Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Κατοχή: Φορτωμένος κιβώτια



 Σειρά: ιστορίες γερόντων

ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ΚΙΒΩΤΙΑ

Προπολεμικά οι γονείς μας φορτώνονταν τσουβάλια με κούμαρα, τα κουβαλούσαν στο χωριό (Άνω ή Κάτω Σκοτίνα) για να βγάλουν το ρακί. Στην Κατοχή ο Βασίλης Στύλος (1919-2008) αγγαρεύτηκε από τους Γερμανούς να κουβαλήσει κιβώτια (πολεμικό υλικό) και να τα μεταφέρει απ’ «ν’ ακατνή σ’ ν’ απαλνή» Σκοτίνα. Οχτώ χιλιόμετρα ανηφόρα. Η σχετική μας κουβέντα (καλοκαίρι του 1996, κασέτα 7) δείχνει το μέγεθος της προσωπικής του ταλαιπωρίας.







ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ

Ψιλόβριχι κιόλα’ Γιάν’.  
Μι τραβούν ένα τσάκουμα ικεί. Μι βγάζν’ όξου σ’ τς Σακιλλάρ’ του χουράφ’. Αυτό ‘πόχ’ η Μυλουνάς δουζμένου σ’ τς Πλιξιδαί κι το ‘χ’ ιλιές. Μι βγάζν’ ικεί, μι φουρτών’ δυο κιβώτια απού πίσου απού πίετ, κάτ’ πλακατά -είδις- κιβώτια. Πήγις στρατιώτς;
-Ναι. Πήγα στην Αεροπορία.  
-Απ’ αυτά τα πίετ που ρίχνουν στα μπιτόν αρμέ κι φκιάν’ τρύπα απ’ όξου κι μέσα τ’ αέρια του γκριμνούν ούλου του κτίριου.
-Α!
-Μπουζούκας, πώς να στου πω! Από ‘χν στα τάγκς. Λοιπόν. Μι φουρτών δυο κιβώτια απού πίσου. Κι ψιλόβριχι. Είχαν μέκινα’ απ’ αυτά τα παρδαλά. Κι του ‘χι κουμπουδιμένου. Του τόμσουν του είχι απού μέσα κρυμμένου αυτός ι Γιρμανός. Κι όπ’ μ’ έφτανι ιμένα.  . . Νουμίζου ότι του κουλουμέρ’ ακόμα. . . Αυτοί στα παπούτσια είχαν σίδηρου μπρουστά. Ναι. "Γκοπ" μι χτυπούσι όπ’ μ’ έφτανι. "Γκοπ’ " απού πίσου. Φουρτουμένους ιγώ.  
Βγαίνου ‘δω ψηλά, παναθέ σ’ τς Λινάκους του σπίτ’ ντ Γιώρ’ τς Συντριβάν’. Βγαίνουμι ’κει, βρίσκου κι του Μήτσιου του Γκουκουλιάρα -τουν είχαν τσακουμένουν- κι του Νάσιου, του μπάρμπα σ’ ‘τουν Αγγέλ’-.   Τσακουμέν’, αλλά άδει(οι) αφνούς. Ιγώ μέχρι ‘κει θα έφαγα ίσι μι πινήντα ξλιές. Αυτός δε μπουρούσι να πιρπατήσ’, ιμένα χτυπούσι. Κτσός αυτός. Ι Γιρμανός. Όχι να κτσαίν’ πουλύ, αλλά. . . Όπ’ μ’ έφτανι, "γκοπ", μι χτυπούσι. Κι φουρτουμένους.  
Φτάνουμι ζ Μπαναϊά. Άντι, άντι, άντι. Ιδώια ι Νάσιους ι Αγγέλς.  
Ψηλά σ’ τς Νέρατζις -τουν ήξιρις του δρόμου που έβγηνι’ κατέβηνι ένας κα τ’ ν’ ιλιά τ’ Φαντάρα; -
-Ναι’ ναι.  
-Τουν ήξιρις ε;
-Ναι.  
-Μπράβο, ρε Γιάν’ ! Γι’ αυτό σ’ τα λέου συγκικριμένα. Λέου του Νάσιου,  -λίγου πιο κάτ’ καναδυό βήματα-:
-Νάσιου,  ετοιμάσ’ . . .  
Δε δουρούσα άλλο,  Γιάν’.  
-Θα ρίξου τα βλήμματα καταή,  κι ώσπου να βγάλ’ αυτός του τόμσουν απού μέσα, θα ξιδέις τα σκνιά, να κάνου του γκατήφουρου, κι απ’ του γκατήφουρου -του μέρους του ήξιρνα- ώσπου να ρίξ’ τς ριπές αυτός, θα φύγου.  
Κι λέ’ η Νάσιους:
-Μη φύγς. Ιμένα θα μι σκουτώωωζν!
Πήραν χαμπάρ’ αυτοί. Ου, ου,  ένα κι ένα ετοιμάσκαν. . .  
Φουρτουμένους ώς του Χουργιό, Γιάν’, σ’ τσι Δυο τς Καστανιές, θυμούμι, είχαν στμένουν τουν όλμου αυτοί. Ιγώ απ’ του λακκούλ’ ικεί ίσια απ’ τσι Δυο τς Καστανιές ίσια σιαπάν’ στουν Άη Θανάσ’, στα Καρόπλα. Φουρτουμένουν. Κι ξλιές απού πίσου. Πήγαμι ύστρα, έκατσάμι στα Καρόπλα. Δόθκι διαταγή να πάμι στη μπλατέα, μέσα σ’ ν’ Ικκλησία. Πήγαμι στη μπλατέα’ βρήκαμι του δάσκαλου του Μπλέτσιου κι έναν μι γένια. Αυτός μι τα γένια ήταν γκισταμπίτς. Ρουφκιανιές. Έβγαλαν λόγουν ικεί κι μας λέ’:
-Τώρα θα πάτι στα σπίτια σας.  
Κι ζήτσαμι ένα χαρτί. Γιατί ήταν όλους ι δρόμους Γιρμανοί. Να έχουμι ένα χαρτί στα χέργια για να μη μας τσακώζν αλλ’ παρακάτ’.  
Κι μας έδουκαν, θυμούμι, ένα χαρτί οι Γιρμανοί. Ιτότι πέρασι η Χρίστινα η Καραμπίνινα. Έβγηνι απού κάτ’ κι πάηνι να μην ν’ ανοίξν’ του σπίτ’. Είχι παράδις,  τι είχι χρυσαφικά, σιαπάν’! Κι δεν είπι ούδι καλημέρα τζ Γιρμανοί. "Φαπ-φουπ, φαπ-φουπ" σ’ τσι Δυο τς καστανιές. Δε μπείραξαν ντιπ, Γιάν’. Επειδής ήταν γναίκα, δε γξέρου. Πέρασι απού μπρουστά στρατό κιαμέτ’ γιρμανικό, νε καλημέρα νε τίπουτα. Ιούουου. Τράβξι ίσια να πααίν’ στου Χουργιό. Αν ήταν κάνας άντρας, θε να του μπάρν να τουν ξυλουκουπήζν’ να τουν σκουτώζν’.  
Δε ντα θυμούμι ούλα, ‘ρα Γιάν’  . . .  

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ

[Ψιλόβρεχε κιόλα, Γιάννη. Με γραπώνουν στα γρήγορα εκεί. Με σέρνουν έξω προς το χωράφι του Σακελλάρη. Το χωράφι αυτό το έχει δώσει προικιό ο Μυλωνάς (Απ. Συντριβάνης) στους Πλεξιδαίους και είναι φυτεμένο με ελιές. Με τραβούν προς τα ‘κει έξω και με φορτώνουν πίσω στις πλάτες μου δύο κιβώτια από «πίετ». Δηλαδή κιβώτια πιεσμένα. Είδες ποτέ εσύ τέτοια κιβώτια; Πήγες στρατιώτης;
            -Ναι, πήγα στη αεροπορία.  
            -Από αυτά τα «πίετ» κιβώτια που ρίχνουν στο μπετόν αρμέ και ανοίγουν μια τρύπα εξωτερικά και, όπως είναι, τα αέρια μέσα πιεσμένα και κρυμμένα, είναι σε θέση να γκρεμίσουν ολόκληρο κτίριο.  
            -Α, μάλιστα.  
            -Τα μπαζούκας, πώς να σου το περιγράψω. Τέτοια που έχουν πάνω στα τάνκς. Λοιπόν, με φορτώνουν δύο κιβώτια στις πλάτες μου. Και ψιλόβρεχε. Είχαν μέκινα, δηλαδή πολύχρωμους μουσαμάδες. Και το είχαν κομποδεμένο (;). Το τόμσον το είχε κρυμμένο στα ρούχα του ο Γερμανός. Και καθόσον με πλησίαζε ένιωθα στο κωλομέρι χτυπήματα. Αυτοί οι Γερμανοί στα παπούτσια τους μπροστά είχα σίδερο. Ναι. Και «γκοπ», με χτυπούσε όπου έφτανε. «Γκοπ» από ‘δω «γκοπ» από ‘κει. Κι εγώ να είμαι φορτωμένος.  
            Προχωράω, βγαίνω εδώ ψηλά, που είναι σήμερα το σπίτι της Λένκως, γυναίκας του Γιώργου Συντριβάνη. Βγαίνουμε ψηλωμένα. Συναντώ το Μήτσο τον Κουκουλιάρα, που ήδη τον είχαν συλλάβει, συναντώ και το Νάσιο, το θείο σου, τον Αγγέλη. Αυτοί ήταν αιχμάλωτοι,    αλλά άδειοι, δεν ήταν φορτωμένοι. Εγώ, μέχρι το σημείο εκείνο, θα είχα φάει γύρω στις πενήντα ξυλιές. Αυτός δε μπορούσε να περπατήσει και βάραγε εμένα. Ήταν και κουτσός. Εννοώ το Γερμανό. Βέβαια, δεν κούτσαινε πολύ, αλλά έδειχνε…Όπου με πρόφταινε, «γκοπ» ξύλο. Με χτυπούσε. Και να, μια, παρακαλώ, φορτωμένος.  
            Κάποτε φτάνουμε στην Παναγιά 1. Άντε, σιγά, σιγά. Κοντά μου ο Νάσιος ο Αγγέλης. Αμάν αμάν, πλησιάζουμε τις Νέρατζις 2. Είναι ένας δρόμος -τον ξέρεις- που από ‘κει ένα μονοπάτι σε βγάζει στη Ελιά του Φαντάρα.  
            -Ναι, τον ξέρω το δρόμο.  
            -Τον ξέρεις έ;
            -Ναι.  
            -Μπράβο, ρε Γιάννη. Γι’ αυτό κι εγώ σου τα περιγράφω με εμπιστοσύνη.  
            Ύστερα από καναδυό βήματα λέω στο Νάσιο:
            -Νάσιο, ετοιμάσου.  
            Γιάννη, δεν άντεχα άλλο.  
            -Νάσιο, θα πετάξω τα βλήματα καταγής. Ο Γερμανός ώσπου να βγάλει το τόμσον από τον κόρφο του, εσύ θα λύσεις τα σκοινιά, εγώ θα κάνω τον κατήφορο, κι από την κατηφόρα που θα βρίσκομαι -ξέρεις εσύ το μέρος- ώσπου αυτός ρίξει ριπές, θα προλάβω να φύγω.  
            Ο Νάσιος απαντάει:
            -Σε παρακαλώ μη φύγεις. Εγώ κινδυνεύω. Θα με σκοτώσουν.  
            Το αντιλήφτηκαν οι Γερμανοί. Ούουου. Τάκα-τάκα ετοιμάστηκαν. Κι εγώ φορτωμένος κανονικά συνέχισα την πορεία μου μέχρι το Χωριό, την Άνω Σκοτίνα δηλαδή. Θυμάμαι, Γιάννη, πως αυτοί στις Δυο Καστανιές 6 είχαν ήδη στήσει τα οπλοπολυβόλα και τον όλμο. Εγώ πήρα την ανηφόρα μέσα από το μικρό λάκκο που φέρνει από τις Δυο Καστανιές πάνω στον άγιο Αθανάσιο κι από ‘κεί στα Καρόπλα 3. Να με βλέπεις φορτωμένον συνέχεια. Κι όχι μόνο αυτό· να μου δίνουν ξυλιές από πίσω. Τελικά φτάσαμε και στρατοπεδεύσαμε στα Καρόπλα. Εκεί βγάλανε διαταγή να πάμε στην πλατεία του χωριού και να μπούμε μέσα στην Εκκλησία.   
            Φτάνουμε στην πλατεία. Εκεί συναντούμε το δάσκαλο τον Βλέτση κι έναν άλλο με γένια. Αυτός με τα γένια ήταν γκεσταμπίτης, προδότης, ρουφιάνος. Εκεί βγάλανε λόγο και μας λένε:
            -Τώρα θα πάτε στα σπίτια σας.  
            Εμείς για καλύτερη ασφάλεια ζητήσαμε να μας δώσουν ένα σημείωμα. Γιατί όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος από Γερμανούς. Έπρεπε να έχουμε κάποιο σημείωμα στα χέρια μας για να αποφύγουμε άλλη σύλληψη από άλλους παρακάτω. Όπως και έγινε. Οι Γερμανοί μας δώσανε, θυμάμαι, ένα χαρτί. Τότε ήταν που στο δρόμο συναντήσαμε τη Χρίστινα Καραμπίνινα (Γερομιχαλού). Αυτή ανέβαινε από την Κάτω στην Άνω Σκοτίνα, για να φροντίσει μην της ανοίξουν το σπίτι. Μπορεί να είχε λεφτά, χρυσαφικά στην Άνω Σκοτίνα. Και δεν είπε ούτε «καλημέρα» τους Γερμανούς. «Φαπ. Φουπ, φαπ’ φουπ», στα γρήγορα αυτή έφτασε στις Δυο Καστανιές. Αυτήν δεν την ενοχλούσαν καθόλου, Γιάννη. Λες επειδή ήταν γυναίκα! Τι να πω. Από μπροστά της πέρασε ολόκληρο γερμανικό στράτευμα. Ούτε «καλημέρα», ούτε τίποτα. Τράβηξε, αυτή, ίσια, δεν έβλεπε κανέναν, κι έφτασε στο χωριό. Αν ήταν κανένας άντρας, θα τον ξυλοκοπούσαν, θα τον έπαιρναν για σκότωμα.  
            Δυστυχώς, Γιάννη μου, δεν τα θυμάμαι όλα.  
----------
1. Παναϊά = εξωκκλήσι (η Γέννηση της Παναγίας, 8 Σεπτεμβρίου) προς τα δυτικά της Κάτω Σκοτίνας.  
2. τοπων. έξω από την Κάτω Σκοτίνα,  πιο πάνω από την Παναϊά.  
3. τοπων. πριν φτάσουμε στην Άνω Σκοτίνα, επειδή εκεί υπήρχαν δυο πελώριες καστανιές.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου