Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Εμφύλιος: φονική μάχη στη Σκοτίνα





               Στις 31 Αυγούστου 2015 ο Θωμάς Στύλος του Ιωάννη (γεννηθείς το 1941), μου δίνει συνέντευξη για τον Εμφύλιο (ο Θωμάς είναι εγγονός του Θωμά Στύλου, θύματος του Εμφυλίου), Στη συνέντευξη αναφέρεται: α) στα αποτελέσματα της μάχης του 1946 στη Σκοτίνα, β) στο πλιάτσικο από τους αντάρτες, γ) στην ένταξη του πατέρα του στη Χωροφυλακή και δ) στην προσφυγιά εξ αιτίας του Εμφυλίου.

Ο Θωμάς αφηγείται:
          
                              (στη φωτογραφία ο αφηγητής Θωμάς Στύλος του Ιωάννη 
                    με τη σύζυγό του Παρασκευούλα το γένος Θωμά Κοτσιβού-Μακασή)

1. η μάχη. Ο παππούς μου Θωμάς Στύλος (1880-1946), ο αδερφός του Μήτσιος Στύλος και ο Γιάννης Κουκουλιάρας σκοτώθκαν στα Αλώνια, πιο πέρα από τον Αϊ-Νικόλα (στην τοποθεσία «Μπασιάλα»). Φύλαγαν εκεί. Οι αντάρτες κατέβαιναν στη Ζλιάνα, τρεις χιλιάδες και φεύγαν στο Παραπέτασμα. Σεπτέμβριος μήνας του 1946.
                    -Από πού έχεις πληροφορίες για όλα αυτά;
-Ήταν ένας Κωστόπουλος 15-16 χρονών από τη Λεπτοκαρυά.  Βοσκούσε τα πρόβατα. Παρατσούκλι Μπαζδέκης και είχαν μαντριά. Μου λέει: «ο παππούς σου δεν έπρεπε να έβλεπε καλά. Τους αντάρτες τους πέρασε για στρατιώτες. Και είπε «παιδιά, παιδιά, ελάτε, εδώ αντάρτες».
                  -Δηλαδή;
                  -Ο παππούς μου είδε τους αντάρτες που έφευγαν διακεκομμένα, δεν πήγαιναν  εις φάλαγγα κατ’ άντρας, αλλά ερχόταν ο ένας κοντά στον άλλο. Λέ’ ο παππούς μ’: «πιδιά, ελάτε, αντάρτες».
                           -Σε ποιους απευθύνονταν;
                 -Στους αντάρτες, τους πέρασε για στρατιώτες. Φορούσαν άλλη στολή,
-«Ώστε έτσι κολόγερε: Ήρθατε εδώ να σκοτώσετε τα παιδιά».
           Οι αντάρτες ήταν νέα παιδιά. Ένας με την ξιφολόγχη (τον ήξερε ο πατέρας μου, γιατί ήταν στην ίδια ηλικία) σκότωσε τον παππού μου και τον μπάρμπα Μήτσιο. Εφτά φορές. Η ξιφολόγχη έφτανε στο χώμα. Όπως ξαπλώσαν κάτω, εφτά τσουφσές. Τον Κουκουλιάρα τον σκότωσαν με το πιστόλι. Έβλεπε ο πασιάς (Ιωάννης Τσινιάνης). Είχε μεζί του το Μίχο Γερομιχαλό, αυτόν τς Κουντουλέμινας. Τουν έπιασι φόβος κι του μπήρι στουν ώμου ο Γιάντζ ο πασιάς. Αυτοί, μέχρι να βγει η ψυχή τους έβγαζι την ξιφολόγχη και την ξαναέβαζι μέσα.
-Θωμά, σε ποιο σημείο έγιναν αυτά;
-Λίγο πιο πέρα από τον Αϊ-Νικόλα αριστερά προς το βουνό. Ο Νικόλας ο Ματσιούλας (Στύλος) ήταν κρυμμένος σε μια πατλιά (σε θάμνο) και τα έβλεπε όλα αυτά. Ο Νικόλας ήταν μεγάλο παιδί. Μου τα είπε φανερά ο Νικόλας. Μου τα είπε και ο πασιάς. Ήταν αυτόπτες μάρτυρες αυτοί. Και ειδοποίησαν: «να πάτι να πάρτι το Θωμά το Στύλο, το Μήτσιο το Στύλο και το Γιάννη Κουκουλιάρα, τους σκότωσαν οι αντάρτες». Αυτοί φύγαν.
-Κατά πού φύγανε;
-Ανέβηκαν επάνω στο βουνό. Περαστικοί ήταν από δω απ’ τη Σκοτίνα. Φύγαν ίσια πάν στο Νιζιρό, Καρυά και βάλε. Κατεβήκαν από τη Ζλιάνα και μέσω Σκοτίνας φύγαν επάνω.
-Ήταν κι ο Κακαλόπουλος;
-Αυτοί ήταν τοπικοί. Οι αντάρτες ήρθαν από άλλο μέρος. Ο Γαλάντζ κι ο Κακαλόπουλος ήταν τοπικοί. Αλλά ο Κακαλόπουλος δεν έφυγε. Το βράδ’ πήγαν ζ ντ Μπαζδέκ’ τα μαντριά. Αυτός, ο πιτσιρικάς, μόλις είδε αυτούς που τς σκότωσαν, είδε το καπέλο, «παππού, αυτός σκότωσε το μπάρμπα Θωμά το Στύλο, το Μήτσιο το Στύλο και το Γιάνν’ του Γκουκουλιάρα». Έβγαλε αυτός το πιστόλι και ήθελε να σκοτώσει το παιδί κι ο Κακαλόπουλος λέει: «όχ, πιδί μ’, όχ’, λάθος έκανες, δεν ήταν αυτός» κι βάζ’ πίσου του καπέλου να μην του δει.
-Ποιος είπε έτσι;
-Ο Κακαλόπουλος. Να μη του σκουτώσ’ τζάμπα, γιατί ήταν Λιφτουκαρίτς του πιδί, «όχ’, πιδί μ’, όχ’, λάθος έκανις, μπουρεί να συντουμοιάζουν».

2. πλιάτσικο. Και λέει ο Κακαλόπουλος: «πάτε, πάρτι 20 γίδια». Είχαν πολλά γίδια αυτοί, 800 γίδια οι Μπαζδικαί….Όταν ο πατέρας μου πήγι εθελοντής χωροφύλακας, φτάσαν στην Καρυά Ολύμπου.  Οι αντάρτες κλέβανε ζώα και τρόφιμα. Είχαν καμιά 20 άτομα από πίσω μι τα μουλάρια. Λέει ο Γαλάντζ τ’ μάνα μ’: «Λέγκου, δε ντουν άρεσε του Γιάνν’ να κάτσ’ στο βιο τ’, σ’ ν’ οικουγένειά τ’. Ήθιλι να πάει να κυνηγάει τς αντάρτις». «Ε, πού να ξέρου ιγώ, Απουστόλ’, πού να ξέρου ιγώ». Κοίταξε, «πού τα ‘χετε τα πρόβατα;».
Στου χουράφ’ είχαμι τα πουλλά πρόβατα. Ήταν κόρδα ικεί (είσοδος στο μαντρί). Είχαμι καμιά ογδονταριά πρόβατα, στέλ’ τς αντάρτις, παν’ τα παίρνουν. Είχαμι καναδυό αμπάρια. Τα αμπάρια ήταν ένα σιτάρ’ κι ένα καλαμπόκ’. Τα έκρυβάμι, να μη ντα βρουν οι αντάρτις κι τα πάρουν, κατάλαβις; Το σπίτ’ από πάνω ήταν διώροφο, αλλά η σκεπή ήταν από βάλτο. Λέει ο Γαλάντζ: «Λέγκου, πού τα ‘χιτι τ’ αμπάρια;».
Ηταν και προδότες. Ιδώ στου Γαβρί ήμασταν πέντε σπίτια. Ένα τ’ πατέρα μ’, ένα ντ μπάρμπα Γιώρ’ τς Στύλ’-Τσιακμάκ’, ένα ντ μπάρμπα Πουτιού τ’ Καλαμάρα, ένα ντ Γκάρα κι ένα ντ’ Διουνύσ’ τ’ Πινακά. Τα άλλα ήταν σ’ ν’ Αγία Τριάδα. Ποιος πρόδουσι δε γξέρου. Είχι κι ένα αυτόματο ο πατέραζ μ’, ήταν ικεί μια τρουχαλιά, μια πέτρα μιγάλ’ κι του ‘χι απού κάτ’. Κι του βρήκαν. Του ‘ξιραν κι αυτό. Λε’ τουν αντάρτ’ «πάνι, πάρτου. Πάνι, σήκουσι μπέτρα τ’ μιγάλ’». Του ‘χι απού κάτ’, του παίρ’. Λέ’: «Λέγκου, βγάλι τα πιδιά έξω, θα σι κάψω το σπίτ’». Ιγώ κι η σχουρημέν η Τασούλα ήμασταν μέσα.

3, Χωροφυλακή. Φεύγ’ ο πατέρας μου, που λες, πάει μι του Μήτσιου*, Στην Καρυά που πήγαιναν, κατιβαίν’ ένας μι το μουλάρ’, χωρικός Καργιώτς, γκράγκα γκρούγκα, γκράγκα γκρούγκα, τον σταματάει ο Μήτσιου «τι γίνεται εδώ;». «Φυλαχτείτε, εδώ είναι αντάρτες ταμπουρωμέν’ κι ο καπετάν Γιώτης (Φλωράκης)». Του γκατιβάζ’ κάτ’, (δεν του φέρθηκε καλά) αυτόν τον Καργιώτ’. Λέ’ ο πατέρας μ’ το Μήτσιου: «ρε κιαρατά, εσύ είσι μισθωτός, εγώ εθελοντής, θα σε σκοτώσω». Πιάναν τς ανταρτίνις (τις τιμωρούσαν). Αυτά μου τα ήλιγι ο πατέρας μ’. Τουν λέου: «ρε τι δουλειά είχις κι πήγινις μ’ αυτούς; Μας τα πήραν όλα, μας άφσαν στον άσο, για ποιον πήγαινες εκεί;».

4. ανταρτόπληκτοι: Μετά έγινε επιστράτευση και πήγε φαντάρος. Εμείς το ‘48 πήγαμε ζ τζ μπαράγκις ζ Γκατιρίν’ (παράγκες ήταν πρόχειρα οικήματα στο δρόμο της Αγίας Αικατερίνης). Στο Λιτόχωρο πήγε ο παππούς μου Παπαζιώγας Ιωάννης. Στην αστυνομία πιάναν τς ανταρτίνις, ξύλο μετά μουσικής. Χτυπούσαν τζ γκαζοτενεκέδες για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά.
Όταν σκότωσαν τον Τομακίδη (1948) στο Βαρκό Λιτοχώρου, τον αποκήρυξαν. Είχε ένα κεφάλι τέτοιο. Το κρεμάσαν ακριβώς απέναντι στου Παπαγεωργίου την οικοδομή ζ μπλατεία Κατερίνης. Φέραν μόνο το κεφάλ’. Τρύπησαν τ’ αυτί εδώ και στην κολώνα βάλαν ένα καρφί, πως κάν τα γουρούνια, το κρέμασαν στην κολώνα και το αίμα έσταζε έτσ’.
----------
        * Κατά τον Νικόλαο Κοκράνη του Παντελή ο Μήτσιου (Δημήτριος) ήταν διοικητής χωροφυλακής της περιοχής. Του βγάλανε και τραγούδι:

              Απ’ όλα τ’ αποσπάσματα του Μήτσου μου αρέσει,
              πο 'χει παιδιά διαλεχτά και το ραβδί στη μέση.
              Ψηλά σε κείνο το βουνό πουλιά δεν ανεβαίνουν,
              μόνο του Μήτσου τα παιδιά ανεβοκατεβαίνουν.
           
ΕΙΚΟΝΕΣ

                                          Ιωάννης Στύλος του Θωμά και Θωμάς
                                          Κοτσιβός-Μακασής (συμπεθέρια)



       Σημείωση:  Ο Γιάννης Τσινιάνης-πασιάς (1925-) αναφέρεται στο ίδιο θέμα (συνέντευξη της 2.8.1995): «Η μάχη έγινε σ’ τς 24 Σ/βρίου του ‘46. Ήμαν κλειζμένους κι ‘γω. Πάηνα να πα τζ βγάλου (προσπαθούσα να τους γλιτώσω) κι δε μπόρσα.
               -Ποιοι ήταν τα θύματα,
            -Ι μπαρμπα Θουμάς ι Στύλους, ι Γιάντζ ι Κουκουλιάρας κι ι Μήτσιους ι Στύλους, αδιρφός ντ Βασίλ’ τ’ Στύλ’. Στ’ Λιφτουκαρυά τσάκουσαν κι του Μπαντιλή (Κοκράνη). Ιδώ είχαμι τρία θύματα. Ιγώ ήμαν μπλιγμένους. Τς  έφυγα ‘που μέσα. Η ώρα 9 τηρ μέρα. Κι να είνι -τι να σι πω- μιλιούν  οι αντάρτις.
               -Τι γύρευες εσύ εκεί;
               -Κοίταξι να δεις. Ιγώ ήμαν στου Λτόχουρου κι ήρθα ‘δω. Ήρθα ώς του σπίτ’ λίγου. Κι αυτούς βάρινα (επεδίωκα) να τς πάρου, Γιάν. 
               -Άντι, βρε, να φύγουμι. Είμιστι τρεις άντρ. Αυτοί φαίνουντι 500 τουλάχιστο.
               -Οι αντάρτες από πού ερχόταν;
               -Απ’ τ’ Λιφτουκαρυά. Χτύπσαν τ’ Λιφτουκαρυά κι έκαμαν σιαδώ. Ήταν πουλλοί.  Δύο χιλιάδις σχεδόν όλ.
               -Θυμάσαι ποιοί ήσαν επικεφαλής;
               -Δε θυμάμι. Ήμαν στα 40 μέτρα. Μι του γύρζμα ‘πό ‘καμα, μπλουκάρσα (πέτυχα) ικείνουν του Μίχου του Γιρμπχαλό -που πέθανι-, του Μήτρου τουν αδιρφό. Τουν λέου: «Ή πιρπατάς ή τιλειώντζ».
               Χώθκαμι μέσα. Κι μέσα ‘π’ αφνούς πέρασα. Ήμαν πουλύ ψύχριμους. Απού μέσα τς πέρασα. Έψαχναν. Πρόβατα, γιλάδγια κι ‘γω.
               -Στο Ξηροκάμι;
               -Μέσα ζ ντ Μπασιάλα. Κι μέσα στα τσιαλιά τς πέρασα κι τς  έφυγα. Ι μπαρμπα Μήτσιους ι Στύλους ήταν μαναχός τ’. Ουπλίτης ήταν. Τς είχαν ξιντύσ’ αφνούς λόγου ηλικίας (απολύθηκαν από το στρατό λόγω ηλικίας). Βάρισα να τς πάρου (προσπαθούσα να τους γλιτώσω), βάρισα να τς πάρου, δε μπόρσα να τς πάρου. Βρε, αφού κόντιψα να τσακουθώ ιγώ για να τς πάρου.
               -Βρε, φέγουμι, τς λέου. Είμιστι περικυκλουμέν.
               Χαμπάρ.’ αυτοί. Λέου τουν άλλου: «Ακούς; Τουν λέου του Μίχου. Τς ακούς; Τέτχια θε να πάθς κι συ», τουν λέου.
               Κατέφκα αμέσως ιγώ. Μόλις πέρασαν αυτοί απού δω. Ακόμα αράτζαν (προχωρούσαν) απ’ τ’ Λιφτουκαρυά. Τότι κάψαν κι του Παραμύθα του σπίτ (το σπίτι του δάσκαλου). Ακριβώς αυτήν την μέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου