Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Εμφύλιος: Μόρνα

Ανταρτόπληκτοι

Η Ελένη Βαστάζου (1930-2011), σύζυγος του Γιώργου Στέφου, μου δίνει συνέντευξη και μιλάει για τα χρόνια του Εμφυλίου. Η συνέντευξη γίνεται τα Χριστούγεννα του 1999 στα Φωτεινά Πιερίας. Θυμάται τον Αύγουστο του 1947, τη «μαύρη» αναχώρηση των κατοίκων της Μόρνας με προορισμό την Περίσταση Κατερίνης:
         
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Ήταν Αύγουστος 1947. ΄Ημαν στου χουράφ’. Κουβαλούσα διμάτχια φουρτουμέν’. Ζ τζ Γούρνις, στα Λιφτουκαρούλια. Τα Λιφτουκαρούλια είνι σ’ τς Πέντι πύργ’ απού κάτ’. Τα διμάτια τα κατιβάζουμι χαμπλά, που ήταν τ’ αλών’ να τ’ αλουνίσουμι  μι τα ζώα, μι τα μπλάργια. Κι βγήκι η Τζάνα, που λέμι, η Αλιξάντρα τς θειά τς Ανθούλα στου Γκάρπινου, κι φουνάζ’: «Ω,  θειάτσα Γιάννινα! Ω μάνα! Ιλάτι κάτ’, βρε, φέγ’ του χουργιό».
Κι κατιβαίνουμι, κι έρχουμέστι στου χουργιό κι ανιβαίνουμι στ’ αυτουκίνητα, κατιβαίνουμι ζ Μπιρίσταση. Είχαμι κι τ’ λιχώνα, τ’ Χρυσούλα ντ Κυπαρισάτκ’.  Μπρουστά ζ γκαρότσα. Ντ Βαγγέλ’ τ’ Πίτσια γναίκα. Ιμείς απάν ζ γκαρότσα. Ικεί μας άφσαν στου σχουλείου τς Πιριστάσιως. Ικεί έμεινάμι, δε θυμάμι, για πόσις μέρις. Πουλύς κόζμους.
          -Ποιο δρόμο ακολούθησε το αυτοκίνητο;
-Απού τ’ Μόρνα, απ’ του ιργουστάσιου, στ’ Κατανά, απού κεί στου Σύνουρου, απού κεί ζ ντ Βρυσούλα, στου Καναβουτόπ’, σ’ τ’ Χαλικιά, στου Μπαλιζιάζιακου, στου Σταυρό, ζ Γκουπρισιά, σ’ τ’ Στινούρα κι κατέφκαμι στου Είκουσ’ χιλιόμιτρου κι κατέφκαμι ζ Γκατιρίν’ -πού να ξέρουμι ιμείς απού Κατιρίν’- κι μας πήγαν ζ Μπιρίσταση. Μι του στρατού τα τζέμς.
          Ικεί είδα κόζμουν κι ντουνιάν. ΄Ασι τώρα να σι πώ, συμπέθιρι. ΄Ηταν ι ξάδιρφόζ μ’. Κι είχαν χαλάσ’ τα σκφούνια, που τα’ λιγάμι ‘μείς. Χάλασαν απού κάτ’ οι πατούνις κι του απού παν που ήταν στου πόδ’ γυρνούσι πίσου, «φρουστ, φρουστ» σήκουνι κουνιαρχτό σιαπάν. Πού να τα βρούμι τα παπούτσια. Ξιπόλτ’ ήματαν όλ’.
          -Τι ώρα φτάσατε στην Περίσταση;
-Κατά η ώρα 4. Μας πήγαν στου σχουλείου. Δεν είχαμι νιρό να πχιούμι. Μια γναίκα θκη μας, η Κυπαρισσού, πααίν’ σι έναν ικεί  για να πάρ’ νιρό. Δε μας έδουνι. «Να πάτι στου ντόπου σας να πάρτι» (*).  Τέλους πάντουν μι τα χίλια βάσανα μας έδουσαν. Κι αυτό ήταν  τουλούμπα. Ιμείς πού ήξιρνάμι ντουλούμπα.
          -Στο σχολείο πώς κοιμόσασταν;
-Ε, γιλαδαριά,  όπους ήταν τα ζώα. Ήρθαμι όλ’ μαζί. Στρατός κι οπλίτες.
          Στ’ Στινούρα έβαναν (δηλ.  πυροβολούσαν οι αντάρτες). Πάν’ οι άντρις μι τ’ αυτουκίνητα να ‘ρθεί κι τ’ αλλου του  γυνικόπιδου κάτ’. ΄Ε πήγαν απάν’ στου χουργιό, φόρτουσαν.  Φόρτουσαν οι θκοί μας. Οι αντάρτις όμως τς πιρίμιναν απέναντι. Τς βάναν απ’ τα Μσουράχια, απέναντι ‘π’ του Μπαλιζιάζιακου. Τς έβαναν  απού ‘κεί. Η Παπανώτινα, η Αθηνά έπισι απ’ του αυτουκίνητου κι έσπασι του χέρ’. Τ’ φέρν’ ιδώ ζ Μπιρίστασ’ κι μιτά μπήγαν σ’ τ’ Σαλουνίκ’. Κι ν’ έβαλαν γύψου. Κι ιμείς ήμασταν τρεις οικουγένιις. Κάθουμάσταν στου σπίτ’ ντ Μπαλάσ’. Μια οικουγένεια ιμείς, ι θείους ι Τάσιους δυο, η θεια η Γιάννου τρεις. Τρεις οικουγένειις, απού μια κάμαρη ι ένας.

ΚΟΙΝΗ. Ήταν Αύγουστος του 1947. Βρισκόμουνα στο χωράφι. Φορτωμένη κουβαλούσα δεμάτια. Στην τοποθεσία «Γούρνες», στα Λεφτοκαρούλια. Τα Λεφτοκαρούλια βρίσκονται ακριβώς κάτω από τους Πέντε Πύργους. Τα δεμάτια τα κατεβάζαμε κάτω για να τα αλωνίσουμε στο αλώνι με τα ζώα, τα μουλάρια. Εκεί εμφανίστηκε η Αλεξάντρα της θειας Ανθούλας, που τη λέμε Ζάνα, η οποία άρχισε να φωνάζει: «Ώ θεια Γιάννινα, ώ μάνα! Ελάτε, μωρέ, κάτω. Το χωριό φεύγει.
Και κατεβαίνουμε και ερχόμαστε στο χωριό, ανεβαίνουμε στα αυτοκίνητα, Μας κατεβάζουν στην Περίσταση. Μαζί μας είχαμε και τη λεχώνα, τη Χρυσούλα του Κυπαρίση. Αυτή, δηλαδή η γυναίκα του Βαγγέλη Πίτσια καθότανε μπροστά. Εμείς ανεβήκαμε πάνω στην καρότσα. Μας βάλανε στο σχολείο της Περίστασης. Εκεί μας τακτοποίησαν δε θυμάμαι για πόσες μέρες. Πάντως ήμασταν πάρα πολλοί.
-Ποιο δρόμο ακολούθησε το αυτοκίνητο;
-Από τη Μόρνα κατεβαίνουμε στο εργοστάσιο ξυλείας, κατευθυνόμαστε προς το κτήμα του Κατανά, από εκεί τραβάμε για το Σύνορο και στη συνέχεια στη Βρυσούλα, στο Καναβουτόπι, στου Χαλικιά, στον Παλιοζιάζιακο, στο Σταυρό, στην Κοπρισιά, στη Στενούρα και από εκεί κατεβήκαμε στο Είκοσι (20ό χιλμ). Ύστερα προχωράμε προς Κατερίνη -πού να ξέρουμε εμείς από Κατερίνη- και μας οδήγησαν στην Περίσταση με τα τζέιμς του στρατού.
Εκεί αντικρύσαμε παράξενα πράγματα. Πρόσεχέ με, συμπέθερε, να τα πάρω με τη σειρά: Κοντά μας κατοικούσε ο ξάδερφός μου. Του κακόμοιρου είχαν σχιστεί τα σκοφούνια. Έτσι λέγαμε τις χοντρές μάλλινες κάλτσες. Συγκεκριμένα χαλάσανε οι από κάτω πατούσες και το επάνω μέρος της κάλτσας στρέφονταν προς το πίσω του ποδιού. “Φρουστ,  φρουστ” σήκωνε κορνιαχτό προς τα πάνω . Πού να βρούμι παπούτσια. Όλοι περπατούσαμε ξυπόλυτοι.
          -Τι ώρα φτάσατε στην Περίσταση;
Κατά τις 4 το απόγεμα. Μας μαντρώσανε στο σχολείο. Δεν υπήρχε νερό για να πιούμε. Μια συγχωριανή μας πήγε σε κάποιον προς τα πέρα να ζητήσει νερό. Δε μας έδινε. Μας έλεγε: "να πάτε στον τόπο σας να πάρετε νερό". Τέλος πάντων, με χίλια παρακάλια μας δώσανε νερό. Το νερό τους το βγάλαμε από τουλούμπα. Εμείς δεν είχαμε ιδέα από τουλούμπες.
          -Στο σχολείο πώς κοιμόσασταν;
-Ε, σαν το κοπάδι από γελάδια. Σαν τα ζώα. Βέβαια, όπως σου τα λέω. Όλοι ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Στρατός και οπλίτες. 
          Όταν φτάσαμε στη Στενούρα, οι αντάρτες άρχισαν να πυροβολούν. Οι άντρες επέστρεψαν με τα αυτοκίνητα για να φέρουν και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα εδώ κάτω. Πήγαν πάνω στο χωριό, φόρτωσαν ξανά. Φόρτωσαν οι δικοί μας, οι χωριανοί. Οι αντάρτες, όμως, στήσανε καρτέρι απέναντι από το χωριό. Τους πυροβολούσαν από τα Μισοράχια, απέναντι από τον Παλιζιάζιακο. Τους πυροβολούσαν από εκεί. Η Παπανώτινα, η Αθηνά, έπεσε από το αυτοκίνητο και έσπασε το χέρι. Τη φέρνουν εδώ στην Περίσταση και στη συνέχεια τη μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη. Βάλανε το χέρι στο γύψο. Εμείς κατοικούσαμε τρεις οικογένειες μαζί. Στο σπίτι αυτό που μας τακτοποίησαν. Στου Μπαλάση. Ήμασταν, εμείς μία οικογένεια, ο θείος ο Τάσος δύο, η θεία Γιάννω τρεις. Τρεις οικογένειες, από μια κάμαρη ο ένας.
----------
* Η αλήθεια είναι πως στην αρχή μερικοί κάτοικοι της Περίστασης τρόμαξαν, καθώς αντίκρυσαν μια ταλαιπωρημένη μάζα, ένα λαό από άλλο κόσμο φερμένο. Από τη Μόρνα κουβαλήσαμε  όλα τα ζωντανά (πρόβατα, γίδια, γελάδια, γουρούνια…) και  οι άνθρωποι απορούσαν.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ήμασταν τυχεροί, γιατί στην Περίσταση Κατερίνης βρήκαμε άλλη κουλτούρα, που παραπέμπει στον πολιτισμό της παλιάς Περίστασης (της Θράκης). Η δικιά μου οικογένεια φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Θανάση και Παναγιώτας Κουτσουμπέα. Στα τρία χρόνια προσφυγιάς ζήσαμε με τα παιδιά τους μονιασμένα και ευχάριστα. Γι’ αυτό με συγκίνηση τους αναφέρω κατ’ όνομα (Νίκος, Κούλα, Γιάννης, Μαίρη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου