Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Κατοχή: Η γαλαρία Τεμπών το 1943





Κυριάκος Οικονομίδης
καπετάν Οξιάς

            [Οι Γερμανοί πάθανε μεγάλη πανωλεθρία το Μάη του ’43, όταν οι αντάρτες του Κάτω Ολύμπου, σε μια τους νυχτερινή επιχείρηση, ανατίναξαν τις γραμμές και το τρένο με Γερμανούς, στη γαλαρία της Αγίας Παρασκευής των Τεμπών. Αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού είναι ο Κυριάκος Οικονομίδης, από την Καρυά του Ολύμπου, ο οποίος, σε σχετική συνέντευξη (1982), τονίζει:
           
          
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ:    Ήμαν σύνδιζμους. Πήρα του έγγραφου απού του αρχηγείου για να του πάου στουν Αντουνάκ’, που ήταν του μηχανικού της Θεσσαλίας. Η έδρα του ήταν λίγου πιο πάνου απού Μπούρλια. Σ’ ν’ Ιγάν’. Απού του σύνταγμα στέλνουν ένα έγγραφο στο δικό μας το μηχανικό. Το έγγραφο ήλιγι:
            -Να στείλς ένα δικό σου, να πααίν’ στουν Αντουνάκ’ να του δώσ’ αυτό το έγγραφο.
            Πήγα μι τα ζώα απού χουριό σι χουριό. Ακολουθησα το δρόμο απ’ ντ Βρουντού, πέρασα τα ριζά, απ’ ν’ άγια Κόρ’ κι απού ‘κει σ’ τ’ Σκάλα ‘π’ του Λτόχουρου. Απού ‘κεί στου Λτόχουρου. Ικεί ήταν η ουργάνουση, αντάρτις πουλλοί. Απού ‘κει Λιφτουκαρυά παλιά, Σκουτίνα, Παντιλέμηνου, Πούρλια. Απ’ ντ Βρουντού μέχρι του Λτόχουρου άλλου ζώου. Απού του Λτόχουρου-Λιφτουκαρυά χουρίς ζώου. Του ζώου γύρσι πίσου μι του μπουλίτ’. Είχα κι πουλίτ’ συνουδό. Απού Λιφτουκαρυά για Σκουτίνα μι ζώου. Σ’ τ’ Σκουτίνα έκατσα μια βραδιά, ζ ντ Δέσπου. Στου Τζιαπάρ’ του Διουνύσ’. Του μπλάρ’ έφυγι πίσου. Σ’ τ’ Σκουτίνα φουνάζου ν’ ουργάνουση, του Μπασιά. Αυτός ήταν σ’ ν’ ουργάνουση. Τουν λέου:
            -Ένα μπλάρ’ θέλου.
            Φουνάζ’ έναν, του Διουνύσ’ του Μπινακά. Ιγώ καβάλα, αυτός πιζός. Το έγγραφο του είχα κρυμμένου μέσ’ ζ τζέπ’. Απού του Παντιλέμηνου πήρα άλλου μπλάρ’ κι πήγα ζ Μπούρλια. Ζ Μπούρλια νύχτουσα. Του μπλάρ’ του γύρσα κι έμεινα ζ Μπούρλια. Πήγα σ’ ν’ ουργάνουση κι λέου:
            -Θέλου να βρω τουν Αντουνάκ’.
            Ι Αντουνάκς ήταν λουχαγός στ’ αντάρτικου Θεσσαλίας.
            Έφαγάμι στου σπίτ’ απ’ τουν υπεύθυνου μια κότα κι πίτα. Κα τζ δέκα η ώρα φύγαμι σ’ ν’ Ιγάν’. Σ’ ένα ισιάδ’ (Βουλτόπα). Φτάσαμι κουντά, ι σκουπός μας πήρι χαμπάρ’.
            Αλτ! τις εί;
            -Καπιτάν Οξιάς, αντάρτς.
            Ήμαν του φόβιτρου των Πιερίων ιγώ. Έχου ρίξ’ ξύλου σι καμπόσ’ που έπιζαν χαρτιά, κουμάρ’.
            -Παρασύνθημα; Λέ’ ι σκουπός.
            -Κόκκινους στρατός.
            Φτάνουμι ικεί. Πήγα στουν Αντουνάκ’.
            -Καλώς το συναγωνιστή. Τι γένιτι, Οξιά;
            -Αυτό κι αυτό. Διάβασι του έγγραφου. Ξέρου τι πρέπ’ να κάντζ, αλλά διάβαστου. «Αύριου βράδ’ πιρνάν αξιουματικοί, αδειούχ’, παν για τζ γναίκις, ζ ντ Γιρμανία».
            Ήταν του 1943, Μάιος μήνας.
            -Θα τζ γ...τ’ μάνα, λέει. Μη φουβάσι. Αύριου βράδ’ θα πάμι όλ’ στου Μπηνειό.
            Κατιβαίν’ αυτοί -κι γω μαζί- Κρανιά, Ραψιάν’. Απ’ τ’ Ραψιάν’ κατιβαίνουμι ‘π’ τα βράχια ‘που πάνου. Είχι ένα μουνουπάτ’ στα Τέμπη που κατιβαίν’ ακριβώς σ’ ν’ αγία Παρασκιβή δίπλα. Πιράσαμι ντ γαλαρία κι βάλαμι τζ δυναμίτις. Ακριβως απ’ ν’ αγία Παρασκιβή πιο πάνου. Πιράσαμι ντ γαλαρία κι πήγαμι απού κάτου για να μην αρθεί κι μας δει κάνα πιρίπουλου.
            Πήγαμι κι τς πχιάσαμι. Νύχτα ήταν. Έπισαν μέσα στα χέρια μας. Του φυλάκιο όλου. Τέσσιρις Γιρμανοί. Ήταν καμιά δικαριά. Πχιάσαμι τς σκουποί κι του φυλάκιου όλου. Στου σταθμό Γιρμανοί μπόλκ’.
            Του τρένου πέρασι κατά η ώρα 4 ξημερώματα. Είχαμι βάλ’ σι δώδικα μιρές.  Μπόλκο πράμα.  Δυναμίτ’ πουλύ. Κι ήταν όλα ιγγλέζικα, πλάκα έτσ’ σα λουκούμια. Τα ‘βάζαμι απού κάτου. Όλ’ η αμαξουστοιχία έπισι κάτ’ στου πουτάμ’. Μι ν’ ανατίναξη που έγινι βάλαμι ένα μονοκόματου ακαριαίου.
            Ιμείς βγήκαμι απάν’ στου βριάχου κι φύγαμι. Βάλαν αυτοί προυβουλείς, πού να μας δουν! Δε γλίτουσι κανένας σι κείν’ ν’ ανατίναξη. Τότι πήραν απ’ του Μακρυχώρ’ κι απού τ’ άλλα χουριά κόζμου κι τς ικτιλούσαν αράδα.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ:            Έτυχε να είμαι σύνδεσμος. Πήρα το έγγραφο από το αρχηγείο για να το φέρω στον Αντωνάκη, ο οποίος ήταν επικεφαλής του μηχανικού της Θεσσαλίας. Έδρα του ήταν η Αιγάνη, λίγο πιο πάνω από τους Πόρους (Πούρλια). Από το σύνταγμα στέλνουν ένα έγγραφο στο μηχανικό μας. Το έγγραφο έλεγε:
-Να στείλεις έναν δικό σου στον Αντωνάκη για να του δώσει το έγγραφο αυτό.
            Ξεκίνησα με τα ζώα από χωριό σε χωριό. Δρομολόγιά μου ήταν: Βροντού, περνάω τα ριζά από το ύψος της αγίας Κόρης και φτάνω στη Σκάλα Λιτοχώρου. Από κει κατευθείαν στο Λιτόχωρο. Εκεί υπήρχε οργάνωση, πολλοί αντάρτες. Από κει στην παλιά Λεπτοκαρυά, στη Σκοτίνα, άγιο Παντελεήμονα, Πόρους. Από τη Βροντού μέχρι το Λιτόχωρο χρησιμοποίησα άλλο ζώο. Από Λιτόχωρο για Λεπτοκαρυά χωρίς ζώα. Διότι το ζώο επέστρεψε πίσω με τον πολίτη. Είχα και πολίτη συνοδό. Από τη Λεπτοκαρυά για Σκοτίνα με ζώο. Στη Σκοτίνα φιλοξενήθηκα μια βραδιά στη Δέσπω (αδερφή). Δηλαδή στο Διονύση Τσιαπάρη. Το μουλάρι, εντωμεταξύ, επέστρεψε πίσω. Στη Σκοτίνα φωνάζω την οργάνωση και συγκεκριμένα τον Πασιά (παρατσούκλι του Γιάννη Τσινιάνη]). Αυτός ανήκε στην οργάνωση. Του λέω:
            -Θέλω ένα μουλάρι.
       Φωνάζει κάποιον, τον Διονύση τον Πινακά. Καβάλα εγώ, πεζός αυτός. Το έγγραφο το είχα κρυμμένο μέσα στην τσέπη. Από τον άγιο Παντελεήμονα πήρα άλλο μουλάρι για τους Πόρους. Στους Πόρους νύχτωσα. Έστειλα πίσω το μουλάρι κι έμεινα μόνος στους Πόρους. Πηγαίνω στην οργάνωση και λέω:
            -Θέλω ν’ ανταμώσω τον Αντωνάκη.
            Ο Αντωνάκης ήταν λοχαγός στο αντάρτικο της Θεσσαλίας.
          Φάγαμε στο σπίτι του υπεύθυνου εκεί, μια κότα και πίτα. Κατά τις δέκα το πρωί φύγαμε και πήγαμε στην Αιγάνη. Σ’ ένα ίσιο μέρος που το λένε Βουλτόπα. Καθώς πλησιάσαμε, ο σκοπός μας παίρνει μυρωδιά:
            -Αλτ! Ποιος είσαι;
            -Καπετάν Οξάς, αντάρτης.
            Υπόψη, ότι εγώ ήμουνα το φόβητρο των Πιερίων. Κι έδωσα ξύλο σε κάμποσους, που έπαιζαν χαρτιά, κουμάρι.
            -Το παρασύνθημα; Λέει ο σκοπός.
            -Κόκκινος στρατός.
            Φτάνουμε εκεί. Τράβηξα κατευθείαν στον Αντωνάκη.
            -Καλώς τον συναγωνιστή. Τι γίνεται, Οξιά;
            -Αυτό κι αυτό. Πάρε και διάβασε το έγγραφο. Ξέρω πως δεν παραμελείς το καθήκον σου, αλλά διάβασέ το.
            «Αύριο το βράδυ περνούν αξιωματικοί αδειούχοι. Πάνε για τις γυναίκες τους στη Γερμανία».
            Ήταν Μάης του 1943.
            -Θα τους γ...τη μάνα, λέει. Μη φοβάσαι. Αύριο βράδυ θα κατεβούμε όλοι στον Πηνειό.
     Κατεβαίνουν αυτοί -μαζί κι εγώ- στην Κρανιά κι από κει στη Ραψάνη. Από τη Ραψάνη κατηφορίζουμε τα βράχια. Στα Τέμπη υπήρχε ένα μονοπάτι, που βγάζει ακριβώς στην αγία Παρασκευή, στο πλάι. Περάσαμε τη γαλαρία και τοποθετήσαμε τους δυναμίτες. Για την ακρίβεια λίγο πιο πάνω από την αγία Παρασκευή. Περάσαμε τη γαλαρία και στρίψαμε από κάτω για να μην έρθει και μας δει κανένα περίπολο.
            Πήγαμε και τους πιάσαμε. Ήταν νύχτα. Έπεσαν μέσα στα χέρια μας. Ολόκληρο το φυλάκιο. Τέσσερις Γερμανούς σκοπούς. Ήταν καμιά δεκαριά. Πιάσαμε τους σκοπούς και όλο το φυλάκιο. Στο σταθμό υπήρχαν κάμποσοι Γερμανοί.
            Το τρένο πέρασε κατά τις 4 ξημερώματα. Είχαμε τοποθετήσει υλικό σε δώδεκα σημεία. Ήταν εγγλέζικο το υλικό, έτσι πλάκες σα λουκούμια. Τα τοποθετήσαμε κάτω στις γραμμές. Ολόκληρη η αμαξοστοιχία έπεσε κάτω στο ποτάμι. Για να προλάβουμε την ανατίναξη, είχαμε τοποθετήσει ένα μονοκόμματο «ακαριαίο».
            Εμείς βγήκαμε πάνω στους βράχους και φύγαμε. Έβαλαν αυτοί τους προβολείς, αλλά πού να μας δουν. Δε γλίτωσε κανένας στο τρένο που ανατινάχτηκε. Τότε οι Γερμανοί πήραν από το Μακρυχώρι και από τα γύρω χωριά κατοίκους, τους οποίους εκτελούσαν με τη σειρά.

3 σχόλια:

  1. Καλησπέρα, αυτός είναι ο Παππούς μου!! Δεν ήξερα την ιστορία, αν και με δυσκόλεψε η ανάγνωσή της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με τον παππού και τη γιαγιά σου έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από Θεσσαλονίικη και Σκοτίνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα και πάλι μετά από 7 χρόνια. Αν έχετε κάποιο αρχείο από τον Παππού μου ή την γιαγιά μου, πολύ ευχαρίστως να μου το κοινοποιήσετε. Ευχαριστώ.

      Διαγραφή