Η τρομοκρατία στον Κάτω Όλυμπο
Ο Κάτω Όλυμπος, καθώς μας λεν οι παλιότεροι, είναι δεμένος με τον φόβο της τρομοκρατίας. Αυτό συμβαίνει στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Σ’ αυτό βοηθούσαν α) τα πυκνοκατοικημένα κεφαλοχώρια (Σκοτίνα, Νιζιρός, Καρυά, Κρανιά, Παντελεήμονας κλπ), β) το κατάλληλο φυσικό περιβάλλον (δάση, νερά, χαράδρες, σπηλιές, καλλιεργήσιμες περιοχές κλπ) και γ) ο ρόλος των πλούσιων τσελιγγάδων του τόπου, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, στήριζαν τους ληστές. Το περιστατικό που ακολουθεί είναι αφήγηση του Αποστόλου Ι. Καλιαμπού, πατέρα του γράφοντος. Η σχετική συζήτηση έγινε το 1980.
"Ήταν άνοιξη. Μάρτιος του 1916. Το βράδυ του Ευαγγελισμού, η ώρα εννιά, στα παλαιμάντρια, πίσω εις το ντουβάρι του Καρκαφίρη. Συννεφιά. Ν’ ακούς να σκούζν τα βατράχια. Ενώ με τον μακαρίτη τον πατέρα μου ήμασταν στο μαντρί *. Βύζινάμι τα γίδια στα τσαγκάδια. Το σκυλί γάβγιζε, όταν μπροστά εις την τζιουμπανάρικη καλύβα φάνηκε ο κλέφτης. Εγώ μέσα από το μαντρί είδα τον κλέφτη και λέω στον πατέρα:
-Πατέρα, ένας άνθρωπος με άσπρη κάπα.
Ο πατέρας πήγε να φύγει, αλλά δε μπόρεσε. Ένας άλλος κλέφτης πρόφτασε και τον έπιασε. ΄Εκατσάμι οι δυό κλέφτες, ο πατέρας κι εγώ. Εγώ, τότε, είχα δώδεκα χρόνια. Ο καπετάνιος ρώτησε τον πατέρα:
-Τι οικογένεια έχς;
Ο πατέρας απάντησε και είπε πως έχει τόσα πιδιά κι τόσα κουρίτσια. Ύστερα από λίγη κουβέντα έγινε νύχτα. Μας είπαν να ξικινήσουμι. ΄Εφεγγαν λίγο τ’ άστρα. Μόλις φτάσαμε στο ντουβάρι του Καρκαφίρη, λέει ο πατέρας:
-Το πιδί ας το αφήσουμι να γυρίσει στο μαντρί.
-Θα βαδίστι ή θα σου αρχίσου μι γκρανιά [με την κρανιά], φώναξε ο ένας κλέφτης.
Αυτοί οι κλέφτες που ήρθαν στο μαντρί ήταν ένας ο Τζιατζιάς, από την Κρανιά Λαρίσης κι ο άλλος, ο Μπλουγκούρας, από τη Ραψάνη Λαρίσης. Ο Τζιατζιάς ήταν πιο επιεικής, ο δε Μπλουγκούρας νευρικός και ταραχοποιός".
Οι δυο κλέφτες κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα και μας βάλαν μπροστά. Μέσ’ στ’ νύχτα ακούγονταν μόνο οι δικές μας οι πατσές [πατησιές]. Βαδίζαμε από τα Παλιάμπλα κα ντούμπα Γκαγκανάση [προς την τούμπα του Γκαγκανάση]. Αυτοί είχαν σύνθημα “ψιτ - ψιτ”. Ο ένας τους έδωσε το σύνθημα “ψιτ - ψιτ” κι αμέσως φανερώθηκαν άλλοι δύο. Έτσι οι κλέφτες έγιναν τέσσερες κι εμείς δίχως μιλιά βαδίζαμε προς τα Αλώνια, Μέτσοβο. Τότε γυρίζει και μου λέει ένας κλέφτης:
-πού τα έχει τα χρήματα ο πατέρας σου;
-Πατέρα, ένας άνθρωπος με άσπρη κάπα.
Ο πατέρας πήγε να φύγει, αλλά δε μπόρεσε. Ένας άλλος κλέφτης πρόφτασε και τον έπιασε. ΄Εκατσάμι οι δυό κλέφτες, ο πατέρας κι εγώ. Εγώ, τότε, είχα δώδεκα χρόνια. Ο καπετάνιος ρώτησε τον πατέρα:
-Τι οικογένεια έχς;
Ο πατέρας απάντησε και είπε πως έχει τόσα πιδιά κι τόσα κουρίτσια. Ύστερα από λίγη κουβέντα έγινε νύχτα. Μας είπαν να ξικινήσουμι. ΄Εφεγγαν λίγο τ’ άστρα. Μόλις φτάσαμε στο ντουβάρι του Καρκαφίρη, λέει ο πατέρας:
-Το πιδί ας το αφήσουμι να γυρίσει στο μαντρί.
-Θα βαδίστι ή θα σου αρχίσου μι γκρανιά [με την κρανιά], φώναξε ο ένας κλέφτης.
Αυτοί οι κλέφτες που ήρθαν στο μαντρί ήταν ένας ο Τζιατζιάς, από την Κρανιά Λαρίσης κι ο άλλος, ο Μπλουγκούρας, από τη Ραψάνη Λαρίσης. Ο Τζιατζιάς ήταν πιο επιεικής, ο δε Μπλουγκούρας νευρικός και ταραχοποιός".
Οι δυο κλέφτες κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα και μας βάλαν μπροστά. Μέσ’ στ’ νύχτα ακούγονταν μόνο οι δικές μας οι πατσές [πατησιές]. Βαδίζαμε από τα Παλιάμπλα κα ντούμπα Γκαγκανάση [προς την τούμπα του Γκαγκανάση]. Αυτοί είχαν σύνθημα “ψιτ - ψιτ”. Ο ένας τους έδωσε το σύνθημα “ψιτ - ψιτ” κι αμέσως φανερώθηκαν άλλοι δύο. Έτσι οι κλέφτες έγιναν τέσσερες κι εμείς δίχως μιλιά βαδίζαμε προς τα Αλώνια, Μέτσοβο. Τότε γυρίζει και μου λέει ένας κλέφτης:
-πού τα έχει τα χρήματα ο πατέρας σου;
-στα δευτέργια.
-πόσα φοράδγια έχετε;
-δώδεκα.
Μετά λέει στον πατέρα:
-πόσα φοράδγια έχετε;
-οχτώ.
-το παιδί μας είπε δώδεκα.
-όχι, είναι και του Γκριμούρα, δεν είναι όλα θκα μ’.
Βαδίζουμι, βαδίζουμι και δίχως να καταλάβουμι φτάνουμι σ’ τς Κότρις. ΄Εκατσάμι σ’ τς ιλιές ντ Βακούφκου [καθίσαμε να ξαποστάσουμε στις ελιές που είναι εκκλησιαστικό κτήμα]. Ο ένας κλέφτης πήγε στην Καρούτα κι γέμσι του σκί [ασκί] νερό. Το σκί ήταν πέτσινο. Αν καλά αδουκέμι [αν θυμάμαι καλά], από ‘κεί πήγαμε σ’ ντ’ Δραγασιά. ΄Υστερα μας παρατόρσαν [μας βγάλαν τα έντερα, που λέμε] στον ανήφορο. Ανεβαίνουμε ψλά σ’ Ντούκα τ’ αλμάκια κι ύστερα, καραούλ, καραούλ, σιαπέρα στα πλάγια, ώς το Σταυρό τ’ Καραλή. Χώνουμέστι σ’ τς καστανιές, μπαίνουμε στα πεύκα κι, ωπ, ένα κι ένα [πολύ γρήγορα] στα Καρόπλα. Αστόισα να πω, πως σ’ Ντούκα τ’ αλμάκια οι δυο κλέφτες παραμέρσαν τον πατέρα μου και τον ρωτούσαν για χρήματα και τα τοιαύτα.
-πόσα φοράδγια έχετε;
-δώδεκα.
Μετά λέει στον πατέρα:
-πόσα φοράδγια έχετε;
-οχτώ.
-το παιδί μας είπε δώδεκα.
-όχι, είναι και του Γκριμούρα, δεν είναι όλα θκα μ’.
Βαδίζουμι, βαδίζουμι και δίχως να καταλάβουμι φτάνουμι σ’ τς Κότρις. ΄Εκατσάμι σ’ τς ιλιές ντ Βακούφκου [καθίσαμε να ξαποστάσουμε στις ελιές που είναι εκκλησιαστικό κτήμα]. Ο ένας κλέφτης πήγε στην Καρούτα κι γέμσι του σκί [ασκί] νερό. Το σκί ήταν πέτσινο. Αν καλά αδουκέμι [αν θυμάμαι καλά], από ‘κεί πήγαμε σ’ ντ’ Δραγασιά. ΄Υστερα μας παρατόρσαν [μας βγάλαν τα έντερα, που λέμε] στον ανήφορο. Ανεβαίνουμε ψλά σ’ Ντούκα τ’ αλμάκια κι ύστερα, καραούλ, καραούλ, σιαπέρα στα πλάγια, ώς το Σταυρό τ’ Καραλή. Χώνουμέστι σ’ τς καστανιές, μπαίνουμε στα πεύκα κι, ωπ, ένα κι ένα [πολύ γρήγορα] στα Καρόπλα. Αστόισα να πω, πως σ’ Ντούκα τ’ αλμάκια οι δυο κλέφτες παραμέρσαν τον πατέρα μου και τον ρωτούσαν για χρήματα και τα τοιαύτα.
Στα Καρόπλα μας είπαν οι κλέφτες να σταματήσουμε μέσ’ στο μπαχτσέ τ’ Μήτσιου, κάτω απ’ τς κιρασιές. Μας διάταξαν να μείνουμε καταή και να μην το κουνήσουμε ρούπ’. Τότε ο καπετάνιος λέει στον ένα κλέφτη:
-Εσύ θα καθίσεις εδώ με τον πατέρα και γιο. Εμείς οι τρεις έχουμε ιδιαίτερα μυστικά.
Πράγματι, αυτοί οι τρεις πήγαν παραπέρα, συζήτσαν πίσω από μια πατλιά [πίσω από έναν θάμνο] για λίγα λεπτά της ώρας. Μόλις επέστρεψαν, είπαν στον πατέρα μου φωναχτά:
-γέρο, τι απόφαση έχεις;
-τι χαλεύτι [τί ζητάτε], πιδιά μ’; Κι έτρεμε ο πατέρας μ’.
-εμείς ζητάμε εκατό λίρες.
-δεν έχω, πιδιά μ’, πού να τζ βρω;
Εγώ από τον φόβο και την τρομάρα δεν κοίταξα να τους δω. Οι ματιές, που στα κλέφτικα έριχνα κάπου - κάπου, δεν έφταναν ώς τα μούτρα τους. Ο καπετάνιος ήταν όλο ασημικά, που, όταν βάδιζε, βροντοκοπούσαν. Ο πατέρας μου ο μακαρίτης για να τους καλοπάρει, έλεγε, πως, σαν μεγάλος τσέλιγκας, βοηθούσε πάντα τους κλέφτες, γιατί ζούσε με τους κλέφτες. Ο Μπλουγκούρας, όμως, δεν άκουγε τέτοια. Κι όλο έλεγε:
-Γέρο, θα σου κάψω το σπίτι σου μ’ όλη την οικογένεια.
Απ’ τα Καρόπλα μας πήραν και μας πήγαν προς τον άγιο Αθανάσιο. Ακριβώς πάνω από τα Μνήματα κουντουστάθκαν κι ο καπετάνιος είπε:
-Οι δυο μας θα πάρουμε τον πατέρα του παιδιού κι εσείς οι δυο θα βαστάξτι το παιδί εδώ. Άμα ακούστι όπλο, να σκοτώστι το παιδί.
Άμα άκσα πως θα με σκοτώσν, αρχισα να κλαίω, ν’ αμπδώ, να τρέμω. Ο καπετάνιος φάγκι αψής.
-“σουτ, σουτ’”, είπε.
Ο πατέραζ μ’ με παρηγόρησε.
-“σώπα, καλό μ’”.
Οι δυο κλέφτες τράβηξαν τον πατέρα απ’ το μανίκι φωνάζοντας:
-Πάμε, γέρο, για τς παράδες, μη μας λουγκουντάς [μή μας καθυστερείς].
Πήραν τον πατέρα, έφυγαν μέσ’ στα μεσάνυχτα κατά τον Τρανό τον πλάτανο τς απαλνής Σκοτίνας. Εμένα οι άλλοι δύο κλέφτες με βάσταξαν ακριβώς πάνω από τα μνήματα τ’ Αϊ - Θανάση, στο καραούλι, όπως πηγαίνει ο δρόμος για Βουΐλα. Για να περνάει η ώρα μ’ έλεγαν:
-“Να μείνεις μαζί μας και να τρως κρέας κλέφτικο”.
Μπαϊλτζμένος, κατακουρασμένος εγώ, αποκοιμήθηκα πάνω ‘κεί στο καραούλι. Ο πατέρας μου με την παρέα του στάθκαν όξω από το χωριό, ζ γκαρυά τς Στάθους ζ Μπαρθέν’[στην καρυδιά της Στάθως, στην Παρθένη]. Η νύχτα ήταν ήσυχη. Τα σκυλιά γάβγιζαν πολύ αρεά, πότε απ’ μπατουσιά, πότε απ’ τ’ απακιφάλμα [πότε από τις γειτονιές του κάτω μέρους του χωριού, πότε από πάνω]. Κάτι γκλαγκανάρια ακούγονταν από μπλάρια, όταν αυτά ξιούνταν, κάτι τσιουκάνια από τραϊά τσιοκάνιζαν, όταν αυτά μαρκιούνταν [κουδούνια από μουλάρια ακούγονταν, καθώς αυτά ξύνονταν, κάτι κουδούνια από τραγιά κουδούνιζαν, καθώς αυτά μασούσαν την τροφή τους]. Σε τούτη την ήσυχη νύχτα λέει ο καπετάνιος στον πατέρα μου:
-Εμείς θα μείνουμε δω. Εσύ τράβα στο σπίτι για τα λύτρα.
Κι έτρεξε ο πατέρας μόνος του στο σπίτι. Από χαμηλά φωνάζει:
-Λένου.
-Πχιός είνι;
-Εγώ είμαι, Λένου, κατέβα κι άγξι [άνοιξε].
Μπήκαν στο χαϊάτι κι ανέφκαν τ’ σκάλα, τραβούν για το νουντά.
-Λένου, το παιδί μας... τον έχουν σκλάβον οι κλέφτες. Χρήματα δεν έχουμε. Τι θα κάνουμε; Πώς θα σώσουμε το παιδί μας;
-Γιαννούλη, τι να κάνουμε; Άμα είναι από τον Θιό...
-Να πααίντζ γλήγουρα στο μπαρμπα Γιάννη τον Τράντα, να τον παρακαλέσεις να σε δώσει τετρακόσιες δραχμές.
Η μάνα μ’ πήγε δίπλα στο σπίτι του Τράντα και φώναξε:
-Μπάρμπα, μπάρμπα.
-Πχιός είναι;
-Εγώ είμαι η Λένου.
-Εσύ είσαι Λένου;
-Εγώ είμαι, μπάρμπα.
-Τι χαλεύς;
-Μ’ έστειλε ο Γιαννούλς να με δώσεις τετρακόσιες δραχμές δανκές. Έχουν το παιδί μας σκλάβο. Το πήραν από σιακάτ’ [από την Κάτω Σκοτίνα], από το μαντρί.
Ο μπάρμπα Γιάννης ο Τράντας είχε χρήματα και πετρώνονταν [κλειδώνονταν] από νωρίς για να μην τον πάρουν οι κλέφτες. Γι’ αυτό τα χρήματα τα έδωσε στη μητέρα μου ρίχνοντάς τα από ψηλά. Τα πήρε ο πατέρας μου και ξεκίνησε για τους κλέφτες. Τους μέτρησε τετρακόσιες δραχμές.
-Μόνο αυτά; Είπε ο Μπλουγκούρας.
-Δε θα γένουν όλοι καπιτάνοι, λέει ο Τζιατζιάς. Αυτά βρήκε ο άνθρωπος.
Πλαλούντα ανέφκαν [τρέχοντας ανέβηκαν] στο καραούλι. Χαιρετήθκαν με τον πατέρα. Σε μένα είπαν:
-Όταν μας γλέπς, να μη μας φοβάσι.
Κι έφυγαν ταστρώντα [και εξαφανίστηκαν στα γρήγορα] ”
Επεξηγηματικά:
αδουκέμι: θυμάμαι, “τώρα σι’ αδουκίθκα” (= τώτα σε θυμήθηκα).
ένα κι ένα: αμέσως, “ιγώ ήρθα ένα κι ένα, ισύ άρξις” (έγώ ήρθα στην ώρα μου, εσύ άργησες).
λουγκουτώ: καθυστερώ, “μη μι λουγκουτάς, έχου δλειά” (=μη με καθυστερείς).
Παρατόρσαν, μας παρατόρσαν: μας έχουν ξεκάμει, μας κατακούρασαν,
πατσιά (η): πατησιά , “πατσιά ‘ π’ τουν Αϊ-Λιά (τοπων).
πετρώνω: κλειδώνω, μανταλώνω, βάζω πέτρωμα.
ταστρόντα: στα γρήγορα, βιαστικά, “ήρθα στου σπίτ’ ταστρόντα”.
τσαγκάδια (τα): αρνιά που πρόσφατα απόκοψαν το γάλα, βυζ. τσαγκίον, τσαγκαδομάντρι: μαντρί για τα χωρίς αρνιά γαλάρια,---------
* Ας σημειωθεί, πως η ιστορία αυτή ξεκινάει από την περιοχή της Κάτω Σκοτίνας και μάλιστα από το “Ξηρουκάμ”, ανάμεσα Καλύβια Σκοτίνας και Ζλιάνας. Εκεί, οι Σκοτινιώτες κατά το χειμώνα κατέβαζαν τα γίδια και είχαν τα μαντριά. Γι' αυτό και η τοποθεσία αυτή διατηρεί μέχρι και σήμερα την ονομασία “Μαντριά”. Ακούμε από την Ελένη Καλιαμπού-Μπακάλη: "Παγουμένα τα χιόνια στου Ξηρουκάμ'. Φιγγάρ' μέρα κι κλέφτις μπήκαν στου μαντρί".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου