Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

ΛΗΣΤΕΣ


                                                           Τζιατζιάς: 1890-1930

 

                                 ΛΗΣΤΕΣ στα μαντριά

 

         Ο π. Απόστολος Καλιαμπός μου δίνει συνέντευξη (4 Ιουνίου 1982)  για τους ληστές του Κάτω Ολύμπου. Πρόκειται για τους ληστές που δράσανε στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και εξής. Συγκεκριμένα θυμάται την περιπέτεια των Κοριτσιών του Δημητράκη από την Καρυά του Ολύμπου. "Πρωταγωνιστής" της συζήτησης φέρεται ο αρχιληστής Μήτρος Τζατζάς   (στην Σκοτίνα είναι γνωστός ως Τζιατζιάς).

                                       

ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

α.  κλέψανε τα κορίτσια

        Ι Τζιατζiάς πήγι κα ντ’ Γκαρυά. Έκλιψι τα κουρίτσια ντ΄ Δημητράκ΄. ΄Ενα βράδ’ παρουσιάσκι στου Δημητράκ’ ι Λιφτέρς ι Κατσίβιλους κι τουν λέ’ ι Δημητράκς:

          -Ω Λιφτέρ. Θέλου κάτ’ να σι πω.

          -Ιά πέ μ’, τι έχς να μι πεις.

       -Θα πάνου ιγώ να πάρου τα κουρίτσια ‘π’ του Τζιατζιά, αλλά θα μι δώ’ ις ένα κουρίτσ’ στουν αδιρφό μ ‘ του Γκώτσιου.

          -Καλά.

          Πααίν’ ι Λιφτέρς στου βνό, ανταμών του Τζιατζιά. ΄Εκαμι τι έκαμι, ήφιρι τα κουρίτσια πίσου. Ύστιρα μιτάνιουσι, γιατί παρουσιάσκι να τα πάρ’ ένας Βαϊνάς. Ι Δημητράκς προυτίμσι του Βαϊνά. Κι φού δε ντο ’δουκαν του κουρίτσ’, βγήκι ληστής ι Κώτσιους ι Κατσίβιλους. ΄Ηρθι στα δικά μας τα μέρια. Ιμείς, τότι, τα γίδια τα είχαμι στα "Πλατάνια" (Σαουλιάτκα).

β. στα μαντριά

Έ! Ένα βράδ’ Τζιατζιάς κι Κατσίβιλους ήρθαν στου μαντρί. Πήραν μια γίδα, ν’ έσφαξαν, ν’ έψαν κι έφυγι ι Κατσίβιλους. Του επαύριο  έγραψι ένα σημείουμα κι το ’δουσι σι μένα. Του σημείουμα ήλιγι: «Ζητώ δυο φουστανέλλις».

        Ιγώ κουντουστάθκα. Κι σα ντουν γλέπου! Πααίν’ ικεί ζ’ γκουτσπιά στα Σαουλιάτκα. Ξιπλατίζ’ μια κλάρα κι μ’ αρχινάει να μι δέρν’.

        -Αμάν, βρε καπιτάνι!

       Τίπουτα αυτός. Πάμι παραπέρα που ήταν ι Νικουλής ι Μήτσιους. Τουν έρξι κι αυτόν ξλιές. «΄Εχου δυο χρόνια να βάλου μια κυλότα. Τι κάθιστι κι μι τηράτι; Αυτά τα πράματα θέλου». Έγραψι: "Δυο φουστανέλλις μι λαγκιόλια. Δυο μαντύις. Λουκούμ’. Κουνιάκ’ του Καμπά". Απού κάτ’ έγραψι: "Καπιτάν Κούμπρας". ΄Εβαλι άλλου όνουμα. (*).                               

      ΄Εφυγα ιγώ κατά τα μαντριά. Στου δρόμου που πάηνα, βρήκα του μπατέρα μ’ μι του γαίδούρ’ κι τουν λέου: «Αυτό κι αυτό. Παρουσιάσκι άγνουστους ληστής».

         Του θκό μας του μαντρί του είχαμι παναθιό ‘π’ τουν ΄Αγιου Νικόλα, στου χουράφ’ ντ’ Γιαννιού.

  


      
Του επαύριο ι πατέραζ μ΄
(φωτογραφία δίπλα) πήγι μοναχός τ’ στα γίδια σ’ τς Παλιουκάρτις. Γλέπ΄ του Γκατσίβηλου κι τουν λέ’: «
Τι γένιτι, πιδί μ’»;

        -Καλά.

        -Τι πράματα ζητάς; Θα πάνου να σι φέρου κάμπσου μαύρου. Κι γκέτις. Κι άμα θέλς, είνι μια μουδίστρα ιδώ στ’ Λιφτουκαρυά να στου κάν’. (Ν’ ήλιγαν Μπαλαβάρτζα Ολυμπία).

       Συμφώντζαν. Τα άλλα πράματα μι τα ’δουσι ιμένα ι πατέρας κι μ’ είπι: «Αυτά τα πράματα να τα δώ’ ις στου ληστή που θα είνι ζ’ ντ’ Μπακάλ’ του μύλου». Το δειλνό.  

γ. τελικό σχέδιο

     Αυτά όλα ι πατέραζ μ’ τα είπι στου μπρόιδρο τς Σκουτίνας. Πρόιδρος ήταν ι Πουτιός ι Ντάμπλιας. Αυτός ειδουποίησι τους Σκουτνιώτις κι τς  είπι ότι  «ληστές είνι ζ’ ντ’ Μπακάλ’ του μύλου». Μιτά ‘π’ αυτό πήγαν να σκουτώσν του ληστή οι Σκουτνιώτις. Μπρουστά ήταν ι 


Λιόλιας ι Γιρμπχαλός, ι Πουτιός ι Γκριμούρας κι άλλ’. Αυτοί έπχιασαν τ’ "Αλώνια". 

    Ι ληστής έρχουνταν κα του μπατέρα μ’. Απ’ αλάργα τουν γλέπν οι Λιφτουκαρίτις κι τουν λέν’: «Είδαμι κάτ’ αγριουφυλάκ’».

Κι έφυγι σιαπάν’ σ’ τς "Κουπάνις". Αγλίτουσι.

 

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ

α.  κλέψανε τα κορίτσια

        Ο Τζιατζιάς τράβηξε προς την Καρυά. Απ’ εκεί πήρε (απήγαγε) τα κορίτσια του Δημητράκη. Κι ένα βράδυ παρουσιάστηκε στο Δημητράκη ο Λευτέρης Κατσίβιλος και ο Δημητράκης του λέει:

          -Ω Λευτέρη! Θέλω να σου πω κάτι.

          -Για πες μου, τι έχεις να μου πεις;

          -Θα πάω εγώ να ξαναπάρω τα κορίτσια από το Τζιατζιά, αλλά θα μου δώσεις ένα κορίτσι για τον αδερφό μου τον Κώστα.

          - Εντάξει.

         Ο Λευτέρης ανεβαίνει στο βουνό, ανταμώνει τον Τζιατζιά. Έκαμε τι έκαμε, τα κατάφερε. Έφερε τα κορίτσια πίσω. Αργότερα, όμως, το μετάνιωσε γι΄ αυτό που έκαμε. Γιατί τα κορίτσια τα ζήτησε άλλος. Ένας Βαϊνάς. Ο Δημητράκης προτίμησε το Βαϊνά. Έτσι, αφού αρνήθηκαν να δώσουν το κορίτσι, ο Κώστας Κατσίβιλος βγήκε έξω ληστής.  Τότε εμείς είχαμε στέκι για τα γίδια τα "Πλατάνια", στα κτήματα του  Σαούλια.

β. στα μαντριά

        Ένα βράδυ Τζιατζιάς και ο Κατσίβιλος, πάτησαν το μαντρί. Πήραν μια γίδα. Την έσφαξαν, την έψησαν. Μετά έφυγε ο Κατσίβιλος. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο Κώστας ο Κατσίβιλος, έγραψε ένα σημείωμα και το ’δωσε σε μένα. Το σημείωμα έγραφε: “Ζητώ δυο φουστανέλλες”.

          Κοντοστάθηκα για λίγο. Και σαν τον βλέπω..! Ορμάει προς την κουτσιπιά στα Σαουλιάτικα. Σπάζει μια κλάρα κι αρχίζει να με δέρνει.

          -Αμάν, βρε καπετάνιε!

        Αυτός τίποτα. Πάμε παραπέρα, εκεί που στέκονταν ο Νικολής ο Μήτσιος. Του ’ριξε κι αυτουνού ξύλο. «Έχω δυο χρόνια να φορέσω κυλόττα (δηλαδή να βγώ στο κλαρί). Τι στέκεστε και με κοιτάτε; Αυτά τα πράματα ζητώ». Συγκεκριμένα έγραψε σε μένα: “Δυο φουστανέλλες με λαγκιόλια, δυο χλαίνες, λουκούμι, κονιάκι του “Καμπά”. Κι από κάτω σημείωσε την υπογραφή: “Καπιτάν Κούμπρας”. Τάχα έτσι ονομάζονταν. Έβαλε δηλ. άλλο όνομα.

        Ξεκίνησα εγώ να πάω προς τα μαντριά. Στο δρόμο που πήγαινα, αντάμωσα τον μακαρίτη τον πατέρα μου, που ήταν καβάλα στο γαϊδούρι και του λέγω: «Αυτό κι αυτό. Εμφανίστηκε άγνωστος ληστής».

        Το δικό μας το μαντρί το είχαμε πάνω από τον Άγιο Νικόλαο, στο χωράφι του Γιαννιού.

          Την επόμενη μέρα πήγε μόνος του στα γίδια εκεί στις Παλιοκάρτες. Αντικρύζει τον ληστή ο πατέρας μου και του λέει: "Τι γίνεται, παιδί μου";

          -Καλά.

         -Τι ζητάς, Τι θέλεις; Θα πάω να σου φέρω μαύρο πουκάμισο. Και γκέττες. Κι αν το επιθυμείς να σου το ράψει μια μοδίστρα. Είναι εδώ στη Λεπτοκαρυά. (Την έλεγαν Μπαλαβάρτζα Ολυμπία).

Συμφώνησαν. Τα υπόλοιπα πράματα ο πατέρας μου τα έδωσε σε μένα λέγοντας: «Αυτά τα πράματα να τα δώσεις στο ληστή, ο οποίος θα βρίσκεται στο μύλο του Μπακάλη». Μου το τόνισε να τα πηγαίνω ο ίδιος κατά το δειλινό.     

 γ. τελικό σχέδιο

        Εντωμεταξύ όλα αυτά ο πατέρας μου τα είπε στον πρόεδρο της Σκοτίνας. Πρόεδρος ήταν ο Δημήτριος Δάμπλιας. Αυτός, πάλι, ειδοποίησε τους Σκοτινιώτες και τους είπε ότι "στου Μπακάλη το μύλο πάτησαν ληστές". Και, ύστερα απ’ αυτό, οι Σκοτινιώτες τρέξαν  με σκοπό να σκοτώσουν το ληστή. Μπροστά τραβούσε ο Λιόλιας Γερομιχαλός, ο Δημητρός Γκριμούρας και άλλοι. Αυτοί πιάσαν ενέδρα τα "Αλώνια". 

        Ο ληστής κατευθύνονταν κατεπάνω προς τον πατέρα μου. Από μακριά τον βλέπουν οι Λεπτολαρίτες και του φωνάζουν: «Είδαμε μερικούς αγροφύλακες».

          Και έφυγι προς τα πάνω στις "Κοπάνες" (τοποθεσία). Με δυο λόγια, γλίτωσε.

---------- 

 (*) Βλέπε παρόμοια περίπτωση ληστών 19ου αιώνα (Ιω. Κολιόπουλος, σελ 381).




                                     Φωτογραφία Τζιατζιιά, πηγή: Γ. Χατζής-Μιλτ. Τερζόπουλος 

                                                "Γιαγκούλας-Λήσταρχοι του Ολύμπου".

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου