Σειρά: ιστορίες γερόντων
-Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εσύ πού ήσουνα;
- Στη Μπάτρα, στρατιώτς. Κι βγήκαν οι αξιωματικοί -του βράδ’ που παίρναμι του συσσίτιου- κι μας λέν’:
- Ποιοι θέλτι ν’ ακολουθήστι για Μέση ανατουλή.Είπαν τς στρατιώτις. Ιγώ παντριμένους
μι δυο πιδιά.
Του προυΐ σκώθκαμι, Γιάν’, κι δεν είδαμι κανέναν αξιωματικόν. Έφυγαν νύχτα. Νύχτα.
Αυτοί πήραν χαμπάρ’ ότι έφτασαν σ’ τς Σαλουνίκ’ οι Γιρμανοί κι σκώθκαν κι έφυγαν.
Αφού είπαν "όσ’ στρατιώτις ήθιλαν", έφυγαν κι αυτοί. Στη Μ. Ανατουλή μαζί μι τς αξιωματικοί. Λοιπόν’, ιμείς του προυΐ σκώθκαμι κι δε βρήκαμι τίπουτα’ ούτι να βαρέσ’ προυσκλητήριου’ να πάμι να πάρουμι συσσίτιου. Κοιτούμι. Σαν ουρφανά πιδιά. Ήμασταν στου στράτιβμα. Όχι μέσ’ στη Μπάτρα. Λίγου παρακάτ’, στα Βραχνέικα. Κι παρακάτ’ στου Μπύργου της Ηλίας ήταν ι Γιώργους ι Γαβρής. Σκώνουμέστι’ ικεί στα Βραχνέικα’ του προυΐ’ ντιπ. Ερχιτι ένα αμάξ’ γιμάτου κουραμάνις. Καθένας όσις μπουρούσι έπιρνι.
- Τώρα, λεν, αξιουματικοί δεν έχουμι. Θα φύγουμι. Κινούμι όλου του στρατό, κατά πού ήταν να πααίν’.
-Δεν είχατε επικεφαλής κανέναν;
-Κανέναν. Έφυγνι καθένας μαναχοί μας. Παίρουμι καμπόσ’ ιμείς, ιγώ, ι Γιώρς ι Γιργουλάς, πήραμι κι του όπλου στουν ώμου, σάματ’ ποιος ξέρ’ πού πάηνάμι. Μας γλέπ’ ένας παππούς -ικεί τ’ αμπέλια ήταν σταφίδις- κι μας λέ’:
-Πού πάτι, ρε πιδιά! Οι Γιρμανοί έφτασαν στας Πάτρας κι σεις πάτι μι τα όπλα; Πού πάτι; Θα σκουτουθείτι. Πουλιμείστι (πετάξτε) τα όπλα.
Ο κάθι ένας έπχιανι απ’ τη γούλ’ του όπλου -απού μπρουστά, που φέγ’ η σφαίρα- του τσάκουνάμι απ’ τη γούλ κι ώς όπου πάνι του όπλου.
-Πιτάξτι τα όπλα, λέ’ η παππούς, γιατί οι Γιρμανοί έφτασαν στην Πάτρα. Θα σας σκουτώζν’ .Κι ως να πάμι απ’ τα Βραχνέικα στη Μπάτρα ιμείς, να γλέπς του στρατό τ’ αεροπλάνα τα γιρμανικά να κατιβαίν’, πώς να σι πω, όπους τα πρόβατα να κατιβαίν’ μι τ’ αλιξίπτουτα οι Γιρμανοί. Κι πέφτουντα μι τ’ αλιξόπτουτου, συνταγμέν’ χαμπλά. Άκουγις ένας αξιωματικός τς υπηρισίας:
-Ω. . . ωωωπ!
Όλ’ συνταγμέν’. Η μσή Πάτρα δε μπαραδίνουνταν κι βουμπαρδίσκι. Κι η μσή παραδόθκι. Μέσ’ ζ μπλατέα τς Πάτρας κατέβιναν τ’ αλιξίπτουτα.
-Κι εσείς τι κάνατε.
-Ιμείς, αφού μας είπι η παππούς "πιτάξτι τα όπλα", σ’ ένα ξύλου έδισάμι ένα μαντήλ’ κι του κνούσαμι, ότι παραδίνουμέστι. Κι δε σι πείραζαν. Άλλ’, παρακάτ’, είχαν άλλου μαντήλ’. Ιγώ, θυμούμι, του ‘χι ι Γιώρς ι Γιργουλάς στου ξύλου κι το ‘καμνι έτσ’, ότι παραδίνουμέστι.
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ
Βασίλειος Δ. Στύλος
(1919-2008)
|
Το καλοκαίρι του 1996 κουβεντιάζω με τον Βασίλη Στύλο, εκεί στο σπίτι του στην Αγία Τριάδα, συνοικία της Κάτω Σκοτίνας. Από όσα άκουσα, διαπίστωσα ότι ο Βασίλης Στύλος τα πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στρατιώτης. Από το ‘40 και εντεύθεν ζει μακριά από την οικογενειακή στέγη. Την πρώτη, ήδη, πικρή εμπειρία γεύεται από την παρουσία της γερμανικής μπότας στην Ελλάδα. Η τυραννία στο αποκορύφωμα.
ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ
-Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εσύ πού ήσουνα;
- Στη Μπάτρα, στρατιώτς. Κι βγήκαν οι αξιωματικοί -του βράδ’ που παίρναμι του συσσίτιου- κι μας λέν’:
- Ποιοι θέλτι ν’ ακολουθήστι για Μέση ανατουλή.Είπαν τς στρατιώτις. Ιγώ παντριμένους
μι δυο πιδιά.
Του προυΐ σκώθκαμι, Γιάν’, κι δεν είδαμι κανέναν αξιωματικόν. Έφυγαν νύχτα. Νύχτα.
Αυτοί πήραν χαμπάρ’ ότι έφτασαν σ’ τς Σαλουνίκ’ οι Γιρμανοί κι σκώθκαν κι έφυγαν.
Αφού είπαν "όσ’ στρατιώτις ήθιλαν", έφυγαν κι αυτοί. Στη Μ. Ανατουλή μαζί μι τς αξιωματικοί. Λοιπόν’, ιμείς του προυΐ σκώθκαμι κι δε βρήκαμι τίπουτα’ ούτι να βαρέσ’ προυσκλητήριου’ να πάμι να πάρουμι συσσίτιου. Κοιτούμι. Σαν ουρφανά πιδιά. Ήμασταν στου στράτιβμα. Όχι μέσ’ στη Μπάτρα. Λίγου παρακάτ’, στα Βραχνέικα. Κι παρακάτ’ στου Μπύργου της Ηλίας ήταν ι Γιώργους ι Γαβρής. Σκώνουμέστι’ ικεί στα Βραχνέικα’ του προυΐ’ ντιπ. Ερχιτι ένα αμάξ’ γιμάτου κουραμάνις. Καθένας όσις μπουρούσι έπιρνι.
- Τώρα, λεν, αξιουματικοί δεν έχουμι. Θα φύγουμι. Κινούμι όλου του στρατό, κατά πού ήταν να πααίν’.
-Δεν είχατε επικεφαλής κανέναν;
-Κανέναν. Έφυγνι καθένας μαναχοί μας. Παίρουμι καμπόσ’ ιμείς, ιγώ, ι Γιώρς ι Γιργουλάς, πήραμι κι του όπλου στουν ώμου, σάματ’ ποιος ξέρ’ πού πάηνάμι. Μας γλέπ’ ένας παππούς -ικεί τ’ αμπέλια ήταν σταφίδις- κι μας λέ’:
-Πού πάτι, ρε πιδιά! Οι Γιρμανοί έφτασαν στας Πάτρας κι σεις πάτι μι τα όπλα; Πού πάτι; Θα σκουτουθείτι. Πουλιμείστι (πετάξτε) τα όπλα.
Ο κάθι ένας έπχιανι απ’ τη γούλ’ του όπλου -απού μπρουστά, που φέγ’ η σφαίρα- του τσάκουνάμι απ’ τη γούλ κι ώς όπου πάνι του όπλου.
-Πιτάξτι τα όπλα, λέ’ η παππούς, γιατί οι Γιρμανοί έφτασαν στην Πάτρα. Θα σας σκουτώζν’ .Κι ως να πάμι απ’ τα Βραχνέικα στη Μπάτρα ιμείς, να γλέπς του στρατό τ’ αεροπλάνα τα γιρμανικά να κατιβαίν’, πώς να σι πω, όπους τα πρόβατα να κατιβαίν’ μι τ’ αλιξίπτουτα οι Γιρμανοί. Κι πέφτουντα μι τ’ αλιξόπτουτου, συνταγμέν’ χαμπλά. Άκουγις ένας αξιωματικός τς υπηρισίας:
-Ω. . . ωωωπ!
Όλ’ συνταγμέν’. Η μσή Πάτρα δε μπαραδίνουνταν κι βουμπαρδίσκι. Κι η μσή παραδόθκι. Μέσ’ ζ μπλατέα τς Πάτρας κατέβιναν τ’ αλιξίπτουτα.
-Κι εσείς τι κάνατε.
-Ιμείς, αφού μας είπι η παππούς "πιτάξτι τα όπλα", σ’ ένα ξύλου έδισάμι ένα μαντήλ’ κι του κνούσαμι, ότι παραδίνουμέστι. Κι δε σι πείραζαν. Άλλ’, παρακάτ’, είχαν άλλου μαντήλ’. Ιγώ, θυμούμι, του ‘χι ι Γιώρς ι Γιργουλάς στου ξύλου κι το ‘καμνι έτσ’, ότι παραδίνουμέστι.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ
[-Όταν οι Γερμανοί ήρθαν στην Ελλάδα’ εσύ πού ήσουνα;
-Στην Πάτρα, στρατιώτης. Και το βράδυ, την ώρα που παίρναμε το συσσίτιο, εμφανίζονται οι αξιωματικοί και μας λένε:
-Ποιοι από σας επιθυμείτε να μας ακολουθήσετε για τη Μέση Ανατολή;
Απευθύνθηκαν στους στρατιώτες. Εγώ παντρεμένος με δυο παιδιά. Το πρωί, Γιάννη, σηκωθήκαμε και δεν είδαμε κανένα αξιωματικό. Έφυγαν νύχτα. Νύχτα. Αυτοί πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί έφτασαν ήδη στη Θεσσαλονίκη και σηκώθηκαν και εξαφανίστηκαν. Έφυγαν επίσης και όσοι από τους στρατιώτες θέλανε. Αναχώρησαν κι αυτοί, μαζί με τους αξιωματικούς, στη Μέση Ανατολή.
Σηκωθήκαμε, λοιπόν, εμείς το πρωί και παρατηρήσαμε να επικρατεί άκρα ησυχία. Ούτε προσκλητήριο χτύπησε να πάμε για το πρωινό συσσίτιο. Βλέπουμε γύρω μας. Τίποτα. Ήμασταν σαν ορφανά παιδιά. Ήμασταν στο στράτευμα. Όχι μέσα στην Πάτρα. Λίγο παραπέρα, στα Βραχνέικα. Πιο πέρα, στον Πύργο της Ηλείας υπηρετούσε ο Γιώργος ο Γαβρής. Σηκωνόμαστε, λοιπόν, εκεί στα Βραχνέικα το πρωί. Νέκρα παντού. Βλέπουμε να πλησιάζει ένα αμάξι γεμάτο με κουραμάνες. Ορμήσαμε κατά πάνω του και ο καθένας άρπαζε όσες μπορούσε.
-Τώρα, λένε, αξιωματικοί δεν υπάρχουν. Αναγκαστικά θα φύγουμε κι εμείς. Παρακινούμε όλο το στράτευμα να διαλυθούμε και να πάει ο καθένας στον τόπο του.
-Δεν υπήρχε κανένας επικεφαλής;
-Κανένας. Ο καθένας κανόνιζε μόνος την πορεία του. Αποφασίζουμε κι εμείς αρκετοί, -μαζί μας κι ο Γιώργος ο Γεργολάς-, να πάρουμε στους ώμους μας τα όπλα και ξεκινάμε για το άγνωστο. Βαδίζαμε ανάμεσα σε αμπέλια με σταφίδες. Μας βλέπει ένας γέρος και μας λέει:
-Πού πάτε, ωρέ παιδιά! Οι Γερμανοί έφτασαν ήδη στην Πάτρα προχωράτε με τα όπλα στον ώμο; Πού πάτε; Θα σκοτωθείτε. Πετάξτε τα όπλα.
Ο καθένας μας κρατούσε από την κάνη το όπλο -από το μπροστινό μέρος, που φεύγει η σφαίρα- το πιάναμε καλά από την κάνη μπροστά και το όπλο το αφήναμε ελεύθερο. Σύρονταν ώσπου έφτανε.
-Πετάξτε τα όπλα, λέει ο παππούς, γιατί οι Γερμανοί έφτασαν στην Πάτρα. Θα σας σκοτώσουν.
Πράγματι. Ώσπου να φτάσουμε από Βραχνέικα στην Πάτρα, τι να δεις! Ο γερμανικός στρατός και τα αλεξίπτωτα εν δράσει. Τα αεροπλάνα σε χαμηλό ύψος να ρίχνουν αλεξιπτωτιστές και οι Γερμανοί να απλώνονται σαν τα πρόβατα. Πέφτοντας με τα αλεξίπτωτα, αμέσως να συντάσσονται στο έδαφος κανονικά. Άκουγες έναν αξιωματικό υπηρεσίας να λέει:
-Ω…ωωωπ!
Όλοι συνταγμένοι στη γραμμή. Η μισή Πάτρα δεν παραδίνονταν και βομβαρδίστηκε. Η μισή παραδόθηκε. Μέσα στην πλατεία της Πάτρας κατέβαιναν τα αλεξίπτωτα.
-Κι εσείς τι κάνατε;
-Εμείς, μόλις μας είπε ο γέρος «πετάξτε τα όπλα», σε ένα ξύλο δέσαμε ένα μαντήλι και το κουνούσαμε, δείγμα ότι παραδινόμαστε. Έτσι, δε σ’ ενοχλούσαν. Άλλοι παρακάτω είχαν άλλο μαντήλι. Εγώ θυμάμαι, ότι το ξύλο με το μαντήλι το κρατούσε ο Γιώργος ο Γεργολάς και έκανε έτσι, το κουνούσε για να φανεί στον εχθρό ότι παραδινόμαστε].
Βάρισάμι σιαπέρα μι του καράβ’, στη Ναύπακτου κι απού κει σιαπάν’. Ήταν Γιρμανοί σι’ αυτό του καράβ’. Είχαν ένα αντίσκηνου καταή. Έναν Γιρμανό τραυματζμένουν απ’ κάτ’ τ’ αντίσκηνου. Ιγώ δε ντουν είδα κι του μπάτσα (τον πάτησα). Ποιος ξέρ’ πού του μπάτσα. Κι βγάζ’ του πανί έτσια, βγάζ’ μπιστόλα να μι σκουτώσ’ μέσ’ στου καράβ’ ιμένα. Δε ντουν είδα τουν άνθρουπου πώς του μπάτσα, αλλά κι αυτόν του μπόνησι. Κι πιτάχθκαν άλλ’ δυο Γιρμανοί κι του τζάκουσαν του χέρ’. Κι έτσ’ αγλίτουσα. Θα μι σκότουνι.
Απού ‘κεί πέρασαάμι απού κείν’ μπάντα, στου Μισουλόγγ’. Μας τσακώσαν αιχμάλωτ’ οι Γιρμανοί.
-Ήσασταν πολλοί αιχμάλωτοι;
-Πουλλοί ήμασταν. Ι Μήτσιους ι Καλαμάρας, ι Γιώρς ι Γιργουλάς, ι Γιώρς ι Μπιλιάγκας, ι Μίχους ι Γκαραμπίνας, ι Διουνύς ι Πινακάς, πουλλοί, πουλλοί.
Λοιπόν, μας τσάκουσαν. Κι μας παν σι κάτ’ χαράδρις μέσα, να τς κλείσουμι τς χαράδρις, γιατί τζ δρόμ’ τς είχαν ανατιναγμέν’ οι Εγγλέζ’, να πιρνούν αυτοί οι Γιρμανοί. Κι έκανα γούστου. Έζμπρουχνάμι ιμείς τρόχαλα. . . Άλλ’ μας είχαν μέσ’ στου ρέμα. Κι να παίρουμι μπέτρα ιγώ να δίνου ισένα, ισύ να δίντζ’ άλλουν, να τζ βγάζουμι απάν’, μέσ’ σ’ τς χαράδρις. Κι του φαΐ μας ήταν σπαζμένου ρύζ’ μι λίγου σταφίδα. Νιρό. 16 μέρις αιχμάλωτ’, να ισιάζουμι δρόμ’. Μιτά, ύστιρα, βγήκι ένας κι έβγαλι έναν λόγουν, ότι "θα ’φκιθείτι ελεύθιρ’ να πάτι στα σπίτια σας".
Ε! Έκαμάμι προς τα δω. Σι’ ούλουν του γκάμπου τς Λάρσας δεν έγλιπις τίπουτα. Μόνου χαρτίά καταή.
16 μέρις, αγαπητέ Γιάν’, μπιζέλια, αγριουμπέζιλα έτρουγάμι. Μία μέρα μαναχά, πάει ι Γιώρς ι Γαβρής κι ζήτηξι ψουμί ‘που μία τχιά:
-Τι να σας δώσου, ποιον να προυτουδώσου!
Χιλιάδις στρατό. Να πλάει.
-Με τι μέσο ήρθατε από το Μεσολόγγι μέχρι εδώ.
-Μι τα πουδάργια. 16 μέρις κι νύχτις. Τα πουδάργια φουσκουμένα. Όταν ήρθαμι, μι μιλιταίου πυριτό ήρθαμι. Τόση τυράγνια. Ψείρα, τέτχινια. Μιγάλ’. Ι Μήτσιους ι Καλαμάρας -τ’ Νάσ’ τ’ Καλαμάρα πιδί- αλλά κι μεις τς πιτούσαμι (τις ψείρες) απ’ τα παπούτσια. Να ψείρα!
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ
[Με το καράβι ανοιχτήκαμε απέναντι στη Ναύπακτο κι από, κει πήραμε το δρόμο για τον ανήφορο. Σ’ αυτό το καράβι υπήρχαν Γερμανοί. Στο δάπεδο είχαν στρωμένο ένα αντίσκηνο. Κάτω στο αντίσκηνο φύλαγαν ένα Γερμανό τραυματία. Εγώ δεν τον πρόσεξα και τον πάτησα. Δε θυμάμαι σε ποιο σημείο τον πάτησα. Πάντως αυτός τραβάει λίγο το πανί έτσι προς τα έξω, βγάζει την πιστόλα του. Ετοιμάστηκε να με σκοτώσει μέσα στο καράβι. Εγώ, ειλικρινά, δεν τον πρόσεξα τον άνθρωπο και τον πάτησα. Όπωσδήποτε πόνεσε. Ευτυχώς που άλλοι δύο Γερμανοί πετάχτηκαν και του άρπαξαν το χέρι. Και έτσι γλίτωσα. Αλλιώς θα με σκότωνε.
Από ‘κει, λοιπόν, (Ρίο) περάσαμε στην άλλη πλευρά, στα μέρη του Μεσολογγίου. Οι Γερμανοί, εκεί, μας αιχμαλωτίζουν.
-Ήσασταν πολλοί αιχμάλωτοι;
-Πάρα πολλοί. Ο Μήτσος Καλαμάρας, ο Γιώργος Γεργολάς, ο Γιώργος Μπιλιάγκας, ο Μίχος Γερομιχαλός -Καραμπίνας-, ο Διονύσης Πινακάς και πολλοί άλλοι.
Μας πιάσανε, λοιπόν, και μας οδήγησαν μέσα σε κάτι χαράδρες. Να επανορθώσουμε τις χαράδρες από ανατινάξεις που προκάλεσαν οι Εγγλέζοι στους δρόμους. Να τις επανορθώσουμε για διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων. Υπόθεση για γέλια. Να σπρώχνουμε εμείς μεγάλες πέτρες, τρόχαλα. Άλλοι μας τοποθέτησαν μέσα στο ρέμα. Να πιάνω την πέτρα εγώ, να τη δίνω σε σένα, εσύ να τη δίνεις σε άλλον, ώσπου να βγάλουμε τις πέτρες επάνω, σκεπάζοντας τις χαράδρες. Όσο για φαγητό: Σπασμένο ρύζι με λίγη σταφίδα και νερό. Δεκάξι μέρες αιχμάλωτοι, να ισιάζουμε δρόμους. Αργότερα παρουσιάστηκε ένας, ο οποίος έβγαλε έναν λόγο ότι «θα αφεθείτε ελεύθεροι για να πάτε στα σπίτια σας».
Ε, μετά πήραμε το δρόμο προς τα εδώ. Σε όλο τον κάμπο της Λάρισας δεν έβλεπες τίποτα. Μόνο προκηρύξεις, σκόρπια καταγής.
Δεκάξι μέρες, αγαπητέ Γιάννη, να τρώμε μπιζέλια, αγριομπίζελα. Μια μέρα μόνο πήγε ο Γιώργος Γαβρής και ζήτησε ψωμί από κάποια κυρία, που πουλούσε ψωμί:
-Τι να σας δώσω; Ποιον να πρωτοεξυπηρετήσω;
Χιλιάδες στρατός. Κι αυτή να πουλάει ψωμί.
-Με τι μέσο ήρθατε από το Μεσολόγγι μέχρι εδώ;
-Με τα πόδια και κάναμε 16 ημερόνυχτα. Τα πόδια μας πρησμένα. Όταν φτάσαμε εδώ υποφέραμε από μελιταίο πυρετό. Σκέτη τυραννία. Η ψείρα τέτοια, τόσο μεγάλη. Ο Μήτσος Καλαμάρας, παιδί του Νάσου Καλαμάρα-, αλλά και εμείς οι ίδιοι τις πετούσαμε πέρα (τις ψείρες). Καθαρίζαμε τα παπούτσια. Να ψείρα!].
Δημοσίευση 19.9.’12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου