Το 1947 βρισκόμαστε στην Περίσταση Πιερίας ως ανταρτόπληκτοι. Μας έρχεται κακιά είδηση: «Σκοτώθηκαν τα κορίτσια. Τα φέρετρα είναι αραδιασμένα κάτω από τα
κυπαρίσσια, στο Κοιμητήριο "Αγία Αικατερίνη". Τρέχω, φτάνω στο πρώτο κυπαρίσσι. Με φρίκη αντικρύζω 6 (ίσως 8) ξαπλωμένα πτώματα. Ανάμεσα σε αυτά και η θεία μου Μαριγούλα Δάμπλια (αδερφή της μάνας μου). Το βλέμμα καρφώνεται στην ομορφιά του προσώπου της. Η ασπράδα αναλλοίωτη, η Μαριγούλα αμίλητη. Όπως και η Καλούδα («τ’ Κουντουγιώρ’».
Πρωτόγνωρο θέαμα Κουβαλάω στη μνήμη μου εκείνη την φρικιαστική σκηνή!
Η αδερφή της Καλούδας, Φώτω Στύλου, σύζυγος του Κώτσιου Χασιώτη, θυμάται περισσότερα. Στις 5 Ιουλίου 2004 μου δίνει σχετική συνέντευξη στο σπίτι της στην Κάτω Σκοτίνα.
ΦΕΡΕΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΑΔΑ
ΙΔΙΩΜΑ: Σαν ανταρτόπληκτοι ήμασταν ζ ντζ μπαράγκις ζ Γκατιρίν, στου Λιβίδη. Κάτου ζ ντ Μπατάλα. Ικεί ήταν οι παράγκις. Ικεί δούλιψάμι στα καπνά. Κι τα κουρίτσια πήγαν αλλού. Ζήτηξι άλλ' αφιντικίνα κι πήγαν αλλού κι 'γώ πήγα σι άλλου αφιντικό ύστιρα. Μι πήρι άλλ' μια. Δουλεύαμι ζ τζάπα. Σι καπνά. Κι αυτά κίντζαν τα καημένα.
-Ποια;
-Τα κουρίτσια, η Μαριγούλα (Ιω. Δάμπλια) κι η Καλούδα (αδερφή μου). Κι
δύου απ' τη Μπλιά. Οικουγένεια ουλόκληρη ξικληρίσκαν. Τρία παιδιά σκουτώθκαν κι η γναίκα τ'. Νέα κι αυτή. Μασμανίδης λέγουνταν. Τ' αφιντικό αυτό που πήγαν να δλέψν. Κι μι λεν ιμένα, ικεί που ήμαν ζ τζάπα ξιχουριστά:
-Σήκου, αυτή η νάρκα που χτύπσι, χτύπσι ν' αδιφή σ' . Σκουτώθκι η αδιρφή σ'.
Κι φέγου κι πάνου, πού παν; Παν τέρμα όξου. Κι του βρίσκου στου μισουκουμείου (νοσοκομείο), όξου στου κεντρικό. Απ' τα βαγγιλικά παρακάτ' είντου αυτό του μισουκουμείου. Κι πήγα, απ' λες, Γιάν', κουμμένα πουδάργια είχι του καημένου. Δε μας έδουκαν τίπουτα. Ώς να τα πάμι ξιψύχσι του κουρίτσ'. Η Καλούδα. Ήταν 18 χρόνια. Νταρντάνα, κουρίτσ' θηρίου. Του' ειδα του καημένου, δε μπρόλαβι να κουβιντγιάσ', πάει, έφυγι. Το 'φαγι η αιμουρραγία. Κι τούτ' η Μαριγούλα, θηρίου κουρίτσ'. Ένα κουμμάτ' μάλαμα. Τέτοιου κουρίτσ'.
-Και η Μαριγούλα στον τόπο;
-Στου ντόπου κι αυτήν, ν' έκουψι. Κουμμάτια. Ν' έκουψαν τα πουδάργια η ρόδα. Η ουβίδα έπισι σ' τς Καλούδας τα πουδάργια, μσα τα πουδάργια. Ούλα κουμμένα. Μι τα παρτάλια τζ βάν ζ γκαρότσα κι τς έφιραν σ' ν' Αγία Κατιρίν'. Ικεί ξιψύχσι ύστιρα. Ένα κι ένα, στου δρόμου. Η Μαριγούλα πέθανι επιτόπου. Κι τς Μασμανίδη δυο πιδιά κι η άντρας κι η νύφη τς, τέσσιρα.
-Τα είχαν στην Αγία Αικατερίνη.
-Ούλα μι ν' αράδα. Εξ-ουχτώ πιδιά...
ΚΟΙΝΗ: Στα χρόνια του εμφυλίου, όταν ήμασταν ανταρτόπληκτοι, μας τακτοποίησαν σε παράγκες στην Κατερίνη, στην περιοχή του Λεβίδη. Εκεί κάτω στα κτήματα του Μπατάλα. Εκεί κτίστηκαν οι παράγκες. Εκεί δουλεύαμε σαν εργάτες στα καπνά. Τα άλλα κορίτσια αλλάξανε αφεντικό και πήγαν αλλού για δουλειά. Εγώ, λοιπόν, έμεινα σε άλλο αφεντικό. Με προσέλαβε άλλη μια κυρία. Εκεί εργαζόμασταν στην τσάπα. Δηλαδή τσαπίζαμε το χωράφι. Σε χωράφι με καπνά. Τα άλλα κορίτσια ξεκίνησαν -τα κακόμοιρα- να πάνε αλλού.
-Ποιά;
-Τα κορίτσια, η Μαριγούλα (κόρη του Γιαννούλη Δάμπλια) και η αδερφή μου Καλούδα. Και δυο κορίτσια από τη Μηλιά. Ολόκληρη οικογένεια ξεκληρίστηκε. Από μια οικογένεια σκοτώθηκαν τρία παιδιά και η γυναίκα του κυρίου. Νέα κι αυτή. Λεγότανε Μασμανίδης. Πρόκειται για το αφεντικό που τα κορίτσια πήγανε να δουλέψουν. Και μου λένε εμένα που δούλευα στην τσάπα χώρια.
-Σήκω γρήγορα. Η νάρκη που σκότωσε τόσους ανθρώπους, χτύπησε και την αδερφή σου. Πάει σκοτώθηκε η αδερφή σου.
Και σηκώνομαι, φεύγω. Πού να τη βρω, πού πήγαν; Αυτές φύγανε έξω από την πόλη, μακριά. Πάω και βρίσκω την αδερφούλα μου στο νοσοκομείο. Έξω, στο κεντρικό νοσοκομείο. Το νοσοκομείο αυτό βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τη συνοικία των Ευαγγελικών. Και πήγα, που λες, Γιάννη, και τι αντικρύζω! Ήταν κομμένα τα ποδάρια από το κακόμοιρο το κορίτσι. Άσε που δεν μας αποζημίωσαν καθόλου. Μέχρι να φέρουμε το κορίτσι, ήδη είχε ξεψυχήσει. Η Καλούδα. Στα 18 της χρόνια. Περήφανη κοπέλα, κορίτσι θεριό. Το πλησίασα το καημένο, δεν πρόλαβε να μου μιλήσει, πάει ξεψύχησε. Δεν άντεξε στην αιμορραγία. Και το άλλο κορίτσι, η Μαριγούλα πελώρια κοπέλα. Ένα κομμάτι μάλαμα. Κορίτσι με πλούσια ομορφιά.
-Και η Μαριγούλα στον τόπο;
-Πέθανε επιτόπου κι αυτή. Το σώμα της κόπηκε σε κομμάτια. Η ρόδα της έκοψε τα ποδάρια. Η οβίδα έπεσε ανάμεσα στα ποδάρια της Καλούδας. Όλα κομμένα. Με τα παρτάλια τύλιξαν τα σώματα των κοριτσιών, τα βάλανε πάνω στην καρότσα του αυτοκινήτου. Ξεψύχησε η αδερφή μου, στα γρήγορα-γρήγορα κατά τη διαδρομή. Η Μαριγούλα πέθανε επιτόπου. Και δυο παιδιά του Μασμανίδη, και ο άντρας και η νύφη τους. Συνολικά 4 νεκροί από την οικογένειά τους.
-Τα είχαν στην Αγία Αικατερίνη.
-Όλα στη σειρά. Έξι παιδιά.
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:
Οι γονείς της Καλούδας:
πατέρας: Γιώργος Στύλος του Βασιλείου ("Κουντουγιώρς"),
μητέρα: Φωτεινή Μήτσιου του Νικολάου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου