Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΠΟΛΕΜΟΣ: Σμύρνη



Αφήγηση: Φωτεινή Καζάκου

Στις 16 Φεβρουαρίου του 2015 συναντώ στη Θέρμη Θεσσαλονίκης την Μικρασιάτισσα κ. Φωτεινή Καζάκου. Την παρακαλώ να μου περιγράψει μερικές ενθυμήσεις των γονέων της από τα θλιβερά γεγονότα της Σμύρνης του 1922. Επιθυμούσα να έχω μια γενική αναφορά για τον Μικρασιάτη πρόσφυγα από πρώτο ειδικό χέρι. Εκείνη μετά χαράς αποφαίνεται:
  
Α. ΓΕΝΙΚΑ.

Το ’22 ήρθαν οι γονείς μου εδώ και άλλα τρία παιδιά. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήταν νιόπαντροι. Η μαμά μου ήταν έγκυος 6 μηνών στη  Σμύρνη. Η μαμά μου γεννήθηκε στις Φώκιες. Ο μπαμπάς μου μέσα από τη Σμύρνη, από τον Άγιο Νικόλαο στο κέντρο της Σμύρνης. Ήταν μηχανικός σε ένα μεγάλο εργοστάσιο, Ρεζί, πρώτος μηχανικός και ζούσε με τη μαμά του. Πέθαναν εδώ 74 και 68 χρονών αντιστοίχως.

1. απελευθέρωση της Σμύρνης. Ήταν το 1919. Ένα παιδί, έφηβος, ο Μεγαλοοικονόμου, λέει: «Είδα μια περίεργη κίνηση. Όταν έφτασαν κοντά, είδα χιλιάδες κόσμου στους δρόμους και τα μπαλκόνια κι ο καθένας κρατούσε από μια σημαία και έψαλαν το «Τη Υπερμάχω…». Και είπα «πώς βρέθηκαν τόσες σημαίες, χιλιάδες σημαίες». Είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους η Σμύρνη. Είχαν παραδώσει ορισμένα νησιά και μαζί και τη Σμύρνη, η οποία ήταν κατεχόμενη πολλά χρόνια από τους Τούρκους.

2. Καταστροφή της Σμύρνης. Ε, δεν πρόφτασαν να περάσουν δυο χρόνια, να χαρούν την ελευθερία τους. Πάλι ένα πρωί ξεκινάνε και βλέπουν μια περίεργη κίνηση. Τι είναι, τι είναι, τι είναι, είχαν εισβάλει οι Τούρκοι να ξαναπάρουν τη Σμύρνη. Μπροστά προηγείτο το ιππικό, το 10 ιππικό των Τούρκων. 284 ήτανε οι ιππείς και πίσω χιλιάδες Τούρκων, τσέτες, ιππικό. Χιλιάδες στρατιώτες Τούρκοι με
άριστο εξοπλισμό. Εισέβαλαν από πέντε μέτωπα. Το πρώτο ήταν στο συνοικισμό των Αρμενίων. Με φωτιά και τα πέντε μέτωπα, λεηλασίες, βιασμούς, σφαγή μεγάλη. Ειδικά στον συνοικισμό των Αρμενίων. Γενοκτονία μπορεί να την πει κανείς. Και πολλούς αιχμαλώτους. Αλλά έσφαξαν και πάρα πολλούς.
          Άρχισε να πλησιάζει η φωτιά. Οπότε κατάλαβε ο κόσμος ότι κινδυνεύει και όσοι μπορέσανε  και σώθηκαν από αυτό, έτρεχαν στο λιμάνι, γιατί ήρθαν πλοία από την Πόλη, γαλλικά, αγγλικά και το δικό μας Αβέρωφ. Ήρθαν στο λιμάνι και έπαιρναν κόσμο, πληθυσμό.
          -Ο πατέρας σου τι έγινε;
          Ο πατέρας μου δεν πρόφτασε να μπει, γιατί μπλόκαραν οι τσέτες, το ιππικό και πίσω χιλιάδες οι Τούρκοι και άρπαζαν τους άντρες. Και τους έβαλαν στη σειρά και τους τράβηξαν στα βάθη της Μ. Ασίας. Αλλά πρώτα θα τελειώσω της μητέρας μου την ιστορία.

Β. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.     


Η μαμά μου μόλις είδε ότι κινδυνεύει από τη φωτιά που πλησίαζε το σπίτι το ωραίο, το καινούργιο που είχαν κάνει νιόπαντροι, πήρε την πεθερά της με το ένα χέρι και με το άλλο χέρι πήρε ένα κιλίμι για να το στρώνει να κοιμούνται, μια Εικόνα την οποία είχα εγώ. Μεγάλο κειμήλιο. Η Εικόνα ήρθε από τη Σμύρνη αγκαλιά στο χέρι της μανούλας και με το ασήμι. Μεγάλης αξίας. Και κατόρθωσαν και μπήκαν σε ένα πλοίο (η Εικόνα είναι του Αγίου Νικολάου). Το πλοίο άραξε στην Πάτρα. Γυρίζει πίσω το πλοίο και έπαιρνε άλλους πρόσφυγες.
          Η μαμά μου τώρα βρέθηκε στην Πάτρα, έθαψε την πεθερά της και έμεινε ξένη μέσα στους ξένους. Δε γνώριζε κανέναν. Έψαχνε όμως. Έψαχνε όποιον έβρισκε πατριώτη. Έψαχνε να βρει τους συγγενείς, τον πατέρα μου.   Η μαμά ήταν η μεγαλύτερη από εφτά αδέρφια. Για να μην πουν «ποιος ξέρει πού γυρίζει», έψαχνε να βρει την αδερφή της πεθεράς της, την Παράσχω με τον Νικολάκη τον άντρα της. Ρωτούσε: «Πατριώτη, μήπως είδες τον Νικολάκη και την Παράσχω»; Κάποιος λέει: «τους είδα, είναι στη Θεσσαλονίκη στον Πλάτανο, στην οδό Ναυαρίνου, σε ένα σχολείο».
          Ξέχασα να σου πω, κ. Γιάννη, ότι είχε πολύτιμα χρυσαφικά. Τα έβαλε σε ένα ζωνάρι και τα λεφτά τους, τις παγκανότες (λίρες τουρκίας). Και ξεκίνησε κι έρχεται στη Θεσσαλονίκη και πάει εκεί στη Ναυαρίνου, στο σχολείο και βρίσκει τη γιαγιά την Παράσχω με τον Νικολάκη. Της δίνουν ένα δωμάτιο, μένει εκεί και γεννιέται η αδερφή μου σε τρεις μήνες. Η μεγάλη η Ηρώ.

Γ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ.

Μαζί με άλλους αιχμαλώτους προχωρούνε στα βάθη της Μ. Ασίας. Για πού,κανένας δεν ήξερε. Όταν προχώρησαν κάμποσο βαθιά, συνάντησαν έναν αλευρόμυλο. Μεγάλο αλευρόμυλο. Βγαίνει ο Τούρκος στην πόρτα και φωνάζει: «βρε σεις, γκιαούρ, είναι κανένας μηχανικός εδώ σε σας»; «Ο Δημητρός, ο Δημητρός», φώναξαν οι άλλοι αιχμάλωτοι.
Δημητρός ήταν ο πατέρας μου. και τον παίρνει ο μυλωνάς και ο μπαμπάς μου διορθώνει τον μύλο. Και ο μυλωνάς δεν τον άφησε να φύγει με τους αιχμαλώτους. Έμεινε εκεί 2 χρόνια.
Το ’24 έγινε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων. Δηλαδή δώσανε Τούρκους, πήραν Έλληνες. Είχε την τύχη ο μπαμπάς μου να γραφτεί στον κατάλογο της ανταλλαγής. Οπότε ο μυλωνάς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά από τον νόμο και αναγκάστηκε να τον παραδώσει στις Αρχές.
Τον έβαλαν σε ένα πλοίο και το πλοίο αράζει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μόλις έβλεπαν πλοίο οι εργάτες του λιμανιού έτρεχαν μήπως δουν κανένα πατριώτη. Κάποια στιγμή ένας από κάτω φωνάζει «Δημητρό». Δε γνωριζότανε, γιατί ήταν ρακένδυτος, ήταν με γένια, βρόμικος, με ψείρες, αγνώριστος. Τον γνώρισε κάποιος από τα μάτια. Μόλις φωνάζει από πάνω «Δημητρό», φωνάζει ο μπαμπάς μου «Χαρίδημε!».
Πρώτος του ξάδερφος, δούλευε στο λιμάνι: «Δημητρό, μη στενοχωριέσαι, η Κατίνα είναι μαζί μας. Έχεις μια κόρη 2 χρονών».

Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Ήταν πολύ τυχερός. Τους παίρνουν και τους πάνε στο Καραμπουρνάκι. Εκεί
τους καθάρισαν από γένια, ψείρες κλπ. Τους έδωκαν καθαρά ρούχα. Λέει: «με παρέλαβε η μάνα Ελλάδα».
Στα πόδια του είχε τσουβάλια με σκοινιά δεμένα. Δεν είχανε παπούτσια.
-Τι τσουβάλια;
-Όταν ήταν αιχμάλωτος, χάλασαν τα παπούτσια και τους δώσανε τσουβάλια με σκοινιά για να μην πληγωθούν τα πόδια. Μ’ αυτά ήρθε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετά από κει, καθαρός, ωραίος, πλυμένος, παίρνει δρόμο και πάει και βρίσκει τη μαμά μου. Στην πλατεία Ναυαρίνου. Την παίρνει από κει και πηγαίνουν στην οδό Αρμενοπούλου. Νοικιάζει ένα σπίτι-παράγκα. Εκεί γεννήθηκαν άλλα τρία παιδιά: Μετά την Ηρώ ήτανε ο Νίκος, μετά ο Γιάννης. Μετά το Γιάννη ήμουνα εγώ. Έλεγαν «το μωρό της οικογενείας».
Ο μπαμπάς μου, άνοιξε ένα μαγαζάκι στην Αγία Σοφία, στην πλατεία Όθωνος, οδός Αργυρίου 3. Οι γονείς της γιαγιάς μου αράξανε στην Κρήτη με το πλοίο Αλμπάν. Όταν έγινε το μαγαζί στην πλατεία Όθωνος εγώ ήμουνα 4 χρόνων.
-Πώς μεγάλωσες;
-Απέναντι από την Αρμενοπούλου ήτανε ένα σχολείο. Ο διευθυντής λεγότανε  Μεγαλόπουλος. Λέει: Πάρτε μια τσάντα (για να μην κλαίει το παιδί).
Κι από ένα παντελόνι του μπαμπά μου, αυτό το μπατζάκι με ένα λουράκι τα ‘κανα τσάντα. Έβαλα και μια πλάκα μέσα με το κοντύλι και πήγαινα σχολείο.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ



Οικογενειακή φωτογραφία. 

Διακρίνονται (από αριστερά)
Δημητρός, πατέρας
Κατίνα, μητέρα
Παιδιά: Γιάννης, Φωτεινή, Νικολάκης, Ηρώ.








Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Δημοτικό σχολείο Σκοτίνας


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1976-77

          Για να ευοδωθεί το έργο του δασκάλου είναι ανάγκη να συντρέχουν μερικές απαραίτητες προϋποθέσεις. Οι πιο σπουδαίες είναι: α) μεράκι στη δουλειά και β) αγάπη στα παιδιά.
         
          Ο αείμνηστος δάσκαλος Νίκος Δάμπλιας (1944-2010) ήταν προικισμένος μ’ αυτές τις αρετές. Αυτό φαίνεται από εφημερίδα των μαθητών του στο  δημοτικό Σχολείο Σκοτίνας. Η εφημερίδα φέρει τον τίτλο «Μαθητική φωνή του δημοτικού σχολείου Σκοτίνας». Στη Χριστουγεννιάτικη περίοδο 1976-77 οι μαθητές του σχολείου, σε συνεργασία με τους δασκάλους τους, παρουσίασαν δραστηριότητες, που αφορούν έθιμα και ενδιαφέροντα θέματα του χωριού. Ενδεικτικά παραθέτω σε φωτοτυπία μερικές τέτοιες αθώες ενέργειες των παιδιών.  
         



                                                ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΘΗΤΩΝ

Α. Γεωργουλά Ουρανία

 

 Β. Μητσιάνης Θωμάς (του Νικολάου)

 

ΣΧΟΛΕΙΟ


 

η Βαγγελιώ

    Η σύζυγος του Νίκου, Βαγγελιώ Δάμπλια, το γένος Παπαγεωργίου,  στις 11 Σεπτεμβρίου 1917 μου δίνει σχετική συνέντευξη. Στο ερώτημά μου «Πώς τα προλάβαινε όλα ο Νίκος», μου εκμυστηρεύεται:
-«Όλες τις δουλειές τις έκανε εκτός μαθήματος. Άφηνε τα παιδιά εδώ και το βράδυ πήγαινε σχολείο. Ερχόταν να φάει και πάλι έφευγε. Κατέβαινε με τα πόδια. Ήταν στενάχωρος. Ήθελε να δουλέψει. Δεν ήθελε να πάει στο καφενείο. Όταν έγινε διευθυντής δούλευε πάρα πολύ». 




Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Εργοστάσιο ξυλείας Σκοτεινών




                                                             

          Ο Κώστας Βαστάζος (1926-2019) μου δίνει συνέντευξη στο σπίτι του (Φωτεινά Πιερίας) στις 20.1.2003. Στο χωριό τον ξέρανε ως «ι Κώτσιους ντ Γιαννίκ’», δηλαδή ο Κώστας Βαστάζος του Ιωάννου ή με το παρατσούκλι «ο παπάς», επειδή έψελνε. («έφυγε» στις 2 τρέχοντος). Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα  που αναφέρονται στην ιστορία της Μόρνας. Από αυτά επιλέγω αυτό που αφορά  το ξακουστό Εργοστάσιο Ξυλείας Σκοτεινών-Μόρνας.
  

                                                  Η ΑΦΗΓΗΣΗ

1938. Η ΑΡΧΗ



-Το εργοστάσιο ξυλείας ήταν παλιό;      

-Από το 1938-39. Τότε έγινε το εργοστάσιο. Κρατική δαπάνη. Μ’ αυτό παρηγοριούμασταν, βγάζαμε το καθημερινό μεροκάματο.
         -Πώς λέγεται εκείνη η τοποθεσία;
         -Στη βρύση απέναντι. Γιατί εκεί ήταν το νερό που παίρναμε και πίναμε. Το λέμε και "από πέρα", δηλαδή απέναντι από το χωριό.

         Ο πρώτος ο οποίος ίδρυσε το εργοστάσιο -προϊστάμενος αυτός- ήταν κάποιος Θαλασσινός. Στο δασαρχείο Σκοτεινών υπηρέτησαν επάξια σπουδαία ονόματα (Θαλασσινός, Αυγίκος, Ντότσιος, Νταλακιουρίδης (Δαλακιουρίδης), Καρφούλας κ.ά.).


          -Παράλληλα με το εργοστάσιο υπήρχε και ένα οικοδόμημα επάνω, στην άκρη του χωριού. Το λέγανε «Κτίριο». Τι ήταν αυτό.

        -Το κτίριο επάνω ήταν ένα κτίσμα, όπου πηγαίνανε οι οικογένειες των δασολόγων και καθόταν εκεί. Και αυτό κτίστηκε μεταξύ 1938-39. Μαζί με το εργοστάσιο. Και σήμερα έχει την ίδια μορφή.



1942. ΓΕΡΜΑΝΟΙ



-Οι Γερμανοί έθιξαν το εργοστάσιο;

-Την πρώτη εμφάνιση την κάνανε τον Φεβρουάριο του ’42. Οι αντάρτες με επικεφαλής τον καπετάν Στάθη μας ειδοποίησαν για το γεγονός. Μια γυναίκα λέει: «Είδα ότι ήρθαν πολλοί Γερμανοί, ενίσχυση στο εργοστάσιο. Αυτή είναι η Βασίλου τ’ Κώστα. Το '43 στις 17 Δεκέμβρη οι Γερμανοί σκοτώνουν τον παπά Χρήστο Τσολάκη και άλλα άτομα. Επικεφαλής του χωριού ήταν ο Αναστάσιος Πίτσιας. Μετά οι αντάρτες βάλαν φωτιά και κάψανε το εργοστάσιο. Πάντως, ως το 1949 το εργοστάσιο υπολειτουργεί.



1950. ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ



Το ξαναφκιάξανε μετά το '50 που ανεβήκαμε εμείς επάνω. Μετά τον Εμφύλιο λειτουργεί κανονικά.

          -Εννοείς τον επαναπατρισμό. Πότε έγινε;

          -8 Απριλίου του 1950. Και αφού έγινε ο επαναπατρισμός δούλευε ο κόσμος στους δρόμους με το τσαπί και το φκιάρ'. Ύστερα φέρανε τα μηχανήματα και το θέμα έλαβε τέλος. Το '54 άρχισε να δουλεύει πάλι. Δηλαδή γινότανε δρόμοι, υλοτομίες, εγκατάσταση μηχανημάτων και ξαναδούλευε όπως δούλευε πρώτα. Παρήγαγε, επιτοπλείστον, στρωτήρες για τις σιδηροδρομικές γραμμές. Εγώ δούλευα στην κορδέλα και μετά στο δίσκο κορυφών, όπου από 'κει  έκοβα τις διαστάσεις όλων των ξύλων (*) για ό, τι έβγαινε το καθένα. Το καθάριζα και το έβγαζα κανονικότατο.

          -Πόσες ώρες δούλευες.

     -Οχτάωρο. Αλλά, πολλές φορές, επειδή μεταξύ μας αλληλοβοηθούμασταν, δούλευα και 16 ώρες. Με διάλειμμα φαγητού ένα τέταρτο κτλ.



1967. ΜΕΤΑΦΟΡΑ



Το 1967 το Εργοστάσιο μεταφέρεται στο Λιτόχωρο, με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας στους κατοίκους της Μόρνας και όχι μόνο. Μείναμε στο χωριό, χωρίς δουλειά και είπαμε να φύγουμε, με σκοπό να πάρουμε χωράφια στον τόπο του Σανατορίου. Κι έτσ’ εγκατασταθήκαμε εδώ πέρα (20ο χιλιόμετρο Κατερίνη-Ελασσόνα). Για την ονομασία του νέου χωριού η απόφαση πάρθηκε σύσσωμα. Οι χωριανοί μετά τη θεία Λειτουργία στην εκκλησία του αγίου Νικολάου φώναξαν: «το νέο χωριό θα το ονομάσουμε από Σκοτεινά, Φωτεινά».

----------
* Η ξυλεία της Πιερίας ήταν ανέκαθεν εξαιρετική. Λένε ότι στην κατασκευή της θαλαμηγού του βασιλιά Όθωνα χρησιμοποιήθηκε ξυλεία της Μόρνας.

----------
ΕΙΚΟΝΕΣ




Η σύζυγος του Κώστα Ευαγγελία Καλιαμπού-Βαστάζου (1928-2016).











Οι γονείς του Κώστα Ιωάννης (Γιαννίκς) και Αικατερίνη.

 
Το ποτάμι της Μόρνας "Αίσωνας" (κ. Μαυρονέρι) χωρίζει χωριό και Εργοστάσιο. Δηλαδή α) στη μια πλευρά του ποταμιού υπάρχει η βρύση με το όνομα "Από Πέρα" και το περίφημο Εργοστάσιο Ξυλείας Σκοτεινών, και β) στην απέναντι πλευρά φαντάζει σκαρφαλωμένο το χωριό με τις δυο εκκλησίες, την Αγία Παρασκευή, (Κοιμητήρια) και τον ενοριακό ναό του Αγίου Νικολάου.

Σημείωση: Στο Χοροστάσι (στη Μόρνα το λένε "Χρουστάσ'") η γκάιντα του Κώτσιου άναβε το κέφι στο  χορό.



Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Κατατακτήριες 1947

ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

                                                        
                                                  Δασκάλα Κατίνα Κουζώνη

Α. ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

           Στις 13 Αυγούστου 1947 η Μόρνα «μετακινήθηκε» αναγκαστικά (λόγω Εμφυλίου) στην Περίσταση Πιερίας. Το δημοτικό σχολείο του χωριού γέμισε από πρόσφυγες. Οι άνθρωποι μείνανε εκεί μέχρι να τακτοποιηθεί

ο πληθυσμός σε σπίτια. Η Ελένη Βαστάζου θυμάται την ώρα: «Κατά η ώρα 4  μας πήγαν στο σχολείο».  
          Η Βαγγελούδα Καλιαμπού (από Σκοτίνα) έχει να λέει: «Όντας η Μόρνα κατέφκαν κάτ' ζ Μπιρίσταση, τότι ήρθαν κι μας σύμμασαν. Τα γίδια πιρπατούντα. Μαζί μας κι ι Κακάλς Γαβρής μι του μπλάρ». (Όταν οι γονείς μου κατέβηκαν στην Περίσταση μαζί με όλους του Μορνιώτες, ήρθαν στη Σκοτίνα και συμμάζεψαν και μας-Γιάννη και μένα. Κάναμε πεζοπορία από Σκοτίνα (και τα γίδια μαζί)  έχοντας μαζί μας τον Θεοχάρη Γαβρή με το μουλάρι).

Β. ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ "ΑΛΩΝΙΑ"

        Με την έναρξη του σχολικού έτους η δασκάλα Κατίνα Κουζώνη μας συγκεντρώνει στα «Αλώνια», μια περιοχή ανάμεσα στην Περίσταση και Σιδηροδρομικό Σταθμό Κατερίνης. Όλα τα παιδιά καθίσαμε οκλαδόν για να γίνουν οι κατατακτήριες εξετάσεις. .
                                                        
       Στην κατατακτήρια εξέταση συμμετέχουν και τα τρία αδέρφια: Θανάσης, Ελένη, Γιάννης.


Πρώτος εξετάζεται ο Θανάσης (ο μικρότερος αδερφός): 

Δασκάλα: Παιδί μου, πήγες ως τώρα σχολείο;
Θανάσης: Όχι, κάμπθινά» (όχι, πουθενά).
-Γιατί, παιδί μου;
-Μπουτί ιμένα μ' ήφιρναν μια στ' Σκουτίνα, μια στ' Μόρνα. (Διότι εμένα με παίρνανε πότε στη Σκοτίνα, πότε στη Μόρνα). 
-Σε γράφω στην πρώτη τάξη.



Ύστερα εξετάζεται η Ελένη: 

Δασκάλα: Παιδί μου, εσύ πήγες σχολείο;
Ελένη: Ι πατέρας μ’ είνι παπάς στη Μόρνα από το 1945. Δυο χρόνια είχαμε δασκάλα ανταρτίνα, την Ευανθία». 
-Σε γράφω στην τετάρτη τάξη.
----------
Σημείωση: Η Ελένη Καλιαμπού και Κούλα Καλιακού θυμούνται την τιμωρία που φάγανε από τη δασκάλα Ευανθία στη Μόρνα. Η Ευανθία έδεσε τις κοτσίδες της μιας με αυτές της άλλης προκαλώντας περίγελο των γύρω.

           Στο τέλος έρχεται η σειρά του Γιάννη:

Δασκάλα: Παιδί μου, έχεις χαρτιά του σχολείου;
-Ιγώ ήμαν στ΄ Σκουτίνα. Βουσκούσα γίδια. Τώρα έφερα τζ γίδις ιδώ. Τ’ μούσκρια, μπάλια, γκέσα, ασπρόγκισα κι κατσίκια. Γκρέμσαν τα κουμάσια τ’ Κουτσουμπέα κι χάλασαν γκληματαριά τ’ Χατζή. Ιδώ τα βουσκάου λίγο ζ Γκαψούρα, ζ Μπαναγία κι στου δρόμου τζ Βρουμιρής. Κάθουμι κι σκέφτουμι του Γκάτου Όλυμπου. (Εγώ ήμουνα βοσκός στη Σκοτίνα. Τώρα είμαι στενοχωρημένος που έφερα τις γίδες εδώ. Κάνανε ζημιές στο νοικοκύρη Θανάση Κουτσουμπέα χαλώντας τις αποθήκες του και κατέστρεψαν την κληματαριά του καφενείου Χατζή. Εδώ που βρισκόμαστε, βοσκάω τα γίδια για λίγο στην τοποθεσία «Καψούρα», στην εκκλησία «Παναγία» και στο δρόμου που φέρνει στο χωριό «Βρωμερή»-Καλλιθέα. Τώρα κάθομαι και συλλογίζομαι τα βουνά και λαγκάδια του Κάτω Ολύμπου). 
-Θα γραφτείς στην πρώτη τάξη.
-Κυρία, γιατί ν’ αδιρφή μ’ ν’ έγραψις ζ ντιτάρτ; (Γιατί την αδερφή μου την έγραψες στην τετάρτη τάξη).
-Η αδερφή σου είχε δασκάλα στη Μόρνα, ενώ εσύ στη Σκοτίνα είχες γίδια.
-Ξέρου να διαβάζου κι ας μη μπήγα σχουλείου. Ένας τζιουμπάνους, ι Γιάντζ ντ Ντήμ μ’ έδουσι φλάδα’ κι μ’ έμαθαν οι τζιουμπανοί να διαβάζου. Διαβάζου κι τ’ Σύναψη. Ξέρου κι Αριθμητική. Ι Κακάλς τ’ Μητού μ’ έμαθι πρόσθιση κι αφαίριση. Ι Χρήστους τ’ Μάν’ πολλαπλασιασμό και διαίριση. Ξέρου κι ένα ποίμα». (Γνωρίζω ανάγνωση κ ας μην πήγα σχολείο. Ο τσοπάνης Γιάννης Δήμος μου χάρισε μια φυλλάδα και οι βοσκοί μου μάθανε να διαβάζω. Ξέρω να μελετώ και την ιερά Σύναψη. Τα καταφέρνω στην Αριθμητική. Ο Θεοχάρης Μητός με έμαθε πρόσθεση και αφαίρεση. Ο Χρήστος Μάνος πολλαπλασιασμό και διαίρεση. Ξέρω απέξω και ένα ποίημα).
-Πες το.
-«Βγαίν’ η βαρκούλα του ψαρά από το περιγιάλι…».
-Μπράβο, παιδί μου, γράφεσαι στην Τετάρτη τάξη, όπως κι ο Γιώργος Βαϊτσόπουλος, Κώστας Αλεξόπουλος, Χαρίλαος Παλιαρούτας, Κούλα Καλιακού, Βαγγέλης Παπαθεοδώρου, Χρήστος Κατσίνας, Γιάννης Κουτσουμπέας και άλλοι.


Γ. ΓΕΝΙΚΑ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΨΗ: Στην περίοδο του Εμφυλίου η Περίσταση έδειξε το καλύτερο πρόσωπο απέναντι στους ανθρώπους που διώχτηκαν από τις εστίες τους. Οι κάτοικοι αγκάλιασαν τους ξένους και -συγκεκριμένα- τους ανθρώπους της Μόρνας. Οι δάσκαλοι ήσαν αγαπητοί και αξιόλογοι: Κωνσταντίνος Μοσχίδης  (διευθυντής), Μέλιος Φώτης, Κατίνα Κουζώνη και Ιωάννης Πάπας.
---------- 
Μια σύμπτωση: 1978-80. Ανοίγω την αλληλογραφία του σχολείου μου (ήμουνα καθηγητής), που στεγάζονταν στην οδό Μοναστηρίου Θεσσαλονίκης. Ένας φάκελος με την παραίτηση της Κουζώνη πέφτει τυχαία στα χέρια μου. Έκτοτε, μέχρι το τέλος της ζωής της, είχαμε τακτική ευχάριστη επικοινωνία. Αντάμωμα, μετά από 30 χρόνια. 
---------- 
Υποσημείωση: Οι φωτογραφίες είναι βγαλμένες το 1947-48. 

ΕΙΚΟΝΕΣ
     
  
  Η τάξη μου στο δημοτικό σχολείο Περίστασης Κατερίνης. 
                     Η δασκάλα Κατίνα Κουζώνη αριστερά στο επάνω άκρο.

ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
 
  

Η έντονη γραμμή δείχνει τον δρόμο που διασχίζει την Περίσταση. Το σχολείο (δεξιά) υποδέχεται τους πρόσφυγες της Μόρνας. Στα "Αλώνια" (αριστερά) διεξάγονται οι Κατατακτήριες εξετάσεις.



                  




   

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

ΠΟΛΕΜΟΣ: Τάσος Οικονόμου




το Έπος του ‘40

Ο Τάσος Οικονόμου, γιος του παπά Λεωνίδα από τη Σκοτίνα Πιερίας,  είναι ένα από τα θύματα του ’40. Οι συνεντεύξεις που ακολουθούν αποτελούν ελάχιστο μνημόσυνο στο παλικάρι του χωριού.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 1η  ((9.1.2005), Καλούδα Οικονόμου, σύζυγος του Τάσου.


ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ι Κώτσιους ι Ντουραλής σκουτώθκι μι του Ντάσιου, τουν ιθκό μ', τουν Οικουνόμου. Σ' ν' Αλβανία, στου μπόλιμου του '40.   
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
          -Ήρθι χαρτί. "Αναστάσης Οικουνόμου, δικανέας, σκουτώθκι ζ Γκλεισούρα".
-Εσύ πού ήσουνα.
          -Στου μπαπά Λιουνίδα, σ' τς Οικουνουμαί  ικεί παντρέφκα.  Έκαμα ένα πιδί. Πρώτ' γυμνασίου, ι Νικουλάκς, μι πέθανι. Απ' του Ντάσιου πιδί.     Παντρέφκα τουν Άγιου Μιχαηλ'. Μι στιφάνουσι ι Γιάντζ ι Παραμύθας. Ε, τι σα μι στιφάνουσαν; Δεν είνι κανένας τυχηρός. Ι Τάσιους σκοτώθηκε μι του Γιάν' Γιρμπχαλό, μι του Γκώτσιου Ζιώγα, μι τουν Απουστόλ' του Τζινιάνη.       
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
          -Ήρθι χαρτί. "Αναστάσης Οικουνόμου, δικανέας, σκουτώθκι ζ Γκλεισούρα".
          -Εσύ, όταν το έμαθες, πού ήσουνα;
          -Του βράδ' ν' απουκριά. Απουκριά Ντυρινή, ικείνου του βράδ' σκουτώθκι. Ιτότι σκουτώθκι ι Τάσιους. Ιτότι έμαθάμι. Θρηνήσαμι, σκουτώθκαμι, λιανίσκαμι. Ι παπά Λιουνίδας "πέθανι", λιγουθύμσι, τουν ήφιραν στου σπίτ' πιθαμένουν. Ι μπάρμπα 'Ρακλής ι Ντάμπλιας, ι Πουτιός ι Ντάμπλιας, ι δάσκαλους ι Μπλέτσιους, ούλ' αυτοί οι κιντρικοί απού 'χαμι στου Χουργιό, τουν ήφιραν στου σπίτ' πιθαμένουν. Κι τότι είπι: "ας μι πέθνησκαν δυο πιδιά κι να ζούσι ι Τάσιους".

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ο  Κώστας Ζιώγας-Ντουραλής σκοτώθηκε μαζί με τον Τάσο τον άντρα μου, τον Οικονόμου. Σκοτώθηκαν στην Αλβανία, στον πόλεμο του '40). 
-Σου στείλανε χαμπέρι από την Αλβανία;
          -Ήρθε ειδοποίηση που έλεγε: «Αναστάσιος Οικονόμου, δεκανέας, σκοτώθηκε στην Κλεισούρα»      
          -Εσύ, όταν το έμαθες, πού ήσουνα;
-Ήμουνα στο σπίτι του παπά Λεωνίδα Οικονόμου, παντρεμένη με τον Τάσο. Γέννησα ένα παιδί. Έζησε μέχρι την πρώτη γυμνασίου. Ήταν ο Νικολάκης, πέθανε το μανάρι μου. Βλαστάρι του Τάσου.     Παντρεύτηκα στη γιορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Με στεφάνωσε ο Γιάννης Παραμύθας. Τι κι αν με στεφάνωσε! Δεν είναι κανένας τυχερός. Ο Τάσος, ο άντρας μου σκοτώθηκε μαζί με τον Γιάννη Γερομιχαλό, τον Κώστα Ζιώγα και Αποστόλη Τσινιάνη.
          -Εσύ, όταν το έμαθες, πού ήσουνα;
          -Το κακό συνέβη το βράδυ της Αποκριάς του 1941. Ήταν Κυριακή της Τυρινής. Εκείνο το βράδυ σκοτώθηκε. Τότε έγινε το κακό στον Τάσο. Τότε το μάθαμε. Θρηνήσαμε, σκοτωθήκαμε. λιανιστήκαμε. Ο παπά Λεωνίδας έπαθε σοκ., λιποθύμησε, τον φέρανε στο σπίτι μισοπεθαμένον. Ο μπάρμπα Ηρακλής Δάμπλιας, ο Ποτιός Δάμπλιας, ο δάσκαλος ο Βλέτσης, όλοι αυτοί οι προύχοντες του χωριού τον φέρανε στο σπίτι ημιθανή. Και τότε ξεσπάθωσε: ας μου πεθαίνανε δυο παιδιά, αρκεί να ζούσε ο Τάσος).

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 2η (Αύγουστος 1980), Δημητρός Νικολός του Λιόλια (Γεωργίου), στρατιώτης του ’40. Εξιστορεί με βαθιά θλίψη την απώλεια του Τάσου:

          Όταν φτάσαμε στο χάνι του Μπαλαμπάνη -όλη τη νύχτα βαδίζαμε- διαπιστώσαμε ότι ο επίσημος δρόμος έβγαζε στα Τίρανα. Στην επάνω πλευρά του δρόμου υπήρχαν πουρνάρια. Νύχτα! Μέσα στα χαντάκια βλέπαμε σκοτωμένους ανθρώπους. Πεταμένα κορμιά, άλλα δεξιά, άλλα αριστερά. Σκόρπια ανθρώπινα κεφάλια, άλλα εδώ, άλλα εκεί. Παντού πτώματα. Φρίκη! Να σε φυλάξει ο Θεός.
          Εκεί μέσα στη χαράδρα βάζει κατεπάνω μας το ιταλικό πυροβολικό. Τα δάση μετατράπηκαν σε παρανάλωμα του πυρός από τις οβίδες που πέφτανε. Το πρωί ξημέρωσε. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απαίσιο θέαμα…Γεμάτο πτώματα. Σηκουνόμαστι κι λέ' ι λουχαγός:
          -Πάμι προς τα πάν'. Κρυφτήτι, όπου μπουρείτι.  
Ι Τάσιους φουβήθκι κι λέει: «Θα τραβήξου σιαπάν' στου ρέμα».
-Ιγώ δε μπάω, λέου. Φοβάμι.
Στην Αλβανία είχα παρέα τον Διονύση Δήμο, τον Θωμά Δήμο, τον  Διονύση Δάμπλια, τον Πουτιό Καρκαφίρη (Τσιαούση), τον Κακάλη-Θεοχάρη Κοκράνη (Τρανζβάλ), τον Τάσο του παπά.
          Μας βάζν (πυροβολούν) τ' αεροπλάνα, γκα, γκου, γκα, γκου. Ήλιγάμι (λέγαμε) «έ, ιβγάτι πιθαμέν' να μπουν οι ζουντανοί»! Τρομερό πράμα!
          Τρέχουμι ιδώ, τρέχουμι ικεί να βρούμι του Ντάσιου. Πουθινά. Βρήκαμι, μαναχά κάτ' χλαίνις, κάτ' παρτάλια. . . Κουντά ικεί ήταν κι ι Τάσιους, αλλά τουν έθαψαν τα χώματα. Βρήκαμι του λουχαγό κι έστειλι τα χαρτιά, ότι σκουτώθκι.
Λέ' ιμένα (ι λουχαγός): «Ισύ κάπου, κάπου σιακούω να ψάλς κάνα τρουπάρι. Θα πάρς 4 στρατιώτις μι τα φανάρια κι θα πας να ψάλεις τα μνημόσυνα, στον πατριώτη σου τον Αναστάσιο Οικονόμου».
          -Θα πάω.
Παίρου τουν Τσιαούσ', παίρου κι του Διουνύσ' του Δάμπλια, παίρου κι άλλ' δυο ξέν', μι τα φανάρια μέσα στα μουνουπάτχια. Ήμασταν μακρυά. Πήγαμι κι έψαλάμι όλ':
          -«Ευλογητός εί, Κύριε», «Μετά πνευμάτων δικαίων».
          Τα ψάλαμι όλα αυτά. Στου Ντάσιου.
          Αυτά τα είπα στη γναίκα τ', όταν γύρσα, ζ Γκαλούδα. Έκλιγι η καημέν'. (Όταν επέστρεψα τα είπα όλα στη γυναίκα του την Καλούδα, η οποία θρηνούσε). Λέου:
          -Ιγώ είμι υπουχρεωμένος να στα πω. Όπως είχα διαταγή από το λοχαγό.
----------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο Ηρώο της Σκοτίνας καταγράφονται τα ονόματα (θύματα) του χωριού στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (28.10.40-31-05.41): α) Κωνσταντίνος Γ Ζιώγας, β) Αναστάσιος Λ. Οικονόμου, γ) Απόστολος Ι. Τσινιάνης, δ) Ιωάννης Ν. Γερομιχαλός, ε) Νικόλαος Γ. Παραμύθας, στ) Γεώργιος Ι. Τράντας, ζ) Γεώργιος Η. Σαούλιας και η) Αθανάσιος Δ. Σαούλιας.
---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

                                
                                   Οι γονείς του Τάσου: Παπά Λεωνίδας Οικονόμου 
                                               και η πρεσβυτέρα Μαρία Γκριμούρα. 
                                           Εφημέριος στην Άνω Σκοτίνα: 1932-1947
-------

Παιδιά του παπά Λεωνίδα: Τάσος, Διονύσης, Γιώργος, Αφροδίτη, 
Δημητράκης,  Ελένη, παπά Θανάσης, Παναγιώτης.
--- 

Διονύσης

 Γιώργος

Δημητράκης

Παπά Θανάσης, εφημέριος στον Κολινδρό Πιερίας

Ελένη, πρεσβυτέρα του παπά Μιχάλη Βλέτση