Το καλοκαίρι του 2005 ο Βαγγέλης Κουμουρτζής του Αθανασίου (1933-2008) μου δίνει συνέντευξη για την περίοδο του Εμφυλίου. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην ταλαιπωρία που τράβηξαν ο κόσμος ως ανταρτόπληκτοι στη Λεπτοκαρυά Πιερίας. Να θυμίσω ότι ήταν το 1947 που, μαζί με τον Βαγγέλη, σταλίζαμε τα γίδια στο ρέμα «Καμίνια» της Σκοτίνας. Τότε συνέπεσε να πάρει την θλιβερή είδηση εκτέλεσης του πατέρα του από τους αντάρτες της περιοχής.
Ο Βαγγέλης Κουμουρτζής αφηγείται:
ΙΔΙΩΜΑ: Μας είπι ι στρατός, ταξιαρχία του Ρίμινι. "φύγιτι".
Είχαν πάρ' κι του μπαπά Γιάν', εντωμεταξύ, κι μιτά έφυγι του χουργιό όλου. Είχαμι του βράδ' του Γκακαλόπουλου "ντάγκα, ντούγκα, ντάγκα, ντούγκα" μας τρουμουκράτσι. Σα φρούραρχους ήταν κάθι βράδ'. Έλιγι τ' μάνα μ':
-Που είνι ι άντρας σ';
-Στου 'Λτόχουρου.
-Πότι θα 'ρθει;
-Ε, θα 'ρθεί 'ρα Γιώρ'. Συναγουνιστή Γιώρ'.
-Ε, πότι θα 'ρθεί; Ήταν λύκους κτάβ' κι γέρασι.
Έφυγάμι μι τα πόδια. Είχαμι κι τα πρόβατα, καμιά κατουστή. Τα μσα μας τα ΄φαγαν. Τέλους πάντουν, Έφυγάμι απού δώ του προυΐ κα τς ουχτώ η ώρα. Ήμασταν ιμείς ουχτώ-ιννιά άτουμα. Η Λέγκου, ι Μήτσιους, η Απουστόλς, ιγώ, ι Κώτσιους, ι Γρηγόρς. Έφυγάμι. Πήγαμι απ' του Γκαλόιρου, στου Σκαλί απάν' κι στου Λιφτουκαρίτκου. Τα βουσκούσι ι Απουστόλς τα πρόβατα.
Μέναμι στου μπάρμπα Γιάν' του Τζαρούχα, δηλαδή ι παππούς του μπαπά Θανάσ'. Σ' ένα σπιτούλ' κάσα κι είχι δυο, τρεις γίδις αυτός κι μεις ένα δουμάτιου. Μας έβαλι ι στρατός. Τα πρόβατα όξου 'π' ν' αυλή τ'. Μείναμι ικεί κάνα χρόνου κι πότι χτύπσαν τ' Λιφτουκαρυά οι αντάρτις φύγαμι. Στου Λιτόχουρου τα πούλσαμι τα πρόβατα.
ΚΟΙΝΗ: Μας υποχρέωσε ο στρατός, η ταξιαρχία του Ρίμινι να μετακινηθούμε από το χωριό. Μας είπε: «Φύγετε».
Εντωμεταξύ είχαν συλλάβει τον παπά Γιάννη Μπιλιάγκα. Οπότε έφυγε όλο το χωριό. Κάθε βράδυ εμφανίζονταν ο Κακαλόπουλος -καπετάνιος των ανταρτών- και «ντάγκα-ντούγκα» χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών και μας τρομοκρατούσε αφάνταστα. Παρουσιάζονταν κάθε βράδυ, λες και ήταν φρούραρχος. Έλεγε στη μάνα μου:
-Πού είναι ο άντρας σου;
-Στο Λιτόχωρο.
-Πότε θα επιστρέψει;
-Έλα, μωρέ Γιώργο, συναγωνιστή, θα έρθει.
-Μα, πότε θα έρθει; (Τι να υποθέσεις!). Ήταν ο λύκος κουταβάκι και γέρασε.
Φύγαμε με τα πόδια. Μαζί μας είχαμε και τα πρόβατα. Μείνανε γύρω στα εκατό. Τα μισά μας τα φάγανε. Τέλος πάντων, φύγαμε από δω το πρωί κατά τις οχτώ. Ήμασταν οικογένεια 8-9 ατόμων. Η Ελένη, ο Μήτσος, ο Αποστόλης, εγώ, ο Κώτσος, ο Γρηγόρης. Φύγαμε ακολουθώντας την πορεία Καλόγερος, Σκαλί Λεπτοκαρυά. Τα πρόβατα τα βοσκούσε ο Αποστόλης.
Μέναμε στον μπάρμπα Γιάννη Τσαρούχα, δηλαδή στον παππού του παπά Θανάση. Σε ένα μικρό σπιτάκι σαν την κάσα. Αυτός είχε δυο-τρεις γίδες και εμείς μείναμε σε ένα δωμάτιο. Μας τακτοποίησε ο στρατός. Τα πρόβατα τα είχαμε έξω στην αυλή του νοικοκύρη. Εκεί μείναμε κανένα χρόνο, μέχρι που χτύπησαν οι αντάρτες τη Λεπτοκαρυά. Φύγαμε στο Λιτόχωρο και εκεί πουλήσαμε τα πρόβατα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου