Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

ΔΟΞΑΣΙΕΣ: Σαραντάμερα


          Στη Σκοτίνα επικρατεί η λαϊκή αντίληψη ύπαρξης φαντασμάτων με τον όρο «σαραντάμερα» (πιθανόν να απαντάται και αλλού). Εμφανίζονται ζούζουλα μετά το σούρουπο (στοιχειά, σκιάχτρα, ξωτικά) και τρομάζουν τον κόσμο. Επικίνδυνα μέρη θεωρούνται βρύσες και μνήματα.  
          Για τα σαραντάμερα μιλάνε πολλοί συμπατριώτες (*). Συνοπτικά αναφέρω μερικούς:

1. Θεοχάρης Β. Συντριβάνης (1913-2002). Η συνέντευξη δόθηκε στο σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα (1.12.1999).

Σαραντάμιρα έβγηναν στου Μιτόχ’. Στου σπίτ’ τ’ Συντριβάν’ (Άνω Σκοτίνα).  Ικεί έμισκι ι Μιχαήλς ι Συντριβάντζ. Μι του μπάρμπα μ’ πήγα τα γίδια ικεί επειδή έβριχι. Κοιμήθκαμι στου ανώι, στου διάσιλου. Τα σαραντάμιρα  έρχουνταν σι μένα κι μ’ έκαμαν έτσ’: Σήκουναν μπρουκόβα ‘π’ του κιφάλ’. Ιγώ ξισκιπάζουμαν. Καμια βουλά σκώθκι ι μπάρμπαζ μ’ ι Απουστόλς, μι λέ: «Σήκου να φύγουμι. Δε μπουρώ άλλου, έρχουντι κι μι πειράζν». (Φαντάσματα βγαίνανε στο Μετόχι. Στο σπίτι του Συντριβάνη. Εκεί κατοικούσε ο Μιχάλης Συντριβάνης. Βοσκούσα τα γίδια μαζί με το θείο μου. Επειδή έβρεχε, πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι αυτό των Συντριβαναίων. Ήρθε η ώρα για ύπνο. Πέσαμε να κοιμηθούμε έξω στο μπαλκόνι, στο ανώγι. Ήταν ανοιχτό το μέρος και ήρθαν τα σαραντάημερα και αρχίσανε να με ενοχλούν. Σήκωναν τη βελέντζα από το κεφάλι. Χωρίς να το θέλω ξεσκεπαζόμουνα εγώ. Κάποια στιγμή σηκώνεται ο θείος μου Αποστόλης και μου λέει: «Σήκω, πάμε να φύγουμε από εδώ. Δε μπορώ να υποφέρω. Έρχονται τα σαραντάημερα και με τρομάζουν»).
          Σηκώθκαμι, έμασάμι τα γίδια κι τα πήγαμι στου Κουρί. ΄Ολ’ τ’ νύχτα. Ιγώ ώς τα δέκα χρόνια πάηνα στου μπαπά Κουνόμου. ΄Ηταν μιγάλου του σπίτ’. Του μσό του ’χι ι παππούζ μ’ κι του μσό ι Μήτρους ι Πινακάς. Κι φώναζι ι Μήτρους απού μέσα: «Παπα Θανάσ’, σήκου να διαβά ’ις, ήρθαν πάλι». (Αναγκαστικά σηκωνόμαστε και οδηγούμε τα γίδια πέρα στο Κουρί. Εκεί μείνανε όλη τη νύχτα. Εγώ μέχρι τα δέκα μου χρόνια πήγαινα και κοιμόμουνα στο σπίτι του παππού μου Οικονόμου, πάνω στο χωριό (Άνω Σκοτίνα). Είχε μεγάλο σπίτι. Το μισό ανήκε στον παππού μου και το άλλο μισό στον Μήτρο τον Πινακά. Και φώναζε ο Μήτρος από μέσα: «Παπά Θανάση, σήκω να διαβάσεις, ήρθαν πάλι τα ζούζουλα»).
          Κάθουνταν στα γόνατα κι διάβαζι. Αυτά όξου, κάθουνταν στ’ ανώι, χόριβαν, αμπδούσαν. «Μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ», αμπδούσαν. Αφού τιλείουνι του διάβαζμα, έφυγναν. (Καθότανε στα γόνατα και διάβαζε. Αυτά, τα σαραντάημερα, καθότανε έξω στο ανώι, χόρευαν, πηδούσαν. «Μπαμ, μπουμ, μπαμ, μπουμ», πηδούσαν έξω. Όταν τέλειωνε το διάβασμα, αυτά εξαφανίζονταν).

2. Θάνος Συντριβάνης: (συνέντευξη 15.7.2002)

          Ικεί πέρα λέγιτι Γκλιζμούρα  Γίνουνταν κατολίσθηση. Γκυλούσι του μέρους. Απού ΄κει ξικινούσαν οι καλικατζαραί μι τα βγιουλιά, μι τα κλαρίνα κι πειράζαν  του γκόζμου. Πάηναν σ’ όλα τα σπίτια. Κι όποια γριά κι όποιον γέρο κι αν ήλιγις αυτοί ήλιγαν «ήρθαν οι καλικατζαραί κι μι χάλασαν τα ξύλα». Κι τα ξύλα στην εντέλεια. (Στην απέναντι ράχη η τοποθεσία ονομάζεται Κλισμούρα. Εκεί γινότανε κατολισθήσεις. Ξεσφαΐζονταν το τοπίο. Ήταν η αφετηρία που οι καλικάτζαροι ξεκίναγαν με βιολιά, κλαρίνα και ενοχλούσαν τον κόσμο. Πηγαίνανε σε όλα τα σπίτια. Όποια γριά ή γέρο ρωτούσες, σου δίνανε την απάντηση: «ήρθαν οι καλικάτζαροι και μου χάλασαν τα ξύλα. Ενώ τα ξύλα ήταν απείραχτα).
Η μάνα μ’ έλεγε ότι τη νύχτα που δούλευαν στους αργαλειούς πήγαιναν αυτοί οι καλικάντζαροι κι έλεγαν: «Νύχτα μιγάλ’ κουκιά μη γκαθαρίζιτι». (Μου έλεγε η μάνα, ότι τη νύχτα που δούλευαν στους αργαλειούς, εμφανίζονταν αυτοί οι καλικάτζαροι και φώναζαν: «Μην ξενυχτάτε καθαρίζοντας κουκιά).

3. Βαγγελιώ Φατέκα-Στύλου (1.8.2020)

ΙΔΙΩΜΑ: ΄Ηλιγι η τχιά Κώτσινα, ι παππούς πάηνι στου μύλου. Ικεί στ’ Μουζά.  Όπους γυρνούσι απ’ του μύλου, γλέπ’ μια κουπέλα όμουρφη κι τα μαλλιά ζβάρνα. Χτινίζουνταν. Αυτή είδι άνθρουπουν, έφυγι κι άφσι του χτέν’. Η παππούς του πήρι. Του πήρι του χτέν’ κι πάει σπίτ’. Αυτή γύρισι στου σπίτ’. Του τάραξι του σπίτ’. «΄Η πας του χτέν’ ικεί ‘ π’ του βρήκις ή του σπίτ’ θα στου γκριμίσου απόψι».
΄Ηταν ...μακριά ‘που ‘δώ.
          Του πάει ι παππούς, νύχτα. ΄Αμα δε ντου πάηνι, του σπίτ’ έπιφτι.
         
ΚΟΙΝΗ: Η θεία Κώτσινα μολογούσε: Ο παππούς πήγαινε στο μύλο, κοντά στη βρύση «Μουζάς». Καθώς επέστρεφε από τον μύλο, αντικρύζει μια όμορφη κοπέλα με μαλλιά άνω κάτω. Χτενίζονταν. Αυτή, μόλις αντίκρυσε άνθρωπο, έφυγε ξεχνώντας το χτένι εκεί. Ο παππούς το βλέπει και το παίρνει, το φέρνει στο σπίτι του. Αυτή έρχεται και ταράζει το σπίτι. Λέει στον παππού: «Ή πας το χτένι εκεί όπου το βρήκες, ή απόψε γκρεμίζω το σπίτι».
           Ήταν, θεός φυλάξοι, βεελζεβούλης. Και ο παππούς το επιστρέφει τα μεσάνυχτα. Αλλιώς, το σπίτι θα γκρεμίζονταν.         

4. Καλή Γερομιχαλού-Καρκαφίρη (28.8.1996)

Τα σαραντάμιρα βγαίν’ ζ' ντζ Ντιμόπλινας του σπίτ', στου Συντριβανάτκου του σπίτ'. Έβγηναν πουλλά κι χόριβαν ικεί. Νοίκιασι ένας ξένους ένα δουμάτιου να κοιμθεί του βράδ'. Πάει του σαραντάμιρου νύχτα κι σήκουσι του σκέπασμα ουλόκληρου. Τουν ξισκέπασι. (Τα φαντάσματα βγαίνανε στο σπίτι της Ντιμόπλινας, στο σπίτι του Συντριβάνη. Βγαίνανε πολλά και χόρευαν εκεί. Κάποιος ξένος νοίκιασε ένα δωμάτιο για να περάσει εκεί τη βραδιά. Παρουσιάστηκε τη νύχτα το σαραντάημερο και του σήκωσε ολόκληρο το σκέπασμα. Τον ξεσκέπασε).
Πουτιός (σύζυγος της Καλής): Ιγώ πήγα, πότζα του μπαχτσέ ζ Γκουριά κι ήρθι νύχτα κι μι πλάκουσι ένα. Σκώθκα κι πήρα ένα φασουλόξλου κι έγινι άφαντου. Ξιφανίσκι. (Και σε μένα συνέβη αυτό. Την ώρα που πότιζα τον μπαχτσέ στην Κουριά παρουσιάστηκε και με πλάκωσε ένα σαραντάημερο. Σηκώνομαι, παίρνω ένα φασολόξυλο κι αυτό έγινε άφαντο. Εξαφανίστηκε).
Καλή: Του χτέν' κι του πλιξίδ', φώναζαν. Του χτέν' απού χτινίζ' κι του πλιξίδ'  απού πλέκουν' γκόσα. Του χτέν' για να χτινστεί κι του πλιξίδ' για να δέσ' γκόσα.  "Το χτένι, το πλεξίδι", φώναζαν. Το χτένι που χτενίζει τα μαλλιά και το πλεξίδι που τυλίγει την κοτσίδα).

5. Μιχάλης Ζιώγας (18.8.2004)

΄Ημαν μικρός, καμια 11-12 χρόνια ηλικία. Κι φουβούμαν κι βγαίνου ώς ντ Γιάν' τ' Μάν' του σπίτ', στη γουνία όπους βγαίντζ κατά Μπαναϊά, ήταν ένα άριου. Κι έβγαζι φουτιά. Κουντουσταμάτσα ιγώ. Φουβήκα κι άρχισα να κατρώ. Πάηνα μι του φόβου μη μι σκιάξ', τι είνι. Πλησίασα κουντά, νε τσιγάρου, νε τιπουτα. Ήταν όρθιου. Ήταν του σαπίμ'. Απ' του σαπίμ βγάζ' φουτιά. "Αμάν, λέου, μι λαχτάρσις". Ήταν μισάνυχτα. Μιτά τουν έχασα του φόβου.
 (Ήμουνα μικρός, γύρω στα 11-12 χρόνια. Με έπιανε φόβος. Κάποια φορά βγαίνω μέχρι τη γειτονιά του Γιάννη Μάνου, ακριβώς στη γωνία που στρίβεις για την Παναγιά. Εκεί υπήρχε ένα δέντρο, άριο.  Μέσα από το άριο έβγαινε σαραντάημερο μαζί με φωτιά. Εγώ κοντοστάθηκα. Τρόμαξα και άρχισα να κατουριέμαι. Φοβόμουνα μήπως παρουσιαστεί κάτι μπροστά μου και με τρομάξει. Ήθελα να διαπιστώσω τι συμβαίνει. Πλησιάζω κοντά του. Δεν υπήρχε  τσιγάρο αναμμένο ούτε άλλο παρόμοιο πράμα. Ήταν ένα σαπίμι, ένα σάπιο ξύλο που εκπέμπει φωτιά.  «Αμάν, λέω, με τρόμαξες». Ήταν μεσάνυχτα. Ύστερα μου έφυγε ο φόβος. Στην αρχή τα είχα χαμένα.
      Τα σαραμτάμιρα βγαίν’ τ' Σαρακουστή. Οι παπάδις κάν Παρακλήσεις για τα σαραντάμιρα. (Τα σαραντάμερα εμφανίζονται κατά την περίοδο της σαρακοστής. Οι ιερείς κάνουν Παρακλήσεις για να φύγουν αυτά τα φαντάσματα).
----------
* Στα παιδικά μου χρόνια (δεκαετία του 1940) θυμάμαι την περιβόητη κολοκύθα-φανάρι. Βγάζαμε το περιεχόμενο της κολοκύθας και στο κενό βάζαμε ένα κερί αναμμένο. Σχηματίζονταν μια τέλεια προσωπίδα (με μάτια, μύτη, φρύδια). Ήταν πετυχημένο ζούζουλο-σκιάχτρο που τρόμαζε τον περαστικό. Μου ‘ρχεται στη μνήμη το φάντασμα που κρύβονταν ανάμεσα στα βούζια, κοντά στη βρύση του Μουζά (Άνω Σκοτίνα). Όποιος το ‘βλεπε του ‘ρχονταν συγκοπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου