Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Εμφύλιος: Χριστινόπουλος Δημήτριος



 
Νάρκες

«Ο εμφύλιος πόλεμος είναι κατάρα για όλα τα έθνη. Η Ελλάδα βασανίστηκε από τον τελευταίο εμφύλιο των ετών 1946-1949. Χωρίστηκε στα δυο. Μάτωσαν τα παιδιά της. Γέμισε η χώρα τάφους. Αναγκαστική προσφυγιά για πολλούς. Καταστράφηκαν πολλές υποδομές της χώρας, όταν οι άλλες χώρες της Ευρώπης μετά τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προχωρούσαν  με αλματώδη βήματα την ανάπτυξή τους. Η ζωή στο μέτωπο και στις δυο αντίπαλες μερίδες, ήταν δραματική. Μάλλον πιο δραματική για την μερίδα των ανταρτών, που αντιμετώπιζαν τα δραστικά πυρά του στρατού, την έλλειψη πυρομαχικών πολλές φορές, την ψείρα και την πείνα. Η πείνα συχνά τους θέριζε…Αλλά και οι στρατιώτες που πολεμούσαν, ζούσαν σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας. Νάρκες παντού, ανατίναζαν αυτοκίνητα και σκότωναν όσους τις πατούσαν ανύποπτοι. Γύρω τους σαν φαντάσματα υπήρχαν αντάρτες αθέατοι να τραβήξουν τη σκανδάλη. Φόβος απλωνόταν παντού…» (Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης, ιστοσελίδα sitakisking.blogspot.gr).

     Θύμα νάρκας * του Εμφυλίου ήταν ο Δημήτρης Χριστινόπουλος του Γεωργίου. Ο αδερφός του θύματος Θανάσης Χριστινόπουλος είχε την καλοσύνη (Αύγουστος του 2014) να μου δώσει συνέντευξη και να αναφερθεί στον άτυχο θάνατο  του αδερφού:

     Ο αδερφός μου Δημήτριος γεννήθηκε το 1929. Στα 17 του χρόνια πήγε με τον Βασίλη Γκάρα και Αντώνη Στύλο (Ματσιούλα) στην Αστυνομία στην Κατερίνη να πααίν στη χωροφυλακή. Στην Κατερίνη,  τους δυο τους κράτησαν. Κάποιος Σκοτινιώτης είπε: «τον Χριστινόπουλο δε θα το μπάρτι».
      -Πότε έγινε αυτή η δουλειά;

Αθ Χριστινόπουλος, εκκλησιαστικός 
επίτροπος Αγίου Γεωργίου Σκοτίνας
 
        -Το Μάρτιο του ’46. Αυτός ο Σκοτινιώτης ήταν στα πράματα μέσα. Και πήραν μόνο τον Γκάρα και Ματσιούλα. Μας τα έλεγαν οι ίδιοι ο Βασίλης και Αντώνης. Τα έλεγε στη μάνα μ’. Ε, αφού δε μπήγε το παιδί, το 1948 τον πήραν για Μάυ στο Λιτόχωρο. Εγώ τότε ήμουνα 8 χρονών (το 39 γεννηθείς). Εμείς μετά πήγαμε στην Κατερίνη στις παράγκες, από κάτ’ μεριά του Ευκαρπίδη. Πήγαμε για έξι μήνες, ούτως ώστε να τον απολύκουν και να ‘ρθει και ο Δημητρός στην Κατερίνη. Πήγαμε στην ταξιαρχία, εκεί ήταν 
 
διοικητής ο Σούτσας. Ήταν κι ο Δημητρός ο Σαούλιας μαζί μάυς. Ο Σούτσας διηύθυνε τους μάυδες. Λέει: «Τέτοιο παιδί, όπ’ του πω πηγαίν’, είναι καλό». Και γυρίσαμε πάλι στο Λιτόχωρο. Για να είμαστε όλοι μαζί. Μέναμε προς τον Άγιο Νικόλα. Είπε κι ο Δημητρός: «Μπαμπά, να είμαστε όλη η οικογένεια στο Λιτόχωρο». Ύστερα, κάποια στιγμή, έπρεπε να πηγαίν’ σε αποστολή στη Βροντού. Έβαλαν το ντόιτς (αυτοκίνητο) κι ο Σαούλιας μπροστά για να ελέγχουν το δρόμο από νάρκες. Απάνω στο ντόιτς υπήρχε ειδικός για τον έλεγχο. Φτάσανε στη Βροντού, έξω καμιά 500 μ. βρίσκουν άλλους τρεις μάυδες. Σταματάει το αυτοκίνητο για να πάρει και τους υπόλοιπους. Αυτοί ήταν από τη Βροντού.
Εντωμεταξύ, μόλις ανέβηκαν ψηλά οι μάυδες, ο ειδικός αυτός σταμάτσι να ελέγχ’ το δρόμο. Ήταν κι ο Σαούλιας απάν. Έγινε ανατίναξη. Ανατινάχθκι το αυτοκίνητο. Μας έλεγε ο Δημητρός ο Σαούλιας: «Μας τίναξε 200 μ. απάν, πολύ ύψος. Ήταν γιριά η νάρκα. Εγώ πήγα να βρω τον συμπατριώτη το Μήτσιο. Τον βρήκα, λέει τ’ μάνα μ’, μέσα σι μια πατλιά (μέσα σε θάμνους), έψαξα να βρω πού είναι ο Μήτσιος». Η μια σειρά ανατινάχθκι, η άλλ’ όχ’. Από ότι λέει ο Δημητρός, ο αδερφός μου δε σκοτώθκι εκείν’ την ώρα. Τραυματίσκι στο χέρ’. Μια νεύρα το κρατούσε. Του μπααίν’ στου νοσοκομείο, αλλά μόλις έφτασε στο Στουπί (χωριό έξω από την Κατερίνη) ξεψύχησε.
            -Αυτό πότε έγινε, Θανάση;
            -Το ’49. Εντωμεταξύ, στην αποστολή δεν ήταν να πααίν’ ο αδερφός μου. Δεν ήταν σε υπηρεσία. Ήταν ένας Λιτοχωρίτης μάυς, είχε αντάρτ’ αδερφό όξου. Ο αντάτς λέει στον αδερφό του τον μάυ: «Εσύ δε θα πας στην αποστολή στη Βροντού». Και φωνάζει ο διοικητής τον αδερφό μου: «Έλα εδώ Χριστινόπουλε, αύριο εσύ θα πας στην αποστολή». «Αφού εγώ δεν είμαι υπηρεσία», λέει ο αδερφός μου. «Όχ’, θα πηγαίντζ».
            -Πού έγινε η ταφή;
            -Στο Λιτόχωρο έγινε η κηδεία, εκεί τον θάψαμε. Μετά τον επαναπατρισμό του 1950 η μάνα μ’ λέει μια γειτόντζα ικεί: «Θα ανάβς του καντήλ, αφού θα φύγου κι θα πάνου σ’ τ’ Σκουτίνα. Θα σι’ αφήσου λάδ κι λιφτά να ανάβς του καντήλ’». «θα τ’ ανάβου», λέει ευτή. Κι του ’55 πήραμι τα οστά και τα φέραμε στον Άγιο Νικόλα στη Σκοτίνα.  




                   To Εικονοςτάςι του Χριστινόπουλου, που βρίσκεται στη «Στάση» Σκοτίνας, 
                   δηλαδή στις παλιές γραμμές του τρένου.


Ο Θανάσης Χριστινόπουλος μου έστειλε σχετικό σύντομο γράμμα, αντίγραφο του οποίου παραθέτω παρακάτω (σε φωτοτυπία).
----------
* αρκετοί άνθρωποι από τη Σκοτίνα σκοτώθηκαν από νάρκες. Φτάνει να υπενθυμίσω το φρικιαστικό μακάβριο γεγονός που είδαν τα μάτια μου κάτω από τα κυπαρίσσια της Αγίας Αικατερίνης (Κοιμητήριο). Στη σειρά οχτώ πτώματα (έτοιμα για ταφή), ανάμεσα στα οποία και η αδερφή της μητέρας μου Μαριγούλα Ιωάννου Δάμπλια και η Καλούδα, κόρη του Γιώργου Στύλου-Κουντουγιώρ’. Η Φώτω Στύλου-Χασιώτη, αδερφή της Καλούδας (συνέντευξη 5.7.2004) θυμάται: «Η νάρκα έπισι σ' τς Καλούδας τα πουδάργια, μσα τα πουδάργια. Ούλα κουμμένα. Μι τα παρτάλια τζ βάν ζ γκαρότσα κι τς έφιραν σ' ν' Αγία Κατιρίν'. Ικεί ξιψύχσι ύστιρα. Ένα κι ένα, στου δρόμου. Η Μαριγούλα πέθανι επιτόπου. Κι τς Μασμανίδη δυο πιδιά κι η άντρας κι η νύφη τς» (Μετάφραση: Η νάρκα έπεσε ανάμεσα στα ποδάρια της Καλούδας. Όλα κομμένα. Με τα παρτάλια τύλιξαν τα σώματα των κοριτσιών, τα βάλανε πάνω στην καρότσα του αυτοκινήτου. Ξεψύχησε η αδερφή μου, ύστερα κατά τη διαδρομή. Η Μαριγούλα πέθανε επιτόπου. Και δυο παιδιά του Μασμανίδη, και ο άντρας και η νύφη τους). 


----------
Για το θάνατο του Δημήτρη ο Γιάννης Δ. Στύλος-Τσιακμάκης  (συνέντευξη 2003) θυμάται:
           "Στου Λιτόχουρου θυμάμι πώς ήφιραν σκουτουμένουν του Μήτσιου Χριστινόπουλου. Ντ Βασίλ’ Χριστινόπουλου αδιρφός. Ντ’ Γιώρ’ πιδί. Αυτόν τουν ήφιραν σ’ ν’ αστυνουμία μπρουστά μ’ ένα αυτουκίνητου απ’ αυτά που είχαν του σταυρό του μιγάλου. Ερυθρός Σταυρός (ντόιτς). Άνοιξαν τς πόρτις απού πίσου, ήταν ξαπλουμένου καταή, σκουτουμένου". [Βρισκόμασταν στο Λιτόχωρο ώς ανταρτόπληκτοι. Μια μέρα, θυμάμαι, μας φέρνουν σκοτωμένο το Μήτσο Χριστινόπουλο, αδερφό του Βασίλη Χριστινόπουλου. Παιδί του Γιώργου. Τον φέρανε με ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο έφερε μεγάλο σταυρό. Ήταν του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ντόιτς). Ανοίγουν τις πισινές πόρτες, τον βλέπουμε ξαπλωμένα κάτω. Ήταν σκοτωμένος].
ΕΙΚΟΝΕΣ

                                                      Χριστινόπουλος Γεώργιος,      
                                                      πατέρας του θύματος. 

  
Το κτίριο-Στάση της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής.
                                               
Οικογένεια Χριστινοπουλαίων

ΧΡΙΣΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ (ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ;), 

Παιδιά: 1. Μήτρος (γέννηση 1905), σύζυγος Πηνελόπη Κατσαμπέτη.

 2. Στέργιος-Τέλιος,  σύζυγος Λένου Κοκράνη

Παιδιά του Μήτρου:
1. Γιώργος, σύζυγος Χρυσούλα Καραμανόλα    
2. Θωμάς, σύζυγος ΄Ολγα Ν. Κοτσιβού              
3. Αντώνης (1913-2001), σύζυγος            Μαριγούλα Δ. Στύλου        
4. Γρηγόρης (1920-), σύζυγος Ευαγγελία Ιω. Καρκαφίρη-Τσιούρβα

Παιδιά του Στέργιου:
1. Γιώργος, σύζυγος Μίνα-Ασημίνα- Κατέλα, Λεπτοκαρυά                  
2. Ελένη, σύζυγος Νίκος Κολιός-Δάμπλιας                                                           
3. Κατίνα, σύζυγος Γιώργος Στύλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: