Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Τοπωνύμια: Γιαταγάνας





Ο Απόστολος Καλιαμπός του Ιωάννη (1904-1995), ιερέας και πατέρας του γράφοντος, αναφέρεται στην τοποθεσία «Γιαταγάνας» που βρίσκεται ανάμεσα στην Άνω Σκοτίνα και Καλλιπεύκη. Σε σχετική συνέντευξη  (1976) αφηγείται:

"Σιαπάν, στα κρύα τα νιρά φάγκι ι Γιαταγάνας ο ληστής απ' το Παντιλέμινο. Τον ακολουθούσαν κι άλλοι από τα διπλανά χωριά κι απ' τ' Σκουτίνα μερικοί. Ήταν κι ένας απ' τ' Ραψιάν' Λαρίσης -το επίθετο δεν το θυμάμαι- επί τουρκοκρατίας εποχή. Ημερομηνία δεν ηξεύρω. Πάντως καλοκαίρι ήταν. Εις το νερό το κρύο "Μονοβασιά" έσφαξαν ένα πρόβατο του Καρκαφίρη και το έφαγαν εις το κρύο το νερό. Τη στιγμή εκείνη ο Γιαταγάνας κοίταξε την πλάτη από το πρόβατο και είπε:
-Δεν πάμε καλά.
-Τι συμβαίνει; ρωτούν οι άλλοι.
-Να φύγουμι ζ Ντουργιανή.
Μερικοί, μαζί μ' έναν πλούσιο, προσπαθούσαν να τον χαρακώσουν (να τον εκτελέσουν). Αυτό μας το είπε ο μακαρίτης Αθανάσιος Καϊάκας. Συνέβηκε, δηλαδή, το εξής.  ο μακαρίτης ο πατέρας μου έχασε τα γίδια στο Κτσιούκ’ κι έστειλε το θείο μου τον Απόστολο μαζί με το μακαρίτη τον Αντώνη Στύλο να τα βρουν. Αυτοί πήραν μαζί τους ένα κυπρί. Τα γίδια, άμα ακούν κυπρί, μαζεύουντι (όταν τα γίδια ακούν κουδούνι, συμμαζεύονται).
Εκείνη την ώρα συναντήθηκαν με την παγάνα.
-Τι θέλετε 'δω;
-Αραδούμι τα γίδια.
-Εσείς φυλάγετε τους κλέφτες.
Η παγάνα τους πήρε μαζί τους. Τράβηξαν το δρόμο απ' τη Μοναχιά Καστανιά, Γαργάνη, για το Νιζιρό. Ο Μελεζούμης είδε πατσές και λέγει: ανά πέντε βήματα.
Και βάδιζαν ανά πέντε. Φτάσανε στο Νεράκι, σ' τς Μύλ'. Έκατσαν αθόρυβα στου λάκκου. Απού κάτω ακριβώς το δρόμο, στο λάκκο, ο Γιαταγάνας νίβονταν. Όπως έβγαλε την πετσέτα να σφουγγιστεί,  έριξαν με το όπλο και τον τραυμάτισαν εις το στήθος. 'Ερ'ξι κι αυτός. Εάν ο Μελεζούμς δε γυρνούσε το κεφάλι, θα σκοτώνονταν. Σε λίγο ο Γιαταγάνας ξεψύχησε.  Ξεψύχησε σε κείνον τον τόπο,  σ' εκείνον τον λάκκο, που 'γινε ιστορικός με το όνομα αυτού "Γιαταγάνας". Κι ο κάτω Όλυμπος δε σταμάτησε το τραγούδημα:
                                  
                                               Αν πας, πουλί μ’, κα τ’ Άγραφα,
                                                                 αν πας κα του Ρωμαίικο,
                                                                 να χαιρετάς τους Έλληνες.

                                                                 Κι αυτόν τον Γιαταγάνα,
                                                                 να πεις να κάτσει φρόνιμα,
                                                                 πολύ ταπεινωμένα.

                                                                -Δεν είναι περσινός καιρός,
                                                                προπέρσινος χειμώνας,
                                                                να τρέχεις, βρε Μήτρου μ’, στα χωριά,
                                                                να βιζιτέρς στα σπίτια.

Κατά τον Αθανάσιο Καϊάκα, η παγάνα έκοψε το κεφάλι του Γιαταγάνα και το έφερε στον Κισλά της Καρυάς Ελασσόνας, στην οποία υπήρχε μεγάλο ασκέρι. Τα σύνορα, τότε, μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού ήταν η γραμμή "Καρακόλι-Καραβίδα", λίγο πιο χαμηλά απ' το Νιζιρό κατεβαίνοντας προς τη Σκοτίνα. Λένε πως το «αυλάκι του Γιαταγάνα για Σκοτίνα το έφκιασε ένας από τους δυο αδερφούς που ήρθαν στο χωριό κατά τα μέσα του 17ου αι. Ο δεύτερος έχτισε το «Χριστό» και «Άγιο Αθανάσιο».
----------
ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ

αραδούμι τα γίδια=ψάχνουμε, γυρεύουμε τα γίδια, αραδώ, 1. ψάχνω να βρώ, "τουν αράτσι ι Απουστόλ'ς", πρμ. του λύκου τουν γλέπς, του ντουρό αραδάς" (όταν πρόκειται για πράγμα ολοφάνερο), 2. περνώ, αραδίζου, "αραδούν τα πρόβατα"=περνούν τα πρόβατα, "οι κουπέλις βαν' τα ιπίσημα κι αραδούν όξου για χουρό"=ντύνονται στα καλά τους  και πάνε στην πλατεία για το μεγάλο χορό, (βλ. Λαϊκή παράδοση στον κάτω Όλυμπο, τ. α, σελ. 20, Ιω. Καλιαμπός).
Αυλάκ' (Αυλάκι), πρόκειται για το αυλάκι που έκαμαν οι Σκοτινιώτες για τη μεταφορά του νερού «απ’ τς Μύλ’» (από την τοποθεσία Μύλοι) στο χωριό. Προσωπικά θυμάμαι: μετά τον επαναπατρισμό, στις αρχές δεκαετίας του ’50, ένα άτομο από κάθε οικογένεια (κι εγώ μαζί) υποχρεωθήκαμε σε προσωπική εργασία για τη διόρθωση και επισκευή του Αυλακιού. Όσοι διέθεταν μουλάρια τους υποχρέωσαν (επί πληρωμή) να μεταφέρουν άμμο και χαλίκι από τη Ζλιάνα. Ένας κατεργάρης έκανε απατεωνιές: Δήλωνε στον επιστάτη ένα αγώι τις πρωινές ώρες, έκρυβε το μουλάρι κάπου στο δάσος και το απόγευμα δήλωνε για δεύτερη φορά το ίδιο αγώι.
Γαργάνη, βλέπε ανάρτηση 6.5.15
Καραβίδα, βλέπε ανάρτηση 22.9.14
Καρακόλι, τοπωνύμιο κοντά στην Καραβίδα.
κισλάς: στρατόπεδο (τουρκ. kisla = στρατώνας, χειμαδιό, βοσκότοπος (ενοίκιο). Στα Πιέρια «κουσλάς, τόπος κατάλληλος για βοσκή» (Ευανθία Δουγά-Παπαδοπούλου-Χρήστος Τζιτζιλής «το γλωσσικό ιδίωμα της  ορεινής Πιερίας» Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006.).
Κτσιούκ’, βλέπε ανάρτηση 2.10.14.
μελεζούμης: αξιωματικός τουρκ. στρατού, αστυνόμος, αλλού μιλιζούμς, "Μιλιζούμ' εφέντη" (Γιώργος Μελίκης (αρραβωνιάσματα Ρουμπλουκιού,  1977)
Ντουργιανή (Δουργιανή) (η), (βλέπε αναρτήσεις 21.1.14 και 8.3.15).
Μονοβασιά (η), τοπων. περιοχής Άνω Σκοτίνας. Εκεί κατεβαίνει το νερό του Χούχλου.
Μοναχιά καστανιά ή Μαναχιά καστανιά (η), τοπων. στην Άνω Σκοτίνα, πιο πάνω από τη Μοίρα, καθώς ανεβαίνουμε προς το Νιζιρό (Καλλιπεύκη). Το όνομα οφείλεται στην πελώρια γέρικη ξακουστή καστανιά. 
Νεράκι τοπων.  κοντά στην Καλλιπεύκη, "κάτ' απ' τς Μύλ'" (πιο κάτω από τους Μύλους). 
παγάνα (η), «παγίδα, καρτέρι, σερβοκρ. πaganja» (Ελληνικά διηγήματα, Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς, Γ. Γρηγοριάδου-Μ.Κοντολέων).
Χούχλο, τοπων. προς δ. της Άνω Σκοτίνας. Πρόκειται για μια δροσερή πηγή, που το νερό φαίνεται σαν να χοχλάζει. Μτφ. στη φρ.  "χούχλου του αίμα". Έχουμε "Απάνω και Κάτω Χούχλου". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου