ΘΛΙΒΕΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 30 Ιουλίου του 1982 ο Νικόλαος Κοκράνης του Παντελή θυμάται οικτρά γεγονότα του Εμφυλίου (στη συνέντευξη παρούσα και η σύζυγός του Λευκοθέα Καρκαφίρη.
Α ΓΕΓΟΝΟΣ: Ιστορία του πατέρα
Παντελή. Εκτέλεση στην Καρυά Ολύμπου.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ο μπαμπάζ μ’ (βλέπε φωτογραφία στο πλάι) βγήκι στ’ αποσπάσματα το 1945 μι αρχηγό του Μήτσιου. Ο Μήτσιου είχι το βαθμό του ανθυπομοίραρχου. Ένα χρόνο
είχαν τα όπλα κι πουλιμούσαν άνευ μισθοδοσία. Εθελονταί από 1945-46.
Το 1946, 25 Σεπτεμβρίου έγινι η μάχη στη Λιφτουκαρυά. Ο Μήτσιου δεν ήταν τότι στη μάχ’. Ήταν σ’ τ’ Σαλουνίκ’. Στη Λοφτουκαρυά σκουτώσαν το Ματό, τον Κατέλα Λευτέρ’, ένα χωροφύλακα Περπερή (μόνιμος).
Του μπαμπά μ’ κι του Γκατέλα τς πχιάσαν αιχμάλωτοι κι τς πήγαν ζ Γκαρυά. Ικεί τς άλειψαν μι πιτρέλαιο μέσ’ ζ μπλατέα κι τζ δώσαν φουτιά μι του τσιακμάκ’. Αυτό μας το είπαν Καρυώτις εκ των υστέρων. Κάηκαν ζωντανοί. Λιώσαν. Σκέτο κερί. Το μάθαμι το 1950 που επαναπατρίσκαμι. Όταν τους πήραν από τη Λεφτοκαρυά, τους βγάλαν όλα τα ρούχα, τς πήγαν γυμνοί σιαπάν’ κι ’κεί μόν’ μι τ’ φανέλα κι του σώβρακου τζ δώσαν φουτιά.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Ο πατέρας μου βγήκε στα αποσπάσματα Χωροφυλακής το 1945 με αρχηγό τον Μήτσιου. Ο Μήτσιου είχε τον βαθμό του ανθυπομοίραρχου. Κρατούσαν τα όπλα για ένα χρόνο και πολεμούσαν χωρίς καμία χρηματική αμοιβή. Εθελοντές από το 1945-46.
Το 1946, 25 Σεπτεμβρίου έγινε η μάχη στη Λεπτοκαρυά. Ο Μήτσιου, τότε, απουσίαζε από τη μάχη. Βρισκότανε στη Θεσσαλονίκη. Στη μάχη της Λεπτοκαρυάς σκοτώθηκαν οι: Ματός, Κατέλας Λευτέρης, ένας χωροφύλακας μόνιμος Περπερής.
Τον
πατέρα μου και τον Κατέλα τους πιάσανε αιχμαλώτους και τους φέρανε πάνω στην
Καρυά. Εκεί τους βασάνισαν φριχτά: Μέσα στην πλατεία τους αλείφουν με πετρέλαιο
και με τον αναπτήρα δώσανε φωτιά. Αυτό το πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων από
Καρυώτες. Κάηκαν ζωντανοί. Λιώσανε. Σκέτο κερί. Μάθαμε τα γεγονότα το 1950,
όταν είχαμε επαναπατριστεί. Μας πληροφόρησαν, ότι, μόλις τους συλλάβανε από τη
Λεπτοκαρυά, τους βγάλανε όλα τα ρούχα, τους οδήγησαν γυμνούς προς τα πάνω και
εκεί πάνω, στην Καρυά τους δώσανε φωτιά, φορώντας μόνο τη φανέλα και το
σώβρακο.
Β. ΓΕΓΟΝΟΣ, ο Μήτσιου.
ΙΔΙΩΜΑ: Πήγινι στ’ Κατή. Συνιργάσκι μι τς αντάρτις. Έκανι τουν αντάρτ’. Έπιρνι μυστικά κι τα κατέβαζι ζ Γκατιρίν’. Τι δύναμη έχ’
ιδώ, τι δύναμη έχ’ ικεί κλπ. Έφυγι απ΄ τ΄ Σκουτίνα κι πάει στου Λ΄τόχουρου. Ιδώ, στο Νομό Πιερίας, το Μήτσιου τουν αγαπούσαν όλ’. Πουλέμσι, έδρασι. Μέχρι τελευταία έλαβι μέρος μέχρι το Πάικο, Καϊμακτσαλάν.
Στο Λιτόχωρο τραυματίσκι. Κι οι δικοί μας οι Μάιδις τς Σκοτίνας, Λεπτοκαρυάς και Πούρλιας τον βοηθήσαν. Θα τουν έπιρναν αιχμάλουτον οι αντάρτις. Τον πήραν, τον βάλαν σε αμάξ’ στρατιωτικό, ντόϊτς, τον πήγαν στην Κατιρίν’ τραυματία κι απού κει Σαλουνίκ’, στο νοσοκομείο. Τότι τουν είχαν βγάλ’ τραγούδ’ ιδώ στου μέρους το δικό μας:
Απ’ όλα τ’ αποσπάσματα του Μήτσου μου αρέσει,
πόχει παιδιά διαλεχτά και το ραβδί στη μέση.
Ψηλά σε κείνο το βουνό πουλιά δεν ανεβαίνουν,
μόνο του Μήτσου τα παιδιά ανεβοκατεβαίνουν.
ΚΟΙΝΗ: Ο Μήτσιου πήγαινε στην Κατή. Εκεί συνεργάστηκε με τους αντάρτες. Έκανε τον αντάρτη, Έκλεβε μυστικά και τα μετέφερνε στην Κατερίνη. Δηλαδή τι δύναμη υπάρχει εδώ, τι δύναμη υπάρχει εκεί κλπ. Εγκατέλειψε τη Σκοτίνα, πήγε στο Λιτόχωρο. Εδώ, στο νομό Πιερίας, όλος ο κόσμος αγαπούσε τον Μήτσιου. Εδώ πολέμησε, έδρασε. Μέχρι το τέλος του πολέμου, έφτασε μέχρι το Πάικο, το Καϊμακτσαλάν.
Στο Λιτόχωρο τραυματίστηκε. Και τον βοήθησαν πολύ οι δικοί μας Μάηδες από Σκοτίνα, Λεπτοκαρυά και Πούρλια. Αν δεν ήταν αυτοί θα τον αιχμαλώτιζαν οι αντάρτες. Οι πατριώτες τον περιέθαλψαν, φρόντισαν να τον πάρουν, να τον επιβιβάσουν σε αμάξι στρατιωτικό, το ντόιτς, να τον μεταφέρουν στην Κατερίνη σαν τραυματία και από Κατερίνη κατευθείαν Θεσσαλονίκη, στο νοσοκομείο. Τότε στην περιοχή μας του βγάλανε σχετικό τραγούδι.
Γ. ΓΕΓΟΝΟΣ Νάσιος Μαρνέλας. Βασανίστηκε από ομάδα ανταρτών. «Ένας αντάρτς κρέμασι του Νάσιου Μαρνέλα στου σπίτ’ απού μια ιλιά κι έβαλι δυο μπάλις άχυρο απού κάτ’. Το άναψαν κι πάηνι ο καπνός μέσα στου σώμα τ’. Τότι φώναξι η Νάσινα Μαρνέλινα:
-Ή θα ξιδέ ’ις του πιδί, ή σκότουσέ μι ιμένα. (Κάποιος αντάρτης κρέμασε τον Θανάση Μαρνέλα σε μια ελιά και κάτω από το σώμα του κρεμασμένου έβαλε δυο αχυρένιες μπάλες. Ανάψανε τις μπάλες και ο καπνός σκέπαζε το σώμα. Τρομαγμένη η Νάσινα φώναξε: «Ή θα λύσεις το παιδί ή σκότωσε εμένα».
Αυτό έγινι του 1947.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου