Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ: Νερόμυλος



          Προπολεμικά στην Άνω Σκοτίνα λειτουργούσαν τρεις νερόμυλοι. Όλοι στη σειρά. Στον λάκκο που περνάει από την βρύση «Χασαπλιός». Ο πρώτος, στην κορυφή (στ΄ απακιφάλμα) ήταν του Μήτρου (Δημητρίου) Γερομιχαλού, στη μέση Λιόλια (Γεωργίου) Καρκαφίρη και τελευταία (ζ μπατουσιά) του Αποστόλου Καλιαμπού.

          Αναφορικά με αυτόν του Καρκαφίρη, η Λευκοθέα Καρκαφίρη-Κοκράνη (1932-2013) μου δίνει συνέντευξη στις 30 Ιουλίου 1982. Έχει τις δικές της προσωπικές αναμνήσεις.

 

Α. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ι μύλους είνι από πέτρα χτισμένος κι απάν' πλάκα οι μυλονόπιτρις. Γύρω-γύρω τα κασνάκια. Μυλονόπιτρις δύο. Μια απού κάτ', μια απού πάν'. Κάθουμάσταν κι τσιακμακούσαμι τσιάκ-τσιούκ, τσιάκ-


τσιούκ να βγάζν τουν αθέρα κι έριχνα ύστιρα λίγου
καλαμπούκ'. Του καλαμπούκ΄ γένουνταν ούλου πέτρα. Είχι σκουπίδια, πέτρις. Άμα δε ντο 'κουφτι, μι του σφυρί τρουκ, τρουκ, τρουκ, τρουχούσαμι. Κασνάκια τινικένια γύρου, γύρου κι μιτά ήταν του χλιάρ' που κατέβαζι τ' αλεύρ'. Του αλεύρ' χύνουνταν στον πόθο (αμπάρ) κι μ' ήλιγι ι πατέραζ μ':

          -Σύρι, Λιυκουθέα, να δεις ως πού είνι του άλισμα. (Δηλαδή) έφτασι στ' χουρσιά;

          Έβανάμι βουνές να βουλώσν οι τρύπις απ' γκαρούτα. Άφναμι λίγου καλαμπούκ' του βράδ', το 'τρουγαν τα πουντίκια, νε 'ξάι ιμείς, νε τίπουτα. Ίφιρνι 5 ουκάδις καλαμπούκ' μια γναίκα, το ζύγιζάμι, το 'ριχτάμι στου κασνάκ' ικεί. Κι έμεινι ικεί του βράδ', το 'τρουγαν τα πουντίκια. Απού πού να πάρς αξάι ισύ! Δεν έβγινι να δώσουμι στη γναίκα, όχ' να πάρουμι κι ιμείς. Ούλ' νύχτα ήμασταν μέσα σ' ένα παλικάλβου κι πάηναν απού πάν' κι βούλουναν τς τσαμπούνις απ' του κανάλ' ικείνου του φαρδί, γκαρούτα. Ιγώ ούλου στα σουκάκια. Μ' ένα κουπανί μάζιβα βουνές κι έρριχνα ζ γκαρούτα. Τα άλουγα βούντζαν.

  

ΚΟΙΝΗ: Ο μύλος είναι χτισμένος από πέτρα. Και από πάνω ήταν οι πλάκες, μυλονόπετρες. Γύρω-γύρω υπάρχουν τα κασόνια που τα λέμε κασνάκια. Οι μυλονόπετρες είναι δυο. Μία από πάνω και μια από κάτω. Καθόμασταν και τρίβαμε τις πέτρες, τις τσιακμακώναμε, που λέμε, "τσιουκ-τσιακ, τσιουκ-τσιακ" κατά τρόπο, ώστε να βγει ο αθέρας και ύστερα ρίχναμε λίγο καλαμπόκι. Εκείνο το καλαμπόκι γίνονταν σκέτη πέτρα, σκληρό, γιατί μέσα είχε πολλά σκουπίδια και πέτρες. Αν το καλαμπόκι δεν αλέθονταν, δεν κόβονταν, τότε εμείς με το σφυρί "τρουκ, τρουκ, τρουκ", τροχούσαμε την πέτρα. Τα κασνάκια γύρω-γύρω ήταν τενεκεδένια. Στη συνέχεις έβλεπες το χουλιάρι το οποίο βοηθούσε να κατεβεί το αλεύρι στην πέτρα.  Το αλεύρι χύνονταν στο αμπάρι, που το λέγαμε "πόθο". Και μου έλεγε ο πατέρας μου:

         -Πήγαινε, Λευκοθέα. να δεις μέχρι ποιο σημείο έφτασε το άλεσμα. Δηλαδή έφτασε στην κατάλληλη διαχωριστική γραμμή;                                                                                                                        

            Βάζαμε βουνιές για να βουλώσουν οι τρύπες από την καρούτα (για να μη γίνεται διαρροή του νερού). Αφήναμε από το βράδυ λίγο καλαμπόκι, το οποίο το τρώγανε τα ποντίκια. Επομένως τι αξάι (δικαίωμα) να πάρουμε εμείς; Απολύτως τίποτα. Για παράδειγμα, κάποια γυναίκα, έφερνε πέντε οκάδες καλαμπόκι για άλεσμα. Το ζυγίζαμε, το ρίχναμε στο κασονάκι. Το βράδυ έμενε εκεί και το τρώγανε τα ποντίκια. Κι από πού να ζητήσεις αξάι εσύ; Έτσι δεν απέμεινε καθόλου για αξάι (δικαίωμα). Αφού δεν έφτανε να δώσουμε στη γυναίκα, πόσο μάλλον για μας. Και αρκεί να σκεφτείς, ότι όλη νύχτα φυλάγαμε μέσα σε ένα παλιό καλύβι. Άσε που αρκετοί ανάγωγοι πηγαίνανε πάνω από την καρούτα του μύλου και βούλωναν τις τσαμπούνες της καρούτας. Κι εγώ να βρίσκομαι συνέχεια στους δρόμους, πάνω-κάτω. Προσπαθούσα να μαζεύω βουνιές σε μια μικρή σκάφη, ξύλινη, τις οποίες έριχνα στην καρούτα (για να βουλώνουν καλά οι τρύπες). Τα άλογα μας κάνανε καλό που βούνιζαν.   

        

Β. ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑ

ΙΔΙΩΜΑ: ΄Ηταν σταματήρας (στο μύλο). Απού κάτ'  μπέτρα του ΄λιγάμι ζιργιός. Είχι τ' φτιρουτή. Σιδηρένια φτιρουτή. Πώς είνι 'π' του κάρου (ακτίνες). Του νιρό χτυπούσι στ' φτιρουτή απ' του σφούν'. 

          Μας έκουβαν του νιρό. Πάηναν κι μας το 'κουβαν για να πουτίζν τζ ντουμάτις. Σι' άφναν τ' άλιζμα ουδέτσ' κι στο 'κουβαν. Πάηναν, πιτούσαν πέτρις, μας βούλουναν του τ' τζαντίλα. ΄Ενα πράμα στου γκάναλου, πώς ήταν τα κανάλια κι πιρνούσι του νιρό. Πάηνάμι κι ήλιγάμι: «Βούλουσ' η τσαντιλα, τρέχα».

          Σταματούσι ι μύλους, άμα βούλουν' τζαντίλα. Χύνουνταν του νιρό όλου. Κι πάηνάμι κι τα 'πιρνάμι όλα τα φύλλα, τα πλατανόφλα κι έφυγνι του νιρό. Βούλουνι ι μύλους κι πιτούσι η καρούτα ως πέρα τσαμπούνις. ΄Επριπι να πας 'που κάτ, να μπεις στου ζιργιό, να γέντζ μούσκιμα, να του ξιβουλώσεις.

          Θάνατουν είχαμι. Ταλιπουρία. Είχαμι δικό μας μύλου μι του μπαρμπα Νάσιου του Γκαρκαφίρ'. Μία βδουμάδα ιμείς, μια βδουμάδα ι μπαρμπα Νάσιους. Μισιακόν τουν είχαμι. ΄Υστιρα έκανάμι κι σ'  τς Μύλ'  απάν' μύλουν. ΄Εκανάμι μισιακόν μι του Μπουτιό του Γκαρκαφίρ'. Κατέβηναν οι Ζιργιώτις κι άλιθαν. Είχι νιρό πουλύ ικεί. 

ΚΟΙΝΗ: Ένα ξύλο το λέγαμε σταματήρα, γιατί μ' αυτό σταματούσε η λειτουργία της μυλονόπετρας. Το χώρο κάτω από την μυλονόπετρα τον ονομάζαμε ζιργιό. Ο μύλος είχε την φτερωτή. Σιδερένια φτερωτή. Γύρω-γύρω είχε σιδερένιες ακτίνες, όπως βλέπουμε στο κάρο. Το νερό βαρούσε τη φτερωτή, καθώς πεταζότανε δυνατά από το σιφούνι.  

          Μας κόβανε το νερό. Σου αφήνανε το αλεύρι έτσι, χωρίς να αλεστεί. Κόβανε τη λειτουργία του μύλου στη μέση. Τρέχανε, πετούσαν πέτρες, μας βούλωναν την τσαντίλα. Τσαντίλα ήταν ένα πράμα που το βάζαμε στον κάναλο σαν προστατευτικό για τα φύλλα. Εμείς τρέχαμε και λέγαμε: «Βούλωσε η τσαντίλα, τρέξε».

          Ο μύλος σταματούσε σε περίπτωση που βούλωνε η τσαντίλα. Όλο το νερό χύνονταν έξω. Εμείς φροντίζαμε να αφαιρούμε όλα τα φύλλα, τα πλατανόφυλλα, οπότε απελευθερώνονταν το νερό. Όταν βούλωνε ο μύλος, τα νερά πετιούνταν από την καρούτα όπως είναι οι τσαμπούνες. Για να ξεβουλώσεις τον μύλο, έπρεπε να κατεβείς κάτω στον ζιργιό (βάση νερόμυλου), να γίνεις μουσκίδι.  

          Ού!!, είχαμε θάνατο. Ταλαιπωρία. Είχαμε δικό μας μύλο μαζί με το θείο μας Νάσιο Καρκαφίρη. Τον λειτούργούσαμε μια βδομάδα εμείς, μια βδομάδα εκείνος.  Μεσιακό τον είχαμε. Αργότερα κατασκευάσαμε μύλο και στην τοποθεσία "Μύλοι". Τον κάναμε μεσιακό με τον Ποτιό Καρκαφίρη. Κατέβαιναν οι κάτοικοι της Καλλιπεύκης γι να αλέσουν. Εκεί πάνω είχε πολύ νερό.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου