Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΘΑΛΑΣΣΑ: Θανάσης Ν. Καλαμάρας


                                                Θανάσης Ν. Καλαμάρας  
 
Θάλασσα «λεβεντοπνίχτρα»

          Όταν η θάλασσα αγριέψει, ακολουθούν δεινά. Και τον Θανάση Καλαμάρα τον «έφαγε» ο πνιγμός στα νερά του Πηνειού. Η συνέντευξη του Θεοχάρη Συντριβάνη-Γκουτζιαμάνη (*) είναι κατατοπιστική. Χαρακτηριστική και ως γλώσσα της θάλασσας.

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ: -Να μου πεις, Θεοχάρη, για τον θάνατο του Θανάση Καλαμάρα (Καϊάκα).

-Μι του Θανάσ’ ήμασταν μαζί, παρέα. Μαζί βάζαμι δίχτυα. Ιγώ ήμαν 35 χρονών, ι Θανά‘ης 30. Τα δίχτυα τα ‘χαμι κάτ’ στου γκάβου, στου πουτάμ’. Πήγαμι στου πουτάμ’, στου Μπηνειό. Κάναμι απού δώ περίπου μια ώρα. Μια βάρκα. Σκώνουμι δίχτυα, ψάρια πουλλά. Λυθρίνια, τσιπούρις, χταπόδια, κολοί. Αυτό το ‘παθάμι ιμείς στις 22.3.71, ώρα 2.30 μ.μ.
          -Σε ποιο σημείο φτάσατε.
-Κάβος, Παλιμάνα. Ο Κάβος τς Παλιμάνας, που λέμι. Φάτσα, μέσ‘ στον Πηνειό. Του πουτάμ’ κατέβαζι. Τα δίχτυα τα σηκώσαμι καλά. Βλέπου, Γιάν’, άλλ’ θάλασσα ύστιρα. Τη φέρ’ απ’ του πέλαγους. Μια του πιάν’ απού δω, μια του πιάν απού κει.  
          -Άι, μη φουβάσι, μι λέ’.
          -Θανάσ’, θα πάθουμι...θα πνιγούμι. Πρόσιξι.
          -Όχ, μι λέ’, τράβα.
          -Αφού «τράβα», τράβα κι ιγώ, φτάνουμι καμιά 300 μέτρα. Γυρίζ’ κι μου λέει: «Θιοχάρ’, γύρνα πίσου». «Δε σ’ είπα, Θανάσ’, δε μπουρούμι να γκαβατζάρουμι του γκάβου»!
          Μι του γύρισμα, Γιάν’, πίσου, ήθιλι να μας μπατάρ’, να μας φέρ’ καπάκ’ ικεί μέσα. Φεύγουν τα δίχτυα, τα παίρου ιγώ, τα τραβάου. Μι του κύμα που έκανι τα πάει μουνόπατα, που λεν. «Μπρε..., πάμι μέσ’ στου πουτάμ’».
          -Θανάσ’, δε μπουρούμι να μπούμι. Έχ’ κατιβασιά. Θα πνιχτούμι.
          -Μη φουβάσι, μου λέ’.
          -Θανάσ’ δε μπάνου. Στα Σκλήθρα. Ικεί είχι μπουνάτσα. Όχ’ μέσα, λέου. Δε σιακούου. Θα πνιχτούμι. Ισύ ξέρς μπάνιου, ιγώ δε γξέρου.
          Μπουνάτσα απού κάτου. Στου Γκάβου να χαλάει ο κόσμος. Κατέβαζι η θάλασσα. Ήταν μια κόντρα. 
          -Σήκουσι ν’ άγκυρα, μι λε’.
-Το καΐκι ήταν με μηχανή;
-Μι μηχανή. Τραβάμι, τραβάμι, τραβάμι, τραβάμι. Φτάνουμι. Φτάνουμι να φέρουμι ντ μπούκα ίσια μέσα στου πουτάμ’. Του πουτάμ’ όντας κατιβάζ’ κάν’ κόντρα τ’ θάλασσα, αντιμάμιλου (αντιμάμαλο). Η θάλασσα απού κάτ’, σηκών’. Μι του γύρισμα, βλέπου μια μάνητα. Κύμα, κύμα. Μου λέ’: «Κράτα του τιμόν’».
          Λοιπόν, Γιάννη, μι του «κράτα», μας φέρ’ μια, γυρουβουλιά: η πρύμν’ γύρσι στη μπλώρ’ κι η πλώρ’ γύρσι προς του πέλαγους. Ένα καπάκ’. Ιγώ τώρα ήμαν απού κάτ’ απ’ του καΐκ’. Καπάκ’. Η καρίνα επάνω. Πώς κάνου καμιά φουρά κι βγαίνου. Κοιτώ του Θανάσ’ επάνω στο καΐκ’, στη γκαρίνα: «Έλα ‘δώ, μι λέ’, μη φουβάσι». «Τι «έλα δώ», αρά, πνίγουμέστι. Πιάσι μι, Θανάσ’».
Δε μι πρόλαβι να μι πιάσ’. Ήρθι ένα άλλου κύμα κι μι πιτάει πιο έξου, προς το ποτάμι. Λέου τιλείουσάμι. Κάνου για να φύγου έξου, δε μ’ άφνι του νιρό. Ευτυχώς ήταν γλυκό του νιρό. Άμα ήταν αρμυρό, δε γλίτουνα. Καμια φουρά μι παίρ’ ένα κύμα κι μι πααίν’ προς τα έξου. Ζύγουσα καμια 15 μέτρα.  Λέω «πώς θα βγώ τώρα έξου». Κοιτάου του μάγουλου (το μέρος προς το κύμα έξω το λεν μάγουλο). Πιτάου του χέρ’, «χραπ», πιάνουμι απ’ τουν άμμου.    
Βγαίνου έξου, βλέπου του Θανάσ’ νικρό!
          Ω! Θανάσ’, Ρε Θανάσ’!...
Τουν χτύπσι μέσα. Τουν χτύπσι κύμα κι τουν χτύπσι ‘δω, στου μέτουπου. Χτύπσι απάν στου καΐκ’.
Βγαίνου, καμιά φουρά ικεί στ’ Νυχτιρέμ, όλου λάσπ’ μέχρι δω, γιατί του πουτάμι βγήκι έξου μέχρι τα χουράφια. Μι γλέπουν ικεί ψαράδις: «Τι έγινι, αρά»; «Άσι τι έγινι, πνίγιτι άνθρουπους. Τιλείουσι ι Θανά‘ης. Η θάλασσα του μπάει στου πέλαγους. Τουν βρήκαν στου Κόκκινου νιρό.

ΚΟΙΝΗ: Με τον Θανάση κάναμε συντροφιά. Μαζί ρίχναμε δίκτυα. Ηλικία, στα 35 χρόνια εγώ, στα 30 ο Θανάσης. Τα δίκτυα τα είχαμε πέρα στον κάβο, στον Πηνειό (22.3.1971). Κάναμε μια ώρα περίπου για να φτάσουμε στο ποτάμι, τον Πηνειό. Είχαμε μια βάρκα. Σηκώνουμε τα δίκτυα, μεγάλη η ψαριά. Πιάσαμε λυθρίνια, τσιπούρες, χταπόδια, κολιούς.
-Σε ποιο σημείο φτάσατε.

         -Στον Κάβο, που τον λένε Παλιμάνα. Φάτσα στον Πηνειό. Το ποτάμι κατέβαζε πολύ νερό. Τα δίκτυα τα σηκώσαμε πετυχημένα. Γιάννη μου, τι να σου πω! Παρατηρώ μια άλλη θάλασσα. Θάλασσα φουρτουνιασμένη μέσα στο πέλαγος. Τα κύματα σηκώνονται πότε από δω, πότε από κει.
          -Πέσαμε μέσα στη φουρτούνα. Του λέω: «κοίταξε που πέσαμε». Του λέω: Θανάση, θα πάθουμε κακό, πρόσεξε, θα πνιγούμε.
          -Όχι, μου λέει. Τράβα και μη φοβάσαι.
          Τον άκουσα. Με το «τράβα, τράβα» κοντεύουμε τα 300 μέτρα από τη στεριά. Ξαφνιά γυρίζει και μου λέει: «Θεοχάρη, γύρισε πίσω». «Δε σου τα ‘λεγα Θανάση, πως δε μπορούμε να ξεπεράσουμε τον κάβο»!
          Με την επιστροφή μας, Γιάννη, κόντεψε η βάρκα να αναποδογυριστεί και να μας φέρει καπάκι μέσα στην αγριεμένη θάλασσα. Τραβιούνται τα δίκτυα, τα συμμαζεύω εγώ, τα τραβάω. Με το κύμα που σηκώθηκε, πάει μονόπατα, που λεν. Αλίμονο! τραβάμε για το ποτάμι βαθιά.
-Θανάση, δε μπορούμε να μπούμε, έχει κατεβασιά, θα πνιγούμε.
          -«Μη φοβάσαι», μου λέει.
          -Θανάση, εγώ δεν πάω. Στα Σκλήθρα έχει μπουνάτσα. Όχι μέσα, δεν σε εμπιστεύομαι. Θα πνιγούμε. Εσύ ξέρεις να κολυμπάς, εγώ δεν ξέρω.
          Μπουνάτσα από κάτω. Στον κάβο να χαλάει ο κόσμος. Αγρίευε η θάλασσα. Ήταν κόντρα.
          -«Σήκωσε την άγκυρα» μου λέει.
          -Το καΐκι ήταν με μηχανή;
          -Με μηχανή. Προχωράμε, τραβάμε, τραβάμε, φτάνουμε. Προσπαθούμε να σιάξουμε τη μπούκα μέσα στο ποτάμι. Το ποτάμι, όταν κατεβάζει, κάνει κόντρα με τη θάλασσα, σχηματίζει το φαινόμενο «αντιμάμαλο». Η θάλασσα από κάτω. Αγριεύει. Με το γύρισμα παρατηρώ μια μάνητα, κύμα πελώριο. Μου λέει ο Θανάσης: «Κράτα το τιμόνι».
          Το κρατάω καλά. Το ένα μου πόδι χώνεται μέσα στο καβούρι, την τρύπα.
          Λοιπόν Γιάννη, με το «κράτα», μας φέρνει μια γυροβολιά: η πρύμνη να γυρίζει προς την πλώρη και η πλώρη προς το πέλαγος. Γίναμε ένα καπάκι. Εγώ, τώρα, βρέθηκα κάτω από το καΐκι. Καπάκι. Η καρίνα επάνω. Παλεύω με το κύμα, τα καταφέρνω, βγαίνω. Βλέπω τον Θανάση πάνω στο καΐκι, στην καρίνα. Μου λέει: «έλα κοντά μου, μη φοβάσαι». «Τι «έλα εδώ», του λέω. Και μου λες «μη φοβάσαι». «Βρε, πνιγόμαστε. Θανάση, πιάσε με».
          Δεν πρόλαβε να με πιάσει. Έρχεται κατεπάνω μου ένα άλλο κύμα, με σέρνει έξω προς το ποτάμι. Σκέφτομαι «πάει, τελειώσαμε». Προσπαθώ να συρθώ προς τα έξω, με εμπόδιζε το νερό. Ευτυχώς που το νερό ήτανε γλυκό. Αν ήταν αρμυρό δε γλίτωνα. Κάποια στιγμή με παίρνει ένα κύμα και με τραβάει προς τα έξω. Ζύγωσα στη στεριά γύρω στα 15 μέτρα. Αναλογίζομαι «πως θα φτάσω έξω». Προσέχω το μάγουλο (μάγουλο λένε το κύμα που χτυπάει στη στεριά). Απλώνω το χέρι, «χραπ», ακουμπάω την άμμο.
          Βγαίνω έξω, τι να δω! Βλέπω τον Θανάση νεκρό.
          -«Ω Θανάση! Βρε Θανάση»!
          Τον χτύπησε μέσα στη θάλασσα. Τον βάρεσε κύμα στο μέτωπο. Χτύπησε πάνω στο καΐκι. Κάποια στιγμή βγαίνω πέρα στη Νυχτερέμη (χωριό στις εκβολές του Πηνειού). Το έδαφος γεμάτο από λάσπη. Γιατί το ποτάμι πλημμύρισε μέχρι τα χωράφια. Εκεί με βλέπουν ψαράδες: «Τι έπαθες, ωρέ»! « Μη ρωτάτε τι έγινε, πνίγηκε άνθρωπος». Τελείωσε ο Θανάσης. Η θάλασσα τον έσπρωξε στο πέλαγος. Τον βρήκανε στο Κόκκινο Νερό.
------------
* Γκοτζιαμάνης είναι το παρατσούκλι του Θεοχάρη-Κακάλη Συντριβάνη. Οι Σκοτινιώτες του απέδωσαν το παρατσούκλι, επειδή χρησιμοποιούσε μοτοσακό, σαν αυτό του Γκοτζιαμάνη, γνωστού τρομοκράτη στη Θεσσαλονίκη (φόνος Γρηγόρη Λαμπράκη).
----------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: α) η συνέντευξη έγινε στο σπίτι του Θεοχάρη στην Παραλία Σκοτίνας στις 19 Αυγούστου του 2002. Στη συζήτηση συμμετείχε και η γυναίκα του Πηνελόπη Καλαμάρα του Θωμά (πιστή Πηνελόπη) η οποία είναι πρώτη ξαδέρφη του θύματος.  
β) λατρευτή σύζυγος του αείμνηστου Θανάση ήταν η Ελένη Καλιαμπού του Θωμά.
γ) η επωνυμία «Καϊάκας», από την ενασχόληση με καΐκια.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

 Θεοχάρης Συντριβάνης, γνωστός ως "Γκουτζιαμάνης".
 Αφηγητής της παρούσας ανάρτησης. Πάλεψε με τα κύματα στα νερά του "ινατωμένου" Θερμαΐκού και Πηνειού. Παρών στον πνιγμό του θύματος.

 


Πηνελόπη Καλαμάρα, σύζυγος του Θεοχάρη Συντριβάνη, πρώτη ξεδέρφη του θύματος. Κάτοικος Παραλίας Σκοτίνας, στον οικισμό "Ψαράδες".







Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

ΛΗΣΤΕΣ: βάλανε στο μάτι την Όλγα





Αφήγηση: Όλγα Καλιαμπού-Γερομιχαλού

Ο λήσταρχος Μήτρος Τζιατζιάς (δεκαετία 1920) έβαλε στο μάτι την Όλγα, θυγατέρα του τσέλιγκα Γιάννη Καλιαμπού. Πρωτύτερα (Μάρτης 1916) είχε συλλάβει ως όμηρο τον αδερφό της Απόστολο (βλέπε ανάρτηση 12.1.14). Η Όλγα (1906-1983) είναι γνωστή ως Όλγα Καλιαμπίνινα ή Βαγγέλινα (σύζυγος του Βαγγέλη Γερομιχαλού). Λεπτομέρειες αναπτύσσει η ίδια στη συνέντευξη του1980.

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Μια βουλά, αδουκιούμι, ι πατέραζ μ' (παππούς

Καλιαμπός) κάθουνταν ζ ντ γριντά στου Μπλάτανου. Γλέπ' τουν αγρουφύλακα, του Νικόλα του Τζιαπάρ'. Τουν λέει:
          -Ω Νικόλα.
          -Όι.
          -Έλα να σι πω. Ταχιά θα κατιβεί η μάκου μι του πιδί κι μι του κουρίτσ' να τρυγήζν τ αμπέλ'.
-Α, θα κατιβώ, μπάρμπα Γιαννούλ', θα κατιβώ
          Του ταχιά, σκώνουμέστι, παίρνουμι τς κάσις κι του γουμάρ'. Πάμι στ' απαλνό τ' αμπέλ' σ' τς Κότρις. Τρυγούμι ένα φουρτιό. Γιμόζουμι τς κάσις. Ξαφνικά να η μάνα μι του Διουνύσ'.  Μι λέει: «Μπίτσις; Άι να φύγουμι να πάμι στ' ακατνό».
          Έφυγάμι κι πήγαμι ζ Γκαρούτα, στ' ακατνό τ' αμπέλ'. Απού μακριά γλέπουμι να έρχιτι ι Τόλιους ι Κουκράντζ μι ν' Αναστασιά. Βγαίνουντα η Αναστασιά, να απού πέρα κάτ' ανθρώπ':
"Κλέφτις, κλέφτις!" λέει η Αναστασιά. "Για τ' ιμάς ήρθαν".
          Πααίν' ι Τόλιους, μπχιάν' απ' του χέρ' αυτήν. Σα να ν' ήλιγι "μη γκρέντζ μουρή, δεν ήρθαν για τ' ιμάς. Ήρθαν για του κουρίτσ' τζ Γιαννούλινας".
Αρχίντζι     να Φουνάζ' ι Τόλιους, ι άντρας τς Αναστασιάς: "Ω Βασιλάκ', ω Βασιλάκ', ω Νάσιου:" Φώναζι όποιου όνουμα τουν έρχουνταν στου στόμα. Σιού να ακούζν οι κλέφτις.
Βγαίν δυο μέσ' 'π' τ' αρμάνια: «Πχιοί είστι ισείς;»
          -Ιμείς είμιστι ι Απουστόλς ι Κουκράντζ κι ι Απουστόλς ι Αγγέλς.
          Ι Κουκράντζ λέ' ν' Αναστασιά: «Έλα 'κει παρέκει, Αναστασιά. Σι θέλ' ι καπιτάνιους.
          -Πχιός καπιτάνους! λέ' η Αναστασιά. Έτριμι. Απού τότι είνι φρυγμέν'.
          -Ι Τσιαπάρς, ι αγρουφύλακας. Σκέφκι: «Να φουνάξουμι ντ Γιαννούλινα»:  «Ω Γιαννούλινα. Να πάρς τώρα του κουρίτσ', κι να βγεις στου Χουριό. Κατέφκαν κλέφτις μι του Τζιατζιά κι βγήκαν σ' ν' Αναστασιά».
          -Α!, είπι ύστιρα ι Κακάλς ι Κουκράντζ: Γιαννούλινα, ήρθαν για τ' ισένα. Για του θκο σ' του κουρίτσ'».
          -Θα μι κόψν του δειλνό, είπι η μάνα μ'.
          Οι κλέφτις φύλαγαν στ' απαλνό τ' αμπέλ'. Η μάνα μ' φουβισμέν', φρυγμέν', μι λέει: «Κουρίτσι μ', τι να κάνουμι τώρα; Να κάνουμι κατά δω σιακάτ, θα πχιάζν του Διουνύσ'. Να κάνουμι καλύτιρα σιαπάν'. Πιρπάτα, πιρπάτα».
          Αυτή η καημέν' κόπκι απ' του φόβου. Πλαλούμι, πλαλούμι, φτάνουμι στου Ίσιουμα. Βρίσκουμι ικεί του Θουμά του Μάνου. Παραπάν' στα Κουκκινόια ανταμώνουμέστι μι του Διουνύσ'. Κατέβινι αυτός μι του γουμάρ' πάλι για να φουρτώσ' τα σταφύλια. Τουν λέ' η μάνα:
          -Γύρνα, καλό μ', του γουμάρ' σιαπάν'. Κλέφτις βάρσαν σιακάτ'.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ KOINH. Θυμάμαι, πως κάποτε ο πατέρας μου Γιάννης Καλιαμπός καθότανε στη γριντιά (πάγκο), στην πλατεία της Άνω Σκοτίνας. Βλέπει τον αγροφύλακα Νικόλα Τσιαπάρη και τον φωνάζει:
          -Ω Νικόλα.
          -Ορίστε.
          -Έλα να σου πω· έχουμε προγραμματίσει, αύριο να κατεβεί η γυναίκα μου μαζί με το γιο και θυγατέρα στην Κάτω Σκοτίνα, για να τρυγήσουν το αμπέλι.
          -Ε, τότε θα κατεβώ κι εγώ. Μείνε ήσυχος μπάρμπα Γιαννούλη. Θα κατεβώ.
          Την επομένη παίρνουμε την απόφαση, συμμαζεύουμε τις κάσες, τις φορτώνουμε στο γαϊδούρι. Ξεκινάμε, φτάνουμε στις Κότρες στο αμπέλι της επάνω μεριάς. Τρυγάμε ένα φορτίο σταφύλια. Γεμίζουμε τις κάσες. Ξαφνικά βλέπω τη μάνα να βγαίνει με το Διονύση, το μικρότερο αδερφό. Μου λέει η μάνα:
          -Τέλειωσες; Άντε να φύγουμε από δω, να πάμε στο παρακάτω χωράφι. 
          Φύγαμε από κει, πήγαμε στην Καρούτα στο κάτω αμπέλι. Βλέπουμε να έρχονται από μακριά ο Τόλιος Κοκράνης με την Αναστασιά. Καθώς η Αναστασιά ανηφόριζε το μέρος, να από πέρα μερικοί άνθρωποι:. 
"Κλέφτες, κλέφτες!" λέει η Αναστασιά. "Ήρθαν για μας".
          Τρέχει ο Τόλιος, την προστατεύει πιάνοντάς την από το χέρι. Σαν να της έλεγε: "Μωρή, μη μιλάς, δεν ήρθαν για μας. Ήρθαν για το κορίτσι της Γιαννούλινας". 
Έβαλε τις φωνές  ο Τόλιος, ο άντρας της Αναστασιάς: "Ω Βασιλάκη, ω Βασιλάκη, ω Θανάση". Φώναζε όποιο όνομα του ερχότανε στο μυαλό. Αρκεί να άκουγαν οι κλέφτες.
Ξετρυπώνουν  δυο κλέφτες μέσα από τα κλαδιά: «Ποιοι είστε εσείς»;
-Εμείς είμαστε ο Αποστόλης ο Κοκράνης και ο Αποστόλης ο Αγγέλης.
          Ο Κοκράνης λέει στην Αναστασιά:
          -Πέρασε, Αναστασιά, στην άκρη. Σε θέλει ο καπετάνιος. 
              -Ποιος  καπιτάνους! λέγει' η Αναστασιά. Έτρεμε. Από τότε εξακολουθεί να είναι φρυγμένη.
          Ο Τσιαπάρης ο αγροφύλακας σκέφτηκε: «Να φωνάξουμε τη Γιαννούλινα: «Ω Γιαννούλινα. Να πάρεις το κορίτσι και να βγεις στην Άνω Σκοτίνα. Κατέβηκαν κλέφτες με αρχηγό τον Τζιατζιά και παρουσιάστηκαν στην Αναστασιά.
          -Α! -είπε ύστερα ο Θεοχάρης Κοκράνης: Γιαννούλινα, ήρθαν για σένα, για τη θυγατέρα σου».
          -Μήπως θα μου κόψουνε το δειλινό μου; Τη διάθεσή μου; Δεν τους υπολογίζω.
          Οι κλέφτες φυλάγανε στο επάνω αμπέλι. Η μάνα μου κατατρομαγμένη μου λέει: «Κορίτσι μου, τι θα κάνουμε τώρα; Να προχωρήσουμε προς τα κάτω θα συλλάβουν το Διονύση. Καλύτερα να προχωρήσουμε προς τα πάνω. Λοιπόν, βάδισε, περπάτησε. 
          Αυτή η καημένη κόπηκε από το φόβο. Τρέχουμε, τρέχουμε φτάνουμε στην τοποθεσία «Ίσιωμα». Συναντούμε εκεί τον Θωμά τον Μάνο. Πιο πάνω, στα «Κοκκινόια» συναντούμε τον Διονύση. Αυτός για δεύτερη φορά κατέβαινε με το γαϊδούρι για να φορτώσει τα σταφύλια. Του λέει η μάνα:
          -Παιδί μου, κάνε πίσω με το γαϊδούρι, προς τον ανήφορο. Στο κάτω χωριό παρουσιάστηκαν κλέφτες.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

 
 Βαγγέλης Γερομιχαλός του Αθανασίου, (1900-1988),
σύζυγος της Όλγας.










Ο "Πλάτανος" με το καμπαναριό της Παναγίας στην 
Άνω Σκοτίνα. Στο πλάι βρισκότανε η "γριντιά" όπου
αναπαύονταν οι ηλικιωμένοι του χωριού επί τουρκοκρατίας. Εκεί ο παππούς Γιάννης Καλιαμπός συνάντησε τον αγροφύλακα Τσιαπάρη.





Ο "Πλάτανος" σε μέρες πανηγυριού.












Τότε (δεκαετία του 1920) η γριντιά ακουμπούσε στο ντουβάρι του νάρθηκα.


Σήμερα (πανηγύρι 2018) η γριντιά έγινε πεζούλι (πλάι στην "Παναγία"). Πίσω υψώνεται το πλατάνι της βρύσης "Μουζά".







 

Στο κάτω της φωτογραφίας και δεξιά της εκκλησίας του "Χριστού" διακρίνονται τα αμπέλια, όπου οι ληστές "βάλανε στο μάτι" την Όλγα. 
Στο βάθος η κορυφή της Δουργιανής.