«Μαλάρια,
μαλάρια. Γκουτ-γκουτ»
Η αφήγηση της Βαγγελιώς παρατίθεται όπως ακούστηκε:
Ήρθαν
Γιρμανοί
στου Λιτόχωρου. Ιγώ ήμαν μέσ’ στου σπίτ’. Ήταν μικρό κι ένα χαϊάτ’ μι σίδηρα
στα παραθύρια. Ιγώ τηρούσα ‘π’ του παραθύρ’. Να τρέμου σαν του ψάρ’. Τέλος
πάντων, πλάιασάμι να κοιμθούμι (πλαγιάσαμε για
ύπνο). Αυτοί να χτυπούν μπόρτα μι
κλουτσιές (να βαράνε την πόρτα με
κλωτσιές). Ένας άναβι του σπαρματσέτου
κι άναβι στου παραθύρ’ κηριά.
Έρχουντι, μπαίν’ μέσα κι μι
παίρν’. Δυο Γιρμανοί ψηλοί, ψηλοί. Ιμένα μ’ έπιασι φόβους. Μικρό κουρίτσ’ ήμαν,
15 χρόνια είχα τότι. Μας παίρν’ κι μας παν στου στρατόπιδου. Μ’ αφήν’ μέσ’ στου
δρόμου. Μ’ άφσαν ικεί για να παν να μαζέψν κι άλλ’ (να συλλάβουν κι άλλους). Πααίν πέρα στου μπαΐρ’, τς Φήνινας του μπαΐρ’. ΄Υστιρα
πάηναν...τς Βάρινας. Γλέπου ιγώ να φέγ’ ένας Γιρμανός. Τρυπών σ’ ένα σπίτ’.
Φέγ’ κι άλλους, τρυπών’ σ’ άλλου σπίτ’. Ιγώ τότι, όπους στέκουμαν μέσ’ στ’ μέσ’
απ’ του δρόμου, είπα:
-Τι
στέκουμι ιγώ ιδώ; Δεν κόβου πέρα να φύγου;
Κι
κόβου κάτ’ κι πααίνου σι μια γειτόνσα, ζ Γκυπαρσού. Είχι κι αυτή φαμπλιά, κουρίτσια
κι πιδιά. Μι μια φιλινάδα μ’ μαζί πάμι ικεί κι ντ βρίσκου μέσα. Αυτή τς είχι
βάλ’ να φάν’. Παπάρα μι τραχανά. Μέσα είχι κι λίγου τυρί. Έτρουγι όλ’ η
φαμπλιά. Τα πρώιβι (ετοίμαζε το
πρωινό). Πάνου ιγώ λαχταρζμέν’ (πάω κι εγώ λαχταρισμένη):
-Τι
μωρ’, τι έπαθις;
-Αχ!
Μ’ έπιασαν οι Γιρμανοί κι τς έφυγα.
-Πού
τς έφυγις;
-Να!
Πήγαν μέσα στ’ μανιά ντ Ντραγάτινα να πάρν’ άλλ’ κι ιγώ κουντουστάθκα λίγου κι
είπα: «Δε μπάνου λίγου στ’ θεια Κυπαρίσινα να τρυπώσου»;
Ούλ’
μαζί έκατσάμι γύρου στου σουφρά κι έτρουγάμι. Εντωμεταξύ είχι κι ένα πιδί 17
χρονών, Αντρουκλής
Θέρλιας.
Τουν είπι η μανιά:
-Άϊ, να σι βάλου ισένα ικεί
ζντ γουνιά (άντε, εσύ να στέκεσαι σε
κείνη τη γωνία).
Τουν
έβαλι ζ ντ γουνιά. Τουν έριξι ένα μαντήλ’ στου κιφάλ’, έβαλι κι μια εικόνα στου
παραθύρ’ ότι τάχα είνι άρρουστους. Άμα δουν ότι είνι άρρουστου του πιδί δε θα
του πάρν οι Γιρμανοί (του κόλπου). Τουν σκέπασι κι μι μια προυκόβα (τον σκέπασε με μια χοντρή βελέντζα).
Καμιά
φουρά έρχουντι οι Γιρμανοί μέσα. Αυτοί που μι πήραν ιμένα (αυτοί που συλλάβανε εμένα).
Ήμασταν
όλ’ γύρου ζ ντ μπαρστιά (καθόμασταν όλοι γύρω στο τζάκι). Έτρουγάμι. Μι λέ’ η μανιά:
-Σκύψι
αυτούια κι τρώι (σκύψε και τρώγε).
Εντωμεταξύ,
η μανιά αυτήν πουνηριά. Η άντρας τς ήταν τζιουμπάνους. Είχι πρόβατα. Σ’ ν’
άκρια τζ γραμμές (του τρένου) μάζουνι τα περιοδικά που
πιτούσαν οι Γιρμανοί, έκουβι τς φυτουγραφίις κι τς πήγινι σπίτ’. Έβγαζι τ’
άλλου, τ’ ακουλνούσι (κόλλαγε τη
φωτογραφία). Αυτό το ‘καμι μόλις ήρθαν
οι Γιρμανοί για να μη μπειράξν (Και ο λόγος γνωστός: για να μην
ενοχλήσουν).
Μόλις μπαίν’ οι Γιρμανοί
μέσ’ στου σπίτ’, μας γλέπν έτρουγάμι. Του πιδί ξαπλουμένου καταή.
Η
μανιά τς λέει: «Μαλάρια, μαλάρια» (άρρωστος).
-Α!
γκουτ, γκουτ, γκουτ.
Αυτοί
είδαν τς φουτουγραφίις γύρου-γύρου, χάρκαν κι σκώθκαν κι έφυγαν.
Ιγώ
έτρουγα τραχανά. Ούτι μι γνώρσαν, ούτι μι ξέρν (Ούτε με γνώρισαν, ούτε πρόκειται να με
γνωρίσουν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου