Μια
τολμηρή απόδραση
Στις 10 Ιουλίου 1996 επισκέπτομαι τον Απόστολο Κοκράνη του Παντελή
(1920-2000) στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα. Με υποδέχονται ενθέρμως ο ίδιος, η
σύζυγός του Ανδρονίκη και η κόρη τους Καλλιόπα, σύζυγος του Παύλου Στύλου-Ματσιούλα.
Παλιότερα (δεκαετία του ’60) είχα επισκεφθεί τον Απόστολο στην κλινική
Μπεκτά στην Κατερίνη, γιατί ήταν βαριά άρρωστος συνεπεία μιας απόπειρας
δολοφονίας του στο δάσος του κάτω Ολύμπου. Στο γεγονός εκείνο ελπίζω να
αναφερθώ «εν καιρώ». Η τωρινή αναφορά στοχεύει στην πρώτη του περιπέτεια,
δηλαδή α) την απαγωγή του από τους αντάρτες στα χρόνια του Εμφυλίου και β) την
τολμηρή του απόδραση.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ:
-Πότε σε πήραν οι αντάρτες;
-Του ‘ 47 Ιούνιος μήνας.
-Με ποιους μαζί;
-Ιμένα
μι πήραν, Γιάν’, μι του μακαρίτ’ του Νάσιου του Γκουμουρτζή -τουν είχα μπάρμπα-,
του Νικουλή του Γιργουλά κι τουν Κουλιό (Νικόλαος
Δάμπλιας).
-Από πού σε πήραν.
-Απού
μπλατέα. Του Κουτσέκ’ (από την πλατεία που φέρει το όνομα «Κοτσέκι).
-Τι ώρα ήταν.
-Ήταν η ώρα 6 του βράδ’.
Μας φώναξαν απ’ του σπίτ’ .
-Εσένα ποιος σε
ειδοποίησε.
-Ι
θουμάς ι Κουτσιβός. Ήμαν ιδώ στου σπίτ’. Μ’ είπι να βγώ όξου (όξου=πλατεία). "Σι θέλν’ οι
αντάρτις".
-Δε φοβήθηκες ακούγοντας αυτό το πράγμα;
-Φουβήθκα.
Είχα κι ένα γουμάρ’. Το ‘πιρνα για υπηρισίις. Μι πήραν να πάρν’ του γουμάρ’ (δήθεν για το γαϊδούρι). Να του πάρν’ αυτοί. Κι
απού ‘κει μας έβαλαν μέσα στ’ Κουκουλιάρα (καφενείο του Κουκουλιάρα).
-Αν δεν πήγαινες τι θα γινόταν.
-Μ’ άμα δε μπήγινα. . .
Είχα κι οικουγένεια.
-Το γουμάρι πού το άφισες.
-Το ‘δισα σι μια
κυδουνιά. Στου σπίτ’ τ’ Λιουνίδα τ’ Συντριβάν’ .
-Πού σε περίμεναν οι αντάρτες.
-Πήγα
του γουμάρ’, το ‘δισα ζ γκυδουνιά κι απού κει ύστιρα μας πήραν μέσα στου
καφινείου τ’ Κουκουλιάρα. Μας τράβιξαν δέσιμο (μας δέσανε).
-Αμέσως;
-Ιά, αν έκατσάμι κα μσή
ώρα (περίπου
μισή ώρα).
-Στο κενό αυτό τι λέγατε.
-Ιά, τι
ήλιγάμι. ‘Ήλιγάμι «ιχτές του πήραν του γουμάρ’. Γιατί του ξαναπαίρν ξανά πίσου».
Δεν ήταν για του γουμάρ’. Ήταν για να πάρν’ ιμένα.
-Πόσοι ήταν οι αντάρτες εκεί στο καφενείο του
Κουκουλιάρα.
-Ήταν ι
Λιφτουκαρίτς κι ένας Λιτουχουρίτς, δε ντου ξέρου το ‘νουμα. Ήταν κι απ’ του
Παντιλέμηνου. Ικείνου ήταν ακάθαρμα (κάθαρμα). Μας τράβξαν δέσιμου.
-Πώς σε έδεσαν, πού.
-Μι φόρτουμα
(χοντρή
τριχιά), πάν’ απ’ γκλιά (πάνω από την κοιλιά). Μας έδισαν κια τς τρεις (και τους τρεις). Μ’ ένα φόρτουμα κια τς τρεις. Απού πίσου τα χέρια.
-Καθώς ξεκινήσατε για το μαρτύριο, ποιοι ήταν
μπροστά, ποιοι πίσω.
-Μπρουστά ήταν Λιφτουκαρίτς
κι πίσου Παντλιμουνίτς.
-Ποιο δρόμο ακολουθήσατε.
-Απού
‘δω, στ’ Αλώνια. Ζ ντ Μπασιάλα βράδ’ άρχισι να μουργκίζ’ (να γίνεται σούρουπο) . Μούρξι. Ανιβήκαμι στα Κουκκινόια. Ικεί βρήκαμι κι άλλ’
αντάρτις. Ιγώ είχα σκουπό να φύγου απού ‘δω τα Κουκκινόια παρέκια, που του
μέρους ήταν καμμένου. Ύστιρα αποφάσισα να φύγου απ’ τ’ Αλέξ’ τη βρύσ’. Ικεί
ζήτηξα να πιώ νιρό.
-Νιρό, λέ’, έχ’ παραπάν’
.
Μα
παραπάν’ δεν είχι τίπουτα. Ιά, να φύγου απού τη μια τ’ τσούδα (στενό πέρασμα). Δυο δρασκίλια άμα
έκαμνα παρέκια, δεν πρόκειται να έφυγνα. Ικεί ύστιρα, ντάλτσα (τόλμησα), απέτχα (πέτυχα) σι μια φυλλουριά ψλά.
Όπους κάντζ’ μπάνιου στ’ θάλασσα, έτσ’ έκαμα βούτ’ κατήφουρα. . . κι κατέφκα
διακόσια μέτρα*. Ικεί, στα 200
μέτρα σταμάτσα. Κατέφκαν αυτοί στ’ φυλλουριά ικεί,
τφέξαν μήπους μι πάρν’ (οι σφαίρες). Κρύφκα. Έκατσα καμιά ώρα κι έφυγα πάλι μαναχόζ μ’ χαμπλά
στ’ Αλέξ. Απού ‘κει ξαναβγήκα πίσου, πάλι τα πάν’ (προς τα πάνω). Του μέρους τ’ Αλέξ’
το ‘πχιασαν αυτοί. Στη βρύσ’, απ’ σι
λέου, άφσαν σκουπόν. Κι κατέφκαν αυτοί
χαμπλά στου λάκκου. Κι είπι ι αντάρτς.
‘Εδουσι διαταγή να τραβήξν’ στου κρέις.
-Στο ψητό, που λέμε. Κι εσύ κρύφτηκες.
-Ε, ‘που κει πήγα ‘πάν’ στ’ απαλνά τα Ιλάτχια (στα έλατα που βρίσκονταν πιο
πάνω), στ’ Στλαματιά, σ’ τς Κότρις κι’
δω. Κι απού ’δω έφυγα στου Λτόχουρου.
-Όταν πήρες την απόφαση να φύγεις, πώς τα
κατάφερες, μια και τα χέρια σου ήταν δεμένα.
-Τα
ξέδισα τα χέρια. Μ’ ένα φόρτουμα (ήμασταν δεμένοι όλοι). Ήταν χουντρά τα τέτχια (σκοινιά). Τα φουρτώματα τα
βαστούσα στα χέρια μ’( τα σκοινιά αυτά τα κρατούσα μπόσικα με τα χέρια). Απού πίσου. Τα χέρια
δούλιβαν απού πίσου.
-Τα ‘κανες πιο μπόσκα.
-Τα ‘χα έτοιμα.
-A!
-Ιδώια τς είπα "να
πάρου του σακάκ’" (τους παρακάλεσα, εδώ να σταματήσουμε για να φορέσω το σακάκι).
-"Δε χρειάζιτι του
σακάκ’ ", μ’ είπαν αυτοί. Κι ένας αντάρτς:
-"Αρά
κουπρόσκλου, μαρτύρα. Απού σένα είνι κι οι άλλ’ διμέν’ ".
Απού τότι είπα ζουή δεν
υπάρχ’.
-Για ποιο
λόγο οι αντάρτες τα ’βαλαν με σας;
-Αχ!
Μωρά Γιάν’! Για ποιον λόγουν. Ήμαν χουρουφύλακας πριν κι είχα απουλυθεί. Σ’ τς
24 Σεπτεμβρίου βάρισαν (σκότωσαν) του μπαμπά μ’ του ‘ 46 (βλέπε ανάρτηση Εμφύλιος, Κοκράνης Παντελής).
-Ο οποίος ήταν χωροφύλακας.
-Ναι, ανθυπασπιστής
ήταν.
----------
* Ο αδερφός του Αποστόλη Νίκος (1927-2007) θυμάται: «Στο διάστημα κα Ντουργιανή, στ’ Αλέξ’, ο
αδιρφόζ μ’ ο Απουστόλς, επειδής ήξιρι ντουπουθισία (γνώριζε την τοποθεσία), κατρακυλίσκι ζ τζ Ζβάρνις (σβαρνίστηκε στον κατήφορο), ικεί
ξιδέθκι κι έπισι απάν’ σ’ ένα άρεο. Το άρεο ήταν φουντουτό. Κι έπισι ‘που κάτ’.
Κατά κάτ’ απού έκανι γκυλίσκι μια πέτρα προς τα κάτου κι οι αντάρτις αντί να τφικίσουν
το άριο, τφικούσαν τη μπέτρα (τουφέκιζαν την πέτρα)...Γύρσι στου
ίδιου μέρους απού τς έφυγι, ψηλά στου δρόμου. Κι απού ‘κεί έκανι προς τα πάν’
κι πάει στ’ Φυλλουριά, ζ Ντουργιανή. Απ’
τ’ Φυλλουριά βγήκι στου Χουράφ’ ζ Ντουργιανή, απ’ του Χουράφ’ κατιβαίν’ κάτου.
Κατιβαί’ στα Στριβάδια (απέναντι σ’ τς Κότρις). Κατιβαίν’ σ’ τς Κότρις, στα
Ασπρόια κι κατιβαίν’ στου σπίτ’. Βάν’ μιά σκάλα κι ανιβαίν’ ζ ντ μπαρμπα τ’ Θουμά, τ’ Κακάλ’ τ’ Κουκράν’ του
σπίτ’ απ’ του παραθύρ’ κι φώναζι του μπάρμπα του Γκακάλ’. Τουν φώναζι να του
μπεί ότι "ιγώ, μι πήραν οι αντάρτις κι τς έφυγα". (συνέντευξη 30 Ιουλίου 1982.
Σημείωση: Ο Νίκος Κοκράνης σε άλλη περίπτωση σημειώνει: «Άλλ’
φουρά (το 1947) τον πήρι ένας αντάρτς, τουν κρέμασι στου Νάσιου Μαρνέλα του
σπίτ’ απού μια ιλιά κι έβαλι 2 μπάλις άχυρο απού κάτ’. Το άναψαν κι πάηνι ο
καπνός μέσα στου σώμα τ’. Τότι φώναξι η Νάσινα Μαρνέλινα: «Ή θα ξιδέ ’ις του
πιδί, ή σκότουσέ μι ιμένα».
Υποσημείωση: Σε ανύποπτο χρόνο ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Μητός μου
εκμυστηρεύεται τα εξής: «Στα Τρίκαλα Ημαθείας ανταμώθκαμι μι τουν αντάρτ’ που
έδισι τουν Απουστόλ’ του Γκουκράν’, του Νάσιου του Γκουμουρτζή κι τς’ άλλ’ που τς
έσφαξαν. Μαζώναμι βαμπάκια (δεκαετία του
60;) κι μι λέ’: «Απού πού είστι;»,
-Απ’
τ’ Σκουτίνα.
-Τι κάν’ ι
Απουστόλς ι Κουκράντζ»;
-Καλά
είντους.
-Ι άλλους,
ι Θανάης ι Κουμουρτζής πάει τζιάμπα. Τότι του 1947 έδισάμι τς ανθρώπους για να τς πάμε στου βουνό για καθάρισμα. Ι Θανάης μι λέει: "ξιδέθκα, δέστι μι». Ιγώ τς έδισα ελαφρά για να
φύγν, γιατί του μέρους ιδώ του ήξιραν. Ι άλλους, αφού πήρι χαμπάρ’, ξιδέθκι, κόβ’ κάτ’ απού κει, πχιάν’ ένα βαχάκ’.
Έρριξάμι ιμείς στουν αέρα. Ι Απουστόλς γλίτουσι, οι άλλ’ τς καθάρσαν».
Ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Μητός μου δίνει συνέντευξη που αναφέρεται στον αντάρτη του 1947. Αυτός έδεσε τους ανθρώπους (καφενείο Κουκουλιάρα) που προορίζονταν για εκτέλεση.
Η Όλγα, σύζυγος του Μπάμπη και .
εγγονή του θύματος Νάσιου Κουμουρτζή
Ο Μπάμπης (Χαράλαμπος) Μητός μου δίνει συνέντευξη που αναφέρεται στον αντάρτη του 1947. Αυτός έδεσε τους ανθρώπους (καφενείο Κουκουλιάρα) που προορίζονταν για εκτέλεση.
Η Όλγα, σύζυγος του Μπάμπη και .
εγγονή του θύματος Νάσιου Κουμουρτζή
----------
ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ
1. Κουκουλιάρα Καφενείο στο Κοτσέκι, όπου δέσανε τους απαχθέντες.
2. Αλώνια (κοντά «ζ ντ Μπασιάλα».
3. Κουκκινόια (τα), πιο πάνω από τα Σιντούκια, στην πλευρά της
Δουργιανής, κοντά στις «Σβάρνις». Εκεί τα χώματα είναι κόκκινα.
4. Αλέξ' (βρύσ'), τοποθεσία προς το κάτω μέρος της Δουργιανής.
Εκεί ο Αποστόλης ζήτησε νερό.
5. Σβάρνις (οι), «ι «πίσου στου ανήλιου τζ
Ντουργιανής. Ι Απουστόλς ι Κουκράντζ τς έφυγι (ξέφυγε τους αντάρτες) απ' τς Σβάρνις. Του λέν' κι "σ' τς
Σκές» (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης).
6. Φυλλουριά (η), κυνηγητικό στέκι της Κάτω Σκοτίνας, προσήλια της
Δουργιανής. Η ονομασία από τις πολλές φλαμουργιές (φυλλουρές).
7. Στλαματιά (η), πέρα από τις Κότρες, "παρακάτ' απ' τα
Καγκιόλια". Είναι ένας βράχος "που στάζ' σταλαματιές, στατς, στατς,
στατς, κι πιο κάτου είνι τα Σιντούκια" (Ιω. Νικολός).
8. Στριβάδια (τα), «σαν μπαΐρι παραπάνω από τα Κοκκινόια κάτω από τα
Ιλάτχια τζ Ντουργιανής» (Αθ. Δάμπλιας).
9. Ασπρόια, απέναντι από τις Κότρες.
10. Σπίτι, το οποίο βρίσκεται στον οικισμό «Πλατάνια»,
----------
Ενημέρωση: η παρούσα ανάρτηση αφιερώνεται στο δάσκαλο Απόστολο Αγγέλη, εγγονό του Αποστόλου
Κοκράνη γιατί με βοήθησε τεχνικά στην ιστοσελίδα μου (θεματολογία)*. Στη συνέχεια παραθέτω (σε αντίγραφο) σχετικό γράμμα
που ο Αποστόλης μου έστειλε ηλεκτρονικά στις 4.9.16:
«Κ. Γιάννη, καλησπέρα. Ετοίμασα το μενού με τα περιεχόμενα. Θυμίζω την
διαδικασία:
-αντιγράφεις με προσοχή όλο το περιεχόμενο του εγγράφου.
-ανοίγεις την θεματολογία από το blog σου πατώντας κάτω
δεξιά.
-στο πλαίσιο που εμφανίζεται σβήνεις όλα και πατάς
«επικόλληση».
Ανυπομονώ να το δω στο ιστολόγιό σου,
χαιρετισμούς».
----------
* ευκαιριακά, οφείλω να μνημονεύσω, εκτός από τα
παιδιά μου (Απόστολο και Μαρία), τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Σεραφείμ
Βραβοσινό. Αυτός (δεκαετία 1990) με «έμπασε» στο μεράκι της σύγχρονης γραφής
(φάρμακο πνευματικής περισυλλογής).
Επίσης,
πολύτιμη βοήθεια μου προσέφεραν οι Θερμιώτες α) Γρηγόρης Μόσχου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως η ψυχή του Πολιτιστικού Θέρμης και β) Μιχάλης Γιαβρίδης.
Και πάλι ευχαριστώ ευγνωμόνως όλους.
Ευχαριστώ για την αφιέρωση κ. Γιάννη. Συγκινήθηκα διαβάζοντας την περιπέτεια του παππού. Και πάλι συγχαρητήρια για το ιστολόγιό σου που κρατάει ζωντανές τις μνήμες και τις παραδόσεις του χωριού μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή