Αφήγηση:
Τσινιάνης (Πασιάς*) Ιωάννης (1925-)
Σε συνέντευξη που δόθηκε στις 12 Αυγούστου του 2004 ο μπάρμπα Γιάννης
Τσινιάνης του Γεωργίου αναφέρεται στους χρόνους τα Εθνικής Αντίστασης και στη
συμμετοχή του σε μάχες εναντίον των Γερμανών. Εν προκειμένω θυμάται το σαμποτάζ
που έγινε σε φυλάκιο στην τοποθεσία «Χελοπόταμος» Λιτοχώρου:
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Χτύπσαμι μέσα στου Χιλουπόταμου.
Στου φυλάκιου.
-Πού είναι ο Χελοπόταμος**.
-Στου
Λιτόχουρου. Ικεί στου Σταθμό, παραπέρα. Είχαμι ...ικεί πέρα για να σπάσουμι
στου φυλάκιου.
-Εσύ πού ήσουνα.
-Στ'
ανταρτικά. Ιγώ δεν ήξιρα του μέρους. Είχα κάτ' Λιτουχουρνούς ικεί
πέρα, πιρνούμι απού κάτ' τη γραμμή. Βρήκα κι κάτ' κυδώνια στου μέρους ικεί,
έφαγα κι κυδώνια. Νύχτα ήταν. Πάμι σ' ένα μέρους ικεί πέρα, να πιράσουμι άλλ'
μια γκιφυρούλα κι να πάμι στου σκουπό που φύλαγι. Κι είχαν συρματουπλέγματα,
αυτό του νησάκ'. Καβάλα τα συρματουπλέγματα ικεί, βγαίνουμι στου κεντρικό, ικεί
ήταν σκουπός, φυλάκιου. Αλλά πάν στου δρόμου ήταν πουλλοί αντάρτις. Κι άκουγαν
αυτοί είχαν το βλέμμα προς τα 'κεί του σκοπό. Φσούσι κι όλα λίγου. Βγαίνουμι
ίσια, ίσια σ' ν' άκρια. Μόλις τουν γλέπου, Γιάν'..
-Τι είδες;
-Το
σκοπό.
-Των Γερμανών;
-Ναι.
-Τι καιρός ήταν;
-Τώρα
τουν Αύγουστο.
-Ποιο έτος;
-Το
'44. Λοιπόν, μόλις τον βλέπω εκεί πέρα, -καλά ιτότι είχα 19-20 χρονών- μι μια
σάλτα, που λες, τουν γράπουσα.
-Με τα χέρια;
-Μι
τα χέρια. Τουν γραπώνω ικεί πέρα, κατάλαβι ι άλλους ι σκουπός απού κείν' μπάντα
ντ γέφυρα. Αναστατώθκαν. Μόλις τουν έπιασα, τουν έδουσα τουν άλλουν, ύστιρα,
του μπήρι κι έφυγι. Φτάν' του τάγκς. Πού να κρυφτείς τώρα μι του τάγκς. Γυρνώ
πίσου. Δεν ήξιρα κι του μέρους, Γιάν', του τάγκς ικεί πέρα, προυβουλέας, κι άμα
δε γξέρς του μέρους, κυκλουφουρούσι του τάγκς. Απού 'κεί αμπδώ σι μια μπάρα
μέσα, απού δω απού κει, απού δω απού κει, πού να μιλήσου. Οι άλλ' είχαν φύγ'.
Έμεινα 'γω.
Ε,
καμιά φουρά ξιμπέρδιψα. Βάν' κι του Μαυρουνέρ'. Στου Μαυρουνέρ' πέρα είχαν του
επάκτιου, χτυπούσι. Χτυπούσι. Αφού έδουσαν σήμα αυτοί ύστιρα. Χτυπούσι. Ουβίδις.
Πού χτυπούσε;
-Χτυπούσι
μέσα σι μας, στα Βαρκά, χτυπούσι δώθι, κείθι, γιατί έδουσι σήμα ικείνους,
ότι...
Απού
δώ, που κει, καμιά βουλά ξιμπέρδιψα, αλλού έπιφταν ουβίδις...οι άλλ' έφυγαν,
πάν απάν ζ Γκουντουργιώτσα. Μι κατάλαβι ένας Γιρμανός όι. Τς λέει ικεί απάν
αυτός...Άρξα 'γω να πάνου, ώς να ξιμπιρδέψου, η ώρα δέκα πήγα απάν'. Ε, ήξιραν
ορισμέν' γιρμανικά. Αυτός απού μ' έπιασι, λέ':
-Δεν
είντους.
Κατάλαβι,
ας ήταν κι νύχτα, όι! Κατάλαβι. Λοιπόν, καμιά φουρά, πήγα ικεί πέρα. Άλλ'
ήλιγαν, ότι "αυτός στα χέρια δεν πιάνιτι, εκτός αν τον χτύπσαν". Για
μένα. "Στα χέρια δεν πιάνιτι αυτός". Κουρασμένους, ταλιπουρημένους
όλ' νύχτα πήγα απάν' ζ Γκουντουργιώτσα. Ικεί σ' τς άλλ', στου τάγμα. Πήγα καμιά
βουλά ικεί απάν', μ' είδι αυτός...
-Ποιος ήταν επικεφαλής τότε, θυμάσαι κανέναν;
-Ε,
δε θυμάμι, ήταν κι ι Φωτεινός. Ήταν κι άλλ', ο Ιωσηφίδης...Αυτός, όπως είχα
μάθ', ήταν υπολοχαγός στο στρατό, στον εθνικό στρατό κι ύστιρα ήταν διοικητής
σι μας. Ήταν φουβιρό να τουν καταλάβς. Ήταν ένας, δηλαδή, δεν ξανασταύρουσα
τέτοιουν άντρα. Δηλαδή είχι ένα μουστάκ' κουντό μαύρου, στριμένου. Κι νέους,
αρά, 30 χρουνών άνθρουπους μπουρεί να ήταν.
Είχαμι
κι μια διμοιρία Ιταλούς. Γιατί όσ' έφυγναν απ' τζ Γιρμανοί έρχουνταν σι μας,
στ' ανταρτικά. Κι αυτοί μεταχειρίζουνταν αυτά τα βαριά τα πολυβόλα. Κι πάηναν
κάτ' για του τάγκς. Κι αμπήτσα μέσ' στου νιρό ιγώ. Δεν ήξιρα κιόλα, απού πού να
βγω. Νύχτα. Κι μ' άφσαν μόνο.
ΚΟΙΝΗ: Να σου πω, Γιάννη, το σαμποτάζ που
κάναμε στον Χελοπόταμο, στο φυλάκιο των Γερμανών.
-Πού είναι ο Χελοπόταμος.
-Στο Λιτόχωρο. Εκεί στο Σταθμό
Λιτοχώρου, λίγο παραπέρα. Είχαμε προγραμματίσει να σπάσουμε μέχρι εκεί πέρα,
στο φυλάκιο.
-Εσύ πού ήσουνα.
-Στα ανταρτικά. Προσωπικά εγώ δε
γνώριζα την περιοχή. Στην παρέα μου είχα μερικούς Λιτοχωρίτες και μαζί προχωρούσαμε
το δρόμο κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή. Βρήκα και έφαγα κάτι κυδώνια. Ήταν
νύχτα. Πιάνουμε μια τοποθεσία εκεί πέρα, επιχειρούμε να περάσουμε ένα μικρό
γεφύρι με σκοπό να φτάσουμε στο σκοπό που φύλαγε το φυλάκιο. Ήταν ένας
περιορισμένος χώρος με συρματοπλέγματα. Καβαλάμε εμείς τα συρματοπλέγματα,
προσπερνάμε προς τον κεντρικό δρόμο, αντικρύζουμε εκεί το σκοπό, το φυλάκιο.
Αλλά πάνω στο δρόμο υπήρχαν πολλοί αντάρτες. Οι αντάρτες φαίνεται πως πήραν
είδηση την παρουσία μας. Ο σκοπός κοιτούσε σε άλλη κατεύθυνση. Φύσαγε επίσης
λίγο. Προχωράμε ίσια, ίσια, άκρη, άκρη. Μόλις τον βλέπω, Γιάννη...
-Τι είδες;
-Το σκοπό.
-Των Γερμανών;
-Ναι.
-Τι καιρός ήταν;
-Σαν τώρα, Αύγουστος.
-Ποιο έτος;
-Το '44. Λοιπόν, μόλις τον βλέπω
εκεί πέρα, -καλά τότε ήμουνα νέος 19-20 χρονών- κάνω ένα σάλτο, που λες, τον
γραπώνω.
-Με τα χέρια;
-Με τα χέρια. Τον γραπώνω εκεί πέρα,
ο άλλος σκοπός πήρε είδηση. Αυτός που φύλαγε στην άλλη άκρη της γέφυρας. Αναστατώθηκαν. Πιάνοντάς τον εγώ καλά, τον
παραδίνω στον άλλο της συντροφιάς μου. Ο συνάδερφός μου, ύστερα τον παρέλαβε
και φύγανε. Εντωμεταξύ, καταφτάνουν τα ταγκς. Πού να κρυφτείς τώρα, που τα
ταγκς βρίσκονται μπροστά σου! Αναγκάζομαι να επιστρέψω πίσω. Δε γνώριζα και την
περιοχή, Γιάννη. Το ταγκ μπροστά μου με τον προβολέα να μας θαμπώνει. Και
δυσκολεύεσαι πολύ, όταν είναι άγνωστος ο τόπος. Το ταγκ κυκλοφορούσε. Παίρνω
απόφαση να ριχτώ μέσα σε μια μπάρα με μπόλικο νερό. Καταβάλλω κάθε προσπάθεια
να βγω από τα νερά, σε ποιον να φωνάξω; Οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί. Έμεινα
μόνος και έρημος.
Ε, καμιά φορά ξεμπέρδεψα. Οι
Γερμανοί αρχίζουν να πυροβολούν και από το Μαυρονέρι. Πέρα στο Μαυρονέρι είχαν
τα επάκτια. Από εκεί έριχνε οβίδες. Βαρούσε συνεχώς. Αυτό έγινε, όταν οι σκοποί
δώσανε πληροφορίες για την παρουσία μας. Πέφτανε οβίδες σωρηδόν.
Πού χτυπούσε;
-Το επάκτιο χτυπούσε εμάς. Μέσα στο
Βαρικό. Χτυπούσε προς τη μια πλευρά, χτυπούσε προς την άλλη. Γιατί εκείνος ο
σκοπός έδωσε κανονικό σήμα ότι εμείς...
Καταβάλλοντας όλες μου τις
προσπάθειες να ξεμπερδέψω από τα βαλτώδη εδάφη, κάποια ώρα τα κατάφερα.
Παραπέρα πέφτανε οβίδες. Οι άλλοι συνάδερφοί μου φύγανε. Προχώρησαν προς τα
πάνω, την Κονταριώτισσα. Αμάν! Ένας Γερμανός με πήρε είδηση. Ειδοποιεί το
γεγονός αυτό εκεί πάνω. Εγώ αργοπόρησα να φτάσω στην Κονταριώτισσα. Μέχρι να
ξεμπερδευτώ η ώρα πήγε πάνω από τις δέκα.
Ε, μερικοί ξέρανε γερμανικά. Αυτός που με συνέλαβε, λέει:
-Δεν είναι αυτός, αποκλείεται.
Το κατάλαβε αυτός κι ας ήταν νύχτα.
Το κατάλαβε. Λοιπόν, καμιά φορά, πήγα εκεί πέρα. Άλλοι λέγανε, ότι "αυτός
στα χέρια δεν πιάνεται, εκτός κι αν τον χτύπησαν". Εννοούσαν εμένα.
"Στα χέρια δεν πιάνεται αυτός". Κουρασμένος, ταλαιπωρημένος εγώ, όλη
νύχτα έτρεχα για να 'ρθώ στην Κονταριώτισσα. Πήγα να ανταμώσω τους άλλους της
παρέας. Στο τάγμα. Έφτασα, λοιπόν, κάποτε εκεί επάνω με είδε αυτός, ο αρχηγός.
-Ποιος ήταν επικεφαλής τότε, θυμάσαι
κανέναν;
-Ε, δε θυμάμαι, ήταν κι ο Φωτεινός.
Ήταν κι άλλοι, όπως ο Ιωσηφίδης...Αυτός,
όπως είχα πληροφορηθεί, ήταν υπολοχαγός στο στρατό, στον εθνικό στρατό και
ύστερα ήταν διοικητής σε μας. Συναντούσε πολύ δυσκολία να τον καταλάβεις. Ήταν
ένας μυστήριος άντρας. Δε συνάντησα τέτοιον άντρα στη ζωή μου. Συγκεκριμένα
είχε ένα μουστάκι κοντό μαύρο, στριμμένο. Και νέος. Μωρέ 30 χρονών άνθρωπος
μπορεί να ήταν.
Μαζί μας είχαμε και μια διμοιρία
ιταλών. Διότι όσοι φεύγανε από τα γερμανικά στρατεύματα προσκολλούσαν σε μας,
στα ανταρτικά. Κι αυτοί μεταχειρίζονταν αυτά τα βαριά τα πολυβόλα. επωμίστηκαν
το έργο να πυροβολούν τα ταγκς. Και πήδησα μέσα στο νερό εγώ. Χωρίς να γνωρίζω
κιόλα την περιοχή. Από πού να βγω; Οι άλλοι φύγανε και με αφήσανε μοναχό.
---------
* Πώς
βγάλανε τον Γιάννη Τσινιάνη «Πασιά» θα μας τα πει ο ίδιος: Ήμασταν οι
αντάρτις (Εθνική Αντισταση) στο Λόφο κι ένα βράδ' έτρουγάμι ριβύθια. Μιλάμι για
του '44. Μ' έφιραν από ‘να τάγμα. Κι ήμαν απού δώ πέρα, απ' τ' μέσ' κι απάν
γυμνός. Μ' ήφιραν ένα του γιρότιρου τάγμα. Ιγώ έτρουγα ριβύθια κι μι λέ' ένας
"Σήκου ρε πασιά να παλέψ'. Σήκου"
-Σταματάτι, αρά,
να φάου.
-Σήκου, σήκου.
Μόλις σκώνουμι
απάν', ένας, γιρό πιδί, καθώς ήταν γκόλιου κι του πχιάνου απού δώ πέρα του
μπράτσου, μπήκαν τα δάχλα μέσα, του γκάνου μια καταή ικεί πέρα, του μπάτσα,
τουν λέου:
-Θες ξανά; Άντι
φέγα, να μη σι πιτάξου ικεία κάτ', να σι πάρου 'π' του πουδάρ'...
Απού τότι μ' έβγαλαν "πασιά". Λιτουχουρνοί "σήκου πασιάκα
μ'".
[Υπηρετούσαμε
στο ανταρτικό κατά την περίοδο της εθνικής Αντίστασης με έδρα το Λόφο Πιερίας.
Το βράδυ τρώγαμε ρεβίθια. Μιλάμε για το 1944 έτος. Με βάλανε σε ένα ορισμένο
τάγμα. Και έτυχε να είμαι μισόγυμνος. Με βάλανε σε ένα από τα καλύτερα τάγματα.
Τη στιγμή που έτρωγα τα ρεβίθια με πλησιάζει κάποιος και μου λέει: "Σήκω,
επάνω, ωρέ πασιά, να παλέψεις. Σήκω".
-Σταμάτα, πρώτα
να φάω και μετά παλεύουμε.
-Σήκω, σήκω
τώρα.
Δε χάνω καιρό.
Σηκώνομαι επάνω. Ο αντίπαλός μου ήταν δυνατός, γυμνός, καλό παλικάρι. Τον πιάνω
από εδώ πέρα, από το μπράτσο, που τα δάχτυλά μου χώθηκαν στο σώμα του. Τον
πιάνω καλά, τον ρίχνω καταγής εκεί πέρα, τον πατάω με τα πόδια μου. Στη
συνέχεια του λέω:
-Θες ξανά; Άντε
φύγε από εδώ για να μη σε πετάξω εκεί πέρα. Φύγε να μη σε αρπάξω από τα ποδάρια
σου.
Από τη στιγμή
εκείνη μου δώσανε την επωνυμία "πασιάς". Από την περιοχή Λιτοχώρου
ήταν αυτός που είπε τη φράση "σήκω πασιάκα μου"].
----------
** Ο Χελοπόταμος πρέπει να
βρίσκεται ανάμεσα στη Γρίτσα και Σταθμό Λιτοχώρου. Στο έργο του Σωτήρη Μασταγκά
«Χρονικά Λιτοχώρου», (τόμος όγδοος, σελίδα 43) σημειώνεται: «…ένα χιλιόμετρο
μόνον έχει επιστρωθή μεταξύ Χελοπόταμου και Βαρικού».
ΕΙΚΟΝΕΣ
Το αντρόγυνο Γιάννη και Θεοδώρας Τσινιάνη
Ο κ. Ιωάννης Τσινιάνης-πασιάς παραλαμβάνει
το μετάλειο επαίνου από τη διεύθυνση Ελληνικής
Χωροφυλακής. Το βραβείο δόθηκε για τα
ανδραγαθήματα στην Ελληνική Αντίσταση
ΕΙΚΟΝΕΣ
Το αντρόγυνο Γιάννη και Θεοδώρας Τσινιάνη
Ο κ. Ιωάννης Τσινιάνης-πασιάς παραλαμβάνει
το μετάλειο επαίνου από τη διεύθυνση Ελληνικής
Χωροφυλακής. Το βραβείο δόθηκε για τα
ανδραγαθήματα στην Ελληνική Αντίσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου