Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ιστορίες: Σοφία Μυρωτή-Τσολάκη






          Στις 25.9.16 γίνεται συζήτηση* με την Ρίτσα Τσολάκη-Νικολαΐδη για το Εργοστάσιο Σκοτεινών-Μόρνας, το οποίο βρισκότανε σε άνθιση στα μέσα του 20ου αιώνα. Στο Εργοστάσιο δούλευε ως οδηγός φορτηγού ο Τόλιος Τεγούλιας. Κουβαλούσε κούτσουρα, ξύλα, κάρβουνα στην Κατερίνη. Δυστυχώς το όνομά του συνδέθηκε και με ένα δυστύχημα στη διαδρομή Μόρνα-Κατερίνη. Λεπτομέρειες μας δίνει η αφήγηση της Ρίτσας Τολάκη του Λουκά και της Σοφίας (βλέπε φωτογραφία):

-Η μάνα μου σκοτώθηκε στη στροφή Σβορώνου.
 -Πώς έγινε αυτό;
Η μάνα μου κι ο πατέρας μου θέλανε να κατεβούν στην Κατερίνη για να συλλυπηθούν την οικογένεια του Μπουτζέκη. Είχε πεθάνει το κοριτσάκι από κει που μέναμε. Οδηγός ήταν ο Τεγούλιας ο Τόλης. Κατέβαζε κούτσουρα, ξύλα. Ήταν στο Εργοστάσιο ο Τεγούλιας, θα τον θυμάσαι. Και είπαν το βράδυ να κατεβούν με τον Τόλιο στην Κατερίνη. Η μάνα μου είπε: «εγώ με τον Τόλιο, με το φορτηγό δεν πάω. «Και τι θα κάνουμε, Σοφία;» της είπε ο πατέρας μου. «Θα περπατήσουμε, θα κατεβούμε κάτω στο «Είκοσι»** και θα περιμένουμε το λεωφορείο να ‘ρθει από την Ελασσόνα». Ήταν χαράματα και λέει η μάνα μου: «εγώ φεύγω».
Εγώ είχα το τσιγκελάκι ατέλειωτο. Μου λέει: «Κοίταξε, όταν γυρίσω, να βρω την κουβέρτα τελειωμένη». Ήμουνα 15 χρονών τότε που σκοτώθηκε. Εκεί που έπλεκα, ήμουνα στο παράθυρο και είχαν τα μάτια μου δάκρυα. «Μα τι στο καλό, λέω, τι έπαθα!». Αρχίζω να ξαναπλέκω, ξανά δάκρυα και λέω «τι γίνεται;». Η μάνα μου εκείνη την ώρα ήταν σκοτωμένη.
          Μετά ήρθε ένας από τη γειτονιά μας (στην Κατερίνη) ο Άγγελος Βαλαβάνης. Αυτός με επαινούσε στον πατέρα μου και του έλεγε: «τι είναι αυτό το κορίτσι!, τόσο μικρό κορίτσι!». Η μαμά μου είχε σκοτωθεί και πήγε στο νοσοκομείο. Εκεί ο πατέρας μου έλεγε: «φέρτε μου τα παιδιά μου, φέρτε μου τα παιδιά μου» και πήρε ταξί ο Βαλαβάνης και ήρθε στο χωριό. Και δεν ήξερε πού είναι το σπίτι μας. Εγώ μικρή.
          Μόλις τον είδα του λέω: «εσύ τι θέλεις εδώ πέρα;». Είδε τη μητέρα μου κάτω και τον πατέρα μου και ήρθε να με κλέψει. Εκεί πήγε το μυαλό μου, κατάλαβες;
          -Κατάλαβα.
          -Αλλά άλλο ήταν. Του λέω «τι θέλεις εσύ εδώ;». «Να, ήρθα να σας πω ότι είναι…». Μαζί του ήταν ο Γκουντής ο Κακάρας. Αυτός τον έφερε στο σπίτι. «Αυτός ήρθε να με κλέψει», είπα. «Αλλά άλλα βλέπω». Δεν ήξερε το σπίτι μας ο Άγγελος Βαλαβάνης. Είπε στον Κακάρα: «ποιο είναι του δάσκαλου το σπίτι. Ύστερα μου λέει: «θέλεις να πάρουμε και τη θεια σου μαζί;». Ήταν η θεια Ολυμπία του μπαρμπα Λάζου τ’ Κώστα τ’ Φώτ’, η αδερφή της μάνας μου, η Ολυμπία η Μυρωτού. Καθόμασταν μαζί στο σπίτι μας. Και με λέει: «θα πάρουμε και τη θεια σου μαζί;». Εγώ εκεί ψυλλιάστηκα». Λέει: «Να πάρουμε και το Γιάννη;». Τον Γιάννη τον αδερφό μου. Του λέω: «σε παρακαλώ, τι συμβαίνει;».
          -Πού ήταν ο Γιάννης;
          -Ο Γιάννης ήταν στο χωριό.
          -Ναι, θυμάμαι παίζαμε μαζί εκεί στο Χροστάσι (χοροστάσι).
          Λέω: «Τι συμβαίνει, πες μου, σε παρακαλώ, τι συμβαίνει».
-Τίποτα, απλά…
 -Πες μου τι συμβαίνει στον πατέρα και στη μάνα μου.
-Τίποτα, απλά τούμπαρε το αυτοκίνητο και λίγο χτύπησε η μάνα σου.
          Μπαίνουμε στο ταξί που περίμενε στη βρύση, κάτω στο Εργοστάσιο. Μου λέει «τίποτα δεν συμβαίνει». Στο δρόμο που κατεβαίναμε, ερχόταν από κάτω το αυτοκίνητο του επιθεωρητού των δασκάλων. Με μια κούρσα για να πάει στην οικογένεια του Τσολάκη. Βρήκε στο χωριό τη μάκου Λιόλινα, τη γιαγιά μου. Όταν φτάσαμε, όμως, έξω στον Σβορώνο σταματήσαμε με το αυτοκίνητο να δούμε πού τούμπαρε. Κατεβήκαμε. Βρήκαμε το παπούτσι της μάνας μου. Ήταν εκεί πεταμένο, όπως τούμπαρε το αυτοκίνητο.
          -Ήταν εκεί το αυτοκίνητο;
    
     -Τουμπαρισμένο. Την έφυγε το παπούτσι τη μάνα μου. Φορούσε ένα ωραίο παπούτσι, ένα καστόρ παπούτσι, πολύ ωραίο, ξώφτερνο. Κεντημένο σε μπλε χρώμα. Εκεί ψυλλιάστηκα και είπα: «Πέστε μου τι συμβαίνει;». «Μη στενοχωριέσαι, λίγο η μάνα σου χτύπησε και την πήγαν στο νοσοκομείο». Εκεί ψυλλιάστηκα πιο πολύ εγώ, αν κι απ’ την αρχή…αλλά εκείνη τη στιγμή ψυλλιάστηκα πιο πολύ.
          -Πόσα άτομα ήταν επάνω στο αυτοκίνητο.
          -Η μάνα μου, ο Δανιήλ Παπανικολάου. Ανέβηκε η μάνα μου επάνω και πιανότανε. Μπροστά ήταν ένας χωροφύλακας. Είχαμε ένα κοινοτικό ράδιο στο χωριό και το κατεβάζανε να το φτιάξουν. Λέει ο μπαμπάς μου: «Ανέβα, Σοφία, εσύ επάνω».  «Αποκλείεται» λέει ο αστυνομικός. Σεβότανε τις γυναίκες. Τότε ανέβηκε και αυτός επάνω κι η μάνα μου επάνω. Ο Λάζος ο Κατανάς, ο Δανιήλ Παπανικολάου και η μάνα μου πιανότανε από τα ξύλα. Λέει: «Σοφία, γιατί πιάνεσαι;». «Μέχρι να πατήσ’ το πόδι μου στη γη φοβάμαι». Έξω από τον Σβορώνο στη στροφή έγινε το κακό. Ενώ κατεβαίνανε έπεσε δεξιά. Οι ρόδες προς τα πάνω ήταν. Εκεί βρήκα και το παπούτσι της μάνας μου.
          -Πόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν;

 

-Η μάνα μου στον τόπο. Ο Λάζος ο Κατανάς έζησε μέχρι το νοσοκομείο και μετά πέθανε. Ο αστυνομικός, ο χωροφύλακας -άμα έχεις τύχη- έπεσε μέσα σε μια γούρνα και πέσανε ξύλα από πάνω και δεν έπαθε τίποτε. Άμα έχεις τύχη! Τον κάλυψαν τα ξύλα και έζησε.
          -Κατεβήκανε, λοιπόν, με τα πόδια στο «Είκοσι».
          -Η μάνα μ’ και ο πατέρας μ’. Ο Τεγούλιας κατεβαίνει από το χωριό και τους βλέπει να περιμένουν στο «Είκοσι». Και σταματάει και τους λέει: «Γιατί δεν ανεβήκατε με μένα στο χωριό; Να σας πάρουμε από πάνω;».
          Τι να πει ο πατέρας μου «η γυναίκα μου φοβάται ν’ ανεβεί;». «Άντε θα ανεβούμε, τώρα περάσαμε τον κίνδυνο». Κι ανέβηκαν κι όξω απ’ τον Σβορώνο η μάνα μ’ σκοτώθηκε. Πήγαμε στο νοσοκομείο, ύστερα στο σπίτι. Βλέπουμε φέρετρο απέξω. Τη θάψαμε στην Αγία Αικατερίνη.
Ο αδερφός μου ο Χρήστος ήταν στην κατασκήνωση. Τον φέρανε από την κατασκήνωση πίσω. Τρελός! Πέρασε στενοχώρια. Και όταν ο μπαμπάς μου ήταν στην εντατική, είχε αρρωστήσει και μου λέει: «Κορίτσι μου, αυτά τα πόδια σου από σίδηρο να ήταν, θα είχαν λιώσει. Η ζωή σου είναι ένα βιβλίο».» Χωρίς εσένα θα ήμουνα χαμένος». «Μπαμπά, να γίνεις καλά και την ιστορία θα τη γράψουμε μαζί. Πήγαμε στο Γυμνάσιο, μας μεγάλωσες, μας σπούδασες, μας έβγαλες παπατζιόγκα πέρα». Ύστερα πέθανε.
-Το Δασαρχείο πώς αντιμετώπισε το θέμα του Τόλιου;
          -Γίνονταν πολλά τέτοια και δεν έκανε τίποτα. Εμείς δεν είπαμε τίποτα. Η μάνα μου ήταν για να πάει. Ο Τόλιος ήταν καλός άνθρωπος, πολύ καλός. Εξυπηρετούσε όλον τον κόσμο. Τίποτα δεν τον κάναμε. Γιατί ο Τόλιος ήταν εξαιρετικός άνθρωπος και καλός***.
----------
* Η συνέντευξη δόθηκε στην Αιδηψό στα τέλη Σεπτεμβρίου 2016. Εκεί, στα Λουτρά, συναντήθηκαν Κατερινιώτες και Θεσσαλονικείς. Στην ώρα της κοινής διασκέδασης η Ρίτσα πλησιάζει τη Δήμητρα (σύζυγό μου) και της λέει: «με τον πεθερό σου παπά Απόστολο Καλιαμπό ζήσαμε τον Εμφύλιο στη Μόρνα Πιερίας». Έτσι έγινε η γνωριμία μας.
** Είκοσι» λέγεται η τοποθεσία, η οποία απέχει 20 χιλιόμετρα από Κατερίνη-Ελασσόνα.
*** Η Ρίτσα με παρακάλεσε: «να πεις στην κόρη του Τεγούλια που βρίσκεται στην Αμερική ότι ο πατέρας της ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά ήταν ατυχία. Με την οικογένεια του Τεγούλια ο μπαμπάς μου είχε πολύ καλές σχέσεις».

Σημείωση: Η Ρίτσα για το στενό οικογενειακό της περιβάλλον αποκαλύπτει: «Ο πατέρας μου έκανε δάσκαλος στο χωριό. Μετά πήρε μετάθεση στα Ευαγγελικά (Κατερίνη) μαζί με τον Καραβέργο. Τον εκτιμούσαν εκτιμούσαν πάρα πολύ τον μπαμπά μου που ήταν πολύ καλός. Ο Γιάννης ήταν πολύ μικρός. Εγώ τους μεγάλωσα. Ακόμα τρέχω. Δική μου ζωή ακόμα δεν έχω. Ο άντρας μου Οδυσσέας Νικολαΐδης, Καταφυγιώτης. Έχω δυο παιδιά. Ο παππούς μου ο Χρήστος, που ήταν δάσκαλος και παπάς, ήταν από την Καστανιά Κοζάνης. Το όνομά μου βγαίνει από το   Περιστέρα. Η γιαγιά μου η παπαδιά λεγότανε Περιστέρα. Ήρθε μια δασκάλα στο χωριό και λέει στον πατέρα μου: «Περιστέρα είναι μεγάλο όνομα, πέστε το Ρίτσα».
----------
Μια σύμπτωση: στη δεκαετία του 1950 γνώρισα τον Απόστολο Τεγούλια, όταν αυτός υπηρετούσε στο Δασαρχείο Σκοτεινών (βλέπε ιστοσελίδα kaliampos-ioannis-skotina.blogspot.com, ανάρτηση 30.8.15). Στην ίδια χρονική περίοδο και συγκεκριμένα το 1953 φοιτούσα στη γ’ τάξη του γυμνασίου Κατερίνης. Η φιλόλογος καθηγήτρια Ελπίδα Τεγούλια, ξαδέρφη του Αποστόλου Τεγούλια με συμπαθούσε πολύ. Ίσως επειδή έκλινα περισσότερο προς τα «Ελληνικά».  Συνέβη δε το εξής περιστατικό: Την ώρα που γράφαμε «Έκθεση» με πλησιάζει και μου λέει: «παιδί μου, εσύ ζωγράφισες τον  Παρθενώνα που είναι αναρτημένος στον τοίχο της αίθουσας»; «Ναι, κυρία, εγώ». «Σου συνιστώ, όταν τελειώσεις το γυμνάσιο, να επιλέξεις σχολή Καλών Τεχνών».
          Πράγματι εκείνον τον καιρό με διακατείχε μια έφεση προς τη ζωγραφική.  Ζωγράφιζα και έγραφα «ρητά» με καλλιτεχνικά γράμματα. Η καθηγήτρια εντυπωσιάστηκε από τη λεζάντα του κάδρου: «το μέλλον της Ελλάδος είναι στα χέρια μας».
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

Τα περάσματα του μοιραίου φορτηγού με τα κούτσουρα. Ξεκίνησε από το εργοστάσιο ξυλείας Σκοτεινών-Μόρνας για να καταλήξει στη στροφή του Σβορώνου (Κουλουκούρι) όπου ντελαπάρησε. Εκεί έχουμε τον θανάσιμο τραυματισμό της Σοφίας Τσολάκη και Λάζου Κατανά. Ο δάσκαλος Λουκάς και η γυναίκα του Σοφία μέχρι την τοποθεσία "Είκοσι" κατέβηκαν από τη Μόρνα με τα πόδια για καλύτερη ασφάλεια. Ο οδηγός Τόλιος Τεγούλιας τους συνάντησε εκεί να περιμένουν το λεωφορείο Ελασσόνας. Για να τους εξυπηρετήσει τους πήρε μαζί του.




                              Ο παππούς της Ρίτσας παπά Χρήστος Τσολάκης, 
                                          θύμα της γερμανικής κατοχής

                                       
                                        Από το βιβλίο του Κ. Βοβολίνη "η Εκκλησία 
                                        εις τον αγώνα της Ελευθερίας (1453-1953)



                      Δήμητρα Καλιαμπού (αριστερά) και Ρίτσα Τσολάκη, γνωρίστηκαν 
                      στα Λουτρά Αιδηψού τον Σεπτέμβρη του 2016

1 σχόλιο:

  1. Πολλά ευχαριστώ στον κο Καλιαμπό για αυτή την ανάρτηση και στην κα Τσολάκη-Νικολαίδη που μοιράστηκε αυτές τις δύσκολες μνήμες. Σας ευχαριστώ πολύ.
    Κυριε Γιάννη, θα επικοινωνήσω σύντομα να σας ευχαριστήσω και προσωπικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή