"Απ΄ ν΄ Απαλνή σ΄ ν΄ Ακατνή"
Ο Διονύσης Αγγέλης (1938-2020) μου δίνει συνέντευξη στις 7 Ιουλίου 2005. Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα Πιερίας (γειτονιά: ζ τζ Γιργούλινας). Θυμάται την περιπέτεια με τα σανίδια στην Άνω Σκοτίνα. Τα πράγματα εκτυλίσσονται στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου (Καλοκαίρι του 1946). Στην κουβέντα συμμετέχει και η σύζυγος του Διονύση Βιργινία το γένος Κοτσιβού.
1. Α Ν Τ Α Ρ Τ Ε Σ
Πάμι μι τουν αδιρφό μ' του Γκώτσιου να πάρουμι απού κάνα νώμου σανίδια (από κανέναν ώμο). Απού καμιά δικαριά στιγνά τα σανίδια να τα φέρουμι να φκιάξουμι κριβάτ'. Κι όπους τα πήραμι, έφκιασάμι. Ικεί απάν' οι αντάρτις στη μπλιά τ' Καραγιάν, κουντά στ' Χρυσκού (στη Μηλιά του Καραγιάννη, κοντά στο σπίτι του Χρυσικού) άρχισαν να πυροβουλούν. Ο
Κώτσιος έφυγι, του ρέμα τροχάδην κάτου, απού του μύλου σας, κάτου στη Μτσιάρα, που λέμι κι κατέφκι ιδώ στου σπίτ'. Ιγώ μι κράτσαν ώς του βράδ'.
-Οι αντάρτες;
-Οι αντάρτις. Ας ήμαν μικρός. Μι κρατήσανι για να πάρουν πληρουφουρίες: «Έχ' στρατό κάτου»;
-Σε ποιό μέρος σε κρατήσανε;
-Στ' Καραγιάν' γκαρυά. Λέου (σου λέω στην καρυδιά του Καραγιάννη):
-Πέστι του γκαπιτάνιου να φύγου (παρακαλέστε τον καπετάνιο να μου επιτρέψει να φύγω). Πώς θα πάου στου χουργιό; Θα μι σκουτώσουν ι στρατός του βράδ'. Φυλάγουν ικεί του δρόμου. Βάζουν νάρκις.
-Θα φύγς, θα 'ρθεί ου διοικητής, ο λοχαγός τώρα κι θα σι πει να φύγς.
Γλέπου καμιά φουρά βασίλιβι ι ήλιους κι λέου:
-Θα μ' αφήστι να φύγου;
-Ιντάξ', θα φύγς. Τι θα πεις, άμα πας κάτου τώρα; Έχ στρατό πουλύ;
-Τι να πω, τίπουτα, να! Ήταν συναγουνισταί ικεί κι μι κρατήσαν. Μι πχιάσαν κι μι κρατήσαν.
-Ναι, έτσ'. Να μη μπεις τίπουτα άλλου.
Κι αυτοί ήταν πουλλοί. Φουρτώσαν ικεί τα μπλάργια, κακό, πολυβόλα, χαμός γινόταν. Του μέρους γιμάτου αντάρτις. Φουρτώσαν κι μήλα. Μάζιβαν απού τη μπλια. Όποιους είχι μήλα τα μάζιβαν κι τα ΄πιρναν. Καμιά φουρά μ' αφήνουν, τρουχαδόν κάτου ιγώ. Νάρκα δεν είχαν βάλ' ακόμα. Μόλις φτάνου ζ Μπαναϊά, «αλτ, αλτ» οι στρατιώτις.
2. Σ Τ Ρ Α Τ Ι Ω Τ Ε Σ
-Τι είσι;
-Να, απού 'δώ είμι, λέου.
-Ικεί που ήσαν;
-Μ' είχαν οι αντάρτις.
-Τι ώρα έγιναν αυτά;
-Μόλις είχι σουρουπώσ'. Δεν έβγινι έξου άνθρουπους. Μι λέν:
-Κι πού ήσαν;
-Μ' είχαν οι αντάρτις κρατμένουν.
-Γιατί;
-Γιατί πήγαμι του προυΐ να πάρουμι κάτ' σανίδια κι μας έβαλαν μι τα πουλυβόλα. Κι μι πχιάσαν ιμένα κι μι κρατήσαν. Κι μέχρι να φύγου. Κι αυτό μι του ζόρ' έφυγα. Τς παρακάλισα κι έφυγα.
Καμιά φουρά μι λέν: «Ήταν πουλλοί άντάρτις»;
-Πουλλοί. Κι μι πουλυβόλα κι μι μουλάρια. Φόρτουσαν κι πράματα κι έφυγαν για πάν' (Φόρτωσαν και διάφορα χρειαζούμενα πράματα και πήραν δρόμο για το βουνό).
----------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για σχετική πληροφόρηση, το άμεσο οικογενειακό δέντρο του Διονύση έχει ως εξής: Από τον παππού Δημητρό γεννήθηκε ο Βαγγέλης Αγγέλης με σύζυγο την Καλλιόπα Δ. Κουκουσά. Από τον Βαγγέλη και Καλλιόπη γεννήθηκαν τα παιδιά: 1. Δημητρός, 2. Κωνσταντίνος, 3. Διονύσης, 4. Μαρία, 5. Καλούδα, 6. Κατερίνα και 7. Σοφία.