Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

ξενιτιά: ο Καραμανόλας στον Ωκεανό


            
ξενιτιά: ο Καραμανόλας στον Ωκεανό


Διονύσης Καραμανόλας
1973 στη Ν. Κορέα 

Πάλη με τα κύματα

Στη δεκαετία του 1960 η ανεργία βρίσκεται στο αποκορύφωμα. Έχουμε σοβαρό πρόβλημα εργασίας. Περισσότερο η ύπαιθρος βρίσκει καταφυγή σωτηρίας τα ξένα. Ο κόσμος αναζητεί ξένους τόπους σωτηρίας. Φουντώνει η μετανάστευση. Όλοι τραβάνε στην ξενιτιά. Ανοίγουν οι πόρτες σε στεριές και πέλαγα. Κυρίως Αυστραλία, Αμερική, Ευρώπη, Αφρική. Οι νέοι προτιμούν τα καράβια.
     Ο Διονύσης Καραμανόλας (1934-) από τη Σκοτίνα Πιερίας δοκίμασε κατ’ επανάληψη την περιπέτεια του ναυαγού στον Ατλαντικό. Πάλεψε με τα κύματα όλη τη νύχτα. (1972). Η φουρτούνα αγρίεψε κι ο χειμώνας βαρύς. Τελικά βγαίνει ζωντανός στη στεριά. Αυτός με ηρεμία αρχινάει την αφήγηση. Εγώ τον ακούω με δέος και προσοχή. Η κουβέντα μας γίνεται στην ταβέρνα «Βασίλα» της Σκοτίνας το καλοκαίρι του 2012.

Περιπέτεια πρώτη

Να σι πω, Γιάνν’, ν’ ιστουρία μ’, περιπέτεια στη θάλασσα. Έχω ναυαγήσ’ δυο φορές. Μια φορά στο Πέτ της Αγγλίας. Πηγαίναμε από Ιταλία ελαφρόπετρα και τη νύχτα που ταξιδεύαμε κοιμόμασταν. Είχε θάλασσα. Κι όπως είναι το κρεβάτ’ με σανίδια τόσο ψηλά. Εγώ έπεσα κάτ’ απ’ το κρεβάτ’ απ’ το μπιτς που ΄κανε (θόρυβος κυμάτων). Και ξύπνησα και πετάχτηκα και πήρα από κάτ’ το στρώμα που είχα, το σωσίβιο και πήγα απάν στη γέφυρα να δω τι γίνεται. Ήταν απάν ο καπετάνιος, ο γραμματικός. Του λέω: «Τι κάνετε εδώ’; «Τι να κάνουμε, λουστρόμε». «Καλά, γιατί δε χτυπάτε συναγερμό  να ξυπνήσ’ ο κόσμος»; «Δεν είναι ώρα ακόμα», λέει ο καπετάνιος. «Δεν είναι ώρα; Εγώ έπεσα απ’ το κρεβάτ’ κάτ». «Ελα δεξιά, έλα αριστερά» έλεγε ο καπετάνιος το γραμματικό. Ήταν στο τιμόνι αυτός. Το καράβ’ πήγαινε μια μέσα, λίγο έβγαινε, μια μέσα λίγο έβγαινε. Εμείς είχαμε ελαφρόπετρα φορτωμέν’. Λοιπόν, ανοίγ΄το μπροστινό τ’ αμπάρ’ -είχε πολύ θάλασσα- παίρ’ νιρό κι πάει καρφωτό, μι τη μούρ’ κάτ’. «Γραμματικέ, λέει ο καπετάνιος, έβγα, έλα γρήγορα, φεύγουμε». Τα σωσίβια, πετιόμαστε στη θάλασσα. Οι άλλ’ κοιμούνται. Χτυπάει το sos αυτός, χτυπάει συναγερμό, ο μαρκόνι που δίν’ τα σήματα, ξύπνησε ο άνθρωπος, αμέσως έδωσε το sos. Αλλά δεν έζησε αυτός. Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξ’ ούτε πόρτα, τίποτα. Και σε τρία λεπτά μέσα το καράβ’ ξαφανίστηκε. Πήγε στο βυθό. Όλ’ πνίγηκαν. Όσ’ κοιμόταν πνιγήκανε. Εμείς οι τρεις σωθήκαμε και πώς σωθήκαμε. Χαθήκαμε, πάλεψάμε, έφυγάμι από κείν’ τη ρουφήχτρα ικείν’ την ώρα, άλλος εδώ, άλλος εκεί, χαθήκαμε. Νύχτα ήταν. Πού πήγε ο ένας, πού πήγε ο άλλος. Εγώ ήμαν ξεγραμμένος, είχα πει ότι δε ζω τώρα, δεν υπάρχ’ ζωή. Το Γεννάρ’, δεκατρείς Ιανουαρίου (1972) ήμαν μέσα στη θάλασσα. Πάλευα με τα κύματα. Το κύμα μια μ’ ανέβαζε απάν στον Όλυμπο, μια μι κατέβαζι κάτ’ στ’ Λιφτουκαρυά.* Καμιά φορά ξημέρωσε. Ήταν η ώρα μια περίπου που ναυαγήσαμε. Η ώρα εφτά το πρωΐ χτύπησε ο ήλιος ο κόκκινος. Έβλεπα πάνω, κάτω, κοιτούσα να δω κάνα καράβ’, τίποτα. Κάποτε είδα ένα γκαζάτικο.
     -Δηλαδή, πόσες ώρες πάλευες με τα κύματα;
     -Εξ ώρες, από τις μια που ναυαγήσαμε μέχρι τις επτά το πρωί.
     -Και ποιος σας πήρε μυρωδιά;
     -Το πρωί βλέπω ένα καράβ’ σαν από δω ως τη Λεπτοκαρυά. Λέω: «Αν πήρε σήμα αυτό κι έρχεται να με σώσ’». Όταν έβγαινα πάνω κνούσα το χέρ. Αυτοί κοιτούσαν με τα κιάλια, μπανίσαν, να πούμε, βλέπω κατευθείαν έρχιτι. Αφού ήρθε, ρίχν’ μια σκάλα, ξυλόσκαλα. Κατιβαίν’ ένα παλικάρ’, μ’ αρπάζ’ απ’ του χέρ’, τάκα, τάκα μ’ ανιβάζ’ απάν’. Εγώ νόμιζα ήμαν δυο τόν’. Όλο το σώμα είχι μουμουλιάσ’ (πρήστηκα, φούσκωσε το δέρμα), δε μπορούσα να περπατήσω. Όταν ανέβηκα απάν’ μούδιασα απ’ το κρύο πού ‘ταν. Γιννάρς μήνας, Μι πήραν απάν’, αρχίτζαν να μι κάν εντριβές μι ουΐσκι, μ’ αυτά, οι Εγγλέζ’. Μι συνήφιραν λίγου μι τς ιντριβές ως να φτάσουμι σ’ ν’ Αγγλία, στου νουσουκουμείου. Έκατσα τριάντα μέρις στου νουσουκουμείου. Μιτά από τριάντα μέρις μι στέλνουν στην Αθήνα, πάω στο δικαστήριο να βγάλω αποζημίωση. Όλα τα είχα χάσ’ τα πράματά μου - σ’ όποια χώρα πήγινα επιρνα κι σουβινίργια για τα πιδιά- σιντόνια, χαμπάρια από την Αμερική κι απού παντού κι τα ‘χασα όλα. Τριάντα χιλιάδις αποζημίωση .
---------
* ο Διονύσης χρησιμοποιεί εικόνες του τόπου του. Ιδιαίτερα τον Όλυμπο τον έχουν «ψωμοτήρι» στη Σκοτίνα: «πιδί μ’ να τρανέψ’, να γίντζ σα ντουν Έλυμπου» λεν οι μάνες στο παιδί ή «γαμπρός ψηλός σα ντου Έλυμπου».όταν περηφανεύονται για το γαμπρό.

Περιπέτεια δεύτερη

     Κι ακόμα μια φορά κόπκι το καράβ’ στα δυο, στη μέσ’, στις Αζόρες, κάτω στην Αμερική. Εκεί τραβάει κι, άμα σου τύχ’ στην ώρα, εξαφανίζεσαι.
     -Κόπηκε απότωμα;
     -Πάτσι απάνω σι βριάχου κι ζύιασι (ζύγιασε) του καράβ’ κι έτσ’ κόπκι. Μας πέταξι καταή, ένας απού δω, ένας απού κει, μας πέταξι στην ξηρά όξου, στα βράχια κι εκεί γλίτουσάμι τέσσερις. Μας πέταξι το κύμα, η θάλασσα. Το καράβ’ ακυβέρνητο, δυο κομμάτια. Κι απού κει ύστιρα είπα «δεν ξαναπάω στη θάλασσα».

Σημείωση: Ο Διονύσης το είπε, αλλά δεν το ‘καμε. Δεν άντεξε στην ανεργία της εποχής. Ήταν δραστήριος, έτρεξε εδώ, έτρεξε εκεί, πουθενά δουλειές. Χαρακτηριστικά είναι τα λεγόμενά του: «Έκατσα, έκατσα κάμποσον καιρό κι είπα, γ… τη μάνα, «κι εδώ δουλειές», δούλιψα, δούλιψα εδώ, εκεί, δεν έβγινι τίποτα, πουθινά. Ξαναπήγα, ζητούσα δουλειά. Βρήκα ένα καράβ’ ξανά, πήγινι Αμερική. Φέγου, πάω σ’ ν’ Αμερική. Έμεινα εκεί δυο χρόνια, λαθραία. Κι τουν Θόδωρο (Καλιαμπό) εγώ τον πήρα στο σπίτ’, το Γκάρα το Μιχάλ’. Αυτοί, τς είχα σπίτ’ ούλ. Ένα Μαρνέλα, τον θκο μ΄ το γιο στη Ν. Υ. *
-----------
* τους παραπάνω συμπατριώτες φιλοξένησε στο μικρό του διαμέρισμα. Αυτοί πήγαν στ Νέα Υόρκη αργότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου