Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ

 

                  "Απ΄ ν΄ Απαλνή σ΄ ν΄ Ακατνή"      



 
Ο  Διονύσης Αγγέλης (1938-2020) μου δίνει συνέντευξη στις 7 Ιουλίου 2005. Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα Πιερίας (γειτονιά: ζ τζ  Γιργούλινας). Θυμάται την περιπέτεια με τα σανίδια στην Άνω Σκοτίνα. Τα πράγματα εκτυλίσσονται στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου (Καλοκαίρι του 1946). Στην κουβέντα συμμετέχει και η σύζυγος του Διονύση Βιργινία το γένος Κοτσιβού.

  

1.  Α Ν Τ Α Ρ Τ Ε Σ

Πάμι μι τουν αδιρφό μ' του Γκώτσιου να πάρουμι απού κάνα νώμου σανίδια (από κανέναν ώμο). Απού καμιά δικαριά στιγνά τα σανίδια να τα φέρουμι να φκιάξουμι κριβάτ'. Κι όπους τα πήραμι, έφκιασάμι. Ικεί απάν' οι αντάρτις στη μπλιά τ' Καραγιάν, κουντά στ' Χρυσκού (στη Μηλιά του Καραγιάννη, κοντά στο σπίτι του Χρυσικού) άρχισαν να πυροβουλούν.  Ο

 


Κώτσιος έφυγι, του ρέμα τροχάδην κάτου, απού του μύλου σας, κάτου στη
Μτσιάρα, που λέμι κι κατέφκι ιδώ στου σπίτ'. Ιγώ μι κράτσαν ώς του βράδ'.

-Οι αντάρτες;

          -Οι αντάρτις. Ας ήμαν μικρός. Μι κρατήσανι για να πάρουν πληρουφουρίες: «Έχ' στρατό κάτου»;

          -Σε ποιό μέρος σε κρατήσανε;

       -Στ' Καραγιάν' γκαρυά. Λέου  (σου λέω στην καρυδιά του Καραγιάννη):

          -Πέστι του γκαπιτάνιου να φύγου (παρακαλέστε τον καπετάνιο να μου επιτρέψει να φύγω). Πώς θα πάου στου χουργιό; Θα μι σκουτώσουν ι στρατός του βράδ'. Φυλάγουν ικεί του δρόμου. Βάζουν νάρκις.

          -Θα φύγς, θα 'ρθεί ου διοικητής, ο λοχαγός τώρα κι θα σι πει να φύγς.

          Γλέπου καμιά φουρά βασίλιβι ι ήλιους κι λέου:

          -Θα μ' αφήστι να φύγου;

            -Ιντάξ', θα φύγς. Τι θα πεις, άμα πας κάτου τώρα; Έχ στρατό πουλύ;

          -Τι να πω, τίπουτα, να! Ήταν συναγουνισταί ικεί κι μι κρατήσαν. Μι πχιάσαν κι μι κρατήσαν.

          -Ναι, έτσ'. Να μη μπεις τίπουτα άλλου.

       Κι αυτοί ήταν πουλλοί. Φουρτώσαν ικεί τα μπλάργια, κακό, πολυβόλα, χαμός γινόταν. Του μέρους γιμάτου αντάρτις. Φουρτώσαν κι μήλα. Μάζιβαν απού τη μπλια. Όποιους είχι μήλα τα μάζιβαν κι τα ΄πιρναν. Καμιά φουρά μ' αφήνουν, τρουχαδόν κάτου ιγώ. Νάρκα δεν είχαν βάλ' ακόμα. Μόλις φτάνου ζ Μπαναϊά, «αλτ, αλτ» οι στρατιώτις.

2.  Σ Τ Ρ Α Τ Ι Ω Τ Ε Σ   

 


    -Τι είσι;

          -Να, απού 'δώ είμι, λέου.

          -Ικεί που ήσαν;

          -Μ' είχαν οι αντάρτις.

          -Τι ώρα έγιναν αυτά;

         -Μόλις είχι σουρουπώσ'. Δεν έβγινι έξου άνθρουπους. Μι λέν:

          -Κι πού ήσαν;

          -Μ' είχαν οι αντάρτις κρατμένουν.

          -Γιατί;

          -Γιατί πήγαμι του προυΐ να πάρουμι κάτ' σανίδια κι μας έβαλαν μι τα πουλυβόλα. Κι μι πχιάσαν ιμένα κι μι κρατήσαν. Κι μέχρι να φύγου. Κι αυτό μι του ζόρ' έφυγα. Τς παρακάλισα κι έφυγα.

Καμιά φουρά μι λέν: «Ήταν πουλλοί άντάρτις»;

     -Πουλλοί. Κι μι πουλυβόλα κι μι μουλάρια. Φόρτουσαν κι πράματα κι έφυγαν για πάν' (Φόρτωσαν και διάφορα χρειαζούμενα πράματα και πήραν δρόμο για το βουνό)

---------- 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για σχετική πληροφόρηση, το άμεσο οικογενειακό δέντρο του Διονύση έχει ως εξής: Από τον παππού Δημητρό γεννήθηκε ο Βαγγέλης Αγγέλης με σύζυγο την Καλλιόπα Δ. Κουκουσά. Από τον Βαγγέλη και Καλλιόπη  γεννήθηκαν τα παιδιά: 1. Δημητρός, 2. Κωνσταντίνος, 3. Διονύσης, 4. Μαρία, 5. Καλούδα, 6. Κατερίνα και 7. Σοφία.

         

 

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΖΩΗ: Τα γίδια στην Πιστιριά)

 


 

          Ο Θανάσης Γερομιχαλός του Αστερίου  με συναντάει τον Ιούλιο του 1998. Του έρχονται στο νου παλιές περιπέτειες συγχωριανών, οι οποίοι πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης. Ένα από αυτά αναφέρεται στην ποιμενική ζωή του Διονύση Τράντα του Χρήστου.

 

 

 Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΗ "Μμαρμπούσ΄ μ΄ Πιστιριά"

 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: ΄Εχ'  χρόνια πουλλά. Πρέπ'  να είνι 30 χρόνια 'που τότι.

 Δεν είχι τρουφή ιτότι για να δώσ'  τα γίδια ι Διονύσ΄ ι Τράντας (βλέπε φωτογραφία) κι τα πάει ζ'  ντ'  Μπαρμπούσ'  Μπιστιριά. Τα πάει ικεί να κόβ'  άρια να τρών'. Εντωμεταξύ έβαλι ένα χιόν'  κάνα μέτρου παραπάν'. Κλείσκι ικεί αυτός. Βάρσαν τα γίδια μέσα κι έκουβι αυτός κάνα άριου κι έτρουγαν τα γίδια. Εντωμεταξύ κατέφκι ι αδιρφός τ ι Νικόλας ιδώ κι λέ':

          -Πιδιά, ι Διουνύ' ης θα χαθεί. Να πάμι να του μπάρουμι.

          ΄Ημασταν ιμείς στου καφινείου ντ'  Γιώρ'  ντ'  Μπλέτσ'. Του επαύριου πήγαμι 30-40 άτουμα. Χ' μώνας, Γιννάρ' ς μήνας. Χιόν' κάργα. Λοιπόν, σκώνουμέστι του προυί, πάμι απάν', ιγώ, ι Γιάντζ' ι Στύλους, Πουλυχραί, πουλλά άτουμα. Πάμι απάν'  ικεί, βρίσκουμι τ'  Λέγκου στου δρόμου. ΄Ερχουνταν. Είχι πααίν'  ψουμί.

-Σε ποιο μονοπάτι;

          -Σ' τς Πλάκις. Γύρσαμι πίσου, Πήγαμι ζ' Γκακιά τ'  Σκάλα.
Κατιβαίνουμι, πάμι στου Διουνύσ'  ικεί, τουν λέμι:

          -Μπρος, θα πάρουμι τα γίδια κι τα κατσίκια σ΄ν΄αγκαλιά κι να τα πάμι στου χουργιό.

          -Α, όχ', λέ', ιγώ δε φέγου απού δω.

          Στου κατέβαζμα βρίσκουμι του Νικόλα, τουν αδιρφό τ' (βλ. φωτογραφία), αυτούια στα

 


Καρντρίμνια, 'π'  του λέμι σ'  τ'  ς Νέρατζις κι τουν λέμι:

          -Τι μας έφκιασις, αρά, τι μας κουβάλσις. Πληβρίτουσάμι μέσ'  στου χιόν'  να πα να φέρουμι. Αυτός δε φέγ'  απού κει.

          Σιγά σιγά ξιχιόντζι, αλάφρουσι, έφυγι του χιόν'. ΄Υστιρα τα σίμασι, τα πάει στου χουργιό.

         

Αυτή ήταν η Μπαρμπούσ'  Μπιστιριά. Αυτή είνι όπους είνι ένα σπίτ', πλάκα απού πάνου κι χάους μέσα. ΄Εχ'  μέρους πουλύ μέσα. Μια τρύπα μέσα, πού πάει, δε γξέρου πού βγαίν'. Φουβάσι να πας ικεί. Ιδώ μπρουστά έχ'  στουά. Μι καμιά  κακιά βρουχή, πάηνις ικεί.

 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Θα σου πω μια ιστορία παλιά. Πρέπει να αναφέρεται εδώ και 30 χρόνια πριν. Ο Διονύσης ο Τράντας δεν είχε τροφή για τα γίδια. Θεώρησε καλό να πάει τα γίδια και να τα κλείσει στη σπηλιά "Μπαρμπούσ'  Μπιστιριά". Τα έκλεισε εκεί τα γίδια γιατί έξω από τη σπηλιά υπήρχαν πολλά δέντρα, χαμόκλαδα, όπως άρια. Αυτά αποτελούσαν την κατάλληλη τροφή σε μέρες κακοκαιρίας. Εντωμεταξύ είχε ρίξει πολύ χιόνι εκείνες τις μέρες, παραπάνω από ένα μέτρο. Και ο ίδιος κλείστηκε εκεί μέσα. Τα γίδια προχώρησαν μέσα στη σπηλιά κι αυτός φρόντιζε να κόβει άρια. Τα γίδια τρώγανε. Εντωμεταξύ κατέβηκε ο αδερφός του Νικόλας εδώ στην κάτω Σκοτίνα και, τρομαγμένος, λέει:

          -Παιδιά, υπάρχει άμεσος κίνδυνος να χαθεί ο Διονύσης. Φροντίστε να πάμε στο βουνό. Πρέπει να τον σώσουμε.

          Έτυχε να βρισκόμαστε εμείς στο καφενείο του Γιώργου Βλέτση. Την επομένη ξεκινήσαμε από δω 30-40 άτομα. Χειμώνας έξω βαρύς. Γενάρης μήνας. Το χιόνι πάρα πολύ. Λοιπόν, σηκωνόμαστε το πρωί, φτάνουμε πάνω στο βουνό εγώ, ο Γιάννης ο Στύλος, Πολυχραίοι και άλλοι πολλοί. Καθώς ανηφορίζαμε το δρόμο, συναντάμε στο μονοπάτι τη Λέγκω, τη γυναίκα του. Αυτή επέστρεφε. Του είχε πάει φαγητό.

-Σε ποιo μονοπάτι;

          -Στις "Πλάκες". Οπότε εμείς, ήσυχοι πια, πήραμε το δρόμο προς τα πίσω που οδηγεί στη σπηλιά. Φτάνουμε στην κακιά Σκάλα. Κατεβαίνουμε προς τα κάτω, βρίσκουμε το Διονύση και του λέμε:

-Μπρος, δεν είναι καιρός για να καθίσεις εδώ. Να πάρουμε τα γίδια κοντά μας και τα κατσίκια στην αγκαλιά και γρήγορα να πάμε στο χωριό.

          -Α, όχι, λέει αυτός. Εγώ δε φεύγω απ'  εδώ.

          Στην επιστροφή συναντούμε το Νικόλα, τον αδερφό του. Να εδώ, κοντά στα Καρντερίμια, που λέμε, στις Νέρατζες. Τον πλησιάζουμε και του λέμε:

          -Τι μας τα κανόνισες έτσι, μωρέ; Γιατί μας κουβάλησες εδώ πάνω; Πλευριτώσαμε μέσα στο χιόνι ψάχνοντας τον Διονύση για να τον μεταφέρουμε κάτω. Αλλά αυτός δεν το κουνάει από ' κει.

 Ύστερα ξαλάφρωσε, υποχώρησε το χιόνι. Μετά φρόντισε να μαζέψει τα γίδια και τα έφερε στο χωριό.

Αυτή ήταν η Μπαρμπούσ' Μπισιριά. (*). Αυτή είναι αρκετά ευρύχωρη. Μοιάζει σαν ένα σπίτι. Από πάνω σκεπάζεται με πλάκα και μέσα βρίσκεσαι σε χάος, χάνεσαι. Έχει αρκετό ελεύθερο χώρο μέσα. Συναντάς μια τρύπα ανοιχτή μπροστά σου, που σε οδηγεί δεν ξέρω πού. Τρέμεις να πας μέσα. Στην πρόσοψη συναντάς στοά. Με καμιά κακοκαιρία και δυνατή βροχή σου ήταν καταφύγιο αυτή η σπηλιά.        

----------

* Η σπηλιά βρίσκεται προς τα βόρεια της άνω Σκοτίνας, κάτω από την τοποθεσία "Πλάκες». Εκεί έκρυβε τα γίδια ο παππούς Ιωάννης  Καλιαμπός για να μην πληρώνει φόρο στους Τούρκους. Ο Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης τον Ιούλιο του 1982 θα προσθέσει: «φαίνιτι, όπους ήλιγαν οι παππούδις, ένας Μπαρμπούτης, γέρους τζιουμπάνους ν'  ανακάλυψι κι έκρυβι τα ζώα. Είνι απ΄ τς Πλάκις ίσια κάτ'.  Οι Γιρμανοί ντ βρήκαν. Ν'  είχαν γραμμέν' μέσα στου χάρτ'».