Ο Θανάσης Γερομιχαλός του Αποστόλου μου δίνει συνέντευξη στο
σπίτι του στην Κάτω Σκοτίνα (καλοκαίρι 1996). Μαζί και η σύζυγός του Καλούδα (Συντριβάνη). Συζητούμε για τη ζωή των κατοίκων στην Άνω Σκοτίνα (προπολεμικά). Ειδικότερα αναφερόμαστε στον τρόπο της ενδυμασίας. Η αφήγηση είναι ευχάριστη, καθώς αποδίδεται με το φανταστικό χιούμορ του Θανάση:
ΙΔΙΩΜΑ. Ικείνα τα χρόνια είχι φτώχεια. Ιδώ μπρουστά φκιάχναν τραχλές. Ένα πουκάμισου, όχ’ μι γιακά. Έπιρναν μια πήχ’ απ΄του Γιώρ’ του Τζιόμ’ κι του πιρνούσαν απού δω μιριά -κινούργιου αυτό-, το ‘βαζαν κι καναδυό κουμπιά απού πίσου του κάμπσου μόνου κι μόνου να φαίνιτι η πατατούκα κι ντούσι (τη φορούσε). Η πλάτ’ ήταν ούλου μπάλουμα. Είνι πραγματικότητα. Δεν είνι
ψέματα. Το ‘λιγαν τραχλιά, το ‘φκιανι η γναίκα μαναχιά. Κι άμα ξιντγιούνταν στου γκαφινέ ήταν για ...φουτουγραφία. Ή να σι πάρουν στου σινιμά,
να σι δουν πώς ζούσις τότι.
-Πόσα κουμπιά είχε αυτή η τραχλιά;
-Ε, θα είχι τρία, τέσσιρα. Σάματ’ είχι κι κουμπιά; Δεν είχι, αρά! Άλλα τα ‘διναν μι σκνί, ή το ‘ραβι κι μι λίγου κλουστή ιδώια να σταματάει, άμα δεν έφτανι του κουμπί.
-Θυμάσαι κανέναν που να είχε τέτοια τραχλιά;
-Όλ’, δέκα τοις εκατό να είχαν σκέτο πουκάμισο, όλ’ οι άλλ’ τραχλές είχαν. Μιλάμι για ν’ απαλνή Σκουτίνα.
Αυτά τα σακάκια, τς πατατούκις, ξέρς απού πού τς αγόραζαν; Έρχουνταν κάτι βλάχ’, έρχουνταν ικεί σ’ τ’ Στύλινας ψηλά κάτι απού σιαπάν αυτού βλάχ’, που είχαν πρόβατα κι έφερναν
πανταλόνια παλιά, όσου τς πιρίσσιβαν κι έβαναν κινούργια αυτοί, όλα μπαλουμένα, κι τα πανταλόνια κι τα σακάκια. Τα πουλούσαν για να πάρν φασούλια. Μια ουκά φασόλια ένα γιλέκου, δυο ουκάδις φασόλια ένα σακάκ’, πατατούκα.
ΚΟΙΝΗ. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε τόση μεγάλη φτώχεια, που οι άντρες εδώ μπροστά στο λαιμό, τα πουκάμισα τα κάνανε με τραχηλιές.
Δηλαδή κάνανε τα πουκάμισα χωρίς γιακά. Αγόραζαν από το κατάστημα του Γιώργου Γερομιχαλού-Τσιόμη, ένα πήχη ύφασμα. Στη συνέχεια περνούσαν το κομμάτι αυτό του υφάσματος από τη μια μεριά. Ήταν ήδη καινούριο αυτό. Βάζανε και μερικά κουμπιά εδώ στη μπροστινή μεριά. Το πουκάμισο από την πίσω μεριά ήταν κενό. Μόνο και μόνο να φαίνεται το σακάκι. Η πλάτη ήταν όλο μπάλωμα. Αυτά που σου λέω, είναι πραγματικότητα. Δε λέμε ψέματα. Αυτό το πράγμα το λέγανε τραχηλιά και το έκανε μόνη της η γυναίκα. Κι αν καμιά φορά τύχαινε να ξεντυθεί στο καφενείο, ήταν να τον βγάλεις φωτογραφία. Ήταν να σε πάρουν για το σινεμά. Να δει ο κόσμος πώς ζούσες τότε.
-Πόσα κουμπιά είχε αυτή η τραχηλιά;
-Ε, μπορεί να είχε 3-4. Μήπως υπήρχαν και κουμπιά; Μωρέ, δεν είχε κουμπιά η τραχηλιά. Άλλοι δένανε την τραχλιά με σκοινί. Ή τη ράβανε με λίγη κλωστή εδώ μπροστά για να σταματάει. Υπήρχε περίπτωση να μη φτάνει για θηλίκωμα το κουμπί.
-Θυμάσαι κανέναν που να είχε τέτοια τραχηλιά;
- Όλοι. Δέκα τοις εκατό να είχαν σκέτο πουκάμισο. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν τραχηλιές. Μιλάμε για την Άνω Σκοτίνα.
Αυτά τα σακάκια, τις πατατούκες, ξέρεις από πού τις αγόραζαν; Ερχότανε στο χωριό μας μερικοί βλάχοι, νοίκιαζαν στη γειτονιά της Στύλινας και μένανε εκεί, στην επάνω γειτονιά. Αυτοί βοσκούσαν πρόβατα και φέρνανε συγχρόνως κάτι παντελόνια παλιά, και όσα τους περισσεύανε ή βάζανε και μερικά καινούρια, τα πουλούσανε στους κατοίκους της Σκοτίνας. Αντί για χρήματα, παίρνανε φασόλια. Ας πούμε, με μια οκά φασόλια σου δίνανε ένα γιλέκο. Με δυο οκάδες φασόλια ένα σακάκι, την λεγόμενη πατατούκα (*).
__________
* ιτ. patatucco.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου