Αφήγηση: Φωτεινή Καζάκου
Στις 16 Φεβρουαρίου
του 2015 συναντώ στη Θέρμη Θεσσαλονίκης την Μικρασιάτισσα κ. Φωτεινή Καζάκου.
Την παρακαλώ να μου περιγράψει μερικές ενθυμήσεις των γονέων της από τα θλιβερά
γεγονότα της Σμύρνης του 1922. Επιθυμούσα να έχω μια γενική αναφορά για τον
Μικρασιάτη πρόσφυγα από πρώτο ειδικό χέρι. Εκείνη μετά χαράς αποφαίνεται:
Α. ΓΕΝΙΚΑ.
Το ’22 ήρθαν οι γονείς μου εδώ και άλλα τρία
παιδιά. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήταν νιόπαντροι. Η μαμά μου ήταν έγκυος 6
μηνών στη Σμύρνη. Η μαμά μου γεννήθηκε
στις Φώκιες. Ο μπαμπάς μου μέσα από τη Σμύρνη, από τον Άγιο Νικόλαο στο κέντρο
της Σμύρνης. Ήταν μηχανικός σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, Ρεζί, πρώτος μηχανικός
και ζούσε με τη μαμά του. Πέθαναν εδώ 74 και 68 χρονών αντιστοίχως.
1. απελευθέρωση της Σμύρνης. Ήταν το
1919. Ένα παιδί, έφηβος, ο Μεγαλοοικονόμου, λέει: «Είδα μια περίεργη κίνηση.
Όταν έφτασαν κοντά, είδα χιλιάδες κόσμου στους δρόμους και τα μπαλκόνια κι ο
καθένας κρατούσε από μια σημαία και έψαλαν το «Τη Υπερμάχω…». Και είπα «πώς
βρέθηκαν τόσες σημαίες, χιλιάδες σημαίες». Είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους
η Σμύρνη. Είχαν παραδώσει ορισμένα νησιά και μαζί και τη Σμύρνη, η οποία ήταν
κατεχόμενη πολλά χρόνια από τους Τούρκους.
2. Καταστροφή της Σμύρνης. Ε, δεν πρόφτασαν
να περάσουν δυο χρόνια, να χαρούν την ελευθερία τους. Πάλι ένα πρωί ξεκινάνε
και βλέπουν μια περίεργη κίνηση. Τι είναι, τι είναι, τι είναι, είχαν εισβάλει
οι Τούρκοι να ξαναπάρουν τη Σμύρνη. Μπροστά προηγείτο το ιππικό, το 10 ιππικό
των Τούρκων. 284 ήτανε οι ιππείς και πίσω χιλιάδες Τούρκων, τσέτες, ιππικό.
Χιλιάδες στρατιώτες Τούρκοι με
άριστο εξοπλισμό. Εισέβαλαν από πέντε μέτωπα. Το
πρώτο ήταν στο συνοικισμό των Αρμενίων. Με φωτιά και τα πέντε μέτωπα,
λεηλασίες, βιασμούς, σφαγή μεγάλη. Ειδικά στον συνοικισμό των Αρμενίων.
Γενοκτονία μπορεί να την πει κανείς. Και πολλούς αιχμαλώτους. Αλλά έσφαξαν και
πάρα πολλούς.
Άρχισε να
πλησιάζει η φωτιά. Οπότε κατάλαβε ο κόσμος ότι κινδυνεύει και όσοι
μπορέσανε και σώθηκαν από αυτό, έτρεχαν
στο λιμάνι, γιατί ήρθαν πλοία από την Πόλη, γαλλικά, αγγλικά και το δικό μας
Αβέρωφ. Ήρθαν στο λιμάνι και έπαιρναν κόσμο, πληθυσμό.
-Ο πατέρας
σου τι έγινε;
Ο πατέρας
μου δεν πρόφτασε να μπει, γιατί μπλόκαραν οι τσέτες, το ιππικό και πίσω
χιλιάδες οι Τούρκοι και άρπαζαν τους άντρες. Και τους έβαλαν στη σειρά και τους
τράβηξαν στα βάθη της Μ. Ασίας. Αλλά πρώτα θα τελειώσω της μητέρας μου την
ιστορία.
Β. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.
Η μαμά μου μόλις είδε ότι κινδυνεύει από τη φωτιά
που πλησίαζε το σπίτι το ωραίο, το καινούργιο που είχαν κάνει νιόπαντροι, πήρε
την πεθερά της με το ένα χέρι και με το άλλο χέρι πήρε ένα κιλίμι για να το
στρώνει να κοιμούνται, μια Εικόνα την οποία είχα εγώ. Μεγάλο κειμήλιο. Η Εικόνα
ήρθε από τη Σμύρνη αγκαλιά στο χέρι της μανούλας και με το ασήμι. Μεγάλης
αξίας. Και κατόρθωσαν και μπήκαν σε ένα πλοίο (η Εικόνα είναι του Αγίου
Νικολάου). Το πλοίο άραξε στην Πάτρα. Γυρίζει πίσω το πλοίο και έπαιρνε άλλους
πρόσφυγες.
Η μαμά μου
τώρα βρέθηκε στην Πάτρα, έθαψε την πεθερά της και έμεινε ξένη μέσα στους
ξένους. Δε γνώριζε κανέναν. Έψαχνε όμως. Έψαχνε όποιον έβρισκε πατριώτη. Έψαχνε
να βρει τους συγγενείς, τον πατέρα μου. Η μαμά ήταν η μεγαλύτερη από εφτά αδέρφια. Για
να μην πουν «ποιος ξέρει πού γυρίζει», έψαχνε να βρει την αδερφή της πεθεράς
της, την Παράσχω με τον Νικολάκη τον άντρα της. Ρωτούσε: «Πατριώτη, μήπως είδες
τον Νικολάκη και την Παράσχω»; Κάποιος λέει: «τους είδα, είναι στη Θεσσαλονίκη
στον Πλάτανο, στην οδό Ναυαρίνου, σε ένα σχολείο».
Ξέχασα να
σου πω, κ. Γιάννη, ότι είχε πολύτιμα χρυσαφικά. Τα έβαλε σε ένα ζωνάρι και τα
λεφτά τους, τις παγκανότες (λίρες τουρκίας). Και ξεκίνησε κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη
και πάει εκεί στη Ναυαρίνου, στο σχολείο και βρίσκει τη γιαγιά την Παράσχω με
τον Νικολάκη. Της δίνουν ένα δωμάτιο, μένει εκεί και γεννιέται η αδερφή μου σε
τρεις μήνες. Η μεγάλη η Ηρώ.
Γ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ.
Μαζί με άλλους αιχμαλώτους προχωρούνε στα βάθη της
Μ. Ασίας. Για πού,κανένας δεν ήξερε. Όταν προχώρησαν κάμποσο βαθιά, συνάντησαν
έναν αλευρόμυλο. Μεγάλο αλευρόμυλο. Βγαίνει ο Τούρκος στην πόρτα και φωνάζει:
«βρε σεις, γκιαούρ, είναι κανένας μηχανικός εδώ σε σας»; «Ο Δημητρός, ο
Δημητρός», φώναξαν οι άλλοι αιχμάλωτοι.
Δημητρός ήταν ο πατέρας μου. και τον παίρνει ο
μυλωνάς και ο μπαμπάς μου διορθώνει τον μύλο. Και ο μυλωνάς δεν τον άφησε να
φύγει με τους αιχμαλώτους. Έμεινε εκεί 2 χρόνια.
Το ’24 έγινε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Δηλαδή
δώσανε Τούρκους, πήραν Έλληνες. Είχε την τύχη ο μπαμπάς μου να γραφτεί στον
κατάλογο της ανταλλαγής. Οπότε ο μυλωνάς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά από
τον νόμο και αναγκάστηκε να τον παραδώσει στις Αρχές.
Τον έβαλαν σε ένα πλοίο και το πλοίο αράζει στο
λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μόλις έβλεπαν πλοίο οι εργάτες του λιμανιού έτρεχαν
μήπως δουν κανένα πατριώτη. Κάποια στιγμή ένας από κάτω φωνάζει «Δημητρό». Δε
γνωριζότανε, γιατί ήταν ρακένδυτος, ήταν με γένια, βρόμικος, με ψείρες,
αγνώριστος. Τον γνώρισε κάποιος από τα μάτια. Μόλις φωνάζει από πάνω «Δημητρό»,
φωνάζει ο μπαμπάς μου «Χαρίδημε!».
Πρώτος του ξάδερφος, δούλευε στο λιμάνι: «Δημητρό,
μη στενοχωριέσαι, η Κατίνα είναι μαζί μας. Έχεις μια κόρη 2 χρονών».
Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.
Ήταν πολύ τυχερός. Τους παίρνουν και τους πάνε στο
Καραμπουρνάκι. Εκεί
τους καθάρισαν από γένια, ψείρες κλπ. Τους έδωκαν καθαρά
ρούχα. Λέει: «με παρέλαβε η μάνα Ελλάδα».
Στα πόδια του είχε τσουβάλια με σκοινιά δεμένα. Δεν
είχανε παπούτσια.
-Τι τσουβάλια;
-Όταν ήταν αιχμάλωτος, χάλασαν τα παπούτσια και
τους δώσανε τσουβάλια με σκοινιά για να μην πληγωθούν τα πόδια. Μ’ αυτά ήρθε
στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετά από κει, καθαρός, ωραίος, πλυμένος, παίρνει
δρόμο και πάει και βρίσκει τη μαμά μου. Στην πλατεία Ναυαρίνου. Την παίρνει από
κει και πηγαίνουν στην οδό Αρμενοπούλου. Νοικιάζει ένα σπίτι-παράγκα. Εκεί
γεννήθηκαν άλλα τρία παιδιά: Μετά την Ηρώ ήτανε ο Νίκος, μετά ο Γιάννης. Μετά
το Γιάννη ήμουνα εγώ. Έλεγαν «το μωρό της οικογενείας».
Ο μπαμπάς μου, άνοιξε ένα μαγαζάκι στην Αγία Σοφία,
στην πλατεία Όθωνος, οδός Αργυρίου 3. Οι γονείς της γιαγιάς μου αράξανε
στην Κρήτη με το πλοίο Αλμπάν. Όταν έγινε το μαγαζί στην πλατεία Όθωνος εγώ
ήμουνα 4 χρόνων.
-Πώς μεγάλωσες;
-Απέναντι από την Αρμενοπούλου ήτανε ένα σχολείο. Ο
διευθυντής λεγότανε Μεγαλόπουλος. Λέει:
Πάρτε μια τσάντα (για να μην κλαίει το
παιδί).