«ΑΓΡΙΟΚΑΤΣΙΚΟ»
Ο Γιαννούλης Δάμπλιας (1887-1950) και ο Λιόλιας Αγγέλης (1887-1957) ήταν αξιόλογοι καλλιτέχνες. Ο πρώτος διακρίνονταν στο βιολί κι δεύτερος στο κλαρίνο. Όταν ήρθε η ώρα συμφώνησαν (μάλλον αποφάσισαν) να κάνουν μεταξύ τους συμπεθεριό (να γίνουν «σμιθιροί»). Η Χρυσούλα, θυγατέρα του Γιαννούλη και ο Θανάσης, γιος του Λιόλια, ενηλικιώθηκαν («ξιπατάλουσαν»). Όλα διαδραματίζονται στην Άνω Σκοτίνα. Λεπτομέρειες μου δίνει η ίδια η Χρυσούλα (αδερφή της μάνας μου) στην συνέντευξη που δόθηκε στις 25 Ιουλίου του 1996.
Τ Ο Π Ι ΚΟ Ι Δ Ι Ω Μ Α
Α. «ΜΙ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΑΝ»
I πατέραζ μ' έδουκι λόγουν στου Νάσιου τουν Αγγέλ΄.
-'Ηξερες εσύ;
-"Οοοοχ'. Ιγώ δεν ήξιρα. 'Ερχουνταν ι κόμους ικεί κι άκουγα:
-"Το 'χου δουμένου".
-Λογοδομένο.
-Πουλλά πιδιά μ΄ ήθιλαν. Κι ι Τσιαού' ης ήθιλι να μι κλέψ'. Κι απού 'μαν αρραβουνιαζμέν'. Μι γύριβι πουλύ. 'Εστιλνι τ' φιλνάδα μ' τ' Σουφία ντ Ντήμ': «Πέ την να μι πάρ', θα πιράσ' καλά σι μένα".
Χάλιβι να μι χουρίσ'.
Λέου τ' Σουφία (ν' είχα φιλινάδα πρώτ'): "Αυτό δε θα γέν'. Δεν αντρουπιάζου του μπαμπά μ' ιγώ".
'Ετσια, 'που στα λέου. Ύστιρα, μι' αρραβώνιασαν. Ι πατέραζ μ' είπι:
-"Ικεί που έφτσα, δε γξιφτώ. Δε ματαξιφτώ".
Β. ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Μα κι ι Νάσιους παλικάρ'. Τουν ήθιλα κι 'γώ ύστιρα. Αφού τουν έδουνα του βιουλί.
-Ερχόταν τάχα να πάρ' το βιολί. . . Και να σε δει.
-Ναι, να μι δει. Να μι δει, σι λέου.
-Του βιουλί τ' πατέρα μ' . 'Επιζι βιουλί ι πατέραζ μ' όξου (στην πλατεία). Τουν έστειλνι ι πατέραζ μ' του Νάσιου (δήθεν) να πάρ' του βιουλί.
'Ερχουνταν ι Νάσιους κι φώναζι:
-Χρυσούλα, έλα να μι δώ 'ς του βιουλί, είπι ι παππούς.
E, μια βουλά, ύστιρα, του γκατέβασα χαμπλά (στο χαγιάτι). Του γκατέβασα μι τ' λάμπα να φύγ'. Τ' νύχτα. Ικεί 'π' του γκατέβασα, κάμ' να μι ζγώσ'. . . Ιγώ δε ζύγουνα σι' άντρα! Αγριουκάτσκου μ' ήλιγι ούλου ένα. Δε ντουν έδουνα ιγώ χέρ'. Ντιπ. Ντιπ, Γιάν'. Σημασία δε ντουν έδουνα.
-Ενώ τώρα. . .
Τώρα 'γκαστρουμένα.
-Και κείνο το βράδυ που κατέβηκες να τον ξεπροβοδήσεις;
-Ικείνου του βράδ' που κατέφκα κάτ' ιγώ, κάμ' έτσια να μι μαλάξ'. Του γκάμου έτσια ιγώ, τουν σπρώχνου: "Θα φουνάξου του μπατέρα μ' ιγώ".
'Απλουσι να βάλ' χέρ'. Μα δεν έβαλι πάνου μου χέρ'. 'Ωσπου παντρεύκαμι, χέρ' δε μπουρούσι να μι βάλ'.
Γ. ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ
Να σι πω Γιάνν΄. Ι πιθιρόζ έπιζι γιρό κλαρίνο. Όντας έπιζι του κλαρίνου βούιζι ι Πλάτανους. Στα πανηγύρια μαζεύουνταν ούλα τα χουριά ν΄ακούζν του Λιόλια τουν Αγγέλ΄. Ι πατέραζ μ΄ μι του βιουλί κι ι Λιόλιας μι του κλαρίνου τακίμ γιρό.
-Και ο Θανάσης τελικά;
Φέγ'. Πήρι του βιουλί κι φέγ'.
Κι μ' ήλιγι, όντας παντρεύκαμι: «’Ησαν αγριουκάτσκου".
Α Π Ο Δ Ο Σ Η Σ Τ Η Ν Κ Ο Ι Ν Η
Α. ΜΕ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΑΝ
Ο παππούς ο Αγγέλης, γρήγορα-γρήγορα, έδωσε λόγο στους δικούς μου για το γιο του Νάσιο.
-Ήξερες εσύ;
-"Οοοοχι. Εγώ είχα άγνοια. Το πληροφορήθηκα από τον κόσμο που μας επισκέπτονταν στο σπίτι. Τα άκουγα όλα. Λέγανε π.χ.:
-"Το έχω δοσμένο"
-Λογοδομένο, δηλαδή.
-Με ζητούσαν πολλά παιδιά. Κι ο γείτονας, ο Τσιαούσης (Πουτιός Καρκαφίρης) προσπαθούσε να με χωρίσει, να με κλέψει. Αν και ήμουνα αρραβωνιασμένη. Αυτός επέμενε πολύ. Έστελνε σε μένα τη φιλενάδα μου. Τη Σοφία του Δήμου. Την είχα πρώτη φιλενάδα. Της έλεγε: «Πες της Χρυσούλας να με προτιμήσει. Θα περάσει καλή ζωή με μένα».
Λέω στη Σοφία, την πρώτη φιλενάδα μου. «Αυτό δεν γίνεται, Σοφία. Δεν θέλω να ντροπιάσω τον πατέρα μου.
Όπως ακριβώς σου τα ομολογώ, Γιάννη. Κατόπιν με αρραβώνιασαν,
-Δηλαδή τα κανόνισαν μοναχοί τους;
-Μοναχοί τους. Ο πατέρας μου εκδηλώθηκε:
«Εκεί που έφτησα, δεν παίρνω πίσω το λόγο. Δεν ξαναφτήνω».
Β. ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Αλλά να μην αδικούμε τα πράγματα. Και ο Θανάσης ήταν παλικάρι. Ήθελα κι εγώ την μεταξύ μας επικοινωνία. Π.χ. του έδινα το βιολί.
-Ερχόταν τάχα να πάρει το βιολί. Και να σε δει, συνάμα.
-Ναι, να με ιδεί. Επιμόνως να με δει. Τάχα το βιολί του πατέρα! Έπαιζε βιολί ο πατέρας μου έξω στην πλατεία. Τον έστελνε, δήθεν, ο πατέρας μου να του δώσω το βιολί.
Ερχότανε ο Νάσιος και φώναζε: «Χρυσούλα, έλα. Ο παππούς είπε να μου δώσεις το βιολί.
Κάποια στιγμή είπα να τον ακολουθήσω μέχρι κάτω στο χαγιάτι. Τον βοήθησα να φύγει με τη λάμπα αναμμένη. Ήταν νύχτα. Όπως τον συνόδευα, πήγε να με πλησιάσει. Υπόψη ότι εγώ δεν πλησίαζα άντρα. Με αποκαλούσε συνέχεια «αγριοκάτσικο». Προσωπικά εγώ δεν του έδινα χέρι. Καθόλου, μα καθόλου. Σημασία καμία.
-Ενώ στη σημερινή εποχή!
-Τώρα (τα κορίτσια) γκαστρώνονται.
-Ναι, εκείνο το βράδυ, που κατεβαίναμε μαζί τις σκάλες, απλώνει το χέρι
του έτσι να με αγγίξει. Εγώ, όμως, του κάνω πέρα το χέρι και τον σπρώχνω προς τα πέρα. Και αγριεμένη διαμαρτύρομαι:
-«Κάτσε καλά,
θα φωνάξω τον πατέρα μου».
Άπλωσε ο κύριος να βάλει το χέρι επάνω μου. Αλλά δεν τα κατάφερε να βάλει το χέρι του. Μέχρι την ώρα που παντρευτήκαμε, δεν του επέτρεπα να βάλει χέρι επάνω μου.
Γ. ΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ
Να σου πώ, Γιάννη. Ο πεθερός μου έπαιζε ωραίο κλαρίνο. Όταν έπαιζε στην Πλατεία ξεσηκώνονταν όλο το χωριό. Στα πανηγύρια έτρεχαν όλα τα γύρω χωριά για να απολαύσουν το κλαρίνο του Λιόλια Αγγέλη. Ο πατέρας μου με το βιολί και ο Λιόλιας με το κλαρίνα ήταν καλό ταίρι.
-Τελικά ο Θανάσης;
Φεύγει κανονικά. Παίρνει το βιολί και δρόμο.
Και όταν είχαμε ήδη παντρευτεί, εξακολουθούσε ο Θανάσης να μου λέει: «Ήσουνα αγριοκάτσικο».
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ
Θανάσης και Χρυσούλα Αγγέλη.
" Να ΄ταν τα νιάτα..."
Το πατρικό σπίτι του Αγγέλη στην Κάτω Σκοτίνα. Ο αείμνηστος Γιώργος Αγγέλης του Αθανασίου και της Χρυσούλας στην αυλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου