Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

τραγούδι: Σαλαμπριά


 
     Στη Σκοτίνα (φαντάζομαι και στα άλλα χωριά του Κάτω Ολύμπου) τραγουδάνε τη Σαλαμπριά. Το τραγουδάνε σε χαρές (συρτός πεταχτός), το τραγουδάνε και σε λύπες (μοιρολόι). Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται λόγος για χωρισμό κι αντάμωμα.

Σαν εισαγωγή υπογραμμίζονται τα ακόλουθα:

1. «Το κοινόν όνομα αυτού Σαλαμβριάς ανάγεται εις τους μεσαιωνικούς χρόνους, πρώτη δ’ αποκαλεί τον ποταμόν τούτον Σαλαμβρίαν η Άννα η Κομνηνή (1150) (εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη τ. Κ).


2 . Ο Νίκος Μαλαβάκης (ετυμολογημένα Τρικαλινά τοπωνύμια 2001, σελ. 139) γράφει: «η Σαλαμπριά ή Σαλαμοριάς (ο Πηνειός): 1. λέξη βαρβαρική με θρακική κατάληξη  -bria (=φρούριο), 2. (στο διαδίκτυο σαλάμβη (=τρύπα απ’ όπου μπαίνει φως).

3. Στην κορφή του βουνού Περιστέρι της Πίνδου ζούσαν τρία αγαπημένα αδέρφια. Ο σοβαρός Άραχθος, η όμορφη Σαλαμπριά (Πηνειός) και ο ατίθασος ΄Ασπρος (Αχελώος). Ένα βράδυ η Σαλαμπριά, κρυφά από τα αδέρφια της που κοιμόταν, κατηφόρισε προς τον κάμπο για να συναντήσει κρυφά κάποιον από τους θεούς του Ολύμπου. Μάταια όμως. Απογοητευμένος πήγε στο Αιγαίο και πνίγηκε. Ο Άσπρος, όταν έμαθε ότι έλλειπε η Σαλαμπριά, ανησύχησε και ορμητικός όπως ήταν κατρακύλησε χωρίς σκέψη τα βουνά ψάχνοντας την αδελφή του. Ο Άραχθος στενοχωρημένος για τα αδέρφια του που χάθηκαν, άρχισε να τριγυρνά την Ήπειρο για να τα βρει. Όταν κατάλαβε ότι έχασε οριστικά τα αδέρφια του, έπεσε στο Ιόνιο και πνίγηκε (blogs. Sch.gr).

Στη συνέχεια παραθέτω το τραγούδι, όπως, ακριβώς, ακούγεται στη Σκοτίνα:

Μια μάνα πο ´χει δυο παιδιά στον πόλεμο σταλμένα
Πές της να μη ντα καρτερεί να μη ντα περιμένει.
Η Σαλαμπριά κατέβασε* με ήλιον με φεγγάρι,
οχ, σέρνει βουνά κι αμάν κι οχ αμάν, αμάν
σέρνει βουνά, σέρνει κλαδιά.

Σέρνει βουνά, σέρνει κλαδιά δεντρά ξεριζωμένα,
οχ, σέρνει και μια και αμάν κι οχ αμάν, αμάν
σέρνει και μια γλυκομηλιά.

Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μήλα φορτωμένη,
οχ, κι απάνω στα κι αμάν κι οχ αμάν, αμάν,
κι απάνω στα κλωνάρια της.

Κι απάνω στα κλωνάρια της δυο ‘δέρφια ‘γκαλιασμένα,
οχ, το ‘να στο α, αμάν κι οχ αμάν, αμάν,
το ‘νά στο άλλο έλεγε.

Το ‘να στο άλλο έλεγε, το ‘να στο άλλο λέγει:
οχ, σφίξ’ αδερφέ κι αμάν κι οχ αμάν, αμάν
σφίξ’ αδερφέ μου σφίξε με.

Σφίξ’ αδερφέ μου σφίξε με κι εγώ ν σφίξω εσένα,
οχ, σιαπού θα ξε κι αμάν κι οχ αμάν, αμάν,
σιαπού θα ξεχωρίσουμε.

Σιαπού** θα ξεχωρίσουμε, σιαπού θ’ ανταμωθούμε,
οχ εκεί που σμί αμάν κι οχ αμάν, αμάν
εκεί που σμίγουν τα νερά.

Εκεί που σμίγουν τα νερά, ακεί που σμίγν οι μάνες,
οχ, εκεί θα ξε αμάν κι οχ αμάν, αμάν,
εκεί θα ξεχωρίσουμε.

Εκεί θα ξεχωρίσουμε, εκεί θ’ ανταμωθούμε,
οχ, σφίξ’ αδερφέ κι αμάν κι οχ αμάν, αμάν
σφίξ’ αδερφέ μου σφίξε με.
----------
* η Σαλαμπριά κατέβασε νερά, πλημμύρισε.
** σιαπού=τοπικό ιδίωμα, προς τα πού «σιαπού θα πάμι, σιαδώ θα ‘ρθούμι».

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Εμφύλιος: μπαμπεσιά "ζ ντ Μπασιάλα"




.
Η συζήτηση γίνεται στο σπίτι του Βασίλη Στύλου το καλοκαίρι του 1996 (συνοικία της Αγίας Τριάδας, στη Σκοτίνα)

Ο Βασίλης Στύλος αφηγείται

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ. Πατέραζ μ’  ι Μήτσιους ι Στύλους είνι αυτός που τουν έσφαξαν οι αντάρτις στ’  Αλώνια.
-Την ξέρεις την ιστορία του;
-Εμ, πώς δε γξέρου; Ήμαν στρατιώτς 5 χρόνια ιγώ. Απ’ του ‘45 του Μάρτ’ του ‘49 τουν Οκτώβριο απουλύθκα. Κι όταν έσφαξαν του μπατέρα μ’  ιδώ, ιγώ δεν ήμαν. Ήμαν στου Μπέλις. Απού ‘κεί άκουσα ότι σ’ τ’ Σκουτίνα έκαψαν ντ δάσκαλ’ του σπίτ’ ,σκότουσαν του Γκουκουλιάρα, έσφαξαν του μπατέρα μ’ κι του μπαρμπα Θουμά του Στύλου. Ι πατέραζ μ’, ιτότι που τουν σκότουσαν είχι 62 χρόνια. Βάρισαν οι αντάρτις τ’ Λιφτουκαρυά.  Τότι πήραν κι του Μπαντιλή του Γκουκράν’ σιαπάν’, σκότουσαν του Ματό κι ήρθαν ιδώ. Οι θκοί μας άκουσαν ότι πάτησαν τ’ Λιφτουκαρυά οι αντάρτις. Κι απού κει προυχώρσαν προς τς Σκουτίνα. ‘Εστειλαν ιδώ ένα μικρό, ντ’ Μπαζδέκ’ πιδί. Ιτούτ’ τφικούσαν απ’ ιδώ τ’ Αλώνια. ‘Εγλιπαν τ’ μάζα πού ’ρχονταν σιαδώ κι έβαζαν αριά, αριά. Κι παίρν’ του πιδί αυτό κι του στέλουν:
-Σύρι να τους πεις ότι δεν είμιστι αντάρτις.  Είμιστι στρατό. 
Να κουντουσταθούν ικεί. Κι όπους κουντουστάθκαν. ‘Ηρθι του πιδί στου μπατέρα μ’ κι τουν είπι:
-Μπαρμπα Μήτσιου, μη βά ’ιζ καθόλου.  Είνι στρατό.  Θκό μας. 
Κι κουντουστάθκι ι πατέραζ μ’. Ι πατέραζ μ’ ήταν σ’ τ’ Κουκουσά του μαντρί. Οι άλλ’ ήταν ‘απ’ παναθέ. Ι μπάρμπα Θουμάς ι Στυλους κι ι Κουκουλιάρας. Ήταν ακριβώς ζ ντ Μπασιάλα.  Του ξέρς ζ ντ Μπασιάλα. 
-Το ξέρω. 
-Α, γεια σου.  Ικεί ήταν κι τς έζουσαν ‘που παναθέ κι τς έπχιασαν κι τς  σήκουναν απάν’ κι τς χτυπούσαν. Ήγλιπαν οι Κουκραναί απού δω πέρα. Πώς τς χτυπούσαν κι τς απόσουσαν.  Τς άφκαν ουδ’ ικεί. Μι μαχιρές, μι τ’ αυτό, τς απόσουσαν του γκόζμου. 
Λοιπόν. Του μπατέρα, αφού έφτασαν ικεί, τουν λέ’ του πιδί αυτό "σταμάτα, μπάρμπα Μήτσιου, μή φέγς, είνι στρατό".  Σταμάτσι κι η μπαμπάζ μ’, τώρα, να φτάζν οι στρατιώτις. 
       ‘Οταν τς είδι ι μπαμπάζ μ’, πίστιψι ότι δεν είνι στρατό. ‘Ηταν αντάρτις. ‘Εκαμι να φύγ’. Του ντραμάτσαν. Δέκα μέτρα έπισι, όπους μ’ ήλιγι ι Βασίλς ι Κουκουσάς κι η γναίκα μ’, -που πάει κι του μπήρι μι τς συγγινίδις- κι χώθκι σι μιά πουρναριά μέσα ι πατέραζ μ’. Αφού χώθκι ’κει, παν κι τουν έβγαλαν τα παπούτσια, τς κάλτσις κι τουν έδουκαν χαριστική βουλή στου κιφάλ’ . 
Ιγώ ήμαν στου Μπέλις. Στου Μπέλις πήρι ασύρματους. Κι μι φουνάζ’ ένας ανθυπουλουχαγός, Αναστάσιος Μούζας:
-Έλα’ δω. Του χουριό σ’  το ’καψαν. 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ, Ο πατέρας μου λεγόταν Μήτσιος Στύλος. Αυτόν που τον σφάξανε οι αντάρτες στην περιοχή «Αλώνια» της Σκοτίνας.
-Τη γνωρίζεις την ιστορία του;
-Αλίμονο! Εγώ έκανα πέντε χρόνια στρατιώτης. Από το Μάρτη του 1945 που κατατάχτηκα, απολύθηκα τον Οκτώβρη του 1949. Τη μέρα που σφάξανε τον πατέρα μου εδώ στη Σκοτίνα εγώ απουσίαζα. Υπηρετούσα στο Μπέλες. Από εκεί πληροφορήθηκα ότι στη Σκοτίνα κάψανε το σπίτι του δάσκαλου, του Παραμύθα, ότι σκότωσαν τον Κουκουλιάρα, ότι σφάξανε τον πατέρα μου και το θείο μου Θωμά Στύλο. Ο πατέρας μου, τότε που τον σκότωσαν, είχε 62 χρόνια. Οι αντάρτες «χτύπησαν» τη Λεπτοκαρυά. Τότε συνέλαβαν και τον Παντελή Κοκράνη και τον πήραν μαζί τους πάνω στο βουνό. Τότε σκότωσαν και τον Ματό από τη Λεπτοκαρυά και στη συνέχεια πήραν το δρόμο να ‘ρθούν εδώ. Οι δικοί μας πατριώτες πληροφορήθηκαν ότι οι αντάρτες κυρίεψαν τη Λεπτοκαρυά. Ύστερα προχώρησαν προς τα μέρη της Σκοτίνας. Πριν μπουν στο έδαφος της Σκοτίνας στέλνουν εδώ ένα παιδάκι, παιδί του Μπασδέκη. Οι δικοί μας, οι Σκοτινιώτες, έριχναν τουφεκιές στην περιοχή «Αλώνια», πλάι στη Ζλιάνα. Βλέπανε το μπουλούκι που έρχονταν προς τα εδώ και ρίχνανε αραιά-αραιά τουφεκιές. Από απέναντι, το Λεφτοκαρύτικο, οι αντάρτες καλούν αυτό το παιδί και το στέλνουν σ’ αυτούς που μάχονταν στο Σκοτινιώτικο μέρος. Το ορμήνευσαν κατάλληλα:
            -Πάνε απέναντι, στο Σκοτινιώτικο, και πες τους ότι δεν είμαστε αντάρτες. Είμαστε στρατός.
            Σκέφτηκαν έτσι, ώστε, οι Σκοτινιώτες να καθυστερήσουν. Δεν υπάρχει λόγος να το κουνήσουν. Κι όπως, πράγματι., δεν κουνήθηκαν από το σημείο εκείνο, (νομίζοντας ότι έρχεται κοντά τους ελληνικός στρατός). Το παιδί έφτασε στο μέρος του πατέρα μου και του λέει:
            -Θείο Μήτσο, μην πυροβολείς καθόλου. Αυτοί που έρχονται προς τα εδώ, είναι δικοί μας, στρατός μας.
            Ακούγοντας αυτά ο πατέρας μου, έμεινε στη θέση του. Στεκότανε ο πατέρας μου ακριβώς στο μαντρί του Κουκουσά. Οι άλλοι, της παρέας του, βρισκότανε παραπάνω, ψηλωμένα. Δηλαδή ο θείος μου Θωμάς Στύλος και ο Κουκουλιάρας. Στο μέρος που το λέμε «Μπασιάλα». Γνωρίζεις, φαντάζομαι, πού το λέμε «στη Μπασιάλα».
            -Ναι το γνωρίζω.
            -Α, γειά σου, λοιπόν. Πολύ ωραία. Στο σημείο ακριβώς εκείνο στεκότανε οι οπλίτες του χωριού και οι αντάρτες τους περικύκλωσαν βαδίζοντας από τα ανηφορικά μέρη. Τους πιάσανε αμαχητί κι αρχίζανε να τους βασανίζουν· τους ανάγκαζαν να σηκώνονται επάνω και τους χτυπούσαν αλύπητα. Το φριχτό αυτό θέαμα το βλέπανε οι Κοκραναίοι από τη γειτονιά τους (η Μπασιάλα, άλλωστε, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα σπίτια τους). Βλέπανε πώς τους τυραννούσαν τόσο, ώστε τους αποτελείωσαν. Στο τέλος τους εγκαταλείπουν εκεί που τους σκότωσαν. Με μαχαιριές και με βασανιστήρια τους αποτέλειωσαν τους ανθρώπους.
            Να, λοιπόν, η μπαμπεσιά: Μόλις αυτοί (οι αντάρτες) πλησίασαν, το παιδί αυτό λέει στον πατέρα μου: «Σταμάτησε εδώ, θείο Μήτσο, μην απομακρύνεσαι από ‘δώ. Αυτοί που έρχονται είναι στρατός». Πίστεψε ο πατέρας μου, τώρα, σταμάτησε κάθε ενέργεια ώσπου να φτάσουν και να υποδεχτεί τους στρατιώτες.
          Αυτοί, όμως, φέρθηκαν μπαμπέσικα· ρίξανε σφαίρα και τραυμάτισαν τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, ασφαλώς, μόλις τους είδε μπροστά του, κατάλαβε ότι έπεσε σε γκάφα. Πίστεψε ότι αυτοί δεν είναι στρατός. Ήταν αντάρτες. Προσπάθησε, βέβαια, να φύγει, αλλά αυτοί πρόλαβαν και τον τραυμάτισαν. Στα δέκα μέτρα έπεσε και ξεψύχησε. Αυτά μου τα ομολογούσε ο Βασίλης ο Κουκουσάς και η γυναίκα μου, η οποία, μετά τη μάχη πήγε στο μέρος εκείνο με τους συγγενείς και τον συμμάζεψαν. Πρόλαβε ο πατέρας μου, πριν ξεψυχήσει, να χωθεί μέσα σε μία κρύπτη από πουρνάρι. Αφού χώθηκε μέσα στην πουρναριά ο πατέρας μου, οι αντάρτες τον πλησιάζουν, του βγάζουν τα παπούτσια, τις κάλτσες και, μετά, του δίνουν χαριστική βολή στο κεφάλι.       
            Όταν έγινε το γεγονός αυτό, ο θάνατος του πατέρα μου, εγώ υπηρετούσα τη στρατιωτική θητεία στο Μπέλες. Εκεί δούλεψε ο ασύρματος. Ένας ανθυπολοχαγός, ο Αναστάσιος Μούζας, με φωνάζει:
            -Έλα εδώ. Το χωριό σου το κάψανε.
---------- 
Σημειώσεις: 1. Για τον Βασίλη Στύλο βλέπε αναρτήσεις 12.10.13
2.  Μέτσοβο, τοπων. στην Κάτω Σκοτίνα ανάμεσα Κότρες και Αλώνια.
3. Σχετικό θέμα βλέπε στην ανάρτηση 15·11.15