Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

TEXNH. Ƌ ɴ Ƌ λ o Г ı О: Χαρίλαος Ταλιαδώρος (1926-2021)

 

                                             

 


                               «ίλαθι, μόνε, ημίν ευδιάλλακτε» (*)

 

        Η περίοδος του Τριωδίου ανοίγει την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Μου δίνει την αφορμή να αφιερώσω το παρόν «Αναλόγιο», σαν ελάχιστο μνημόσυνο, στον αείμνηστο άρχοντα πρωτοψάλτη Χαρίλαο Ταλιαδώρο, ο οποίος πρόσφατα «αποχαιρέτησε» την Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης. Από τον ιεροψαλτικό κόσμο η περίοδος του Τριωδίου θεωρείται ψυχή του ψάλτη (**).  

        Η αφιέρωση αφορά δυο φωτογραφίες: Η πρώτη (από διαδίκτυο) δείχνει την τέχνη και αρχοντιά του ψάλτη. Η δεύτερη (από το αρχείο μου) φανερώνει τη μαεστρία του καλλιτέχνη στη διεύθυνση του  βυζαντινού χορού   «Ιωάννης ο Δαμασκηνός» Θεσσαλονίκης (ΔΗΜΗΤΡΙΑ 1999).

--------

* Από το κοντάκιο της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου: «Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν, και Τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς, προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες: Ίλαθι, μόνε, ημίν ευδιάλλακτε».

** Ο Στυλιανός Ζαχαρίου, αντικαταστάτης του αείμνηστου εκλιπόντος, χαρακτηρίζει τον δάσκαλο «λέοντα, μεγάλο κεφάλαιο, φαινόμενο» της ψαλτικής τέχνης. «Ακούγοντάς τον, ένιωθες μια πνευματική αύρα και νόμιζες ότι άκουγες αγγέλους. Μεταλαμπάδευσε στους μεταγενεστέρους το πατριαρχικό ύφος» (εκπομπή 4Ε 18.2.΄21 «Βυζαντινά Μελωδήματα». Παρουσίαση: μουσικοδιδάσκαλος Πάρης Γκούνας).

ΓΕΝΙΚΑ (διαδίκτυο): Καταγωγή γονέων από Κόνιτσα. Ξεκίνησε ως μαθητής του πρωτοψάλτη Χριστοφόρου Κουτσουράδη. Πτυχιούχος α) ΝΟΕ, β) απόφοιτος Σχολής Βυζαντινής Μουσικής Εθνικού Ωδείου, γ) οφίκιο του «Άρχοντος Πρωτοψάλτου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως». Δίδαξε Βυζαντινή μουσική στο ΑΠΘ και στη σχολή της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έψαλε: στους ναούς της Θεσσαλονίκης Αγίου Θεράποντα, Αγίου Φανουρίου και έκτοτε στον ιερό ναό της του Θεού Σοφίας.

ΕΙΚΟΝΕΣ:

 Έχω ιερό "πάθος" με τον δεύτερο ήχο. Το "Σε υμνούμεν" του Ταλιαδώρου το ψάλλω συχνά και όσο γίνεται, κατανυκτικά, όταν ανεβαίνω στο "Αναλόγιο".


 
 
Ψάλτης από τα Τρίκαλα Θεσσαλίας (αδερφός του γράφοντος) έχει έρωτα με το ψάλσιμο του Ταλιαδώρου. Ολοένα τονίζει: Εγώ, Γιάννη, έγινα ψάλτης α) από ακούσματα της Αγίας Σοφίας (ραδιόφωνο) και β) παρακολουθώντας, συγρόνως, τα μαθήματα από το μουσικό βιβλίο του άρχοντα πρωτοψάλτη.





Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΕΜΦΥΛΙΟΣ: ΑΝΤΑΡΤΟΠΛΗΚΤΟΙ


  

            Το καλοκαίρι του 2005 ο Βαγγέλης Κουμουρτζής του Αθανασίου (1933-2008) μου δίνει συνέντευξη για την περίοδο του Εμφυλίου. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην ταλαιπωρία που τράβηξαν ο κόσμος ως ανταρτόπληκτοι στη Λεπτοκαρυά Πιερίας. Να θυμίσω ότι ήταν το 1947 που, μαζί με τον Βαγγέλη, σταλίζαμε τα γίδια στο ρέμα «Καμίνια» της Σκοτίνας. Τότε συνέπεσε να πάρει την θλιβερή είδηση εκτέλεσης  του πατέρα του από τους αντάρτες της περιοχής.

Ο Βαγγέλης Κουμουρτζής αφηγείται: 

ΙΔΙΩΜΑ: Μας είπι ι στρατός, ταξιαρχία του Ρίμινι. "φύγιτι". 

Είχαν πάρ' κι του μπαπά Γιάν', εντωμεταξύ, κι μιτά έφυγι του χουργιό όλου. Είχαμι του βράδ' του Γκακαλόπουλου "ντάγκα, ντούγκα, ντάγκα, ντούγκα" μας τρουμουκράτσι. Σα φρούραρχους ήταν κάθι βράδ'. Έλιγι τ' μάνα μ':

    -Που είνι ι άντρας σ';

    -Στου 'Λτόχουρου.

    -Πότι θα 'ρθει;

    -Ε, θα 'ρθεί 'ρα Γιώρ'. Συναγουνιστή Γιώρ'.

    -Ε, πότι θα 'ρθεί; Ήταν λύκους κτάβ' κι γέρασι.

    Έφυγάμι μι τα πόδια. Είχαμι κι τα πρόβατα, καμιά κατουστή. Τα μσα μας τα ΄φαγαν. Τέλους πάντουν, Έφυγάμι απού δώ του προυΐ κα τς ουχτώ η ώρα. Ήμασταν ιμείς ουχτώ-ιννιά άτουμα. Η Λέγκου, ι Μήτσιους, η Απουστόλς, ιγώ, ι Κώτσιους, ι Γρηγόρς. Έφυγάμι. Πήγαμι απ' του Γκαλόιρου, στου Σκαλί απάν' κι στου Λιφτουκαρίτκου. Τα βουσκούσι ι Απουστόλς τα πρόβατα.

Μέναμι στου μπάρμπα Γιάν' του Τζαρούχα, δηλαδή ι παππούς του μπαπά Θανάσ'. Σ' ένα σπιτούλ' κάσα κι είχι δυο, τρεις γίδις αυτός κι μεις ένα δουμάτιου. Μας έβαλι ι στρατός. Τα πρόβατα όξου 'π' ν' αυλή τ'. Μείναμι ικεί κάνα χρόνου κι πότι χτύπσαν τ' Λιφτουκαρυά οι αντάρτις φύγαμι. Στου Λιτόχουρου τα πούλσαμι τα πρόβατα.

ΚΟΙΝΗ: Μας υποχρέωσε ο στρατός, η ταξιαρχία του Ρίμινι να μετακινηθούμε από το χωριό. Μας είπε: «Φύγετε».  

Εντωμεταξύ είχαν συλλάβει τον παπά Γιάννη Μπιλιάγκα. Οπότε έφυγε όλο το χωριό. Κάθε βράδυ εμφανίζονταν ο Κακαλόπουλος -καπετάνιος των ανταρτών- και «ντάγκα-ντούγκα» χτυπούσε τις πόρτες των σπιτιών και μας τρομοκρατούσε αφάνταστα. Παρουσιάζονταν κάθε βράδυ, λες και ήταν φρούραρχος. Έλεγε στη μάνα μου:

    -Πού είναι ο άντρας σου;

    -Στο Λιτόχωρο.

-Πότε θα επιστρέψει;

    -Έλα, μωρέ Γιώργο, συναγωνιστή, θα έρθει.

    -Μα, πότε θα έρθει; (Τι να υποθέσεις!).  Ήταν ο λύκος κουταβάκι και γέρασε.

 Φύγαμε με τα πόδια. Μαζί μας είχαμε και τα πρόβατα. Μείνανε γύρω στα εκατό. Τα μισά μας τα φάγανε. Τέλος πάντων, φύγαμε από δω το πρωί κατά τις οχτώ. Ήμασταν οικογένεια 8-9 ατόμων. Η Ελένη, ο Μήτσος, ο Αποστόλης, εγώ, ο Κώτσος, ο Γρηγόρης. Φύγαμε ακολουθώντας την πορεία Καλόγερος, Σκαλί Λεπτοκαρυά. Τα πρόβατα τα βοσκούσε ο Αποστόλης. 

Μέναμε στον μπάρμπα Γιάννη Τσαρούχα, δηλαδή στον παππού του παπά Θανάση. Σε ένα μικρό σπιτάκι σαν την κάσα.  Αυτός είχε δυο-τρεις γίδες και εμείς μείναμε σε ένα δωμάτιο. Μας τακτοποίησε ο στρατός. Τα πρόβατα τα είχαμε έξω στην αυλή του νοικοκύρη. Εκεί μείναμε κανένα χρόνο, μέχρι που χτύπησαν οι αντάρτες τη Λεπτοκαρυά. Φύγαμε στο Λιτόχωρο και εκεί πουλήσαμε τα πρόβατα.

 

 

 

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΤΟΧΗ: η Πείνα του ‘41

 


           
Τον Φλεβάρη του 1985 ο μπάρμπα Βαγγέλης Γερομιχαλός με δέχεται εύχαρις στο σπίτι της κόρης του Φώτως. Το σπίτι της Φώτως, συζύγου Χρήστου Καραμπάση, βρίσκεται στην περιοχή «Γεωργική Σχολή» Θεσσαλονίκης.  Πάνω στη συζήτηση ο αφηγητής θυμάται τα χρόνια της Πείνας (Κατοχή). Με πολλά παρακάλια υποχρεώνεται να τονίσει την  προσωπική μου δεινή ιστορία: την πείνα του ‘41.

 

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: 'Ησαν πιθαμένους κι απαράχουτους. Δε μπουρούσις νε να μιλή 'ις. Ξιψυχισμένα μιλούσις. Κατέφκις ικεί. Λέου τ' μακαρίτσα τ' μάκου, ντ' τχιά σ': «Του πιδί αυτό μη ντου δώ 'ις πουλύ ψουμί να φάει. Θα πιθάν'. Θα του πιθάνουμι 'μείς. Θα του δώ 'ις μσό κρασουπότηρου γάλα κι τρεις μπουκιές ψουμί. Μόν' τρεις μπουκιές. Κι ύστιρα 'που δυο-τρεις ώρις ξαναδώστου γάλα πάλι κι ως του βράδ', πάλι ξανά. Να του συμφέρουμι στου λουγαριαζμό».

Ξακουλουθούσι αυτή η ιδέα συνέχεια, αλλά κάθουμαν ιγώ καταπάν. Μη σι λυπηθεί η θεία σ' κι σι δώσ' πουλύ να φας. Κι πιθάντζ'.

Ξακουλθούσι συνέχεια, μια μέρα, δυο, τρεις. Τηρμέρα πάηνέτι βουσκούσιτι τ' αρνιά μι του Γιώρ'. Γυρνούσιτι πίσου. Του διακουνάρ' πάλι τάκα. Του μισμέρ' λίγου, λίγου.

Μέσα σι πέντι μέρις άλλαξις όψ'. Αρχίντζις μιλούσις. Συνήθισι ι ουργανιζμός. Κι κάθισις ικεί καμιά 15 μέρις.

Κατιβαίν' η αδιρφή σ' η Βαγγιλούδα να σι πάρ': «Αφουριζμένου, μπουτί δεν έρχισι»;

  


        -Ιγώ δεν έρχουμι.

          Τιντώνουσαν καταή.

          -Δεν έρχουμι ιγώ σιαπάν' να πιθάνου μι τα λάχανα.

          Τς είπα ιγώ:

          -'Αφσι του πιδί. Δεν έρχιτι. Πάνι να πα φέρς τα ρούχα ν' αλλάξ'.

          Κι έβαλις τα ρούχα κι έκατσις ενάμσ' μήνα κι παραπάν, ώσπου βγήκαν νέις ισουδίις. Σι κράτσα. Βουσκούσατι τ' αρνιά μι του Γιώρ'. 'Ετρουγέτι, ήπνιτι. Χουρταστικά, τυριά, γιαούρτχια, χαμπέργια, ένα, άλλου. Τ' αρνιά τα βουσκούσατι μέσα στ' Φέσα κατά πέρα. Του μισμέρ' τ' άφιρνέτι σπίτ'. Τ' απόγιμα πάλι δρόμουν.

          Ιμείς δε μπείνασάμι. Μια μέρα θέλσα να τς κάνου δίαιτα κι τς κόβου, που λες, απ' του ψουμί του πλαστό κι τζ' δίνου του μιρουθκό τ' του γκαθένα.  

          Να φάν' όσου έχν'. 'Αμα δεν έχουμι, ας πιθάνουμι.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Θυμάμαι, το 1941 Γιάννη, ήσουνα άταφος νεκρός. Δε μπορούσες καν να μιλήσεις. Μιλούσες ξεψυχισμένα. Κατέβηκες από την Άνω Σκοτίνα σε μας, που κατοικούσαμε στην κάτω. Καλώ και λέω στη μακαρίτισσα τη γυναίκα μου, τη θεια σου Όλγα: «Πρόσεξε, σ’ αυτό το 


παιδί μην του δώσεις πολύ φαγητό. Θα πεθάνει. Κι εμείς θα ‘μαστε αιτία. Θα του δώσεις μισό κρασοπότηρο γάλα και τρεις μπουκιές ψωμί. Επιμένω, μόνο τρεις μπουκιές. Αφού περάσουν δυο-τρεις ώρες, ξαναδώστου γάλα και μέχρι το βράδυ ξαναδώστου. Αυτό θα γίνεται μέχρι να του φέρουμε στον κανονικό λογαριασμό».

          Αυτή η τακτική εξακολουθούσε να γίνεται με κανονική πορεία, αλλά εγώ ήμουνα επί ποδός. Πρόσεχα, μήπως και σε λυπηθεί η θεία σου και σου προσφέρει πολύ φαγητό. Οπότε, υπήρχε άμεσος κίνδυνος να πεθάνεις.

          Το πρόγραμμα αυτό εξακολουθούσε να εφαρμόζεται μια μέρα, δυο μέρες, τρεις. Τη μέρα πηγαίνατε με το Γιώργο και βοσκούσατε τα αρνιά. Το βράδυ επιστρέφατε. Το δελτίο με το φαγητό κανονικά. Το μεσημέρι έτρωγες λιγοστά.

          Μέσα σε πέντε μέρες άλλαξες όψη. Άρχισες να μιλάς. Συνήθισε ο οργανισμός. Κι έμεινες εκεί, σε μας, γύρω στις δεκαπέντε μέρες. Οπότε κατεβαίνει από την Άνω Σκοτίνα η αδερφή σου Βαγγελούδα για να σε πάρει. (Εσύ αρνιόσουνα κι αυτή επέμενε): «Αφορισμένο, γιατί δεν έρχεσαι»;

          -Εγώ δεν έρχομαι.

          Ξάπλωνες καταγής. Έλεγες: «Δεν έρχομαι εγώ στο χωριό, επάνω, να πεθάνω τρώγοντας συνέχεια τσουκνίδια».

          Δε σου τα είπα εγώ; (που δεν ήθελες να φύγεις από μας; Λέω στη Βαγγελούδα):

          -Άφησε εδώ το παιδί. Δε θέλει να ‘ρθει επάνω. Πήγαινε, μόνο, να φέρεις τα ρούχα του για να τα φορέσει.

          Και φόρεσες τα ρούχα και κάθισες σε μας ενάμισι μήνα και παραπάνω, ώσπου βγήκαν νέες σοδειές.

          Σε κράτησα, λοιπόν, και βοσκούσατε τα αρνιά με το Γιώργο. Τρώγατε, πίνατε. Χορταστικά, τυριά, γιαούρτια, το ένα, το άλλο. Τα αρνιά τα βοσκούσατε στην τοποθεσία «Φέσα», (όπου έχουμε το κτήμα μας) και πιο πέρα από τη Φέσα. Το μεσημέρι τα φέρνατε στο σπίτι. Το απόγευμα πάλι δρόμο.

          Εμείς, Γιάννη, η οικογένειά μου, δεν πεινάσαμε. Κάποια μέρα αποφάσισα να τους κάνω όλους δίαιτα. Και από το καρβέλι το ψωμί κόβω κομματάκια, κομματάκια και προσφέρω στον καθένα το μερίδιό του:

          -«Αυτό είναι, τους λέω. Αυτό το μερίδιο ανήκει στον καθένα και θα το έχετε για φαγητό μέχρι αύριο την ίδια ώρα».

Όσο υπάρχει, ας φάνε. Αν δεν υπάρχει, ...ας πεθάνουμε!