Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

έθιμα: αποκριά στη Σκοτίνα




                                                 Η φωτιά στην κορφή της Τσιαγκάλας

Η Τσιαγκάλα

Το αποκριάτικο γιορτάσι στη Σκοτίνα Πιερίας κορυφώνεται με το στήσιμο της Τσιαγκάλας * στο κεντρικότερο σημείο του χωριού, «στουν Αγιώρ» και προαύλιο του σχολείου. Αυτό γίνεται το βράδυ της Τυρινής. Τη βραδιά αυτή όλος ο χώρος  πλημμυρίζει από κόσμο. Οι χωριανοί από όλες τις γειτονιές σπεύδουν με  ενθουσιασμό να πανηγυρίσουν το γεγονός. Από τα ανατολικά ανηφορίζουν οι κάτοικοι της Παραλίας. Από τα δυτικά κατηφορίζουν οι κάτοικοι της «Βασίλας». Από τα βορινά έρχονται όσοι κατοικούν στα «Πλατάνια» και από τα νότια όσοι μένουν στα «Γαβριά».
Για το στήσιμο της Τσιαγκάλας η νεολαία φροντίζει τα της προετοιμασίας. Από το δάσος κόβουν ένα μεγάλο ευθυτενή κορμό πεύκου. Μαζί με τον κορμό κουβαλάνε και κέδρινα κλαδιά. Αυτό γίνεται, συνήθως, την παραμονή της αποκριάς. Τότε κρεμάνε τα κλαδιά, στολίζοντας κατάλληλα την Τσιαγκάλα. Το γλέντι αναλαμβάνουν οι Σύλλογοι της Σκοτίνας (Πνευματική Κίνηση, Σύνδεσμος Εθελοντών, Σύλλογος Γονέων). Αυτοί μεριμνούν για τη διαδικασία της εκδήλωσης. Πρώτο μέλημα είναι η προετοιμασία της ορχήστρας. Στο τραγούδι έχουμε λαϊκή συμμετοχή από καλλίφωνα στόματα του χωριού (όταν τα τραγούδια είναι τοπικά). Εντυπωσιακή είναι η παρουσία των τοπικών χορευτικών τμημάτων με τη  συνδρομή του πολιτιστικού συλλόγου. Εξυπακούεται ότι τα εδέσματα είναι ποικίλα, πλούσια και εύγευστα.
Το αποκορύφωμα ξεκινάει την ώρα που δίνεται φόκος στην κορφή της Τσιαγκάλας. Αυτή αρχίζει να καίγεται. Η φωτιά γίνεται «μπαρμπατζιάνα».** Τα κλαρίνα επιλέγουν το χαβά κι ο χορός ζωηρεύει για καλά. Παλιότερα (στην Άνω Σκοτίνα) ο κόσμος «εξεθείαζε»  τους πρωτεργάτες της Τσιαγκάλας με το ντόπιο τραγούδι:
                        Τσιαγκάλα μ' ποιός, τσιαγκάλα μ' ποιός σι στόλισι
                        κι είσι στουλισμένη τσιαγκάλα μου καημένη.
                        Πρώτους εινί πρώτους εινί ι Γιώρς τ' Χασιώτ'
                        κι δεύτιρους ι Τράντας κι δεύτιρους ι Τράντας.***
                        Η μάνα μου μι στόλισι κι ι δόλιους ι αδιρφός μου.

                        Πέθανι ι Κριάτους πέθανι, ψυχουραγάει ι Τύρους
                        Ταράζ' ι Πράσους την ουρά κι ι κρόμδαρους τα γένεια.
                        Τσουκνίδα που 'ζι συ (πού είσαι συ)
                        να πάρου τη γκουρφή σου
                        να σι κουρφουλουγήσου. . .

Στο ερώτημα «ποιο το βαθύτερο νόημα της Τσιαγκάλας», η απάντηση δίνεται από το όλο τελετουργικό, του οποίου εξωτερικά στοιχεία είναι: φωτιά, χοροί, χαρές, τραγούδι, ξεφάντωμα. Η εσωτερική, όμως, επιθυμία του λαού κρύβεται στην αναζήτηση της «κάθαρσης», τον εξαγνισμό του εσωτερικού κόσμου, της ψυχής. Το άναμμα της φωτιάς καίει τα πάθη, αμαρτίες, κακίες. Συνεκδοχικά, λοιπόν, μετά την αποκριά, είναι χρειαζούμενη η «Καθαρή Δευτέρα» που ξημερώνει.
----------
* ο όρος «τσιαγκάλα» συναντιέται παντού. Στην Ήπειρο αναφέρεται ως τζαμάλα, νυχτερινή αποκριάτικη πυρά που ανάβεται από τα παιδιά στις πλατείες κατά τις Κυριακές της Κρεατινής ή Τυρινής Αποκριάς, «ξύλα για τς Απουκριές, να χουρέψουν κι οι γριές». Τα παιδιά τραγουδούσαν: «'Αηστε παιδιά για ξύλα, στουν καλόν τον λόγγον, κι οι κοπέλες για μανούσια, κι οι νιες για ιτιές, κι οι γριές για βατσνές». Άλλα ονόματα της τσιαγκάλας: αλαγούζα, γκριτζάλα (υψηλή εκ ξύλων πυρά ην ανάπτουσι περί λύχνων αφάς των απόκρεω), μπιμπίνα, πράντζα, κλαδαριά κλπ. Στον Πόντο έχουμε τη λέξη τσιαγκάλια=μεγάλα ξύλα σηκωμένα προς τα πάνω (Ιω. Τσαγκαλίδης, Κατερίνη), τσιαγκάλις=αρμάθες των καλαμπουκιών, «γέμσαν τα κατώια τσιαγκάλις μι καλαμπόκια».
** μπαρμπατζιάνα (η), φωτιά με μεγάλη φλόγα, τουρκ. μπαρμπατζιάν= παλικαράς. Στον Κολινδρό μπουμπούνα=φωτιά, φλόγα, μτφ. το κοκκινωπό πρόσωπο, στη Ρούμελη τζιαραμπίνα=μεγάλη φωτιά.
*** πρόκειται μάλλον για τον Γιώργο Τράντα του Ιωάννου (τζ Γιαννούλινας», θύμα του πολέμου στην Αλβανία.
----------
Σημείωση: Πρέπει έπαινος  στους συλλόγους Σκοτίνας για το ωφέλιμο έργο που επιτελούν. Καταγράφουμε τα πρόσωπα που τους απαρτίζουν:

1. Πνευματική Κίνηση: πρόεδρος Όλγα Στύλου, αντιπρόεδρος Ελένη Πινακά, γραμματέας Απόστολος Μαρνέλας, μέλη Έλενα Πάσχου, Θωμάς Χριστινόπουλος, Αθανάσιος Στύλος.
2. Σύνδεσμος Εθελοντών: πρόεδρος Κώστας Γανωτής, γραμματέας-ταμίας Δημήτριος Μητσιάνης, σύμβουλοι Νικόλαος Τσιαπάρης, Γεώργιος Καραμανόλας.
ΤΜΗΜΑΤΑ Χορευτικού: προπαιδικό, α’ παιδικό, β’ παιδικό, εφήβων, γυναικών, μικτό.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ Χορευτικού:  Αθανάσιος Αναγνώστου

---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ


                                           Η Τσιαγκάλα έγινε "μπαρμπατζιάνα" (άναψε ολόκληρη)

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Εμφύλιος: Θωμάς Χ. Σακελλάρης



                                                                       1905-1948

   Το καλοκαίρι του 2005 ο Χρήστος Θ. Σακελλάρης ανοίγει τη συζήτηση με κύριο θέμα τον Εμφύλιο. Ειδικότερα το βάρος περιορίζεται σε δυο χαρακτηριστικές ενθυμίσεις, την προσφυγιά και τον οικτρό θάνατο του πατέρα του. Ο θάνατος προκλήθηκε από την έκρηξη νάρκης στη θάλασσα της Λεπτοκαρυάς (η φωτογραφία του Χρήστου πάρθηκε το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους).



   Γεννημένος το 1930. Ο παππούς μου ήταν παπάς, Χρήστος Σακελλαρίου. Ο πατέρας μου Θωμάς γεννήθηκε το 1905 και σκοτώθηκε το 1948 στη Λεπτοκαρυά. 
Προσθήκη λεζάντας
   -Πότε, φύγατε από τη Σκοτίνα για τη Λεπτοκαρυά;
   -Το 1948, το Μάρτη μήνα. Πότε πήραν τον παπά Γιάννη; Εκείνη τη βραδιά φύγαμε κι εμείς. Ι παπά Γιάντζ έκατσι στου βουνό 15 μέρις.

απόφαση φυγής: Συνάζουντι 'κεί πέρα οι δικοί μας. Ι πατέραζ μ' του παγούρ' στου ντρουβά, 'που μια βιλέντζα, ι μπάρμπα Διουνύ 'ης, ι Απουστόλς ι Γιρμπχαλός, πιρνούμι 'π' τουν Αγιώρ'. Λέ' ι Θουμάς ι Τσιούρβας, ι μακαρίτς: «Πού πάτι, αρά»! «Φέγουμι, πάμι στ' Λιφτουκαρυά». [Συγκεντρώνονται εκεί πέρα (προφανώς στη γειτονιά του Σακελλάρη) οι δικοί μας. Ο πατέρας μου με το παγούρι στον τορβά, από μια βελέντζα ο καθένας, ο θείος μου Διονύσης, ο Απόστολος Γερομιχαλός, περνάμε τον Αγιώργη. Ο μακαρίτης Θωμάς Τσιούρβας-Καρκαφίρης φωνάζει: «Πού πάτε, ωρέ»!     «Φεύγουμε, πάμε στη Λεπτοκαρυά».

   Καμπάνα ντιπ. Κατάλαβι κι ι κόζμους, δε γξέου 'γώ, τι...Ώς να φτάσουμι απού κείν' μπάντα, στα τσκάργια, στου Σκαλί τ' Χλιάρα που λεν, στου Γκαλόηρου, γλέπουμι του χουριό 'που κουντά. Αλσίδα. Ερχόταν όλ' κα τ' Λιφτουκαρυά. Έφτασάμι στ' Λιφτουκαρυά, δώσαμι χαμπάρ' ικεί πέρα στουν αξιωματικό. Στην αρχή ο στρατός έστειλνι στρατόν ιδώ, μπλάργια. Να φουρτώσν. Σι μια μέρα του χουριό εκκινώθκι ντιπ. Σηκώθκι όλου. Ό,τι μπουρούσαν. Αυτού έμεινάμι καμπόσου γκιρόν, του Μάιο μήνα...Ήθιλάμι να φάμι κιόλα. Μας πήρι ένας Γριβινίτς ζ ντράτα. Δούλιβάμι ζ ντράτα, ό,τ' έβγαζάμι. Έβγαζάμι σαρδέλλις, ήφιρνάμι σ' ν' οικουγένεια απάν', έ κι κάνα χαρτζιλικάκ' αν έβγαζάμι. «Η καμπάνα βουβάθηκε. Ο κόσμος κατάλαβε τι συμβαίνει, ξέρω εγώ. Προχωράμε, φτάνουμε κάτω από την ανηφόρα που οδηγεί στο Σκαλί του Χλιάρα, που το λένε, δηλαδή στον Καλόγερο. Παρατηρούμε πίσω μας. Το χωριό όλο αλυσίδα να ακολουθεί. Όλοι ερχότανε προς τη Λεπτοκαρυά. τελικά, φτάνουμε στη Λεπτοκαρυά, ειδοποιούμε αρμοδίως. Συγκεκριμένα  ενημερώνουμε τον αξιωματικό του στρατού. Αρχικά ο στρατός έστελνε άντρες εδώ με μουλάρια. Να φορτώνουν στα μουλάρια τα πράγματα. Μέσα σε μια μέρα το χωριό άδειασε πέρα για πέρα. Ξεσηκώθηκε όλο. Ό,τι μπορούσαν οι άνθρωποι κουβαλούσαν. Στη Λεπτοκαρυά μείναμε κάμποσο καιρό. Έρχεται ο Μάης μήνας. Έπρεπε να φάμε κιόλας. Κάποιος Γρεβενίτης μας πήρε για δουλειά στην τράτα του στη θάλασσα. Όσα κι αν βγάζαμε, κέρδος μας ήταν. Βγάζαμε σαρδέλες, τις κουβαλούσαμε πάω στο χωριό για να φάει η οικογένεια. Υπήρχε περίπτωση να βγάζουμε και κανένα χαρτζιλίκι».

θάνατος Θωμά Σακελλάρη: Το μοιραίο ήταν, όμους ικείν' τη μέρα που ρίξαμι τη βάρκα στ' αυτό... λέ' ι καπιτάνιους του βράδ': "α να τραβήξουμι παραπάν' μήπους φουσκώσ' πιο πουλύ η θάλασσα κι μας μπάρ'" (μας την πάρει). Μι του τράβγμα 'π' τ' θάλασσα ντ βάρκα προς τα έξου, έγινι έκρηξη. Ήταν που κάτ' ντ βάρκα. Τη βάλαν στη στιργιά, έξου στουν άμμου. Ν' είχαν παγιδιβμέν', διμέν', ξέρου 'γω τι, μόλις ήρθις ισύ, κουνήθκι η καψούρα, τι έγινι, έγινι η άκρηξη, σα μψάρ' η βάρκα. Άλ μέσ' στ' θάλασσα στου κύμα, άλλ' σιαδώ, άλλ' σιακεί. Ψάχνου κι 'γώ να βρω του μπατέρα, τουν βρήκα τριάντα μέτρα πιταγμένουν στουν άμμου, τι να δω, καμένους ούλους. Μι λέ'...[ Ήρθε, όμως το μοιραίο! Τη μέρα εκείνη ρίξαμε τα δίχτυα στη θάλασσα. Το βράδυ λέει ο καπετάνιος: "α, πρέπει να τραβήξουμε τη βάρκα προς τα έξω, γιατί ενδέχεται να πιάσει μπουρίνι, να ξεφουσκώσει η θάλασσα και να μας σύρει τη βάρκα". Καθώς τραβούσαμε τη βάρκα προς τα έξω, ακούγεται έκρηξη. Πέσαμε σε νάρκη που βρισκότανε τοποθετημένη κάτω από τη βάρκα. Υπήρχε σχέδιο και τη βάλανε εκεί. Την τοποθετήσανε έξω στη στεριά, στην αμμουδιά. Την είχαν παγιδέψει, τη δέσανε, ξέρω εγώ τι την κάνανε, ας πούμε μόλις πλησίασες εσύ, κουνήθηκε το καψούλι, έγινε η έκρηξη. Η βάρκα πετάχτηκε σαν ψάρι. Ανθρώπινα σώματα πετάγονται ανάμεσα στα κύματα της θάλασσας, άλλοι προς τα εδώ, άλλοι προς τα εκεί. Ψάχνω εγώ να βρω τον πατέρα μου, τον βρίσκω τριάντα μέτρα πεταμένο μακριά στην άμμο. Έμεινα άναυδος όταν αντίκρυσα το θέαμα: Ολόκληρος καμένος. Πρόλαβε να μου πει…].
   -Ήταν ζωντανός.
   -Ήταν ζουντανός, μίλησάμι κιόλα. Μπουρεί να έζησι καμιά ώρα. Μι λέ':
   -Ν' ακούς τη μάνα σ'. Ό,τ' σι λέ', ν' ακούς τη μάνα σ'. Κι να προυσέξ λίγου τς μικρούς.
   Αυτό πρόλαβάμι.
   -Είχε καταλάβει, δηλαδή, ότι πάει...
   -Τι να σι λέου, μόνους του κρέμουνταν, δεν υπήρχι τίπουτα, απού δώ κι απάν' τίπουτα, ήταν πάν στη φλόγα κι ι αμμους τα ξήλουσι όλα. [Πώς να σου πω, το σώμα του κρεμότανε μόνο του, χωρίς καμιά προστασία, ούτε από πάνω, ούτε από πλάγια. Τυλιγμένος μέσα στη φλόγα και η άμμος τα ξήλωσε όλα]. 
   -Χρήστο, μήπως θυμάσαι πότε έγινε αυτό ακριβώς;
   -Κάπου τς 20 Μαΐου του 1948.
   -Εσύ προσωπικά έπαθες τίποτα;
   -Ιγώ ένα τραυματάκ' ιδώ, είχι μείν' κι μέσα κιόλα ένα πιτραδάκ' για πουλλά χρόνια. Ι Γρηγόρς ι Μπιλιάγκας στου ντόπου (στον τόπο).
   -Πού έγινε η ταφή;
   -Απαν' σ' ν' αγία Τριάδα στ' Λιφτουκαρυά. Του μπήραν ι στρατός. Ι Μπιλιάγκας είχι πιραζμένου πιλικούδ', σανίδ, πιραζμένου απού μέσ' στου χέρ' κι μέσα στη γκαρδιά. Πιλικούδα ουδέτσ'. Ο Βαγγέλς Αγγέλς ήταν ψηλουμένα στα πουδάργια. Έζησι ου άνθρουπους. [Στην αγία Τριάδα, στην επάνω Λεπτοκαρυά. Φρόντισε για όλα ο στρατός. Ο Μπιλιάγκας έπαθε μεγάλο κακό. Ένα πελεκούδι περάστηκε μέσα στο σώμα του, στο χέρι και την καρδιά του. Ολόκληρο πελεκούδι. Ο Βαγγέλης Αγγέλης τραυματίστηκε στο επάνω μέρος των ποδιών του. Έζησε ο άνθρωπος].

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΗ

Κατά τον Χρήστο Θ. Σακελλάρη «πριν λεγόταν Τζιουσταί και επειδή έγινε παπάς, πήρε το οφφίκιο του Σακελλάρη, που έγινε και επώνυμο». Κατ’ άλλους λεγόταν Κανάκης. Σύζυγος η μανιά Καλούδα από το Παντιλέμινο.(Πληροφορίες: Ελευθερία Σακελλάρη-Πλεξίδα).


Απόγονοι:

1. Μαρία, σύζυγος Αθανάσιος Σκρέτας,                             
2. Καλλιόπη, σ. Τάσιος Τσιαπλές από Δεριλί                    
2. Φώτω, σ. Γρηγόρης Καλαμάρας-Μητός                         
4. Θωμάς, σ. Καλλιόπη Θ. Κοτσιβού
α. Χρήστος, σ. Χαρίκλεια Παντ. Κοκράνη                              
β. Γιώργος, σ. Μαρία Εμ. Παπαγεωργίου                             
      γ. Αλκιβιάδης, σ. εκτός Σκοτίνας                     
      δ. Κούλα, σ. Γ. Τζιάτζιος (Ζαγκλιβέρι)
        5.. Διονύσης,. σ. Ουρανία Αθ. Καλαμάρα-Καϊάκα.
       α. Χρήστος, σ. Γραμματή Ζιάκα                                  
       β. Ελευθερία, σ. Δημ. Πλεξίδας                                  
       γ. Θανάσης. σ. Δήμητρα Π. Κοκράνη            
       δ. Καλούδα, σ. Δημ. Ιω. Μάνος

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

λακκώματα: λάκκος Παπά


 
Όπως αντικρύζουμε τις πλαγιές της Σκοτίνας (από τη θάλασσα), στα δεξιά μας βλέπουμε τη Ζλιάνα με τα παράπλευρα φαράγγια της. Στα αριστερά φαντάζει ο μεγάλος λάκκος του Παπά, που ξεκινάει από τις χαράδρες της Άνω Σκοτίνας και καταλήγει στη θάλασσα του Θερμαϊκού. Κατά την παράδοση το όνομα το πήρε από κάποιον παπά, ο οποίος πνίγηκε σε μια μπάρα του λάκκου, καθώς πήγαινε από Σκοτίνα στον Παντελεήμονα (πληροφορίες από Στέργιο Α. Γερομιχαλό, που κι αυτός τα άκουσε από τον παππού Μιχάλη Συντριβάνη). Στη συνέχεια δίνουμε επεξήγηση των τοπωνυμίων (με αλφαβητική σειρά) που καταγράφονται στο σχήμα:

Αναβρικό τ’ Αγγέλ’, ο λάκκος Παπά ακουμπάει στο σημείο ανάμεσα στην Αγία Παρασκευή και οικισμό της Αγίας Τριάδας. Προφανώς σχετίζεται με την οικογένεια Αγγέλη.
ΓΕΧΑ, Κατασκηνώσεις Ένωσης Χριστιανικής Αδελφότητος Λάρισας.  Πρωτολειτούργησαν στη δεκαετία του 1960. .
Ζγκούρα (η), η "μάνα", δηλαδή η δροσερή πηγή, απ' όπου υδροδοτείται σε μεγάλο μέρος η Κάτω Σκοτίνα. Η ονομασία από τον όρο «γκούρα» που σημαίνει πηγή νερού. Πολλοί ισχυρίζονται ότι από εκεί ξεκινάει ο λάκκος Παπά. 

        Ζγούρα-φωτογραφία 2013
Καμίνια (τα), το σημείο του λάκκου ανάμεσα στις πλαγιές Αϊ-Λιά και Πρίπουρα. Παλιότερα υπήρχαν καμίνια. 
Κρυόνερο, άφθονο νερό στα νότια της Άνω Σκοτίνας, κατάλληλος χώρος για πικνίκ. 
Λάκκος Καλιαμπού, ξεκινάει από τους νερόμυλους (προπολεμικά) της Άνω Σκοτίνας (Γερομιχαλός, Καρκαφίρης, Καλιαμπός), περνάει «απ’ τ’ Σκήπ» για να καταλήξει κοντά στον «Παλιόμπλο».  
Λάκκος Τρανός, ενώνεται με το λάκκο του Παπά στη Σμίξη (λοξά αριστερά), χωρίζει το «Παντλιμονίτκο» με το «Σκοτνιώτκο».  
Λακκοτσιόκας, χείμαρρος κοντά στον Αϊ-Λιά. Καταλήγει κοντά στο «Μπιστιρί». Τα πανύψηλα πλατάνια σχηματίζουν παχύ ήσκιο, όπου ξαποσταίνουν οι πανηγυριώτες του Δεκαπενταύγουστου, καθώς ανηφορίζουν το δρόμο "απ' ν' ακατνή» προς «απαλνή» Σκοτίνα.
Μάρμαρος,  πρόκειται για τον λάκκο πριν μπούμε στην Άνω Σκοτίνα ανεβαίνοντας "απού σιακάτ" (Κάτω Σκοτίνα). Ξεκινάει από την Παρθένη και καταλήγει στο λάκκο του Παπά. Όταν ο Μάρμαρος πλημμυρίζει και τα νερά αγριεύουν, τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Απόδειξη; Το 1946 σύρθηκε ως τη Σμίξη η "γουμάρα ντ Μπιλιάγκα" (η γαϊδούρα του Μπιλιάγκα). Επίσης το 1956 παρασύρθηκε από τα νερά ο μακαρίτης Θεοχάρης Γαβρής και βρήκε φριχτό θάνατο. 
Μάτι (το), η περιοχή στα δεξιά του κτήματος Ροδόπουλου (παλιού πολιτικού). Εκεί καταλήγουν τα νερά του λάκκου Παπά. Εκεί και το κτήμα του Νικούλ’ (Νικούλη) από τον Παντελεήμονα).
Μ'τσιάρα (η), πλαγιά στα ανατολικά της Άνω Σκοτίνας με πολλά νερά που καταλήγουν στη Ζγκούρα. «Είνι μουτσιαλκά, βγαίν' νιρά απού πουλλές φλέβις" (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης). Μάλλον από το μουτσάρα=υγρότοπος (Θανάσης Παπαθανασόπουλος (γλωσσάρι Ρούμελης).
Παλιαύλακο (το), παλιό αυλάκι που χρησίμευε για μεταφορά νερού από τον Παλιόμπλο μέχρι την Κορκοφωλιά. Φαίνεται πως, παλιότερα, στην Κορκοφωλιά και πιο κάτω η περιοχή ήταν κατοικήσιμη "χουριαδούλια".
Παλιόμπλος (ο), τοπων. ανάμεσα στη Μτσιάρα και Ζγκούρα. Παλιότερα υπήρχε νερόμυλος.
Σιλιός, ρέμα με πολλά νερά, τα πλησιέστερα στο χωριό (Άνω Σκοτίνα). Στις όχθες της ρεματιάς οι γυναίκες της Άνω Σκοτίνας «κουπάνιζαν» βελέντζες και χαλιά. Σλαβ. selo=χωριό, εξοχικό κτήμα, αλ. σελιό=το περιβόλι, το αγρόκτημα που βρίσκεται κοντά στο σπίτι ή μέρος που μοιάζει με σιλάδ=ράχη βουνού που διαμορφώνεται σαν σέλλα» (Χρονικά Χαλκιδικής).
Σκήπ' (η), τοπων. στα ριζά της απότομης πλαγιάς του Τρόχαλου Καλιαμπού (Άνω Σκοτίνα) κι ακουμπάει στο λάκκο κοντά «σ’ τς Μόρφους» * Ίσως από τους πολλούς κήπους. Γνωστοί μπαξέδες είναι: "τ' Θιουχάρ' τ' Πινακά, ντ Γόλ', τ' Παπαλιουνίδα, Τραντάτκα, Χασιουτάτκα, ντ Γιώρ' κι τ' Κώτσιου, τ' Φατέκα, Στυλάτκα. . . " (Διονύσης Σύλος-Τσιακμάκης).
Σμίξη (η) **, το σημείο που σμίγουν οι λάκκοι: α) Τρανός λάκκος και β) Παπά λάκκος. κοντά στην Κουρκουφουλιά  ***.  
Στριόλακκας (ο), ξερόλακκας μέσα στα έλατα της Άνω Σκοτίνας (νδ), επειδή ο λάκκος είναι στείρος, στειρόλακκας > στριόλακκας. Κατά τον Χρήστο Θ. Σακελλάρη ο χείμαρρος ξεκινάει από τη λίμνη του Κατή και καταλήγει στο Κρυόνερο.
----------
* Μόρφους, τοπων. προς τα νότια. της Άνω Σκοτίνας ανάμεσα στο Σιλιό και στις καστανιές "ντ Γόλ'". Η ονομασία από τη Μόρφω, παπαδιά. «I παππούς τ' πατέρα μ' ήταν παπάς κι ντ γναίκα τ' ν' ήλιγαν Μόρφου. Τ' θυμούμι, η θεια η Λένου που πέθανι ν’ έβαζι μέσα στα ψυχουχάρτια" (Ιω. Δήμος-Νικολός).
** Θυμάμαι τη θεομηνία του 1946, Αποκλειστήκαμε στη Σμίξη οι τρεις βοσκοί (Χρήστος
Μάνος, Θεοχάρης Μητός, Γιάννης Καλιαμπός). Πλημμύρισε όχι μόνο ο κύριος λάκκος, αλλά και τα παράπλευρα κοντολάκκια. Η «λαμπάδα» των νερών παρέσυρε κορμούς δέντρων, γεφυράκια, γίδια κλπ. Όταν το απόγευμα βγήκε η δόξα (ουράνιο τόξο) κατέφτασαν στη Σμίξη η Βαγγελούδα (αδερφή μου), η Μαριγούλα (αδερφή του Θεοχάρη) και άλλοι. Σχημάτισαν με κλαδιά πρόχειρο γεφύρι και γλιτώσαμε. Επιπροσθέτως αναφέρω ότι οι δυο της παρέας μου μάθανε τα πρώτα στοιχειώδη γράμματα. Τους αφιερώνω από μια φωτογραφία. Του Χρήστου βλέπε ανάρτηση 17.6.14, του Θεοχάρη στο παρόν.
Σημείωση: Προσωπική εμπειρία: Ήταν άνοιξη του 1947. Σκαρφαλώνω σε μια καστανιά για να κόψω κλαδί για τα γίδια. Η καστανιά ήταν ριζωμένη στη δεξιά όχθη του Τρανού λάκκου κοντά στη Σμίξη. Καθώς έκοβα τα κλωνάρια (με το σαντράτσι) ακούω «κρα, κρα, κρα». Ξεσφαΐζεται ο βράχος, ξερριζώνεται η καστανιά, «αχ! Παναγία μου», «κρα, κρα, μπαααάμ», σωριάζεται η καστανιά. Η κορυφή της στην απέναντι όχθη του λάκκου. Η μπάρα βαθιά κι εγώ μετέωρος σφιχταγκαλιά  με τον κορμό της καστανιάς.
*** ο βράχος με τα βάια κοντά στη "Σμίξη" νδ της Κάτω Σκοτίνας.  Εκεί έχουν φωλιές τα κοράκια (κόρακου φωλιά). Κουρκουφουλίτες ονομάζονταν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, σε παλιότερους χρόνους. 

ΕΙΚΟΝΕΣ

Η Σμίξη. Στα αριστερά ο βράχος της "Κουρκουφουλιάς"

Τρανός λάκκος και οι πέριξ κορυφογραμμές