Στα παλιότερα χρόνια, ζυμωμένος ο κόσμος με γιδοπρόβατα και μαντριά, φυσικό ήταν να δημιουργήσει ένα δικό του τρόπο ζωής. Μια ζωή σύμφωνη κι αρμονική προς το κελάηδημα των πουλιών και του λόγγου τις ομορφιές.
Κουβέντα στην κουβέντα (1982), ο μπάρμπα Διονύσης Στύλος, αλλιώς «Τσιακμάκης», έφερε στο νου παλιά περιστατικά της Σκοτίνας του κάτω Ολύμπου. Το σπουδαιότερο, δεν μπορεί να λησμονήσει τον καημό για την απώλεια του τραγιού («σφάξαν του τραΐ»). Αυτά, σε συνδυασμό με το γλαφυρό ιδίωμα του τόπου, ακούγονται πολύ ευχάριστα στα αυτιά μας.
ΙΔΙΩΜΑ: Για πρώτην βουλά που γίγκα τζιουμπάνους ήταν το 1917. Μι’ αγόρασι ι πατέραζ μ’ δώδικα γίδις απ’ του Μιχαήλ του Γιρμπχαλό. Κι αγόρασαν κι ένα τραΐ μπάλιου για τζ δώδικα τζ γίδις. Τς αγόρασαν απού δουδικάμσ’ δραχμές τη μια. Ιγώ τζ βουσκούσα ‘που κάτ’ απ’ ν’ Αγία Τριάδα. Ικεί, στου χουράφ’ τ’ Καραγιαννίδη σ’ ν’ άκρια άναψα φουτιά. Κρύου, χειμώνας. Πουλύ κρύου κι έκουψα κλαρίδια για να φαν οι γίδις πουρνάρια. ΄Ηφιρι κι ι Κουντουγιώρς καμιά δικαριά γίδις κι μι λέ’:
-Ιγώ θα φύγου κι θα πάνου στου σπίτ’. Βάστα κι τα θκά μ’. ΄Αμα τα μά’ εις τα δικά σ’, φέρτα κι τα θκά μ’.
-Θα σι τα φέρου.
Του τραΐ του είχαν δυο κυπριούλια βαλμένου. Αυτό μπήκι παραμέσα στ’ αρμάν’ κι βουσκούσι ουδ’ ικεί. Κι ιγώ είχα φουτιά αναμμέν’. Είχα γρουνίσιου κρέις κι ένα λουκάνκου. Το 'ψινα.
Καμιά φουρά ήρθι ι Γιάντζ ι Μαλλιάρας -μακαρίτς κι αυτός-, ήρθι κι ι πατέρας σου, ι παπάς. Ιτότι ήταν πιδί.
-Καλημέρα, μι λέ’.
-Καλημέρα, τι κάντζ ιδώ;
-Έχς ψουμί;
-Ψένουμι του κρέις, ψένουμι κι του λουκάνκου.
Μι του τρών’ καλά, παίρ’ ι Γιάντζ Μαλλιάρας μια φυλλούδα ψουμί, παίρ’ κι του μσο λουκάνκου. ΄Υστιρα πααίν’ μέσα στ’ αρμάν’ να κόψ’ σκούπα για τα κατσίκια τς. Ι ‘Πουστόλς ι Καλιαμπός κάθουνταν μι τιμένα. Μ’ ήλιγι μασλάτχια. Ι Γιάντζ ι Μαλλιάρας πααίν’ στ’ αρμάν’, τσακών’ του τραΐ κι του σφάζ’. Του κόβ’ κι του κριμνάει σ’ έναν κέδρουν. Του ξισκοίλιασι, έβγαλι τα τζέρια απού μέσα, τα κλούριασι κι τάβαλι μέσα στου γκόρφου. Πήρι κι έναν ώμουν σκούπα απού ‘κεί κι έφυγι. Τουν άκουσα να φουνάζ’ τουν Απουστόλ του Γκαλιαμπό:
-Ώ Πουστόλ’, ώ Πουστόλ’!
-΄Οι.
-΄Αντι, αρά, δεν έρχισι;
ΚΟΙΝΗ: Για πρώτη φορά που έγινα τσοπάνης ήταν το 1917. Μου αγόρασε ο πατέρας μου δώδεκα γίδες από τον Μιχάλη Γερομιχαλό. Επιπλέον αγόρασαν κι ένα τραγί για τις δώδεκα γίδες. Το τραγί αυτό είχε γκριζωπό κούτελο (μπάλιο). Τις γίδες τις αγόρασαν προς δωδεκάμισι δραχμές τη μια. Εγώ τις βοσκούσα στην τοποθεσία που βρίσκεται ακριβώς στην κάτω πλευρά της Αγίας Τριάδας (εξωκκλήσι στην Κάτω Σκοτίνα). Εκεί, στην άκρια από το χωράφι του Καραγιαννίδη άναψα φωτιά. Κρύο, χειμώνας. Πολύ κρύο κι αναγκάστηκα ν’ ανάψω φωτιά χρησιμοποιώντας τα μικρά κλαδιά, τα οποία έκοψα με κύριο σκοπό να φάνε οι γίδες πουρνάρι. ΄Εφερε και ο Κοντογιώργης ( Γ. Στύλος) καμιά δεκαριά γίδες εκεί, κοντά σε μένα και μου λέει:
-Εγώ θα φύγω και θα πάω στο σπίτι. Κράτησε και τα δικά μου ζωντανά. Όταν έρθει η ώρα να συμμαζέψεις τα δικά σου, φέρε και τα δικά μου.
-Θα σου τα φέρω.
Εγώ είχα κρεμάσει στο λαιμό του τραγιού δυο μικρά κυπριά (κουδουνάκια). Το τραγί, εντωμεταξύ, χώθηκε μέσα στα χαμόκλαδα και βοσκούσε εκεί μέσα. Και εγώ ετοίμασα φωτιά. Μαζί μου είχα χοιρινό κρέας και ένα λουκάνικο. Το έψηνα.
Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο Γιάννης Μαλλιάρας -μακαρίτης κι αυτός-. Ζύγωσε και ο πατέρας σου, που τώρα είναι παπάς. Τότε ήταν παιδαρέλι.
-Καλημέρα, μου λέει.
-Καλημέρα, τι γυρεύεις εδώ;
-΄Εχεις ψωμί;
-Ψήνουμε το κρέας, ψήνουμε και το λουκάνικο.
Αφού φάγανε καλά, ο Γιάννης Μαλλιάρας κόβει μια φέτα ψωμί, παίρνει και το μισό λουκάνικο. Ύστερα χώνεται μέσα στο αρμάνι για να κόψει σκούπες, κλαδιά, για τα κατσίκια τους. Ο Αποστόλης ο Καλιαμπός παρέμεινε κοντά μου. Το ρίξαμε στο κουβεντολόι. Ο Γιάννης Μαλλιάρας πήγε στο αρμάνι, πιάνει το τραγί και το σφάζει. Μου το σφάζει και το κρεμάει σε ένα μεγάλο κέδρο. Του ’βγαλε τις κοιλιές, βγάζει τα εντόσθια από μέσα, τα τύλιξε και τα έχωσε μέσα στον κόρφο του. Πήρε και μια αγκαλιά κλαδί (σκούπα) από ‘κει και έφυγε. Τον άκουσα να φωνάζει τον Αποστόλη τον Καλιαμπό:
-΄Ω Αποστόλη, ώ Αποστόλη!
-Ορίστε.
-Κάνε γρήγορα, μωρέ. ΄Ελα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου