Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΑΠΗ: Τα «Στέφανα»




                                            "...δόξη και τιμή στεφάνωσον αυτούς"

Λέγανε οι παλαιοί ότι τα «Στέφανα» αποτελούν (κάποια) σιγουριά στο Γάμο. Πάντως, η Όλγα Καραμπίνινα, στη μεταξύ μας συζήτηση (18 Αυγούστου του ’94) μιλάει για την περιπέτεια που είχαν τα δικά της «Στέφανα».


Τάκης, ο γαμπρός


1. ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ. Του ταχιά π’ του Λόγου πρώτ' φουρά πήγα στ' Μήτσ' γκαλύβα. Σταμ, στουμ,  ζ ντ' γριντιά ιγώ. (Την επομένη του «Λόγου» για πρώτη φορά πατούσα στην καλύβα του Μήτσιου. «Σταμ, στουμ,» πάνω στη γριντιά εγώ). ριντιά=μεγάλο και χοντρό δοκάρι που στηρίζει τη στέγη. αντί για πεζούλι βάζανε μεγάλη γριντιά για να ξαποσταίνει ο κόσμος).
 -Δηλαδή;
-Μι στουμπούσαν τα στιφάνια τς Ικκλησίας. Ήταν κουντό του καλύβ'. Είχαν κάδις στημένις κι μένα να μι τριουρνούν νύφ'. Στου χαϊάτ' μι τριουρνούσαν. (Με εμπόδιζαν τα στεφάνια από τα βαρέλια, που ήταν τοποθετημένα στις άκρες του καλυβιού, που χρησιμοποιήθηκε σαν εκκλησία. Και το καλύβι ήταν πολύ χαμηλό. Γύρω στο καλύβι υπήρχαν βαρέλια στημένα. Και εμένα να με περιφέρουν εκεί γύρω-γύρω, νύφη κανονική. Εκεί στο χαγιάτι με περιτριγύριζαν).      
-Δηλαδή, ο γάμος έγινε στο σπίτι;
-Ζ γκαλύβα, 'ρα, μι τα παχνιά. Μέρα μισμέρ'. Κι είχα κι καλόν κουμπάρουν. Του Μπουτιό του Τζιουμάν'. 'Πηριτούσι στας Σέρρας.  Καμιά φουρά, μι βγάζν ιδώια ζ Ντήμ' να χουρέψου. Ιτότι τήρσα του Ντάκ' κι λέου: «Βρε, απ' μπουλλή ντ ντγιαλιγή μπάτσα ντ γάτα». Τουν άντρα δε ντουν είδα άλλ' φουρά. (Ωρέ, στην καλύβα, όπου και τα παχνιά των ζώων. Μέρα μεσημέρι. Και είχα και κουμπάρο εξαίρετο. Τον Πουτιό τον Τσιομάνη. Υπηρετούσε ως στρατιωτικός στις Σέρρες. Κάποια ώρα με αναγκάζουν να βγω έξω στην αυλή των Δημαίων. Με πήραν να χορέψουμε εκεί. (Οι κάτοικοι της περιοχής "Βασίλα" χρησιμοποιούσαν το χώρο εκείνον σα χοροστάσι στις μεγάλες γιορτές). Σε κείνο το χορό βρήκα ευκαιρία να ρίξω μια ματιά στον Τάκη. Μόλις τον αντίκρυσα, είπα μέσα μου: «Μωρέ, από το πολύ το ψάξιμο την πάτησα τη γάτα. Έμεινα βουβή». Τον άντρα δεν τον είδα άλλη φορά).
-Δηλαδή στην παντριά τον πρωτοείδες;
-Δεν άντγιαζάμι, Γιάν'. Νε να μας ιδούν, νε να τς ιδούμι. Απ' τουν αργαλειό κι απ' ν' τζικρίκα κι απού του λανάρ'. Να ζμώντζ κι να πλέντζ. Που πού θα δεις, που πού θα σι δουν. 'Ολου του χουργιό μ' αράτσι. (Δεν αδειάζαμε (δεν ευκαιρούσαμε), Γιάννη. Ούτε να μας δουν, ούτε να τους δούμε. Πέρα από τον αργαλειό, το τσικρίκι και το λανάρι, δεν πήγαινα πουθενά. Να ζυμώνεις, να πλένεις. Που να πας για γνωριμίες, ποιος να 'ρθει να σε δει. Όλο το χωριό με ζητούσε).

2. ΧΟΡΟΣ. -Όταν κάνατε γάμο βγήκατε στο χορό;
-Βγήκαμι ιδώ ζ Ντήμ'. Αυτά ιδώ ήταν ούλα άφραγα. Γινόταν γενικός χορός. Ικεί, πώς παίρν' τ' νύφ' μπρουστά κι του γαμπρό πίσου, ι Τάκης δε μπάηνι του συρτό. Πιρπατούσι κι πατούσι. Ι πατέραζ μ’ σήκουνι μύτις στου χουρό. Άλλαζι πρόγραμμα. Χουρνούσι. Άναψι κι τς έμασι ούλ'. (Βεβαίως, βγήκαμε να χορέψουμε εδώ στο χοροστάσι των Δημαίων, στη Βασίλα. Στο χώρο αυτό γινότανε τρανός χορός. Ήρθε η στιγμή που η νύφη έπρεπε να σύρει τον  χορό ακολουθούμενη από τον γαμπρό. Το δυσάρεστο ήταν που ο Τάκης δεν ήξερε το συρτό. Απλώς περπατούσε και παραπατούσε. Ο πατέρας μου ήταν περήφανος στο χορό. Μπορούσε να κάνει αλλαγές στο χορό. Να φτάσει μέχρι χωρισμό. Θύμωσε και τα έβαλε με όλους).      
-Τι ώρα έγινε ο γάμος.
-Μέρα μισμέρ'. Μι άσπρου άλουγου μι κατέβασαν, Κι μπουρτουκαλιά τ' σκέπ', απ' λες, Γιάν'. (Μέρα μεσημέρι. Με άσπρο άλογο με κατέβασαν. Να με βλέπεις, Γιάννη, να φοράω τη σκέπη χρώματος πορτοκαλί).

3. ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ: 'Aσπρου άλουγου ι πατέραζ μ'. Βάνου του κιραμιδί του φουστάν'. Μι βάν' καβάλα κι κατιβαίνουμι στ' παππού τ' Μήτσ' γκαλύβα. Προυΐ ήταν. Η κόζμους σκώθκαν. Δεν άφσαν πλουκοί να πλαλούν. (Ετοιμάζει άσπρο άλογο ο πατέρας μου. Φοράω κι ένα φουστάνι κεραμιδί. Με ανεβάζουν πάνω στο άλογο και με οδηγούν κάτω, στην καλύβα του παππού Μήτσιου. Ήταν πρωί. Ο κόσμος είχε σηκωθεί. Όλοι τρέχανε για το γάμο. Πολλοί μέσα από τους φράχτες της γειτονιάς).
Σ' έβαναν, προυσκυνούσις τρεις φουρές κα μπόρτα στου σπίτ' τς μάνας κι τρεις κα τουν ήλιου κι ξικινούσι η νύφ' απ' του σπίτ'. Τραγδούσαν αυτό. (Σε βάνανε στη μέση, προσκυνούσες τρεις φορές. Πρώτα κοιτώντας προς την πόρτα του σπιτιού της μάνας και ύστερα τρεις φορές προς τον ήλιο. Έτσι ξεκινούσε η νύφη από το πατρικό σπίτι. Τη στιγμή εκείνη τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι).
 
«Χόρτασις μάνα μ' ισύ κι η αυλή σου
θα μι θυμηθείς του καλουκαίρι»
   
  4. "Ι ΦΛΑΜΠΡΟΥΣ"  (ο Φλάμπουρος)

  
Το λάβαρο του Γάμου με τον σταυρό, πετσέτα και τρία φρούτα: Μήλο, Ρόιδο,  Πορτοκάλι. (Η φωτογραφία είναι παρμένη από το Google, "έθιμα του Γάμου Θράκης".

Ι φλάμπρους μπρουστά. 'Εφκιαναν ένα καλάμ'. 'Εμπηνι ένα μήλου απ' μια μπάντα. Ένα ρόιδου απ' ν' άλλ' μπάντα. Ένα πουρτουκάλ', σταυρό. Κι μια πιτσέτα μιγάλ' κι χαρτιά διάφορα, παρδαλά, κριμαζμένα στου φλάμπρου κι μπρουστά ένα πιδί είχι του φλάμπρου. 'Επριπι να πληρώσ' ι γαμπρός. Τα μπρατίμια, αυτό του πιδί να πάρ' του φλάμπρου. Κι τουν είχι οχτώ μέρις στου σπίτ'. Μπηγμένουν απόξου κι όποιους πιρνούσι ήλιγι: "Αυτού είνι νιόγαμπρα".(Το φλάμπουρο μπροστά. Ετοίμαζαν ένα καλάμι. Στη μια πλευρά βάζανε ένα μήλο, στην άλλη πλευρά ένα ρόδι. Στη μέση ένα πορτοκάλι και πάνω ο σταυρός. Τυλιγμένη στο φλάμπουρο μια μεγάλη πετσέτα, διάφορα χαρτιά, με διάφορα χρώματα. Το φλάμπουρο το κρατούσε ένα παιδί που προπορεύονταν. Εξυπακούεται ότι ο γαμπρός έπρεπε να είναι έτοιμος να πληρώσει το παιδί. Τα μπρατίμια θα κανόνιζαν ποιο θα είναι το παιδί για το φλάμπουρο. Το φλάμπουρο το κρατούσε ο γαμπρός στο σπίτι του για οκτώ μέρες. Τον στήριζε έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού. Και ο κάθε περαστικός έλεγε: Εδώ υπάρχουν νιόγαμπρα).
 ----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:

 

Ο Τάκης σέρνει το χορό της παρέας




 


Το σπίτι του ζεύγους Τάκη και Όλγας
στη "Βασίλα" Σκοτίνας






                                  Ο ιρέας ευλογεί τα Στέφανα των νεονύμφων
























                          





































       















Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΑΓΑΠΗ: Προξενιό





          Στις 18 Αυγούστου 1994 επισκέπτομαι την άρρωστη (κατάκοιτη) Όλγα Γερομιχαλού-Μήτσιου (Καραμπίνα) (*) στο σπίτι της στη Σκοτίνα. Η κουβέντα στρέφεται σε παντρολογήματα του παλιού καιρού. Πιο συγκεκριμένα: Ο Διονύσης Καλιαμπός του Ιωάννου ενδιαφέρθηκε να παντρέψει δυο γειτονόπουλα (Τάκη και Όλγα) της συνοικίας «Βασίλα» Σκοτίνας.


1. ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ

-Εσένα ποιος σε έκανε προξενιά;
-Ι μπάρμπα Διουνύ 'ης.  Ζ’ τζ' 17 Αυγούστου του '50. Νε αρραβουνιά, νε τίπουτα. Αυτοί μέτσαν (μέθυσαν). Μι πάηναν ιδώ κι 'ικεί. Λες κι ήμαν ένα ψόφκιου. (Ο θείος σου Διονύσης Καλιαμπός. Αυτό έγινε στις 17 Αυγούστου του 1950. Ούτε αρραβώνας, ούτε τίποτα. Αυτοί, του κύκλου δηλαδή των προξενητών μέθυσαν.  Με γύριζαν από το ένα μέρος στο άλλο. Λες και ήμουνα μπαούλο, ένα ψοφίμι).   
-Οι γονείς σε πάντρεψαν;

-Ι πατέραζ μ'. 'Οπους αγουράζν ένα πράμα.  'Οπ' μι πάηναν, πάηνα. (Κυρίως ο πατέρας μου. Σαν να αγόραζαν ένα αντικείμενο).
-Ο πατέρας σου διάλεξε το γαμπρό;
-Ι πατέραζ μ', ναι. 'Ακουγα του μπάρμπα Διουνύσ' απ' τουν ήλιγι: «΄Οπχ' τα 'χν, τα χάν κι όπχ' δε ντα 'χν, τα φκιάν». 'Οποιοι τα βρίσκν κι δεν έχν μυαλό τα χάν'». (Ασφαλώς, ο πατέρας μου. Κρυφάκουγα τον μπάρμπα Διονύση που του έλεγε: «Όσοι τα έχουν, τα έχουν και όποιος δεν τα έχει, τα φτιάχνει». Εκείνοι που κληρονομούν περιουσία και δεν έχουν μυαλό, χάνουν).

2. ΚΟΥΣΟΥΡΙ ΓΑΜΠΡΟΥ

Ιδώ σ' τς καστανιές έφκιασαν γλέντ'. 'Εμασι κόζμουν πουλύν. Ακάλιασι κόζμουν απού σιακάτ'. (Εδώ στις καστανιές (στο σπίτι του Καραμπίνα) γίνεται γλέντι γερό. Κόσμος πολύς. Ο πατέρας είχε καλέσει πολύ κόσμο από τις κάτω γειτονιές. Παρατηρώντας ο πατέρας τα βήματα του Τάκη, ξεσπάθωσε):
-Α, ά, σμιθιρό! Ι γαμπρός έχ' κουσούρ'. Ιγώ έχου 60 χρόνια κι του χουρό του μπάνου στα τρία». (Α! α, όλα κι όλα, συμπέθερε. Ο γαμπρός έχει κουσούρι. Εγώ είμαι σε ηλικία 60 ετών και το χορό αυτό τον πάω στα τρία, κανονικά).
-Τι κουσούρ', τι κουσούρ', ήλιγι ι μπαρμπα Διουνύ' ης. (Τι κουσούρι, βρε, τι κουσούρι; Απαντούσε ο μπάρμπα Διονύσης).
-Ι γαμπρός δε γξέρ' χουρόν.  (Ο γαμπρός δεν ξέρει χορό).
-"Ωρέ, λε, αυτός θα μας χουρίσ' αύριου". ("Μωρέ", λέει, "αυτός θα μας χωρίσει αύριο").
Ι τάκης ταράθκι: "Θα πάρου του όπλου". (Ο Τάκης ταράχτηκε: "Θα πάω να φέρω το όπλο").
-"Ούλ' θα φύγιτι. Κι στου γάμου δε σας θέλου", λέ' ι Καλιαμπός. ("Όλοι να φύγετε. Και στο γάμο δε σας χρειάζομαι", λέει ο Καλιαμπός).
Κρατάει ντ τχιά ιδώ, ντ Διουνύσινα. Κρατάει ι Κουντουγιώρς γΚουντουγιώργινα. Κρατάει ι Κακάλς ι Ντουραλής ντ Φώτου -πρώτα ξαδέρφια ι Τάκης μι ντ Φώτου-. Γλέπου γιμώζν τα μαξιλάργια χουρίς να ρουτήζν ιμένα. Είχαν μαλλί γρανμένου. Τότι έβανάμι προίκις μέσα στα σιντούκια, είχαμι μαξιλάργια. (Κρατάει την θεία Διονύσινα εδώ. Κρατάει ο Κοντογιώργης (Στύλος)  την Κοντογιώργινα. Κρατάει ο Θεοχάρης Ντουραλής (Ζιώγας) τη Φώτω. Πρώτη ξεδέρφη η Φώτω με τον Τάκη.  Που λες, Γιάννη, παρατηρώ ότι αρχίζουν να γεμίζουν τα μαξιλάρια, να τα φουσκώνουν, χωρίς να ρωτήσουν εμένα. Είχαν έτοιμο μαλλί, γεμίζουν τα μαξιλάρια. Τότε μέσα στα σεντούκια βάζαμε την προίκα. Είχαμε και μαξιλάρια).

3. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΑΜΟΥ

Μ' αράτσαν πουλλοί.  Είχα 12 χρόνια γω κι πάηνα του γκτσό. Σάματ' ήμαν ιγώ για γαμπρόν; Μι λέ' η μάνα: «Αχ! 'Ερχουντι κι σι γυρεύν κι συ πας στου γκτσό. Δεν αντρέπισι»; Φουβούμασταν. Τι «θα πάου απ' του λύκου σ' ν' αρκούδα»; Δεν ήθιλα. Είχαν πρόβατα, χουράφια, αλλά δεν ήταν νοικουκυραίοι. Κι 'γω πήρα κρότουν. Του Ντάκ' δε ντουν ήξιρα. Αλλά δουξαζμένουν του Γκύριου, βγήκι ένας άνθρουπους καλός. (Με ζήτησαν πολλοί. Εγώ, όμως, ήμουνα στα δώδεκα και έπαιζα τον «κουτσό». Δεν ήταν καιρός  για γαμπρό. Με πλησιάζει η μάνα και μου λέει: «Μωρή, δε ντρέπεσαι; Εδώ έρχονται και σε γυρεύουν για νύφη και συ παίζεις τον κουτσό»; Δεν ήθελα. Πολλοί είχαν πρόβατα, χωράφια, αλλά χωρίς νοικοκυριό. Κι εγώ πήρα τρόμο. Τάκη δεν τον γνώριζα. Αλλά δόξα τω Θεώ. Βγήκε ένας καλός άνθρωπος και σύζυγος».

3. Ο «ΛΟΓΟΣ»

«Θα σι βάλου μέσ' ζ γκάδ' κι του γάμου θα τουν φκιάσου», λέ' ι Καλιαμπός. ("Θέλεις, δε θέλεις, θα σε κρύψω μέσα στην κάδη, κι ο γάμος θα γίνει", λέει ο Καλιαμπός).
Του βράδ' μαζεύκαν ούλ' ικεί. Τς φίλιψάμι. Φώναξαν του μπατέρα μ’.   Ιτότι ήρθι ι παππούς ι Καλιαμπός κι μ' αράτσι. Παναγία ήταν, ήρθι κι μ' αράτσι. (Το βράδυ συγκεντρώθηκαν όλοι στο σπίτι. Τους φιλέψαμε. Ειδοποιήσανε τον πατέρα μου. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη ήρθε ο παππούς ο Καλιαμπός και με ζήτησε. Ήταν της Παναγίας και με ζήτησε σε γάμο για τον Τάκη) .
-Α! Διουνύσ', τώρα 'πού' ρθις τα 'δουσα τα τραϊά. Είπι ι πατέρας. (Πετιέται ο πατέρας μου: «Α! Διονύση, δεν ήρθες σε κατάλληλη ώρα. Τα τραγιά τα έχω ήδη πουλήσει».
Είχι γίδια. Νόμζι για τα τραϊά. 'Εκανι του τζιαμπάιζ ι Καλιαμπός. (Είχε γίδια ο πατέρας. Νόμιζε ότι ο Διονύσης ήρθε να κάνει παζάρια για τραγιά. Ο Καλιαμπός ήταν ζωέμπορας).
-Αμ, δεν ήρθα γι αυτό, Χρήστο. Ι Τάκης μ' έστειλι ν' αραδίσου του κουρίτς απού σένα. «Κι όμως, δεν ήρθα γι αυτό, Χρήστο. Ήρθα για άλλη δουλειά. Ο Τάκης (Μήτσιος) με παρακάλεσε να 'ρθώ σε σένα να ζητήσω το κορίτσι σου».  
-Κιαρατά, τώρα φέγα, το 'πλου. . . Α! του πιδί είνι απηρέτκου. (Κερατά, παλιάνθρωπε, φύγε γρήγορα...το όπλο, μωρέ! ..Α! Όχι. Το παιδί ακόμα δεν πήγε φαντάρος).
-Α, θα φκιάσουμι χαρτιά. Προυστάτς. (Α! Γι’ αυτό μην ανησυχείς. Θα ετοιμάσουμε χαρτιά, δικαιολογητικά. Είναι προστάτης).
Δεν έδουνι λόγουν ι πατέρας. Πιδί 'π' του λείπν τα δόντια. . . δε δίνου  λόγουν. 'Υστερα (μετάνοιωσε) λέ' ι πατέρας: (Παρόλα αυτά, ο πατέρας μου δεν έδινε το λόγο. Σου λέει: «παιδί που στου λείπουν τα δόντια (δηλαδή είναι μικρός), τι λόγο να δώσω»; Και απευθυνόμενος στον Διονύση):
-Πιδί καλό, 'που σόι είνι. Μάνα 'που σόι. Ι μπαμπάς τ' μι τα Μητσιούλια γίγκαν νοικουκυραίοι μαναχοί τς. (Εντάξει. Είναι παιδί καλό, από σόι. Μάνα από σόι. Ο πατέρας του ο Μήτσιος με τα παιδιά του έγιναν νοικοκυραίοι μόνοι τους).
-Δώσι του χέρ', τουν λέ' ι Καλιαμπός. Πάρι πιντακόσις,  πάρι χίλις, όπους αγουράζν ένα άλουγου. (Έλα, δώσε το χέρι. Είπε ο Καλιαμπός. Θέλεις πεντακόσιες δραχμές, θέλεις χίλιες. Άντε, να μην κάνουνε σα να αγοράζουμε άλογο).
Κι γίγκαν τα χαϊρούτκα. Ιγώ δε ντου πάρουσα. Τόσου μ' έφτανι. Παίρου τ' Λέν', πάμι στου χουρό, ζ μπλατέα κάτ'. Πχιάν' ι Μίχους να χουρέψ', πχιάσκαμι κι μεις να χουρέψουμι. (Και γίνανε τα χαϊρλίδικα. Εγώ δεν το υπολόγισα καν. Τόσο με έφτανε. Παίρνω μαζί μου την νυφαντιά Ελένη, προχωρούμε για το χορό. Κάτω στην πλατεία. Πιάνεται στο χορό ο Μίχος, πιανόμαστε κι εμείς κοντά σ' αυτόν).
Πααίν κι λέν' του μπατέρα: «Θα πάρουμι του κουρίτσ' στου χουρό»; (Πλησιάζουν και λένε στον πατέρα: Μας επιτρέπεις να πάρουμε τον κορίτσι στο χορό»;
-Πάρτι του, λέ' ι πατέρας, αλλά. (Σας επιτρέπω να το πάρετε στο χορό αλλά προσέξτε».
Ιμένα δε μι ρώτσαν τίπουτα, νε «του μπαίρς», νε «δε ντου μπαίρς», νε τίπουτα. Μι πχιάν απ' μια μπάντα ι πιθιρά κι απ' ν' άλλ' η Ουρανία τς Μάνινας. Μια βουλά γλέπου του Μίχου -του 'χαμι ντρουπή να σι πχιάσ' άλλους του χέρ'. Του 'χαμι ντρουπή. Ν' ντιρλαντώ μπιθιρά μ'. (Εμένα δεν μου κάνανε καμία ερώτηση. Ούτε «αν τον θέλεις», ούτε «αν δεν τον θέλεις» το γαμπρό, ούτε τίποτα. Όπως χόρευα με πιάνουν από τη μια μεριά η πεθερά κι από την άλλη η Ουρανία της Μάνινας. Κάποια στιγμή βλέπω τον Μίχο! Αχ!  Δε χάνω καιρό, απελευθερώνομαι, από τα χέρια της πεθεράς μου, φεύγω. Αυτή ταράχτηκε):
-Ωόπ! Πού πας! Γκουτζιά πιθιρά έχς ιδώ. (Ωοοπ! Που πας; Ολόκληρη πεθερά έχεις δίπλα σου και συ...
Τέλους πάντουν. Ζάρουσα. (Τέλος πάντων.  Υπέκυψα).

----------
* Καραμπίνας, παρόνομα του Μιχάλη Γερομιχαλού, πατέρα του Χρήστου. Προέρχεται από παρατσούκλι που του 'φτιαξαν οι Σκοτινιώτες επειδή διατηρούσε καραμπίνα.
---------- 
ΓΟΝΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ





Ο πατέρας Χρήστος Καραμπίνας (1890-1976). 
Είπε τον τελευταίο λόγο και έδωσε το χέρι στον προξενητή.
Γονείς του Χρήστου: Μιχαήλ και Αικατερίνη (αδερφή του 
παπά Μιχάλη Τσιαπάρη.








Μητέρα της Όλγας: Ουρανία από την Πούρλια.


 

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Τουρκοκρατία: η Σκοτίνα του '12



ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Τον Αύγουστο του 1982 ο Θεοχάρης Κοτσιβός του Αθανασίου (γνωστός ως «Μακασής») με προθυμία μου δίνει συνέντευξη στο σπίτι του στη Σκοτίνα Πιερίας. Στη συζήτηση εξιστορεί το γεγονός απελευθέρωσης της Σκοτίνας από τον τουρκικό ζυγό.

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: Αδουκιούμι, έγινι πόλιμους μι Ντουρκία. Ιγώ ήμαν ικεί ζ ντ γειτουνιά, του μπάνου μαχαλά. Στου Γκηψαρά 'που κάτ'. Ήταν οι μανιές ούλις ικεί. Η μανιά η Νικουλού, η Γιάννινα Ντίμηνα, η μανιά η θκη μ', η Κουντήλου. Ήταν κι η μάνα μ', έγκυος σ’ ν’ Ουρανία (του '12 γινμέν'). Κι ήλιγι η μανιά η Νικουλού -ν' είχα κουμπάρα: «Α! Κίντζι πόλιμους απ' ν' Αυλώνα κι τι θα κάνουμι ιμείς. Θα κρυφτούμι, θα πάμι σιαπάν».
Απού σιακάτ' ακούμι ιππικό. Ήταν Τούρκ' σοφαρίδις. Ήμαν σκουλειό. Δάσκαλουν είχαμι τουν Τουμαρά. Μόλις γλέπ' ι δάσκαλους τς Τούρκ' έρχιτι κι μας παίρ' ιμάς τς μιγαλύτιροι κι μας λέει: «Πιδιά, απουλνούντα να πάτι χαμπλά. Οι Τούρκ' θέλν δικαπέντι μαθηταί να κάμν τα άλουγα βόλτις».
         Κατιβαίνουμι χαμπλά ταστρόντα κι παρουσιάζουμέστι σ' τς Τούρκ' δικαπέντι μαθηταί. Τα άλουγα τα είχαν κάτ' απ' του Μπλάτανου, πού είνι του σκουλειό, κα του Μπαραμύθα μιριά. Παίρουμι τα άλουγα απ' του χαλινό κι τα κάνουμι βόλτις απ' μπόρτα 'π' του σκουλειό ως πέρα στ' Αγγέλ' του σπίτ'. Ήταν του συνήθιου. Στου τέλους τα πήραν οι Τούρκ' κι τα 'βγαλαν κα Γκαραβίδα.
Η δάσκαλους μας τραβάει κα τ' Μοίρα. Στ' Μοίρα απουδέθκαμι τον ελληνικό στρατό. Ήταν, καμιά διμοιρία. Ικεί αρχίντζαν να τραγδούν τη λιφτιργιά.
Άκσαν οι Τούρκ'. Του παίρν' μυρουδιά. Έφυγαν απού 'δώ κι πάν' δια ποδαρίων.
Ούλ' στου χουργιό αρχίντζαν να τραγδούν, να χουρεύν. Αυτοί να τφικούν κι 'γώ να μαζώνου κάλυκες. Τφικούσαν στουν αέρα απ' τ' χαρά. Οι Τούρκ' μι του μπανικό έφυγαν χουρίς να ρουτήξν ντιπ. Η Σκουτίνα λιφτιρώθκι.

ΚΟΙΝΗ: Θυμάμαι έγινε πόλεμος με την Τουρκία. Εγώ βρισκόμουνα εκεί στη γειτονιά, στην επάνω γειτονιά (Άνω Σκοτίνα). Κάτω από τον Κηψαρά (*). Εκεί συγκεντρώνονταν όλες οι γιαγιές. Η γιαγιά η Νικολού, η Γιάννινα του Δήμου. η δικιά μου γιαγιά, που τη λέγανε Κοντήλου. Παρούσα και η μάνα μου που ήταν έγκυος στην Ουρανία ( γεννήθηκε το 1912). Και έλεγε η γιαγιά η Νικολού, που εγώ την είχα κουμπάρα: «Α! Κηρύχτηκε πόλεμος από την Αυλώνα κι αλίμονό μας! Πρέπει να κρυφτούμε. Θα πάμε στην  Άνω Σκοτίνα. 
          Ακούμε να 'ρχεται ιππικό από κάτω. Ήταν Τούρκοι καβαλάρηδες. Ήμουνα στο σχολείο. Δάσκαλο είχαμε τον Τομαρά (**). Μόλις είδε ο δάσκαλος τους Τούρκους, έρχεται και παίρνει εμάς τους μεγαλύτερους και μας λέει: «Παιδιά, με το σχόλασμα να κατεβείτε κάτω. Οι Τούρκοι θέλουν δεκαπέντε μαθητές για να κάμουν τα άλογα βόλτες».
          Κατεβαίνουμε κάτω στα γρήγορα. Κατεβαίνουμε στον αυλόγυρο του σχολείου και παρουσιαζόμαστε στους Τούρκους 15 μαθητές. Τα άλογα τα φύλαγαν κάτω από τον Πλάτανο, που βρίσκεται στο σχολείο, προς το καφενείο του Παραμύθα. Κρατάμε τα άλογα από το χαλινάρι και τα κάνουμε βόλτες από την πόρτα του σχολείου μέχρι πέρα του Αγγέλη το σπίτι. Αυτή ήταν η συνήθεια. Τελικά μας τα πήραν οι Τούρκοι και τράβηξαν προς την Καραβίδα (φυλάκιό τους).
Ο δάσκαλος μας οδηγεί προς τη Μοίρα (***). Εκεί υποδεχθήκαμε τον ελληνικό στρατό. Θα ήταν περίπου δύναμη μιας διμοιρίας. Εκεί (στη Μοίρα) άρχισαν να τραγουδούν τη λευτεριά.
Άκουσαν οι Τούρκοι. Το πήραν χαμπάρι. Το σκάνε από εδώ και πάνε με τα πόδια.
Στο χωριό όλοι το ρίξανε στο χορό. Αυτοί να ρίχνουν τουφέκια κι εγώ να μαζεύω κάλυκες. Έριχναν τουφεκιές στον αέρα από χαρά. Τους Τούρκους τους έπιασε πανικός. Φύγανε χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Η Σκοτίνα λευτερώθηκε.
----------
*



Τομαράς, Θύμα της Γερμανικής Κατοχής. Στον Χορτιάτη «εκάη εντός κλιβάνου μετά των δυο θυγατέρων του Αγγελικής και Ειρήνης την 2 Σεπτεμβρίου1944…» (βλέπε ιστοσελίδα μου, ανάρτηση 8.12.18). 




 Το Δημοτικό σχολείο Άνω Σκοτίνας, ή, όπως λέγεται "το σχολείο του Πατριάρχη Καλλινίκου" (1800-1889). Στο σχολείο αυτό υπηρέτησε ως δάσκαλος ο Δημήτριος Τομαράς το 1912.
Η φωτογραφία είναι βγαλμένη στις 15 Αυγούστου 1985. Ανέβηκα στο χωριό για το Πανηγύρι της Παναγίας.


** Κηψαράς, τοπωνύμιο νδ. της Άνω Σκοτίνας. Παλιότερα υπήρχε δεξαμενή που, αποκλειστικά, χρησίμευε στην κατάδυση του Σταυρού κατά τη γιορτή των Θεοφανείων. Οι κάτοικοι τη χρησιμοποιούσαν μέχρι τελευταία, πριν μετακινηθούν στην Κάτω Σκοτίνα. Η ονομασία προφανώς από τον τρόπο που οι χριστιανοί έπεφταν στο νερό. Λες και κολυμπούσαν σαν τα ψάρια. Έμοιαζε η γούρνα με κήπο από ψάρια (κηψαράς).

*** Μοίρα, τοπωνύμιο βδ. της Άνω Σκοτίνας, καραούλι θαυμάσιο, που το συναντούμε στο δρόμο ανεβαίνοντας προς την Καλλιπεύκη. «Η μανιά η Μακασού έλεγε ότι εκεί στο καραούλι είχαν το στέκι οι κλέφτες κι μοίραζαν τα λιφτά» (Ιω. Γ. Νικολός). «Κάθουνταν οι κλέφτις ικεί κι ι αρχηγός (τουν ήλιγαν μοιράρη), μάζουνι τς παράδις κι τς μιρνούσι»-μοίραζε χρήματα (Διον. Στύλος-Τσιακμάκης).
----------
Σημείωση:   Πριν το '12 οι κορυφογραμμές της Σκοτίνας ήταν τα σύνορα ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό. Οι παλιοί έζησαν τα τουρκικά και ελληνικά φυλάκια. Μας λεν πως τα τοπωνύμια που σχετίζονται με τα σύνορα αυτά και τα υπάρχοντα φυλάκια είναι ο Παπαπούλιος, η Κουκούλα, η Τσιούτα Πέτρα, το Κατί, ο Παππούς στη Στρογκλή, η Τουρκόστρατα της Καλλιπεύκης, Καραβίδα κ.λ.π. Το παλιό χωριό της Σκοτίνας ήταν ένα από τα συνηθισμένα περάσματα των Τούρκων. Αυτοί άφηναν, ενίοτε, τους κάμπους για να επισκεφτούν τα φυλάκιά τους στα βουνά. Και το πιο καλό «ραχάτι» το 'βρισκαν στον «Πλάτανο» του χωριού, δηλαδή στην πλατεία της Άνω Σκοτίνας.