Το καλοκαίρι του 1996 ο αείμνηστος Βασίλης Στύλος μου δίνει συνέντευξη στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα. Θυμάται το μαρτύριο που τράβηξε, όταν οι Γερμανοί τον συνέλαβαν στο Μπιστιρί. Τον υποχρέωσαν να κουβαλήσει στις πλάτες του κιβώτια με πολεμικό υλικό από την Κάτω στην Άνω Σκοτίνα.
ΑΠΑΛΝΗ
ΑΚΑΤΝΗ
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Πότι ήρθαν οι Γιρμανοί ιδώ, πήγαμι κι κρύφκαμι πίσου στου Μπιστιρί. Ικεί μι τσάκουσαν ιμένα. Ιτότι’ του ’44, που σκουτώθκι η κουνιάδα μ’, ιμείς φύγαμι κι κρύβουμάσταν. Ήμαν τζιουμπάνους στου Θουμά του Συντριβάν. Κίντζα μι ντ’ βιλέντζα.
-Ζβάρνα μι ντ’ βιλέντζα κατέφκα σ’ τς Σακιλλάρη, οι Γιρμανοί ήταν καταή πισμέν’. Κι φύλαγαν. Θα ήξιραν ότι κατιβαίνουμι. Θα ήταν καμιά προυδουσιά. Λοιπόν, μι κάμ’ έτσ’, Κόμεεεν! Κοιτώ κι’ γω. Γιρμανοί. Μπρεεε!
Ψιλόβριχι κιόλα’ Γιάν’.
Μι τραβούν ένα τσάκουμα ικεί. Μι βγάζν’ όξου σ’ τς Σακιλλάρ’ του χουράφ’. Μι φουρτών’ δυο κιβώτια απού πίετ, κάτ’ πλακατά κιβώτια. Απ’ αυτά τα πίετ που ρίχνουν στα μπιτόν αρμέ. Του τόμσουν του είχι απού μέσα κρυμμένου αυτός ι Γιρμανός. Όπ’ μ’ έφτανι «γκοπ» στου κουλουμέρ. Αυτοί στα παπούτσια είχαν σίδηρου μπρουστά. Φουρτουμένους ιγώ.
Βγαίνου ‘δω ψηλά, παναθέ σ’ τς Λινάκους του σπίτ’ ντ’ Γιώρ’ τς Συντριβάν’. Ι Γιρμανός δε μπουρούσι να πιρπατήσ’. Ήταν κτσός. Φτάνουμι ζ’ Μπαναϊά. Άντι, άντι, άντι. Ψηλά σ’ τς Νέρατζις.
Δε δουρούσα άλλο, Γιάν’. Λέου στουν Νάσιου τουν Αγγέλ΄: «Θα ρίξου τα βλήμματα καταή, ώσπου να βγάλ’ αυτός του τόμσουν απού μέσα, θα ξιδέις τα σκνιά, να κάνου του γκατήφουρου, κι ώσπου να ρίξ’ τς ριπές αυτός, θα φύγου.Πήραν χαμπάρ’ αυτοί. Ου, ου, ένα κι ένα ετοιμάσκαν. Σ’ τσι Δυο τς Καστανιές, θυμούμι, είχαν στμένουν τουν όλμου. Ιγώ απ’ του λακκούλ’, ίσια σιαπάν’, στουν Άη Θανάσ’, έκατσάμι στα Καρόπλα. Δόθκι διαταγή να πάμι στη μπλατέα. Ικεί είδα έναν μι γένεια. Αυτός ήταν γκισταμπίτς. Ρουφκιανιές. Έβγαλαν λόγουν ικεί κι μας λέν: «Τώρα θα πάτι στα σπίτια σας».
Κι ζήτσαμι ένα χαρτί. Γιατί ήταν όλους ι δρόμους Γιρμανοί. Να έχουμι ένα χαρτί για να μη μας τσακώζν αλλ’ παρακάτ’. Ιτότι πέρασι η Χρίστινα η Καραμπίνινα. Κι δεν είπι ούδι καλημέρα τζ Γιρμανοί. Δε μπείραξαν ντιπ, Γιάν’. Επειδής ήταν γναίκα, δε γξέρου.
Δε ντα θυμούμι ούλα, ‘ρα Γιάν!
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Τον καιρό που ήρθαν οι Γερμανοί στη Σκοτίνα, εμείς φύγαμε από το χωριό και κρυφτήκαμε στο Μπιστιρί. Εκεί με συνέλαβαν εμένα. Τότε το ‘44, που σκοτώθηκε η κουνιάδα μου, εμείς φύγαμε να κρυφτούμε. Ήμουνα τότε τσομπάνος στο Θωμά τον Συντριβάνη. Ξεκίνησα το πρωί με τη βελέντζα.
Σβαρνίζοντας, λοιπόν, τη βελέντζα πήρα το μονοπάτι που κατέβαινε προς το κτήμα του Σακελλάρη. Οι Γερμανοί ήταν πεσμένοι και φύλαγαν. Πληροφορήθηκαν, φαίνεται, για μας, ότι κατηφορίζουμε το μονοπάτι. Σίγουρα θα έπεσε προδοσία. Λοιπόν, με κάνουν νεύμα, έτσι: «κόμεεεν» Κοιτάζω προσεκτικά. Γερμανοί. Αμάν!
Ψιλόβρεχε κιόλα, Γιάννη.
Με γραπώνουν στα γρήγορα εκεί. Με τραβούν προς τα ‘κεί έξω και με φορτώνουν πίσω στις πλάτες μου δύο κιβώτια από «πίετ». Δηλαδή κιβώτια πιεσμένα. Από αυτά τα «πίετ» κιβώτια που ρίχνουν στο μπετόν αρμέ. Το τόμσον το είχε κρυμμένο στα ρούχα του ο Γερμανός. Όταν με πλησίαζε «γκουπ» στο κωλομέρι. Αυτοί οι Γερμανοί στα παπούτσια τους μπροστά είχαν σίδερο. Κι εγώ να είμαι φορτωμένος.
Προχωράω, βγαίνω εδώ ψηλά, που είναι σήμερα το σπίτι της Λενάκως, γυναίκας του Γιώργου Συντριβάνη. Ο Γερμανός δε μπορούσε να περπατήσει. Ήταν κουτσός. Κάποτε φτάνουμε στην Παναγιά. Άντε, σιγά, σιγά. Πλησιάζουμε τις Νέρατζις.
Γιάννη, δεν άντεχα άλλο. Λέω στον Νάσιο τον Αγγέλη: «Νάσιο,
θα πετάξω τα βλήματα καταγής. Ο Γερμανός ώσπου να βγάλει το τόμσον από τον κόρφο του, εσύ θα λύσεις τα σκοινιά, εγώ θα κάνω τον κατήφορο, ώσπου αυτός ρίξει ριπές, θα προλάβω να φύγω.
Το αντιλήφτηκαν οι Γερμανοί. Ούουου. Τάκα-τάκα ετοιμάστηκαν. Θυμάμαι, Γιάννη, πως αυτοί στις Δυο Καστανιές είχαν ήδη στήσει τα οπλοπολυβόλα και τον όλμο. Εγώ πήρα την ανηφόρα μέσα από το μικρό λάκκο που φέρνει από τις Δυο Καστανιές πάνω στον άγιο Αθανάσιο κι από ‘κεί στα Καρόπλα. Εκεί βγάλανε διαταγή να πάμε στην πλατεία του χωριού. Εκεί συναντούμε έναν με γένεια. Αυτός με τα γένεια ήταν γκεσταμπίτης, προδότης, ρουφιάνος. Εκεί βγάλανε λόγο και μας λένε: "Τώρα θα πάτε στα σπίτια σας".
Εμείς για καλύτερη ασφάλεια ζητήσαμε να μας δώσουν ένα σημείωμα. Γιατί όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από Γερμανούς. Έπρεπε να έχουμε κάποιο σημείωμα για να αποφύγουμε άλλη σύλληψη από άλλους παρακάτω. Τότε ήταν που στο δρόμο συναντήσαμε τη Χρίστινα Καραμπίνινα. Και δεν είπε ούτε «καλημέρα» στους Γερμανούς. «Φαπ. Φουπ, φαπ’ φουπ», στα γρήγορα αυτή έφτασε στις Δυο Καστανιές. Αυτήν δεν την ενοχλούσαν καθόλου, Γιάννη. Λες επειδή ήταν γυναίκα! Τι να πω.
Δυστυχώς, Γιάννη μου, δεν τα θυμάμαι όλα.
----------
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
Το απλανές και μελαγχολικό βλέμμα
του κοριτσιού από την Ουκρανία
στάθηκε αφορμή της σημερινής ανάρτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου