Ιστορίες γερόντων: ληστές στον Κάτω Όλυμπ
Το καλοκαίρι του
1996 γίνεται συζήτηση με τον αείμνηστο Βασίλη Δ. Στύλο (1919-2008) στο σπίτι
του στο «Γαβρί» 1 της Σκοτίνας. Η συζήτηση αναφέρεται στην απαγωγή του
Αποστόλου Ιω. Καλιαμπού (1904-1995), από τον λήσταρχο του Κάτω Ολύμπου Μήτσο
Τζιατζιά (1889-1930) και τη συμμορία του
Ιδιωματική
Απόστολος Ιω. Καλιαμπός * όμηρος του Τζιατζιά |
Αυτού ζ ντ Μπάρα ντ Γκαλιαμπού είχι
τα γίδια ι παππούς ι Καλιαμπός. Είχι κι
τα φουράδια. Στα φουράδια είχι του Γιάν' του Μαλλιάρα τζιουμπάνουν. Ι μπαμπά σ'
βουσκούσι τα γίδια. Αν είχι κι άλλουν τζιουμπάνουν στα γίδια, δε ντου
γνουρίζου. Τότι ήταν κλέβδις. Ι Τζιατζιάς, ι Νταμπούρας, ι Μπαμπάνης. Ήταν
πουλλοί. Ιτότις έστειλι η παππούς του μπαμπά σ' να πααίν' στου χουργιό 2 κι απ'
του χουργιό να κατιβεί σιακάτ' 3 να πουτίσ' τα χουράφια. Τότι πότζαν χουράφια.
Λοιπόν. Η μπαμπά σ' δε γκατέφκι 'π' του
δρόμου που κατέβηναν ι κόζμους, 'π' του
'Ισιουμα. Πάει απ' Γκατράν'. Τουν 'Αη Θανάσ', στα Καρόπλα κι απού κει ζ
Γκατράν'. Να κατιβεί απού κει στουν
'Αγιου Νικόλα κι να κατιβεί σ' τς Κότρις. Ένα κι ένα. 4 Κατάλαβις; Τιλιφταία,
αφού πέρασι ούλ' Γκατράν', ικεί στη γουνία, στ'
Κακάλ' Ντουραλή τουν έπχιασαν οι κλέβδις. Του μπήραν όμηρουν.
-Δηλαδή τι είχε εκεί ο Κακάλης
ο Ντουραλής;
Χ(αρικλειώ)
(σύζυγος του Βασίλη Στύλου): Ήταν
μπαχτσές μι παλούκια φραγμένους. Μι
παλούκια, να μη μπααίν γρούνια μέσα.
(Β)ασίλης: Τέλους
πάντουν, Γιάν', ικεί του τζάκουσαν του μπαμπά σ'.
Αφού του τζάκουσαν του μπαμπά σ',
'δουποίησαν στου χουργιό του μπαππού του Γκαλιαμπό ότι "του πιδί σ' του
πήραμι όμηρουν".
Ιτότι ι παππούς ι Καλιαμπός βιό είχι,
παράδις δεν είχι. Του βιό, όμως, δεν είχι αξία.
Εικουσπέντι δραχμές ένα κατσίκ', τι παράδις είχι! Αλλά είχι, όμως, ένα
τέτχιου, για να πάρ' παράδις. Είχι αντίκρισμα. Του βράδ' έστειλι τ' μανιά ντ
Γκαλιαμπίνινα, τη γναίκα τ', στου μπαππού του Γκουτσιβό. Ιτότι είχαν πιτρώματα
στα σπίτια. Φουβούνταν ι κόζμους.
Φουβούνταν απ' τς κλέβδις.
-Ποιον Κοτσιβό;
-Του μουχτάρ'. Γένουνταν ούλου πρόιδρους.
-Πού καθόταν ο μοχτάρης;
-Απάν' απ' τς Στύλινας του σπίτ'. Του
Κουτσιβάτκου.
Χ: Πού 'νι του Κοτσιβάτκου του σπίτ'.
Πάν' ικεί, απού 'χι του μύλου η Μήτρινα.
(Β): Δεν είχι πιδιά αυτός. Κι είχι
γριντιά ζ μπόρτα. Είχαν ασφάλεια ι κόζμους.
(Χ): Να σι πώ, Γιάν'. Του ντβάρ' απ' τό
'φκιαναν, άφναν τρύπα, κι έβαναν διάδρουμοι. Κι απ' τη μια μπάντα τουν έπιρναν
του διάδρουμου κι του μπάηναν σ' ν' άλλ' κι σφύγγαν κι οι δυο οι πόρτις. Κι του
τραβούσαν άμα ήθιλαν ν' ανοίξν.
(Β): Κι σανίδια χουντρά, τέσσιρα δάχλα.
Κι έβαζαν πέταλα, έτσ' απ' όξου, γιρά. Έπριπι ένας διαρήχτς, ένας κλέφτς, να
έχ' μσή νύχτα πιριθώριου για να σκίσ' μπόρτα. Του οποίον γένουνταν
αντιληφτός. Δε μπουρούσι να κάμ' τέτοια
δλειά,
Τέλους πάντουν, πάει η μανιά η
Καλιαμπίνινα. Νύχτουσι καλά κι πάει' π' τη βίγλα. Βίγλα λέν' του παραθυράκ' κι πουλιμούσαν 5 τα
κάτρα. Τά 'βαναν σ' ένα σέι 6 κι τα πουλιμούσαν απού κει κάτου. Λοιπόν, πάει η
μανιά η Καλιαμπίνινα 'που κάτου κι φουνάζ :
-Γιουργάκ'! Αφέντ Γιουργάκ'!
-Ποιος είνι; Λέ' αυτός απ' ντ
βίγλα.
-Ιγώ είμι, η Γιαννούλινα η
Γκαλιαμπίνινα.
-Τι θέλς, Γιαννούλινα.
Δε φαίνουνταν ι Γιουργάκς απού
μέσα, τώρα.
-Μ' έστειλι ι Γιαννούλς να μι δώ
'ς τριάντα λίρις.
-Τριάντα λίρις; Γιατί,
Γιαννούλινα, τς θέλτι;
-Πήραν του πιδί όμηρον. Τό 'πχιασαν ι
Τζιατζιάς. Κι ζητούν τριάντα λίρις τώρα για ν' αφήσουν του πιδί. Να πααίν τς
παράδις σι σημείου -αυτοί έγραψαν-, ν' αφήκν του πιδί.
Τέλους πάντουν, τλίγ' σ' ένα μαντήλ' ι
μουχτάρς τς λίρις κι τς πέταξι απ' ντ
βίγλα κάτου κι τς πήρι η Γιαννούλινα κι τς πάει στου μπαππού κι τς πάει σ' τς
κλέβδις. Κι αυτοί αφήσαν τουν Απουστόλ' .
Απόδοση στην
κοινή
Στο σημείο που ονομάζεται "Μπάρα
Καλιαμπού" βοσκούσε τα γίδια ο παππούς ο Καλιαμπός. Μαζί του είχε και τα
φοράδια. Στα φοράδια τσομπάνη είχε το Γιάννη Μαλλιάρα. Ο πατέρας σου βοσκούσε
τα γίδια. Αν στα γίδια είχε και άλλο τσομπάνη, δεν το ξέρω. Εκείνο που ξέρω,
είναι ότι τότε κυκλοφορούσαν κλέφτες. Ο Τζιατζιάς, ο Νταμπούρας (Μπλογκούρας;),
ο Μπαμπάνης. Ήταν πολλοί. Τότε έστειλε ο παππούς τον πατέρα σου να πάει στο χωριό
*Άνω Σκοτίνα) κι από εκεί να κατεβεί στην κάτω Σκοτίνα για να ποτίσει τα
χωράφια. Ήταν εποχή για πότισμα.
Λοιπόν. O πατέρας σου δεν κατέβηκε από
τον συνήθη δρόμο που χρησιμοποιεί όλος ο κόσμος, δηλαδή από το Ίσιωμα. Πήρε το
δρόμο της Κατράνης. Πέρασε από τον Άγιο Αθανάσιο, τα Καρόπλα και από εκεί στην
Κατράνη. Σκέφτηκε να κατεβεί στον Άγιο Νικόλαο, το Χαλάλιο και στη συνέχεια να
φτάσει στις Κότρες. Στα γρήγορα. Κατάλαβες; Τελικά, αφού πέρασε την Κατράνη,
εκεί στη γωνία του Θεοχάρη του Ντουραλή-Ζιώγα το κτήμα, τον συνέλαβαν οι
κλέφτες. Τον πήραν όμηρο.
-Δηλαδή τι είχε εκεί ο Κακάλης ο
Ντουραλής;
Χ(αρικλειώ) (σύζυγος του Βασίλη
Στύλου): Ήταν μπαχτσές φραγμένος με παλούκια. Με παλούκια, για να μη μπαίνουν
μέσα γουρούνια.
(Β)ασίλης: Τέλος πάντων, Γιάννη, εκεί
τον πιάσανε τον πατέρα σου. Μόλις τον πιάσανε, ειδοποίησαν στο χωριό στον
παππού τον Καλιαμπό ότι "το παιδί σου το πήραν όμηρο".
Την εποχή εκείνη ο παππούς ο
Καλιαμπός βιό (ζώα) είχε, χρήματα δεν είχε. Το βιό, όμως, δεν είχε αξία.
Εικοσιπέντε δραχμές έκανε ένα κατσίκι. Τι χρήματα να έχει. Αλλά διέθετε, όμως,
κάτι άλλο, την καλή φήμη. Τον εμπιστεύονταν όλοι. Μπορούσε εύκολα να δανειστεί
χρήματα. Γιατί είχε αντίκρισμα. Το βράδυ έστειλε τη γυναίκα του την Καλιαμπίνινα
στον παππού τον Κοτσιβό. Τότε τα σπίτια ασφαλίζονταν με πετρώματα, -σίγουρη
εσωτερική ασφάλεια-. Φοβότανε ο κόσμος. Φοβότανε στους κλέφτες.
-Ποιον Κοτσιβό;
-Τον πρόεδρο.
Αυτός εκλέγονταν συνέχεια πρόεδρος.
-Πού καθόταν ο
μοχτάρης;
-Στην επάνω
γειτονιά, στο σπίτι της Στύλινας. Στο σπίτι το Κοτσιβάτικο.
Χ: Πού είναι το Κοτσιβάτικο το σπίτι.
Πάνω εκεί, όπου είχε το μύλο η Μήτρινα Γερομιχαλού.
(Β): Δεν είχε παιδιά αυτός. Και στην
πόρτα είχε στήριγμα τη γριντιά. Είχε ασφάλεια ο κόσμος.
(Χ): Να σου πω, Γιάννη. Όταν κτίζανε το σπίτι , στο ντουβάρι αφήνανε μια
τρύπα για να μπαίνει εκεί μέσα ο διάδρομος. Το βράδυ, πριν κοιμηθούν οι
άνθρωποι, ένωναν τις δυο πόρτες με το διάδρομο, ένα, δηλαδή, μεγάλος ξύλινος
κορμός -καδρόνι χοντρό- που το πιάνανε από τη μια πλευρά και το χώνανε μέχρι
την άλλη μεριά της πόρτας. Και τραβούσανε το διάδρομο σε περίπτωση που η πόρτα
έπρεπε να ανοιχτεί.
(Β): Τα σανίδια ήταν χοντρά, ίσα με
τέσσερα δάχτυλα το πάχος. Και απέξω βάζανε πέταλα, γερά. Ένας κλέφτης, ένας
διαρρήχτης έπρεπε να έχει μισή νύχτα περιθώριο για να χαλάει την πόρτα. Πράγμα
που τον πρόδιδε. Δυσκολεύονταν να προβεί σε τέτοια ενέργεια.
Τέλος πάντων, πάει η γιαγιά η
Καλιαμπίνινα. Νύχτωσε για καλά και πήγε από τη βίγλα. Βίγλα λένε το παραθυράκι
που είχαν στα κάστρα και από εκεί πέταγαν τα διάφορα αντικείμενα. Τα τύλιγαν σε
ένα πράμα και το πετούσαν κάτω. Λοιπόν, πήγε η γιαγιά η Καλιαμπίνινα κάτω στο
παραθύρι, τη βίγλα και φώναζε:
-Γεωργάκη! Αφέντη Γεωργάκη!
-Ποιος είναι; Λέει αυτός απο τη βίγλα.
-Εγώ είμαι, η Γιαννούλινα Καλιαμπίνινα.
-Τι θέλεις, Γιαννούλινα.
Δε φαίνονταν ο Γεωργάκης, όπως ήταν
μέσα, τώρα.
-Μου έστειλε ο Γιαννούλης να μου δώσεις
τριάντα λίρες.
-Τριάντα λίρες; Για ποιο σκοπό τις
θέλετε, Γιαννούλινα;
-Πήραν το παιδί όμηρο. Το πιάσανε η
παρέα του Τζιατζιά. Και ζητούν τριάντα λίρες για να ελευθερώσουν το παιδί. Να
πάνε τα χρήματα σε σημείο που αυτοί όρισαν. Μόνο τότε θα απελευθερώσουν το
παιδί.
Τέλος πάντων, τυλίγει σε ένα μαντήλι ο
μουχτάρης τις λίρες και τις πέταξα από τη βίγλα κάτω. Τις πήρε η Γιαννούλινα
και τις πήγε στον παππού. Αυτός τις πήγε και τις παρέδωσε στους κλέφτες. Και
αυτοί, με τη σειρά τους, απελευθέρωσαν τον Αποστόλη .
"Σημείωση: Η
απαγωγή έγινε το 1916, όπως αφηγείται ο ίδιος ο όμηρος: "Ήταν άνοιξη.
Μάρτιος του 1916. Το βράδυ του Ευαγγελισμού, η ώρα εννιά, στα Παλαιμάντρια,
πίσω εις το ντουβάρι του Καρκαφίρη".
1. το Γαβρί ή τα
Γαβριά είναι συνοικία στην Κάτω Σκοτίνα (περιοχή Αγίας Τριάδας). Για την
ονομασία επικρατούν δυο εκδοχές. Η μια υποστηρίζει την άποψη ότι εκεί υπάρχουν
πολλά γαβριά, η δεύτερη λέει ότι παλιότερα ο μακαρίτης Βαγγέλης Γαβρής, πατέρας
του Θεοχάρη, Διονύση, Γώργου κλπ, έκτισε εκεί μια καλύβα, που τη λέγανε «καλύβα
του Γαβρή»).
2. με τον όρο
«χωριό» εννοείται η Άνω Σκοτίνα (απαλνή). Η Κάτω Σκοτίνα έφερε άλλα ονόματα
(ακατνή Σκοτίνα ή ακατνό χωριό, Καλύβια ή, παλιότερα, Λείβηθρα).
3. στην
ιδιωματική «σιαπάν, σιακάτ», εννοούμε άνω, κάτω. Οι Σκοτινιώτες με τους όρους
αυτούς παραπέμπουν, αντίστοιχα, στην Άνω και Κάτω Σκοτίνα, οι γουνίδις είντις
σιαπάν, οι τζιουμπανοί σιακάτ (οι οικογένειες κατοικούν στο επάνω χωριό, ενώ οι
βοσκοί με τα γιδοπρόβατα στο κάτω).
4. ένα κι
ένα=αμέσως, ένα κι ένα ήρθα σι σένα.
5. πουλιμώ=ρίχνω,
πετώ, πουλέμσι τα κάτρα (πέταξε τα κατουρλιά)
6. σέι (του),
πράγμα, αποσκευή, "'εχασι τα σέια", "μάσι, αρά, τα σέια
σ'!", αλ. σιέι (Βασιλικά. Χαλκιδικής), σέγια (τα), πράγματα διάφορα,
καλαμπαλίκια, τουρκ. sey = πράμα.
* βιογραφικό
(περίληψη).
1904 γέννηση στην
Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου. Τα πρώτα
χρόνια τα περνάει στην ποιμενική, κυρίως, ζωή. Διακαής πόθος και όνειρο είναι
να γίνει παπάς. Τότε μητροπολίτης Κίτρους ήταν ο Παρθένιος Βαρδάκας
(1867-1934).
1926 γάμος με την
Καλή, θυγατέρα Ιωάννου και Όλγας Δάμπλια
Γέννηση παιδιών:
1928 Βαγγελούδα,
1930 Γιάννης, 1933 Ελένη, 1935 Γιάννης, 1938 Θανάσης, 1940 Όλγα, 1944 Λευτέρης,
1946 Γιώργος, 1950 Όλγα.
1945
χειροτονείται από τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Κοϊδάκη (1876-1954): διάκονος 7
Απριλίου στην Ανάληψη Κατερίνης, πρεσβύτερος την επομένη 8 Απριλίου
(Μεσοπεντηκοστή) στον Άγιο Νικόλαο Λιτοχώρου. Τοποθετείται στην ενορία αγίου
Νικολάου Μόρνας-Σκοτεινών Πιερίας.
1947 (Αύγουστος)
στην Περίσταση Κατερίνης ως ανταρτόπληκτος
1950 (Μάιος)
επιστροφή στη Μόρνα (επαναπατρισμός).
1948-1950 φοίτηση
στο Κατώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο Κοζάνης.
1951 (28
Νοεμβρίου) μετάθεση στον Κούκο Πιερίας.
1953 (Οκτώβριος)
μετάθεση στην Παντάνασσα οικισμού Καταφυγιωτών Κατερίνης.
1962 μετάθεση
στην Αγία Παρασκευή Κατερίνης (μητροπολίτης: Βαρνάβας Τζορτζάτος, 1918-1985).
1980 σύνταξη.
1995 θάνατος, επί
αρχιερατείας Αγαθόνικου -Γεωργίου Φατούρου (1937-, ενθρόνιση 1985).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου