Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ: «Σφάξαν του τραΐ "


      
Στα παλιότερα χρόνια, ζυμωμένος ο κόσμος με γιδοπρόβατα και μαντριά, φυσικό ήταν να δημιουργήσει ένα δικό του τρόπο ζωής. Μια ζωή σύμφωνη κι αρμονική προς το κελάηδημα των πουλιών και του λόγγου τις ομορφιές.

          Κουβέντα στην κουβέντα (1982), ο μπάρμπα Διονύσης Στύλος, αλλιώς «Τσιακμάκης», έφερε στο νου παλιά περιστατικά της Σκοτίνας του κάτω Ολύμπου. Το σπουδαιότερο, δεν μπορεί να λησμονήσει τον καημό για την απώλεια του τραγιού («σφάξαν του τραΐ»). Αυτά, σε συνδυασμό με το γλαφυρό ιδίωμα του τόπου, ακούγονται πολύ ευχάριστα στα αυτιά μας.

ΙΔΙΩΜΑ: Για πρώτην βουλά που γίγκα τζιουμπάνους ήταν το 1917. Μι’ αγόρασι ι πατέραζ μ’ δώδικα γίδις απ’ του Μιχαήλ του Γιρμπχαλό. Κι αγόρασαν κι ένα τραΐ μπάλιου για τζ δώδικα τζ γίδις. Τς αγόρασαν απού δουδικάμσ’ δραχμές τη μια. Ιγώ τζ βουσκούσα ‘που κάτ’  απ’ ν’ Αγία Τριάδα. Ικεί, στου χουράφ’ τ’ Καραγιαννίδη σ’ ν’ άκρια άναψα φουτιά. Κρύου, χειμώνας. Πουλύ κρύου κι έκουψα κλαρίδια για να φαν οι γίδις πουρνάρια. ΄Ηφιρι κι ι Κουντουγιώρς καμιά δικαριά γίδις κι μι λέ’:

-Ιγώ θα φύγου κι θα πάνου στου σπίτ’. Βάστα κι τα θκά μ’. ΄Αμα τα μά’ εις τα δικά σ’, φέρτα κι τα θκά μ’.

          -Θα σι τα φέρου.

          Του τραΐ του είχαν δυο κυπριούλια βαλμένου. Αυτό μπήκι παραμέσα στ’ αρμάν’ κι βουσκούσι ουδ’ ικεί. Κι ιγώ είχα φουτιά αναμμέν’. Είχα γρουνίσιου κρέις κι ένα λουκάνκου. Το 'ψινα.

          Καμιά φουρά ήρθι ι Γιάντζ ι Μαλλιάρας  -μακαρίτς κι αυτός-, ήρθι κι ι πατέρας σου, ι παπάς. Ιτότι ήταν πιδί.

-Καλημέρα, μι λέ’.

-Καλημέρα, τι κάντζ ιδώ;

-Έχς ψουμί;

          -Ψένουμι του κρέις, ψένουμι κι του λουκάνκου.

            Μι του τρών’ καλά, παίρ’ ι Γιάντζ  Μαλλιάρας μια φυλλούδα ψουμί, παίρ’ κι του μσο λουκάνκου. ΄Υστιρα πααίν’ μέσα στ’ αρμάν’ να κόψ’ σκούπα για τα κατσίκια τς. Ι ‘Πουστόλς ι Καλιαμπός κάθουνταν μι τιμένα. Μ’ ήλιγι μασλάτχια. Ι Γιάντζ ι Μαλλιάρας πααίν’ στ’ αρμάν’, τσακών’ του τραΐ κι του σφάζ’. Του κόβ’ κι του κριμνάει σ’ έναν κέδρουν. Του ξισκοίλιασι, έβγαλι τα τζέρια απού μέσα, τα κλούριασι κι τάβαλι μέσα στου γκόρφου. Πήρι κι έναν ώμουν σκούπα απού ‘κεί κι έφυγι. Τουν άκουσα να φουνάζ’ τουν Απουστόλ του Γκαλιαμπό:

          -Ώ Πουστόλ’, ώ Πουστόλ’!

          -΄Οι.

           -΄Αντι, αρά, δεν έρχισι;

ΚΟΙΝΗ: Για πρώτη φορά που έγινα τσοπάνης ήταν το 1917. Μου αγόρασε ο πατέρας μου δώδεκα γίδες από τον Μιχάλη Γερομιχαλό. Επιπλέον αγόρασαν κι ένα τραγί για τις δώδεκα γίδες. Το τραγί αυτό είχε γκριζωπό κούτελο (μπάλιο). Τις γίδες τις αγόρασαν προς δωδεκάμισι δραχμές τη μια. Εγώ τις βοσκούσα στην τοποθεσία που βρίσκεται ακριβώς στην κάτω πλευρά της Αγίας Τριάδας (εξωκκλήσι στην Κάτω Σκοτίνα). Εκεί, στην άκρια από το χωράφι του Καραγιαννίδη άναψα φωτιά. Κρύο, χειμώνας. Πολύ κρύο κι αναγκάστηκα ν’ ανάψω φωτιά χρησιμοποιώντας τα μικρά κλαδιά, τα οποία έκοψα με κύριο σκοπό να φάνε οι γίδες πουρνάρι. ΄Εφερε και ο Κοντογιώργης ( Γ. Στύλος) καμιά δεκαριά γίδες εκεί, κοντά σε μένα και μου λέει:

          -Εγώ θα φύγω και θα πάω στο σπίτι. Κράτησε και τα δικά μου ζωντανά. Όταν έρθει η ώρα να συμμαζέψεις τα δικά σου, φέρε και τα δικά μου.

-Θα σου τα φέρω.

          Εγώ είχα κρεμάσει στο λαιμό του τραγιού δυο μικρά κυπριά (κουδουνάκια). Το τραγί, εντωμεταξύ, χώθηκε μέσα στα χαμόκλαδα και βοσκούσε εκεί μέσα. Και εγώ ετοίμασα φωτιά. Μαζί μου είχα χοιρινό κρέας και ένα λουκάνικο. Το έψηνα.

          Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο Γιάννης Μαλλιάρας -μακαρίτης κι αυτός-. Ζύγωσε και ο πατέρας σου, που τώρα είναι παπάς. Τότε ήταν παιδαρέλι.

-Καλημέρα, μου λέει.

-Καλημέρα, τι γυρεύεις εδώ;

-΄Εχεις ψωμί;

-Ψήνουμε το κρέας, ψήνουμε και το λουκάνικο.

Αφού φάγανε καλά, ο Γιάννης Μαλλιάρας κόβει μια φέτα ψωμί, παίρνει και το μισό λουκάνικο. Ύστερα χώνεται μέσα στο αρμάνι για να κόψει σκούπες, κλαδιά, για τα κατσίκια τους. Ο Αποστόλης ο Καλιαμπός παρέμεινε κοντά μου. Το ρίξαμε στο κουβεντολόι. Ο Γιάννης Μαλλιάρας πήγε στο αρμάνι, πιάνει το τραγί και το σφάζει. Μου το σφάζει και το κρεμάει σε ένα μεγάλο κέδρο. Του ’βγαλε τις κοιλιές, βγάζει τα εντόσθια από μέσα, τα τύλιξε και τα έχωσε μέσα στον κόρφο του. Πήρε και μια αγκαλιά κλαδί (σκούπα) από ‘κει και έφυγε. Τον άκουσα να φωνάζει τον Αποστόλη τον Καλιαμπό:

-΄Ω Αποστόλη, ώ Αποστόλη!

-Ορίστε.

-Κάνε γρήγορα, μωρέ. ΄Ελα.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

ΤΕΧΝΗ: Ƌ ɴ Ƌ λ o Г ı О


ΨΑΛΤΙΚΑ ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ (δεκαετία 1947-57)

Στις 25 Νοεμβρίου η Κατερίνη γιορτάζει την πολιούχο Αγία Αικατερίνη. Βρίσκω την ευκαιρία να αφιερώσω με πολύ σεβασμό το παρόν αναλόγιο στους παλιούς ψάλτες της Κατερίνης και συγκεκριμένα της περιόδου 1947-57. Αυτοί ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. 

1. ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ Ιωάννης. Πρωτοψάλτης στον κεντρικό ιερό ναό Θείας Αναλήψεως. Κατάγονταν από ένα χωριό (δυτικά της Θεσσαλονίκης). Μαθήτευσε στον άρχοντα πρωτοψάλτη Αθανάσιο Καραμάνη. Στο αριστερό αναλόγιο έψελνε ο  Ιωάννης Παπαδιδασκάλου, γιος ιερέα από το Καταφύγιο Κοζάνης.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ. Κοντά του και για ένα δίμηνο παρακολούθησα μαθήματα παρασημαντικής. Κατέβαινα από Καταφυγιώτικα (άκρο δυτικά της πόλης) για να πάω στο σπίτι του (στροφή προς Σ. Σταθμό (άκρο ανατολικά), απέναντι από την παλιά νομαρχία). Σπίτι απλό νοικοκυράτο, ανάμεσα σε τριανταφυλλιές. Στην αρχή «μπήκα» στο Αναστασιματάριο στον πρώτο ήχο (παραλλαγή και μέλος) (*). Έκτοτε αυτοδίδακτος.

----------

* Συμμαθητή είχα τον Γιώργο Λαζαρίδη, μετέπειτα άρχοντα πρωτοψάλτη του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως Θεσσαλονίκης. «Έφυγε» νωρίς (ας είναι η μνήμη του αιωνία).  

2. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Μαργαρίτης. Πρωτοψάλτης ι. ν. Αγίας Παρασκευής (*). Γόνος ιερατικής οικογενείας με καταγωγή την παλιά Περίσταση Κωνταντινούπολης. Αυθεντία στο ψάλσιμο (**). Βοηθούς είχε τους: α) Γιώργο Γαργαγέτα, β) Γιώργο Σιδηρόπουλο, γ) Απόστολο Ηλιάδη και άλλους. Λαμπαδάριος ήταν ο θεολόγος καθηγητής Παναγιώτης Τανιμανίδης και μετά από αυτόν ο Γιώργος Γαργαγέτας.  

----------

* Ο αγαπητός φίλος και εκλεκτός συνάδερφος Γιώργος Γαργαγέτας με πληροφορεί (5.11.20) ότι ο Μαργαρίτης, πριν έρθει στην Αγία Παρασκευή, είχε προσληφθεί στην Ανάληψη. Πρώτα έπρεπε να τον ακούσει ο «λόγιος ιεράρχης» αείμνηστος Μητροπολίτης Κίτρους Κωνσταντίνος  Κοϊδάκης (1876-1954).

** Μαθητής Γυμνασίου. Από τα χαράματα έπιανα θέση σε στασίδι πίσω από τον Μαργαρίτη. Για πρώτη φορά είδα μουσικά κείμενα. Σκέφτηκα: «αυτοί κέρατα έχουν; Δε γίνεται. Θα τα μάθω κι εγώ». 

3. ΤΣΑΧΑΛΙΝΑΣ Κωνσταντίνος. Πρωτοψάλτης Αγίας τριάδας. Στο αναλόγιο βοηθούσαν τα παιδιά του (Δημήτρης, Αντώνης, Θανάσης) και άλλα γειτονόπουλα. Πλούσιος σε θεωρητική κατάρτιση της βυζαντινής μουσικής*. Συνεργάσιμος με ευγενή συμπεριφορά προς επισκέπτες συναδέλφους, (όπως π.χ. συνέβη με τους Θρ. Στανίτσα και αδερφούς Κακουλίδη Νίκο και Γιώργο). Λαμπαδάριος τότε ήταν ο αξιόλογος Αλέκος Παπαβασιλείου.

----------

* Σε τηλεφωνική επικοινωνία (26.3.20) ο Θανάσης, γιος του Κ. Τσαχαλίνα, διευκρινίζει: «ο πατέρας θεωρία έμαθε από τον παππού Αθανάσιο  Τσαχαλίνα, ψάλτη στο Λιβάδι Ολύμπου. Το 1932 κατεβαίνει από το Λιβάδι στην Κατερίνη. Στην αρχή ψάλλει στην Ανάληψη και στη συνέχεια για πολλά χρόνια στην Αγία Τριάδα».

ΕΚΤΟΣ ΑΝΑΛΟΓΙΟΥ: Ο αείμνηστος συνομήλικός μου Μίμης (Δημήτρης) Σιάνος, ήταν αξιόλογος  καλλιτέχνης-ψάλτης, ερασιτέχνης. Του αφιερώνω δυο περιστατικά: α) Η εκκλησιαστική επιτροπή της Παντάνασσας (εφημέριος Απόστολος Καλιαμπός) τον καλεί να ψάλει «επ’ αμοιβή». Ο Μίμης αρνείται γιατί δεν του άρεσε να συνοδεύει κηδείες. (Υπόψη ότι η νεκρική πομπή για Αγία Αικατερίνη περνούσε από το κέντρο της πόλης και ο Μίμης ντρεπότανε). β) Με τον Μίμη  στα τέλη του Δεκέμβρη του 1956 ξεκινάμε με τρένο για το κέντρο βασικής εκπαίδευσης (Πελοπόννησος). Οι επιβάτες του βαγονιού δεν ένιωσαν κόπωση γιατί ο Μίμης έψαλλε εύχαρις. Η χαρά φούντωσε όταν «έπιασε» τις αργές Καταβασίες των Χριστουγέννων. 

Σημείωση. πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο. 


 

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ: «Ουργιάνα»

 

                                    Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ «ΟΥΡΓΙΑΝΑ»

          Πλάι στην εκκλησία της Παναγίας (Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου)  φαντάζει ο αιώνιος γέρο Πλάτανος. Ανάμεσα στις πολλές εκδηλώσεις, που συνδέονται με τον Πλάτανο, έχουμε το παιχνίδι που φέρει το όνομα «Ουργιάνα» ή  «Οργιάνα». Μιλάμε, βέβαια, για παρελθόν, όταν το χωριό έσφυζε από ζωή. 

Για τους παλιότερους η Ουργιάνα αποτελεί την καλύτερη ανάμνηση. Ήταν το πιο θεαματικό παιχνίδι, το πλέον κεφάτο, ζωηρό. Παίζονταν αποκλειστικά και μόνο «στου μπλάτανου», στον πελώριο πλάτανο, που σκιάζει την  ομώνυμη πλατεία της Άνω Σκοτίνας. Την περίοδο του Αυγούστου, τον μήνα της Παναγίας, το παιχνίδι παίζονταν συχνότερα και με ικανή συμμετοχή. Το στοιχείο που διευκόλυνε τη διαδικασία του παιχνιδιού ήταν ο ογκωδέστατος πλάτανος. Στο παιχνίδι διακρίνουμε τις ακόλουθες φάσεις:

1. ΟΜΑΔΕΣ. Τα παιδιά (συνήθως κατά το δειλινό) συγκεντρώνονταν στον Πλάτανο και σχημάτιζαν ομάδες αποτελούμενες από 5-6 παιδιά. 

2. ΛΑΧΝΟΙ. Η κάθε ομάδα έριχνε λαχνούς («κουντήλια», «τσακνούλια»). Όποιο παιδί τύχαινε να πάρει το μικρό «κοντήλι» φύλαγε την «Ουργιάνα». Δηλαδή έπαιρνε θέση στο δυτικό μέρος του πλάτανου. Η ομάδα με τα υπόλοιπα παιδιά έπαιρνε θέση στην ανατολική πλευρά. Η ομάδα δεν έβλεπε τον «φύλακα», ούτε αυτός τα μέλη της ομάδας.

3. ΤΡΕΞΙΜΟ. Όταν, πια, επικρατούσε απόλυτη ηρεμία, ο «φύλακας» φώναζε  δυνατά και η ομάδα αποκρίνονταν αναλόγως. Δηλαδή ακούγονταν η παρακάτω στιχομυθία μεταξύ «φύλακα» και ομάδας:

-ουργιάνα

-Αλέκο

-Κατσιβαλέτο

-από ποια μεριά;

                        -Απού τ’ Λιφτουκαρυά (ή Παντιλέμηνου)

          Η απάντηση  «απ’ τ’ Λιφτουκαρυά» σήμαινε πως η ομάδα θα έτρεχε προς τα δεξιά, δηλαδή προς τον προσανατολισμό της Λεπτοκαρυάς και ο φύλακας ακολουθούσε προσπαθώντας να επισημάνει το τελευταίο πρόσωπο της ομάδας. Το ακουμπούσε και το πρόσωπο «έχανε». Αφού «έχανε» υποχρεώνονταν να «φυλάξει» την Ουργιάνα. Το ίδιο γινότανε αν το τρέξιμο γινότανε προς την πλευρά του χωριού Παντελεήμονα (δεξιά).   

---------

Σημείωση. Με την εγκατάλειψη του χωριού (1947) παύει η εμφάνιση της Ουργιάνας. Παρουσιάζεται μόνο σποραδικά σε μερικές γειτονιές κι όταν αυτό είναι εφικτό, βολικό. Θυμάμαι, μετά τον επαναπατρισμό χρησιμοποιούσαμε το καφενείο του Δημητρού Παπαγεωργίου στη «Βασίλα» γιατί ο χώρος για τρέξιμο γύρω από το καφενείο ήταν ελεύθερος. Επίσης, κάτοικος της περιοχής «Γαβρί» μου έλεγε ότι στις αρχές του επαναπατρισμού, δηλαδή στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, τα παιδιά παίζανε γύρω από την εκκλησία «Αγία Τριάδα». Αυτό, όμως, δε βάσταξε πολύ. Ο λόγος απλός: στον Πλάτανο «τς Απαλνής» (Σκοτίνας) σε ρουφούσε το μεράκι.

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΚΑΤΟΧΗ: Γερμανοί στην Σκοτίνα


Συνομιλώ με τον Θανάση Γερομιχαλό του Αποστόλου στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα (8 Μαρτίου 2003). Ο Θανάσης θυμάται τον Απρίλη της Κατοχής (1941):

ΠΡΩΤΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: Οι Γερμανοί στο σπίτι

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ήμασταν σ’ ν’ απάν τ’ Σκουτίνα όταν ήρθαν οι Γιρμανοί.  Τουν Απρίλ’ του ’41. Καναδυό μέρις κρυφτήκαμι σ’ τς ουξιές. Ιγώ ήμαν ζ μπλάκα Νταμούκα. Αυτήν που πάμι σ’ τς Μάνας του νιρό, ‘π’ τού ‘λιγάμι, ‘π’ του Γκηψαρά δίπλα. Στου Κάστριου ήταν οι Ιγγλέζ’ κι οι Γιρμανοί πήραν του δρόμου προς τα πάν’ κι βγήκαν σ’ ν’ απάν’ τ’ Σκουτίνα. Μιτά έφυγαν κι πήγαν για Γκαλλιπεύκ’. Γιατί έπριπι να γυρίζν απού ‘κεί αυτοί, απού Γκαλλιπεύκ’ κι να πααίν’ κάτου στους Γόνους κι απού ‘κεί να πιράσν. Γιατί τα είχαν ανατινάξν όλα οι Ιγγλέζ’. Γαλαρίις κι αυτά. Ανατινάθκαν μι νάρκις. Και πέρασαν απού Γκαλλιπεύκ’ προς τα κάτ’ κι πήγαν για Λάρισα.

ΚΟΙΝΗ Κατοικούσαμε στην ‘Ανω Σκοτίνα. όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Ήταν Απρίλης του ’41). Για λίγες μέρες κρυφτήκαμε μέσα στις οξιές. Συγκεκριμένα εγώ κρύφτηκα στην πλάκα Νταμούκα. Στην τοποθεσία αυτή που μας οδηγεί στης Μάνας το νερό. Έτσι το λέγαμε. Βρίσκεται ακριβώς πλάι στον Κηψαρά. Στο Κάστρο του Πλαταμώνα είχαν στρατοπεδεύσει οι Εγγλέζοι και εμπόδιζαν τους Γερμανούς να περάσουν προς τα Τέμπη. Τελικά, οι Γερμανοί φύγανε ύστερα. Αναχώρησαν για την Καλλιπεύκη. Γιατί αυτό ήταν το σχέδιό τους. Έπρεπε να γυρίσουν από την Καλλιπεύκη και από κει να κατεβούν στους Γόνους και στη συνέχεια να βρουν διέξοδο προς την κάτω Ελλάδα. Διότι οι Εγγλέζοι τα είχαν ανατινάξει όλα. Τις γαλαρίες κλπ. Οι Εγγλέζοι τους αντιμετώπιζαν με νάρκες. Έτσι, αναγκαστικά οι Γερμανοί περάσανε από Καλλιπεύκη και από κει κατευθύνθηκαν προς Λάρισα).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: « Ωά, ωά» 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ Ήμασταν μαζιμέν’ ζ’ Μπλατέα. Κοιτούσα να ‘ρθεί ο Γερμανός μι τα πιστόλια. Ικείν’ ν’ ώρα έρχουνταν ι Γιώρς τ’ παπά  Λιουνίδα. Έρχουνταν απ’ τς Κφάλις να πάει στου σπίτ’ να πάρ’ ψουμί (γενικώς φαγητό). Ήταν κάτ’ απ’ τ’ Καραλή. Εντωμεταξύ λέ’ ι Γιρμανός, έκανι έτσ’ του χέρ’ «Ωά, ωά, κάκακα».  

         Δε μπουρούσι να του πεί. Έκανι του σχήμα κι κακάρζι. Έκανι του κακάρζμα τς κότας. «Κακακακα». «Πού να βρεις αβγά», έλιγι ι ένας μι τουν άλλου. Ι Γιώρς δε μαρτρούσι. Λέ’ ένας: «Γιώρ’, Γιώρ’, έλα ‘δώ».

«Άφσι του πιδί να φύγ’», λέ’ ι παπά Λιουνίδας ι καημένους. Ι πρώτους επέμενε: «Γιώρ’, Γιώρ’, έλα ‘δώ. Πάνι σι κάνα σπίτ’  να σι δώζν κανένα’ αβγό να δώσουμι τζ Γιρμανοί.

          Κάν’ ι Γιώρς έναν μουρφαζμό έτσ’. Ακριβώς του θυμούμι σαν τώρα. Λέ’ «Ποιος θα μι δώσ’ αβγά».

          -Σαν διαμαρτυρία, δηλαδή.

          -Σα διαμαρτυρία, αλλά αυτός ο κιαρατάς κατάλαβι ότι δεν ήθιλι να πάει.

      


 
  Λοιπόν! Αν τουν ρίχν’, ρε Γιάν’, μια μπουνιά στου στήθους ιδώ, κι πααίν’ απού ’δώ στου ντοίχου. Ανάσκλα ι Γιώρς καταή. Κι μι συγχουρείς τη φράσ’, λέ’ ι Γιώρς: «Θα φας σκατά αβγά». Αν το καταλάβινι ι Γιρμανός, θα τουν σκότουνι. Η παπά Λιουνίδας άσπρισι: «Αχ, μωρέ, τι μ’ έκαμις! Να μι σκουτώις του πιδί», λέ’.

          Κι κόβ’ σιαπέρα κι φέγ’.

          Του άδικου έγλιπι ι Γιώρς  (*).

ΚΟΙΝΗ: Στεκόμασταν στην Πλατεία. Εγώ παρατηρούσα πώς θα έρθει ο Γερμανός με τα πιστόλια. Περνάει από μπροστά μας ο Γιώργος του παπά Λεωνίδα (1921-2003). Επέστρεφε από τις Κουφάλες και πήγαινε στο σπίτι για να πάρει φαγητό. Περπατούσε ακριβώς σύρριζα στο σπίτι του Καραλή. Τον βλέπει ο Γερμανός και του κάνει νεύμα με το χέρι, «θέλω αυγά».

          Δεν ήξερε τη γλώσσα κι έκανε κακάρισμα της κότας. «Που να βρεις αυγά» λέγανε μεταξύ τους. Ο Γιώργος δε μιλούσε. Ένας πατριώτης πετιέται απευθυνόμενος στον Γιώργο: «Γιώργο, Γιώργο, έλα εδώ».

«Άσε το παιδί να φύγει», του απαντάει ο καημένος ο παπά Λεωνίδας).

          Ο πρώτος επέμενε: «Γιώργο, Γιώργο, έλα εδώ.  Πήγαινε σε κανένα σπίτι, να σου δώσουνε κανένα αβγό να δώσουμε στους Γερμανούς).

          Ο Γιώργος κάνει ένα μορφασμό, έτσι. Το θυμάμαι σαν τώρα. Και λέει συνάμα: «Ποιος θα μου δώσει αβγά; Είστε στα καλά σας»;

          -Σαν διαμαρτυρία, δηλαδή.

          -Σαν διαμαρτυρία, αλλά αυτός ο κερατάς κατάλαβε ότι ο Γιώργος δεν ήθελε να πάει.

Λοιπόν! Γιάννη, να έβλεπες τι έγινε! Του δίνει μια μπουνιά εδώ στο στήθος και


πετάγεται από δω μέχρι πέρα στον τοίχο. Ανάσκελα ο Γιώργος καταγής. Και είπε μια φράση, με συγχωρείς, «θα φας σκατά αντί για αβγά». Αν καταλάβαινε ο Γερμανός, σίγουρα θα τον σκότωνε. Ο παπά Λεωνίδας χλόμιασε από το φόβο: «Αχ, μωρέ, τι μου έκανες! Πας να σκοτώσεις το παιδί μου!»

          Το κόβει πέρα, απομακρύνεται.

          Στον Γιώργο δεν άρεσε το άδικο.

----------

 

* ο Γιώργος σε συνέντευξη στις 17 Νοέμβρη του 1981 στο σπίτι του (Τριανδρία Θεσσαλονίκης) σημειώνει: «Οι Γιρμανοί έστσαν (έστησαν) τα πολυβόλα στου σπίτι μ’. Ένας ήθιλι να μι τφικίσ’ ικεί στου Μπλάτανου» (σκόπευε να με τουφεκίσει εκεί στην πλατεία). 

 

 

 

 

ΤΡΙΤΗ ΕΝΘΥΜΗΣΗ: Οι Γερμανοί στον «Πλάτανο» (πλατεία).

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ:  Στου Μπλάτανου (=πλατεία) κάθουνταν κι όσοι δεν πήγαν στρατιωτικό: Ι Κακάλς ι Καϊάκας, (αγροφύλακας), ι παπά Λιουνίδας, ι Πουτιός ι Ντάμπλιας, ι μπάρμπα ‘Ρακλής, ι Γιάντζ ι Παραμύθας. Οι Γιρμανοί έρχουνταν, εντωμεταξύ, απού κάτ’.

-Μια παρένθεση. Θυμάμαι εγώ για κάτι ποδήλατα.

-Όχ’ μόν’ έφιραν ποδήλατα, αλλά του Μήτσιου του Γκουκουλιάρα κάποιους τουν φόρτουσι ένα πουδήλατου κι του πάει στου Νιζιρό σιαπάν’.                         

-Και εκείνος υπάκουσε;

          -Τι να κάν’. Να σι δώσου τώρα να καταλάβς. Ήρθι ένας Γιρμανός μ’ ένα μουλάρ’ φουρτουμένου μι ασύρματους. Πααίν’ στου καφινείου του Γιάν’ του Παραμύθα, κουνάει μπόρτα, ήταν κλειδουμέν’. Γυρνάει προς τα πίσου, μια κλουτσιά, ακόμα μια, πουλιάνα η πόρτα (=ανοιχτή πέρα για πέρα). Λέ’ του Γιρμανό, στου στρατιώτ’: «Πάνι κι βάλι μέσα τουν ασύρματου». Αυτός Έσπασι μπόρτα. Σκώνιτι κι έρχιτι προς τα μας. Ικεί ήμασταν μαζιμέν’ ι παπά Λιουνίδας κι άλλ’. 

ΚΟΙΝΗ: Στην πλατεία ήταν και άλλος κόσμος, κυρίως όσοι δεν θα πήγαιναν στο στρατό. Όπως ο Θεοχάρης Καλαμάρας-Καϊάκας, ο παπά Λεωνίδας, ο Πουτιός Δάμπλιας, ο μπάρμπα Ηρακλής Δάμπλιας. Οι Γερμανοί, εντωμεταξύ, ανέβαιναν από την Κάτω προς την Άνω Σκοτίνα).

-Μια παρένθεση. Θυμάμαι εγώ για κάτι ποδήλατα.

-Βέβαια, έφεραν οι Γερμανοί ποδήλατα. Αλλά, όχι μόνο αυτό. Κάποιος υποχρέωσε τον Μήτσο τον Κουκουλιάρα να κουβαλήσει στον ώμο ένα ποδήλατο και το μετέφερε μέχρι την Καλλιπεύκη επάνω).

-Και εκείνος υπάκουσε;

          -Μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Να σου τα κάνω απλά, να καταλάβεις: Ήρθε ένας Γερμανός με ένα μουλάρι φορτωμένο με ασύρματους. Αμέσως κατευθύνεται προς το καφενείο του Παραμύθα. Κουνάει την πόρτα, Ήταν ασφαλισμένη. Γυρίζει προς τα πίσω. Γυρίζει, λοιπόν, προς τα πίσω, δίνει μια κλωτσιά την πόρτα, ακόμα μια, ανοίγει πέρα ως πέρα η πόρτα. Διατάζει το στρατιώτη Γερμανό: «Πήγαινε και τοποθέτησε μέσα στο καφενείο τον ασύρματο». Αυτός έσπασε την πόρτα. Σηκώνεται από κει και έρχεται προς το μέρος που στεκόμασταν εμείς. Μαζεμένοι εκεί μαζί με τον παπά Λεωνίδα.