Μαργαρίτα


Η παρούσα ανάρτηση είναι ένα αντίδωρο (αφιέρωση) στην Μαργαρίτα (1924-2018). Στο χωριό όλοι την ξέρουν με το όνομα αυτό. Πρόκειται για την Μαργαρίτα Δάμπλια του Δημητρίου (τ’ Πουτιού τ’ Ντάμπλια) και της Κατίνας, από την Άνω Σκοτίνα Πιερίας. Ήταν παντρεμένη με τον Γιώργο Μήτσιο του Δημητρίου (τ’ Πουτιού τ’ Μήτσ’) και της Αγλαΐτσας από την Κάτω Σκοτίνα.





Α. ενθυμήσεις δικές μου

1941. Κάθε πρωί περίμενα τη Μαργαρίτα στο ντουβάρι της αυλής του Καλιαμπέικου (σπιτιού) στην Άνω Σκοτίνα. Η Μαργαρίτα κατέβαινε τις σκάλες και μου ‘δωνε μια «φιλλουρίδα» (φέτα-ψωμί). Έσφιγγα το ψωμί με τις δυο παλάμες κι έτρεχα, πήγαινα στους δικούς μου να φάνε κι αυτοί. Κάναμε και μια αμαρτία (αν έτσι «λογάται): Στη γωνιά του ταβανιού η Μαργαρίτα είχε πολύ καλαμπόκι (είχαν «έχιμο» αυτοί οι Νταμπλαίοι-περιουσία). Τρυπήσαμε το σανίδι στο ταβάνι κι από το τσουβάλι τραβούσαμε σπυριά καλαμποκιού. Το κάναμε για να απαλύνουμε την πείνα.
1944. Ο αρραβωνιαστικός της Μαργαρίτας Γιώργος Μήτσιος «παράτσι» (παράτησε, εγκατέλειψε, άφησε) το κοπάδι (γίδια) και ανέβηκε «σ’ ν’ απαλνή» Σκοτίνα για να δει το κορίτσι. Τα γίδια μείνανε στο στάλο, γρέκι (πιθανόν στα Καρόπλα) ή στο μαντρί. Φύλαγαν τα σκυλιά (σε κάθε περίπτωση).
1945. Στο γάμο καλεσμένο όλο το χωριό, η Άνω Σκοτίνα. Ανήμερα της στέψης η νύφη καβάλα στο ζώο κατέβαινε με πολύ κόσμο στην Κάτω Σκοτίνα, όπου το σπίτι του γαμπρού. Το κιλίμι φάνταζε στο σαμάρι. Κρεμότανε μέχρι καταγής και κουνιότανε ρυθμικά, σύμφωνα με το κέφι που έδινε η περπατησιά του ζώου. Στα στενά μονοπάτια (από Λάκκο Τσιόκα και κάτω) το κιλίμι, για να μη σκαλώσει στα κλαδιά, εγώ το κρατούσα γερά, σταθερά.
2018. (14 Σεπ.). Στο μπαλκόνι της Μαργαρίτας (Κάτω Σκοτίνα): διεξάγεται η στιχομυθία:
-Καλημέρα, Μαργαρίτα.
-Τι κάντζ, καλό μ’;
-Καλά, εσύ;
-Γιράματα, Γιάν’.
-Να εύχεσαι να «φύγουμε» όρθιοι, Μαργαρίτα.
          Κι εσύ, ξαδερφούλα, «έφυγες στα «κάστανα». Στις 19.9 «πήγες» ορθή.

Β. ενθυμήσεις της Μαργαρίτας

1. ΠΕΙΝΑ

ΙΔΙΩΜΑ: Ζ μπείνα πείνασέτι ισείς. Πείνασέτι, Γιάν'. Κάθουσαν στου ντβάρ'. Έρχουσαν του προυί ικεί κι κάθουσαν έτσιάϊα στου ντβάρ'. Πιρίμινις στου ντβάρ'. Κι κατέβηνα ιγώ μι μια φυλλούδα κι σ' έδινα. Μ'. Ήλιγα "ιάτουϊάϊα του καημένου! Ήρθι πάλι".

ΚΟΙΝΗ: Στα χρόνια της Κατοχής -στην πείνα- εσείς πεινάσατε. Πεινάσατε, Γιάννη. Και εσύ καθόσουνα στο ντουβάρι της αυλής του Καλιαμπέικου στην Άνω Σκοτίνα και με περίμενες να σου φέρω ψωμί. Στεκόσουνα στο ντουβάρι έτσι, με το βλέμμα σου προς το μπαλκόνι. Και κατέβαινα εγώ και σου έδινα μια φέτα ψωμί. Έλεγα μέσα μου: «Να 'το το καημένο το παιδί, Ήρθε πάλι».

2. ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ - ΓΑΜΟΣ

ΙΔΙΩΜΑ: Μ’ αρραβώνιασαν μι προυξινιό. 'Εστειλαν του Βασίλ' του Γκουκουσά. Τουν είπι ι παππούς ι Μήτσιους. Νύχτα. 'Ηταν γιουρτή. Κι είπι ι Βασίλς του μπατέρα: «Του δίντζ του κουρίτσ';» «'Αμα μας τ' αραδίσ' αυτός, θα του δώσουμι». Μείναμι αρραβωνιασμέν’ πουλύ κιρό. Απ' του Παντγύρ' ως τα Χριστούγιννα. Μι στιφάνουσι ι Νάσιους ι Κουμουρτζής. Παπάς ι παπα Γιάντζ ι Μπιλιάγκας. Στιφανώθκαμι ιδώ στου σπίτ' τ' Μήτσ'. Κατέφκαμι μι τα πράματα σιακάτ'. Κιλίμια, σιντόνια, τα προικιά.

ΚΟΙΝΗ: Με αρραβώνιασαν με προξενιό. Στείλανε τον Βασίλη Κουκουσά στο σπίτι.  Τον συμβούλεψε ο παππούς ο Μήτσιος. Ήταν νύχτα, γιορτή. Κι ο Βασίλης λέει στον πατέρα μου: «Μας δίνεις το κορίτσι»; -«Αν έρθει ο ίδιος ο Μήτσιος και μας το ζητήσει, το δίνουμε».Μείναμε αρραβωνιασμένοι για πολύ καιρό. Από το πανηγύρι (Δεκαπενταύγουστο) μέχρι τα Χριστούγεννα. Με στεφάνωσε ο Νάσιος Κουμουρτζής. Παπάς ήταν ο παπά Γιάννης Μπιλιάγκας. Στεφανωθήκαμε εδώ (Κάτω Σκοτίνα) στο σπίτι του Μήτσιου. Από την Άνω Σκοτίνα μέχρι την Κάτω κατεβήκαμε με ζώα. Πάνω στα ζώα (μουλάρια) είχαμε φορτώσει την προίκα, σεντόνια κλπ.

3. ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΧΟΥΧΛΟ

          "Δάσκαλου είχαμι του Μπλέτσιου" (τον Αθανάσιο Βλέτση). Αυτός μας πάηνι εκδρομή στο Χούχλο. Τραγδούσαμι του τραγούδ:
         
Μέσα στο δάσος περπατώ κι ακούω τα πουλάκια,
          Κάθε κλαδί κι ένα πουλί, σε κάθε δέντρο μουσική,
          Χαρές και τραγουδάκια. Τι μελωδία θαυμαστή,
          Τι στόμα ζηλημένου, πάρα πουλύ μ’ ευχαριστεί,
          ν’ ακούω δε χορταίνω.

          Ήμαν έξυπνη ιγώ. Ήθιλαν να μι στείλν στου Λτόχουρου να μάθου μοδίστρα. Κι λέ’ ι πατέρας: «Μπα, δε ντ στέλλου τ’ Μαργαρίτα στο Λτόχουρου. Του κουρίτσ’ είνι λίγου γιρουμένου (δυναμωμένο) κι δε μ’ αρέζ (και δεν είναι ευχάριστο) να του στείλου. Ας είντου ιδώ στου χουριό».

4. ΕΜΦΥΛΙΟΣ-Θάνατος του πατέρα

ΙΔΙΩΜΑ. Σκουτώθκι ζ Γκατιρίν’ του 1948. Τότι έκαμα του Νάσιου.  Πάτσι νάρκα. Πάει μι του μπλάρ’ στ΄φαγάνα που δούλιβι ι Μανόλς όξου ‘μπ’ Γκατιρίν’. Σκουτώθκαν κι ι πατέρας κι του μπλαρ’. Στου ντόπου (επιτόπου).


ΚΟΙΝΗ. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στην Κατερίνη το 1948. Τότε γεννήθηκε ο Θανάσης. Πάτησε νάρκη και σκοτώθηκε. Πήγε με το μουλάρι στη φαγάνα που δούλευε ο αδερφός  μου Μανόλης, έξω από την Κατερίνη. Σκοτώθηκαν επιτόπου  πατέρας και το μουλάρι. 
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ


 Γιώργος Μήτσιος, σύζυγος της Μαργαρίτας. Άφηνε τα σκυλιά να φυλάνε τα γίδια, όταν αποφάσιζε να 'ρθεί στο χωριό για να δει το κορίτσι.










Γιώργος και Μαργαρίτα στα πρώτα χρόνια της συζυγικής τους ζωής.





 Η Μαργαρίτα, όταν ήταν κορίτσι στα 1948.










 Ο Γιώργος Μήτσιος, παλικάρι (1948).



 Δημήτριος Δάμπλιας (Πουτιός Ντάμπλιας) πατέρας της Μαργαρίτας. Χρημάτισε πρόεδρος της Σκοτίνας για πολλά χρόνια. Σκοτώθηκε το 1948 από νάρκη στην Κατερίνη.







 Δημήτριος Μήτσιος (Πουτιός) και η σύζυγός του Αγλαΐτσα, πεθερικά της Μαργαρίτας. Ο Πουτιός συνετέλεσε στην επιτυχία του προξενιού, όταν συμβούλεψε τον Κουκουσά να πάει στον Πουτιό το Ντάμπλια για να του πει: "Μας δίντζ του κουρίτσ';"





 Η Μαργαρίτα στο μπαλκόνι του σπιτιού της στη Βασίλα. Η φωτογραφία είνα παρμένη από το Καλιαμπέικο στη Βασίλα στην Κάτω Σκοτίνα (Αύγουστος του 2018).


 
Το Καλιαμπέικο στην Άνω Σκοτίνα. Εκεί μένανε και οι Δαμπλαίοι. Από το μπαλκόνι η Μαργαρίτα έβλεπε το ντουβάρι κάτω. Μόλις με αντίκρυζε  κατέβαινε τροχάδην και μου έδινε τη "φυλλουρίδα"-φέτα ψωμιού. 'Ηταν η πείνα του '41.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

δοξασίες: Ζούζουλα


         
Οι χαράδρες, οι ρεματιές και πολλά τοπωνύμια «τς απαλνής» Σκοτίνας Πιερίας συνδέονται με παραδόσεις και παραμύθια που προξενούν πότε πίκρες, πότε χαρές. Λεν, πως τον παλιό καιρό στον Μάρμαρο και Άγιο Αθανάσιο έβγαιναν πολλά ζούζουλα (φαντάσματα). Εμφανίζονταν κατά τα "μούρκια" (σούρουπο). Για να προσπεράσεις τον Μάρμαρο ή τον Άγιο Αθανάσιο σ’ έπιανε φόβος και τρόμος, τρεμούλα και πανικός.  
Η γλαφυρότητα στην έκφραση των συναισθημάτων και ο φυσικός τόνος της αφήγησης, είναι χαρακτηριστικά του Γιώργου Καραλή στη συνέντευξη που μου έδωσε στις 30 Ιουλίου 1982.
         
1. Μάρμαρος

ΔΙΩΜΑ: Ένα βράδ' μι τα μούρκια έβγινάμι απού του γιφύρ' Τσιμ, σ' τσι Δυο Κατανιές. Ανέβινάμι κα του Μάρμαρου. Ικεί ι Μανόλς ι Ντάμπλιας είχι μια σκιά στου μπαχτσέ. Μαύρα σύκα. Ώσπου ν' ανιβούν σ' τ' σκιά αυτοί οι μιγαλύτιροι (ήταν νουμίζου ι Νικόλας ι Καρκαφίρς, ι Μανόλς ι Παπαζιώγας κι άλλ' δυο τρεις) ιγώ τηρούσα 'που κάτου. Δε μπρόλαβα ν' ανιβώ. Ακούμι κατ' βουγγίματα: «Μ...μ...μ...», νύχτα ήταν.
          -Τι 'νι αυτό 'ρα;
       Ι Μανόλς ι Ντάμπλιας είχι κι μια καρυά μιγάλ'. Η σκιά ήταν στου φράχτ'. Γλέπουμι απάν' ζ γκουρφή 'π' γκαρυά ένα όγκου μαύρου. Φουρούσι κάπα. Νύχτα ήταν. Κι κάθι βουγγιά που έκανι, έβγαζι φουτιά. «Μ...μ..., παφ μια φουτιά, μ...παφ φουτιά». Κι κατέβινι σιγά-σιγά.
Αρχινούμι τα κλιάματα. Παρατούμι τζ γίδις. Τα 'φσαμι ούλα τα γίδια λαρουμένα ζ Γκαψάλα. Αυτό βγαίν' στου δρόμου. Μ...κι παφ φουτιά. Φτάνουμι τρέχουντα στου Μάρμαρου στου Εικουνουστάσ'. Κι αυτό απού πίσου. Μαύρο. Ένας όγκος μαύρος. Κι μ...παφ φουτιά. Τρέχουμι στα σπίτια. Πάμι κει κι φουνάζουμι τς πατιράδις. «Τι τρέχ'; Τι είστι έτσ' κιουτιμέν'»; Μας λεν οι πατιράδις.
          -Βγήκι ζούζουλου στου Μάρμαρου κι  μας κυνηγάει.
          -Δε ντρέπισέστι, ποιο ζούζουλου, 'ρα. Πού άφσιτι τα γίδια;
          -Ζ Γκαψάλα.
          -Κάνας Μανόλς θα ήταν. Να μη ντου ντρώτι τς σκιές. Σκιπαζμένους μι καμιά κάπα σας φουβέρξι να μη ξαναπατήστι.
          Πήγαν οι πατιράδις κι έμασαν τα γίδια.
Ι Μανόλς, επειδής τουν χαλνούσαμι τα σύκα κι τς καρές,  αναγκάσκι να γέν' ζούζουλου, ανέφκι απάν' ζ γκαρυά κι να κατιβαίν' του γκουρμό σιγά-σιγά. Είχι του τσιακμάκ' κι "παφ" φουτιά κι "παφ" φουτιά. Ιμείς ξιπουδαργιάσκαμι. Παν κι τα μανάρια πάει κι ι Μάρμαρους.

ΚΟΙΝΗ: Κάποιο βράδυ με το σούρουπο, ανεβαίναμε από την τοποθεσία «Τσιμ του Γκιφύρ’» με κατεύθυνση τις «Δυο Καστανιές». Θέλαμε να πάμε στην τοποθεσία  «Μάρμαρος». Εκεί ο Μανόλης Δάμπλιας είχε στον μπαξέ μια συκιά. Η συκιά αυτή έκαμνε μαύρα σύκα. Στην παρέα μας ήταν μερικοί μεγαλύτεροί μας. Νομίζω ήταν ο Νικόλας Καρκαφίρης, ο Μανόλης Παπαζιώγας κι άλλοι δυο-τρεις. Ώσπου αυτοί να ανεβούν στη συκιά, εγώ παρατηρούσα από κάτω. Δεν πρόλαβα να ανεβώ στη συκιά. Κι ακούμε κάτι βογγητά: «Μ…μ…μ…», νύχτα ήταν.
          -Μωρέ, τι είναι αυτό που ακούγεται;
          Ο Μανόλης Δάμπλιας είχε μια μεγάλη καρυδιά. Η συκιά ήταν στο φράχτη. Παρατηρούμε πάνω στην κορυφή της καρυδιάς ένα μαύρο πράμα. Φορούσε κάπα και ήταν νύχτα. Σε κάθε βογκητό που έκανε, ξερνούσε φωτιά. «Μ...μ..., παφ μια φωτιά, μ...παφ φωτιά». Και να κατεβαίνει σιγά-σιγά η φωτιά.
Εμείς το βάζουμε στα κλάματα. Εγκαταλείπουμε τα γίδια. Τα λαρώσαμε (τα απλώσαμε) στην περιοχή «Καψάλα». Αυτό (το ζούζουλο) βγαίνει στο δρόμο. Μ…και παφ φωτιά. Το βάζουμε στα πόδια, περνούμε το ρέμα του Μάρμαρου και πλησιάζουμε την τοποθεσία λ«Εικονοστάσι». Το ζούζουλο να ακολουθεί από πίσω μας. Μαύρο, κατάμαυρο. Και μ…παφ, να βγάζει φωτιά. Τρέχουμε γρήγορα, πάμε στα σπίτια μας. Το λέμε στους πατεράδες. «Τι συμβαίνει; Γιατί είστε κιουτεμένοι»; Μας λένε οι πατεράδες.
          -Εμφανίστηκε ζούζουλο στον Μάρμαρο και μας κυνηγάει. 
          -Δε ντρέπεστε, ποιο ζούζουλο, μωρέ; Πού εγκαταλείψατε τα γίδια;
          -Στην Καψάλα (επίπεδη περιοχή. Καψάλιζαν κάστανα).
          -Σίγουρα, θα ήταν ο Μανόλης. Για να μην του τρώτε τα σύκα. Καλυμμένος με την κάπα σας φοβερίζει να μην ξαναπατήσετε στο κτήμα.
Πήγαν οι πατεράδες και συμμάζεψαν τα γίδια.
Ο Μανόλης, επειδή του κάναμε ζημιά με τα σύκα και τα καρύδια, σκέφτηκε να μεταμφιεστεί σε φάντασμα. Έκαμε σχέδιο: ανέβηκε πάνω στην καρυδιά και άρχισε να κατεβαίνει συρόμενος στον κορμό απαλά. Μαζί του έφερε τον αναπτήρα, τον οποίο αναβοέσβηνε. Το αποτέλεσμα ήταν εμείς να καταπονηθούμε από τον πολύ φόβο και το βάλαμε στα πόδια. Δε σκεφτήκαμε ούτε γίδια, ούτε Μάρμαρο.

2. Αϊ-Θανάσης

ΙΔΙΩΜΑ. Ιγώ, ι Γιάντζ τς Μαρίας κι άλλ' καναδυό πιρνούσαμι τουν Άϊ-Θανάσ'. Πάντα έρχουμάσταν κι κοιτούσαμι να μη μας μουργκίσ' ι Άϊ-Θανάης. Άμα μούργκζι φουβόμασταν να πιράσουμι.
Μια φουρά πέθανι ικείν' η γναίκα, μια νέα γναίκα. Πιρνούσαμι μι τα μανάρια κι φουβούμασταν. Ήλιγαν "βγαίν' αυτή απού μέσα". Πιρνούσαμι του λακκούλ' απού κει μιριά κα του Ντρανό του Μπλάτανου. Μόλις φτάνουμι στου Ντρανό του Μπλάτανου, γλέπουμι απού πίσου:
          -Βρε! Έρχιτι πιθαμένους!
          Μας φάγκι σα να είχι του καπάκ' μι τα λουλούδια. Κι αυτή βάδιζι. Φαίνουνταν λουλούδια κι καπάκ'.
          Σκουτώθκα. Παράτσαμι τζ γίδις. Πότι να κατιβούμι στου Ντρανό του Μπλάτανου! Να πάμι απού κείν' μπάντα κλαίουντας στα σπίτια!
          Κι αυτός ποιος ήταν; Ήταν ένας κουπανάς απ’ του χουριό. Είχι φκιάσ' μια κουπάνα κι είχι κι μια αγκαλιά καστανιά, γκουπάνα σκιπαζμέν' κι μεις ήγλιπάμι καπάκ' μι λουλούδια!
          Ε, 'ρα Παναγία μ', τι τραβάμι!

ΚΟΙΝΗ. Εγώ μαζί με το Γιάννη της Μαρίας (Τράντα-Καραλούς) και με μερικούς άλλους περνούσαμε έξω από τα μνήματα του Αγίου Αθανασίου. Πάντοτε, όταν επιστρέφαμε από τη βοσκή, προσέχαμε μη μας νυχτώσει ο Άγιος Αθανάσιος. Όταν νύχτωνε φοβόμασταν να περάσουμε.
Ήταν η εποχή που είχε πεθάνει εκείνη η γνωστή, νέα γυναίκα. Περνούσαμε με τα γίδια και τρέμαμε απ' το φόβο. Φημολογούνταν πως βγαίνει αυτή από το μνήμα. Περνάμε το μικρό το λάκκο και φτάνουμε στην απέναντι όχθη προς τον Τρανό τον Πλάτανο. Μόλις πλησιάζουμε τον Τρανό τον Πλάτανο, βλέπουμε από πίσω μας κάτι.
          -Αμάν! Έρχεται πεθαμένος.
Μας φάνηκε σα να κρατούσε το καπάκι με τα λουλούδια απ' το φέρετρο. Και αυτή βάδιζε κανονικά. Διακρίνονταν τα λουλούδια και το καπάκι.
          Κατασκοτώθηκα να τρέχω. Τις γίδες τις εγκαταλείψαμε. Πότε να κατεβούμε στον Τρανό τον Πλάτανο! Να πιάσουμε τον κατήφορο και να πάμε στα σπίτια μας κλαίγοντας!
          Ξέρετε τι ήταν; Ήταν κάποιος κουπανάς (που φκιάχνει κουπάνες). Ο άνθρωπος κατασκεύασε μια κουπάνα (σκάφη) και μαζί με την κουπάνα κουβαλούσε ένα δέμα κλαδί από καστανιά. Καθώς η κουπάνα ήταν σκεπασμένη με το κλαδί, εμείς βλέπαμε το καπάκι με λουλούδια.
          Ω! ρε Παναγία μου! Τι έχουν να δουν τα μάτια μας!
----------
Προσωπική εμπειρία: Με τον μακαρίτη Αντώνη Τράντα-Μπατζιόλα (δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι), στις αρχές της δεκαετίας του ’40, φτιάχναμε μια προσωπίδα από κολοκύθα. Αδειάζαμε το περιεχόμενο τρυπούσαμε την κολοκύθα, σχηματίζαμε αυτιά, μάτια, φρύδια, μύτη, στόμα. Στο βάθος της κολοκύθας στερεώναμε ένα κερί αναμμένο. Κατά τα μούρκια (σούρουπο) κάναμε περιφορά στην κάτω γειτονιά της Άνω Σκοτίνας. Η κολοκύθα είχε πενιχρό φως. Έβλεπες, δηλαδή, ένα "ωχρό φάντασμα, όμοιο με σκιά" (*). Ξεκινούσαμε από Μουζά, παίρναμε την κατηφόρα προς την αυλή της Χρίστινας Τράντινας, περνούσαμε τα Τσινιανιάτκα και καταλήγαμε στα Χασιωτάτκα. Ύστερα αλλάζαμε μονοπάτι. Χωνόμασταν στην αυλή "τ' παππού ντ' Γόλ'" (Πινακαίοι) για να τρομάξουμε τους Σαουλαίους, Παπαζιωγαίους, Μπιλιαγκαίους και Μερίκο. Ξανά πίσω από το δρόμο που έφερνε στην αυλή "τζ Γιαννούλινας Τράντινας" και μέσω των Καλιαμπαίων δίναμε "τζιάπ" (πληροφορία, εμφάνιση) "σ' τς μανιάς Αντρένινας ν' αυλή", που εκεί μένανε οι Καλαμαραίοι, Ντιλιγιανναίοι, Ντουραλαίοι και άλλοι. Στη βρύση Μουζά σβήναμε την κολοκύθα (σαν να λέγαμε "δι ευχών...". Πάντως, χαιρόμασταν που τρομάζαμε τον κόσμο!
Ήμαρτον…!
----------  
* Οδύσσεια δ 846, αμαυρόν είδωλον.   

ΕΙΚΟΝΕΣ:



 Η λατρευτή σύζυγος του Γιώργου Όλγα Κουκουσά           του Αθανασίου. Αδέρφια της:
          α). Αντώνης
          β). Δημήτριος
          γ). Καλούδα
        







Φίλοι συμπατριώτες: Γιώργος Καραλής και Γιάννης Καλιαμπός. Για πρώτη φορά βγήκαν μαζί φωτογραφία στις 25 Αυγούστου 2018 στη Λεπτοκαρυά. Ήταν Σάββατο και διαβάστηκε το ετήσιο μνημόσυνο της Όλγας. Στα παλιά χρόνια δεν ξέραμε από φωτογραφίες.





Ο Μανόλης Δάμπλιας "τ' Πουτιού". Είχε μπαχτσέ στον Μάρμαρο. Εμείς οι πιτσιρικάδες του "κλέβαμε" σύκα. Για φοβέρα, μεταμφιέστηκε σε ζούζουλο. Κουκουλώθηκε με μια μαύρη κάπα, ανέβηκε πάνω στην καρυδιά και άρχισε να κατεβαίνει συρόμενος στον κορμό. Μαζί του έφερε τον αναπτήρα, τον οποίο αναβοέσβηνε. 





 

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ:  

Διαδρομή παρέας Γιώργου Καραλή: Τσιμ Γκιφύρ'-Δυο Καστανιές-Μάρμαρος-Εικονοστάσι-χωριό.

Διαδρομή κουπανά: Αϊ-Θανάσης-Τρανός Πλάτανος-Παρθένη-χωριό.









                                     
             
           

                                                                                                                                      

                                                                            


       
                                                                                    
               







Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ. Λύκοι στη Σκοτίνα


          Ο Θεοχάρης Συντριβάνης του Βασιλείου (1914-2002) μου δίνει συνέντευξη στις 1.12.1999 στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα. Η συζήτηση αναφέρεται στη ζωή του χωριού (γενικά) στις αρχές του περασμένου (20ου) αιώνα. Ένα περιστατικό θυμίζει την ποιμενική ζωή και, συγκεκριμένα, την εμφάνιση-επέλαση- αγέλης λύκων στη Σκοτίνα.

1. ΑΠΑΛΝΗ (Άνω) ΣΚΟΤΙΝΑ



ΙΔΙΩΜΑ: Η Σκουτίνα είχι λύκ’ πουλλοί. Στου απάν’ του Χουργιό ιτότι γιννούσαν τέσσιρις λύκσις σι τέσσιρις μιριές. Μια φουλιά ζ Ντούμπα, μια  σ’ τς Κουπρισιές, μια σ’ τ’ Στρουγγλή κι μια στου Γιαβάνου. Στου Γιαβάνου ήταν μια λύκσα, είχι ιφτά κτάβια. Τέτχια κτάβια, μιγάλα. Κι πέρασι ι Κουκράντζ ι Θουμάς. Αυτός είχι γιρά σκλιά, κι ξιπρώντζαν τ’ λύκσα απ’ τ’ φουλιά κι τα ’πνιξαν ούλα τα λυκούλια. ΄Ενα τρύπουσι μέσα σι μια τρύπα κι δε μπόρσαν να του πχιάζν. Πιρνούσα ιγώ μι τα γίδια σιαπάν’ μαζί μι του Μίχου του Γιρμπχαλό. Τ’ Μήτρ’ ντ Γιρμπχαλού τουν αδιρφό. Κι πάηναμι αλάτουρα. Δηλαδή έρχουνταν κουντά σι μένα. Παρέα, μαζί. Αυτό του λυκούλ’ ήταν μέσα, χουμένου. Ι Μίχους πάει τρύπουσι μέσα κι το ’πχιασι του λυκούλ’.  Ιγώ τουν φώναζα:
          -Βρε, φέγα απ’ αυτού, θα ’ρθεί η λύκσα κι  θα σι φάει.
          ΄Οχ’, αυτός πάει μέσα, το ’ πχιασι, έβγαλι του λουρί κι του έδισι του κουταβί κι του ’χι κουντά. Του κατέβασάμι στου χουργιό του βράδ’, στου Γκηψαρά. Γκουτζιάμ κουταβί, Λυκούλ’. Αλλά δεν έφτασι κι σι καναδυό μέρις ψόφσι. Δεν αγλίτουσι. Στιναχουρέθκι.

ΚΟΙΝΗ. Παλιότερα στη Σκοτίνα κυκλοφορούσαν πολλοί λύκοι. Στην Άνω Σκοτίνα γεννούσαν τέσσερις λύκισσες (λύκσες) σε τέσσερα σημεία. Μια λύκισσα είχε φωλιά στην Τούμπα, μια στις Κοπρισιές, μια στη Στρογγλή και μια στο Γιαβάνο. Στο Γιαβάνο ήταν μια λύκισσα, η οποία φύλαγε εφτά λυκόπουλα. Τόσο μεγάλα λυκόπουλα. Και έτυχε να περάσει από εκεί ο Θωμάς Κοκράνης. Αυτός είχε δυνατά σκυλιά που κυνήγησαν και έφυγε η λύκισσα από τη φωλιά της. Πνίξανε όλα τα λυκόπουλο. Ένα γλίτωσε. Μπήκε σε μια τρύπα και δεν μπόρεσαν να το συλλάβουν. Περνούσα εγώ με τα γίδια προς τα πάνω μαζί με τον Μίχο το Γερομιχαλό. Τον αδερφό του Μήτρου Γερομιχαλού. Και βαδίζαμε ο ένας πλάι στον άλλο. Δηλαδή με ακολουθούσε αυτός. Ήμασταν παρέα. Το σωσμένο λυκάκι ήταν χωμένο μέσα στην τρύπα. Ο Μίχος πλησιάζει προς την τρύπα, μπαίνει μέσα στην τρύπα και πιάνει το λυκόπουλο. Εγώ του φώναξα:
          -Βρε, φύγε από εκεί. Υπάρχει κίνδυνος να 'ρθεί η λύκαινα και θα σε φάει.
          Αυτός δε μ' άκουσε. Χώνεται μέσα στην τρύπα, πιάνει το λυκόπουλο, βγάζει τη ζώνη του και μ' αυτή δένει το λυκόπουλο και το έσερνε μαζί του. Το κατεβάσαμε στο χωριό το βράδυ, στη γειτονιά «Κηψαράς». Μεγάλο λυκάκι. Δεν έπαυε όμως να είναι λυκάκι. Αλλά δεν άντεξε, ώσπου σε λίγες μέρες ψόφησε. Δε γλίτωσε. Στενοχωρέθηκε.

2. ΑΚΑΤΝΗ (Κάτω) ΣΚΟΤΙΝΑ
           
ΙΔΙΩΜΑ. Ιδώ σιακάτ, του χειμώνα ήταν δυο λύκ’ παρέα, Γιάν, αμπδούσαν μέσ’ στα μαντριά. Ι ένας πάηνι κι έπιρνι τα σκλιά όξου κι ι άλλους αμπδούσι μέσα κι έπιρνι κατσίκια (*). ΄Επιρνι ένα κατσίκ’, έφιγνι όξου. Ήρθαν κι στου θκό μ’ μια βραδιά. Πήρι χαμπάρ’ του σκλί, σκώθκα ‘γώ, δε μπρόλαβα ν’ αμπδήσου στου μαντρί. Γιρούστσαν τα σκλιά, έκαμαν σιαπέρα, ακριβώς πού έχ’ ι Τρέβλας του χουράφ’  από ’χ’ τα πρόβατα στου Ξηρουκάμ’. Τσακώθκαν ι λύκους μι του σκλί  του θκό μ’. Απάλιβαν δηλαδή. Καμιά φουρά ήρθι ένα σκλί απ’ τα Γιρμπχαλάτκα τα μαντριά, ‘που πάν’,’π’ αυτόν του Γιάν’, του Μπουρανά, που λέμι. Γιρούστσι παναθέ, του μπχιάν’ του λύκου απού δω απ’ του ζβέρκου. Αλλά ούρλιαξι ι λύκους.  Κι πααίν’ απ’ μπάντα του σκλί. Του θκο μ του σκλι του μάτσι, του μάτσι μι τα πουδάργια, του μαδούσι. Κι έφυγαν.
         
ΚΟΙΝΗ. Άλλο ένα περιστατικό, Γιάννη. Εδώ, στην Κάτω Σκοτίνα παρουσιάστηκαν δυο λύκοι μαζί. Ήταν χειμώνας και αυτοί πηδούσαν μέσα στα μαντριά. Ο ένας πήγαινε και ανάγκαζε τα σκυλιά να βγουν έξω από το μαντρί και ο άλλος πηδούσε μέσα και άρπαζε κατσίκια. Άρπαζε ένα κατσίκι, έφευγε έξω. Μια βραδιά ήρθαν και στο δικό μου μαντρί. Πήρε μυρωδιά το σκυλί, σηκώνομαι εγώ από τον ύπνο, αλλά δεν πρόφτασα να πηδήσω στο μαντρί. Ορμούν τα σκυλιά, πάνε προς τα πέρα, ακριβώς εκεί που έχει τα πρόβατα ο Τρέβλας στο χωράφι του στο Ξηροκάμι. Τσακώθηκαν ο λύκος με το δικό μου σκυλί. Παλεύανε μεταξύ τους. Κάποια στιγμή καταφτάνει ένα σκυλί από τα μαντριά των Γερομιχαλαίων, ακριβώς πάνω από το Γιάννη Μπουρανά, που λέμε. Εκείνο ορμάει και πιάνει το λύκο από εδώ το σβέρκο. Αλλά ο λύκος ούρλιαξε. Και το σκυλί πάει από τα πλάγια. Το δικό μου σκυλί το μάδησε (το γρατσούνισε), το μάδησε με τα πόδια. Το πλήγωσε. Ευτυχώς που φύγανε.

ΑΛΛΑ ΘΕΜΑΤΑ

Ο αείμνηστος Θεοχάρης  αναφέρθηκε και σε άλλα θέματα που αφορούν την ιδιωτική του ζωή, όπως:
1. Βοσκός. «Στα δικαπέντι χρόνια ανέλαβα τα γίδια, τζιουμπάνους. Είχαμι καμιά 250 κιφάλια».
2. Σχολείο. «πήγα ντιτάρτ’ τάξ’ (μέχρι την τετάρτη τάξη)  στου δάσκαλου του Μπλέτσιου (Αθανάσιος Βλέτσης). ΄Ηταν κι ι Ηλίας απ’ Μπούρλια (Χατζηχαμπέρης» (δάσκαλος από τους Πόρους).
3. Γάμος. Ο γάμος έγινε το ’41, «ι παπά Γιάντζ (Μπιλιάγκας) μι στιφάνουσι.  Ήμαν 24 χρόνια».
4. Στρατός. Ως στρατιώτης υπηρέτησε α) Θεσσαλονίκη (πριν την Αλβανία), β) Αλβανικό μέτωπο, γ) Εμφύλιο. «Του 1948 ξαναπήγα πίσου (ξανά) φαντάρους. Εθνοφρουρίτς. Κατατάθκαμι ζ Γκατιρίν’ (παρουσιαστήκαμε στην Κατερίνη). Μιτά πήγα στου Λιτόχουρου, του 71 τάγμα πιζικό ήταν στου Λτόχουρου. Διοικητής Διουνύσιους Μπαρμπαρίκους».
5. Εμφύλιος. «Ως ανταρτόπληκτους μας πήγαν α) «στ’ Λιφτουκαρυά ζ’ Τσιάρινα (στην οικογένεια Τσιάρα), β) στου Λιτόχουρου, Πουλύμιρους λέγουνταν».
6. Σπίτι. «Σ’ ν’ απαλνή Σκουτίνα μέναμι στου Συντριβανάτκου του σπίτ’. Ξιχουριστό κι είχι μια σούδα (στενωπός) απ’ τ’ Πλιξίδα. Ι Πλιξίδας του πούλσι στουν Απουστόλ’ Παπαζιώγα».
7. Παπάδες. «Παπάδες ήταν τρεις: Αθανάσιος Οικονόμου, Χρήστος Σακελλάρης, Αθανάσιος Παπαζιώγας».
8. Καταγωγή. «Οι Συντριβαναί ήρθαν απ’ τζ Βέργιας τα μέργια. Απ’ τα Παλατίτσια». Ήταν δυο αδέρφια. Ι ένας ήταν κιχαϊάς κι ι άλλους γιουργός. Ι κιχαϊάς, ψόφσαν τα πρόβατα τ’, ξέρου, ‘γώ, κι έφυγι ξανά. Ι άλλους, ι γιουργός έκατσι ιδώ».
9. Σαραντάμιρα. «Στου Μιτόχ’ (στο μετόχι, σαν μοναστήρι) του σπίτ’ τ’ Μιχαήλ’ Συντριβάν’ έβγηναν σαραντάμιρα (φαντάσματα). Άμα διάβαζι ι παπάς, αυτά έφυγναν» (**).
----------
* δική μου ανάμνηση: Ήταν χιονιάς του 1945. Βοσκούσα τις γίδες στο προσήλιο του Αϊ-Λιά. Στην απέναντι ράχη (πλαγιά του Πρίπουρα) διαδραματίζεται μια φοβερή σκηνή. Πεντέξι λύκοι χώρισαν στα δυο το κοπάδι του μακαρίτη Διονύση Τράντα. Χάζεψα: οι μισοί λύκοι «τρώγονταν» με τα σκυλιά, οι άλλοι μισοί «βαρέσανε» τα γίδια προς το ποτάμι. Σώθηκαν όσα πέσανε στις «μπουλντούκες» (βαθιές μπάρες).
** Ο Θάνος Θ. Συντριβάνης στις 15.7.2002 θα προσθέσει: «…ξικινούσαν οι καλικατζαραί μι τα βγιουλιά, μι τα κλαρίνα, μι τις ουρές κλπ. κι πειράζαν του γκόζμου. Πάηναν σ’ όλα τα σπίτια. Οι γέρ’ ήλιγαν «ήρθαν οι καλικατζαραί κι χάλασαν τα ξύλα». Η μάνα μ’ έλεγε ότι τη νύχτα που δούλευαν στους αργαλειούς,  πήγαιναν αυτοί οι καλικάντζαροι κι έλεγαν: «Νύχτα μιγάλ’ κουκιά μη γκαθαρίζιτι».
----------

Πηνελόπη Γκάρα (1922-2008), σύζυγος 
του Θαοχάρη Συντριβάνη. Η γνωστή ως
Πηλινιώ.


                                                        "Να 'σαν τα νιάτα...".
                                   Το ζεύγος Θεοχάρη και Πηνελόπης Συντριβάνη


                             Το σπιτικό του Θεοχάρη Συντριβάνη στην Κάτω Σκοτίνα 


   


 Το Κάστρο (στο βάθος) παρμένο από τα 
"Συντριβανάτκα".                






 Το σπίτι του Αποστόλη Συντριβάνη του Θεοχάρη. 
Η φωτογραφία είναι παρμένη από το σπίτι 
(μπαλκόνι) του Βασίλη Συντριβάνη του Θεοχάρη.
Καλοκαίρι του 2018.