Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Εμφύλιος: Τρεμούλα κακιά

 
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

          Η Χρυσούλα Μητσιάνη του Θωμά, σύζυγος του Θανάση Δάμπλια του Διονύση από τη Σκοτίνα Πιερίας, θυμάται τον Εμφύλιο και την ταραχή που έπαθε με τους αντάρτες της περιοχής. Η ίδια μιλάει για  την «κακιά τρεμούλα»  του Απρίλη του 1948. Η συνέντευξη γίνεται το καλοκαίρι του 2011 στο σπίτι της στη Σκοτίνα:

ΙΔΙΩΜΑ: Τι να προυτουθυμθώ. Να θυμθώ που έρχουνταν στου σπίτι μας ιδώ κι έψαχναν να βρουν του μπατέρα μ’ να του μπάρν, να τουν σφάξν. Πριν να φύγουμι για Λεπτοκαρυά γινόταν αυτά (Απρίλης 1948). Μπήκαν μέσα στου σπίτ’. Πιντέξ, άγριοι, αγριεμέν’. Του σπίτι μας είχι νταβάν’.  Σανίδια μόν’ είχι ριγμένα. Ούτι φώτα ήταν ιτότι. Μι τ’ λάμπα, ντ γκαζόλαμπα μέσα του βράδ’. Κι λέ’ ένας αντάρτς τ’ μάνα μ’: «Κυρία μου, υπάρχει νταβάνι»;
Ι πατέραζ μ’ ήταν κρυμμένους ψηλά στα σανίδια. Κρυμμένους να μη τουν βρουν κι του μπάρν. Είχι κάτ’ σανίδια κι έβαναν φρούτα, μήλα…Κι ανέφκι ψλά στου νταβάν’ ο μπαμπάζ μ’ να πιράζν αυτοί, να φύγν κι να πααίν να κρυφτεί όξου σ’ τς καλύβις. Μέσ’ στα χορτάρια κοιμόταν.
(Ο αντάρτης) έτσ’ πως έκανι ν’ ανιβεί στου νταβάν’, σήκουσι τ’ λάμπα. Ζήφσι, ευτυχώς. Άμα δε ζβούσι, θα τουν έπιανι, θα τουν έπιρνι, θα τουν ήλιγι «κατέβα κάτου». Είχι τ’ λάμπα ο αντάρτς κι ανέφκι ψλα κι λέ’ τ’ μάνα μ’: «πού τουν έχς κρυμμένουν»; «Δεν είντους ιδώ», λέ, «είντους όξου μι του ζώου, πήγι να βουσκήσ’ του ζώου κι έκατσι κι αυτός ικεί».» «Που τουν έχς κρυμμένουν, κυρία μου, να του μπάρουμι»; Κάν’ να δει του νταβάν’. Ι μπαμπάζ μ’ ψηλά, κουκουρδάκ’, μαζιμένους κουβάρ’. Λούφαζι στου νταβάν’ ψηλά. Αφού δε ντουν βρήκαν, έφυγαν. «Ψουμί, κυρία μου», να λεν τη μάνα. «Ψουμί». Ό, τ’ ζήμουνι η μάνα το ‘πιρναν. Η μάνα μ’ ήλιγι: «Άσι λίγου ψουμί για τα πιδιά». «Θα ζμώσ’ άλλου ισύ». Δεν άφηναν τίπουτα στου σπίτ’.
          -Αυτοί ήταν ξένοι;
        -Ξέν’, σκλιά λυσσιάρκα. Ιμείς δεν είχαμι αντάρτ’ χουριανό. Ι μπαμπάζ μ’ πάει να φάει μια χαψιά ψουμί». Τουν έβανι η μάνα μ’ να φάει κι ιγώ φύλαγα κι άμα δω να κατιβαίν’ να τρέξου να πω «φύγι, έρχουντι».   Ειδοποιούσα κι ο μπαμπάς σφαίρα μέσα στου χουρτάρ’. Τα θυμούμι, ας ήμαν μικρή. Από μικρός θυμάσι.

ΚΟΙΝΗ:  Τι να πρωτοθυμηθώ! Να θυμηθώ που μπαίνανε στο σπίτι μας εδώ και ψάχνανε να βρουν τον πατέρα μου για να τον συλλάβουν, να τον εκτελέσουν! Αυτά γινότανε πριν φύγουμε για Λεπτοκαρυά στον Εμφύλιο, στον Απρίλη του ’48. Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Πεντέξι, άγριοι, πολύ άγριοι. Το σπίτι μας είχε νταβάνι και επάνω ήταν ριγμένα σανίδια (και μόνο). Ούτε φωτισμός υπήρχε τότε. Τα βράδια χρησιμοποιούσαμε τη λάμπα, γκαζόλαμπα. Λέει ένας αντάρτης: «Κυρία μου, υπάρχει εδώ ταβάνι»;
Ο πατέρας μου κρατάει απόλυτη σιγή. Ήταν κρυμμένος πάνω στα σανίδια. Φρόντισε να κρυφτεί για να μην τον αντιληφτούν και  τον συλλάβουν. Το ταβάνι είχε μερικά σανίδια για να διατηρούν εκεί διάφορα φρούτα, μήλα κλπ. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να ανεβεί πάνω στο νταβάνι ώσπου να περάσει ο κίνδυνος, να προσπεράσουν οι αντάρτες. Κι όταν απομακρυνθούν αυτοί, να τρέξει, να κρυφτεί έξω στις καλύβες. Άλλωστε συνήθιζε να κοιμάται ανάμεσα στα χορτάρια.
Ο αντάρτης καθώς επιχειρούσε να ανεβεί στο νταβάνι, σήκωσε τη λάμπα. Ευτυχώς η λάμπα έσβησε. Αν δεν έσβηνε  θα τον έπιανε, θα τον συλλάμβανε. Θα του έλεγε «κατέβα κάτω». «Όπως κρατούσε τη λάμπα ο αντάρτης και, ανεβαίνοντας προς τα πάνω, λέει στη μάνα μου: «Που τον έχεις κρυμμένο; «Δεν είναι εδώ», απαντάει η μάνα. «Πήγε με το μουλάρι να το βοσκήσει έξω από το χωριό κι έμεινε κι αυτός εκεί». «Που τον έχεις κρυμμένο, κυρά μου, να πάμε να τον συλλάβουμε». Ο αντάρτης σήκωσε τα μάτια του προς το νταβάνι, ενώ ο πατέρας μου ήτανε ψηλά, καθισμένος ανακούκουρδα, μαζεμένος σαν κουβάρι. Λούφαζε στο ντιβάνι ψηλά. Αυτοί, αφού δεν τον βρήκαν, φύγανε. Ζητούσαν από τη μάνα μου ψωμί. «Ψωμί, κυρά μου». Ό,τι ζύμωνε η μάνα μου, αυτοί το αρπάζανε. Τους παρακαλούσε η μάνα: «Αφήστε λίγο ψωμί για τα παιδιά». «Θα ζυμώσεις άλλο εσύ», απαντούσαν αυτοί. Δεν αφήνανε τίποτα στο σπίτι. 
          -Αυτοί ήταν ξένοι;
          -Ξένοι. Σκυλιά λυσσασμένα. Το χωριό μας δεν έβγαλε αντάρτες. Ο πατέρας μου πήγε στο σπίτι για να τσιμπήσει κάτι για κολατσιό. Η μάνα μου ετοίμαζε το φαγητό κι εγώ φύλαγα μήπως αντιληφθώ κάτι και να πω «φύγε, έρχονται». Ειδοποιούσα και ο πατέρας μου έτρεχε σαν τη σφαίρα και κρύβονταν στα χόρτα. Τα θυμάμαι καλά κι ας ήμουνα μικρή. Γεγονότα μικρής ηλικίας τα θυμάσαι εύκολα.
----------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σε ανύποπτο χρόνο ρωτάω τη Χρυσούλα: «Έφταιξε σε τίποτα ο μπαμπάς σου και έγιναν όλα αυτά»; Και εκείνη:: «Γιάννη, ψάχνανε να βρούνε τουφέκια ή άλλα πράματα. Γιατί τότε πολλοί υπηρετούσαν στο χωριό σαν Μάυδες». 
----------
ΕΙΚΟΝΕΣ:


                                      Ο πατέρας της Χρυσούλας Θωμάς Μητσιάνης
                                                                         (Πολυχρός)

                                                
                                                     Η μητέρα της Χρυσούλας Γλυκερία



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου