Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Κατοχή: Γιώργος Οικονόμου




          Ο Γιώργος Οικονόμου «τ’ παπά Λιουνίδα» μου δίνει συνέντευξη (17 Νοέμβρη 1981) στο σπίτι του στην Τριανδρία Θεσσαλονίκης. Παραθέτω αυτούσια μερικές ενθυμήσεις του  από τα χρόνια της Κατοχής στην Άνω Σκοτίνα Πιερίας:

1. ΣΚΟΤΙΝΑ, τιφεκισμός παρά τρίχα

ΙΔΙΩΜΑ: Πηγαίνου ιγώ κα του Συντριβάν’ του σπίτ’, τραβώ κατά πέρα, γυρίζουμι κα του Ντημουπλιάτκου. Ήταν πολύς κόσμος ψηλά. Πήγαμι μι του Γιρμανό σιακεί. Αυτός μ’ απαράτσι ιμένα κι πήγι ζ μπόρτα κάτω κι αρχίντζι να χτυπάει. Απού πάν’ τα παράθυρα. Μόλις τουν είδαν κόζμους, τραβήθκαν μέσα απού τα παράθυρα για να μη φαίνουνται. Χτυπάει, χτυπάει, πού να σπάσ’ η πόρτα. Είχι στυλώματα. Όχ’ κλουτσιές, αλλά κι κανόν’ να έβαζις’ δε θα ντ’ γκριμούσι. Αφού είδι τα ζόρια, που δεν ανοίγ’, γύρσι κατά κάτ’. Ιγώ γυρίζω κι πάω προς το Τσιουρβάτκο το σπίτ’. Κι τουν παρακολουθώ τώρα τι κάν’. Αυτός δε μι πήρι χαμπάρ’ ιμένα πο ’φυγα. Γιατί χτυπούσι την πόρτα. Τώρα τουν βλέπω εγώ μι του πιστόλ’ να πααίν’ σιαπέρα. Κάθιτι στη βρύσ’. Στου Χασαπλιό. Ικείν’ ν’ ώρα η Καλούδα τ’ Αγγέλ’ έπιρνι νιρό. Απ’ τα νεύρα τ’  ι Γιρμανός γκάν’ μια φουρά "ου. . . ". Τρόμαξι η γυναίκα. Ιγώ από μακριά τον παρακολουθώ πού θα πααίν’. Ανέφκι στα Παπαχριστάθκα. Κι ’κεί τα ίδια. Πόρτες, αμπάρες. Πού να σπάσουν. 

Κάν’ προς τα κει’ δε ντουν ανοίγουν. Κάν’ προς τα Γκριμουράτκα, βρήκι κάτ’  κουτούλια, κότις. Κι άρχισι να ρίχν’ μι του πιστόλ’. Ιγώ έφυγα ’που κει, πάου στου σπίτ’. Μιτά φουβούμαν να βγω όξου. Ήθιλα να φύγου. Αυτοί άφσαν τα πολυβόλα ικεί όξου ’π’ του σπίτι μ’. Φουβόμαν μήπους μι δει. Ήθιλι να μι τφικίσ’ ικεί στου Μπλάτανου.

ΚΟΙΝΗ: Ξεκινάω με κατεύθυνση το σπίτι του Συντριβάνη, ύστερα τραβάω προς τα πέρα και στη συνέχεια, μαζί με το Γερμανό, επιστρέφουμε προς το σπίτι το ψηλό της Ντημόπλινας, του Πλεξίδα, που λέμε. Πάνω στο σπίτι πολύς κόσμος. Παρέα με μένα ο Γερμανός. Για μια στιγμή ο Γερμανός  αφήνει εμένα ελεύθερο. Κατευθύνεται προς την πόρτα του ψηλού σπιτιού κι αρχίζει να χτυπάει επίμονα την πόρτα. Πάνω από αυτόν ήταν τα ψηλά παράθυρα του μπαλκονιού. Μόλις αντίκρισαν τον Γερμανό ο κόσμος, απομακρύνονται από τα παράθυρα για να μη δίνουν στόχο. Εξακολουθεί να χτυπάει και να ξαναχτυπάει την πόρτα. Επιδίωκε να τη σπάσει. Αλλά πού να σπάσει τέτοια πόρτα, η οποία από μέσα είχε γερά στηρίγματα. Όχι κλωτσιές, αλλά και κανόνι να χρησιμοποιούσες, η πόρτα δε θα χαλούσε. Γερή πόρτα. Αφού διαπίστωσε ότι δεν ανοίγει, έφυγε προς τα κάτω. Εγώ πάω προς το σπίτι του Τσιούρβα-Καρκαφίρη. Καθώς πήγαινα προς το σπίτι αυτό, παρακολουθούσα το Γερμανό για τις περαιτέρω ενέργειές του. Να σημειώσω, ότι αυτός εμένα δεν με αντιλήφθηκε που έφυγα από κοντά του, γιατί επέμενε να χτυπάει την πόρτα της Ντημόπλινας. Τώρα τον βλέπω να τρέχει προς τα πέρα κρατώντας το πιστόλι στο χέρι. Σταματάει στη βρύση, στο Χασαπλιό. Έτυχε εκείνη την ώρα η Καλούδα του Αγγέλη να παίρνει νερό από τη βρύση. Από τα νεύρα του ο Γερμανός την κάνει «ουουου...». Τρόμαξε η γυναίκα. Εγώ από μακριά παρακολουθώ πού θα πηγαίνει. Ανηφόρισε προς το σπίτι του Παπαχρίστου-Σακελλάρη. Κι εκεί συμπεριφέρθηκε κατά τον ίδιο τρόπο. Χτυπούσε πόρτες, αμπάρες. Αλλά πού να σπάσουν!
Κάνει, λοιπόν, προς τα εκεί, δεν τον ανοίγουν. Αναγκάζεται να πάει προς τα μέρη του Γκριμούρα. Συναντάει κάτι πουλάκια, μικρές κότες. Άρχισε να ρίχνει πιστολιές. Τρέχω εγώ, φεύγω απ, εκεί, πάω στο σπίτι μου. Μετά, όμως, κλείστηκα μέσα. φοβόμουνα να βγω έξω. Μέσα μου δημιουργήθηκε το συναίσθημα ότι έπρεπε να φύγω από το σπίτι. Παρατηρώ, στη συνέχεια, ότι οι Γερμανοί άφησαν τα οπλοπολυβόλα έξω από το σπίτι. Έτρεμα μήπως με δει ο Γερμανός. Δεν αποκλείεται ο ίδιος να έφυγε, αλλά εγώ φοβόμουνα, δεν είχα εμπιστοσύνη σε τίποτα. Αυτός ο γερμανός είχε σκοπό να με τουφεκίσει μέσα στην πλατεία.


---------- 
ΕΙΚΟΝΕΣ

Η Καλούδα Αγγέλη πήγε στον Χασαπλιό να πάρει νερό. Οι Γερμανοί την τρομάξανε. Πού να ξέρανε πως αυτή η μαυροφορούσα θρηνούσε τον λατρευτό της άντρα Τάσο Οικονόμου. Πριν λίγο καιρό η Καλούδα έλαβε γράμμα με μαύρη κορδέλα. Το μήνυμα ερχότανε από την Αλβανία και έλεγε ότι ο Τάσος σκοτώθηκε. Ο Τάσος ήταν ο πρώτος αδερφός της οικογένειας του παπά Λεωνίδα (1880-1947). Όλα τα παιδιά ήταν: 1. Τάσος, 2. Διονύσης, 3. Γιώργος,  4. Αφροδίτη, 5. Δημητράκης, 6. Ελένη, 7. Θανάσης, 8. Παναγιώτης



 





Η Ντημόπλινα ήταν κόρη του Ποτιού Πλεξίδα 
και είχε άντρα τον Γιώργο Οικονόμου, αδερφό 
του παπά Λεωνίδα.



                   Μπροστά μας το "Οικονομάτκο" στη "Βασίλα" της Κάτω Σκοτίνας,
             (τα σπίτια των αδερφών Οικονόμου). Το πρώτο του Γιώργου Οικονόμου. 
          Στα δεξιά, ανάμεσα στις πελώριες καστανιάς, κρύβεται η βρύση "Νταλίγκα". 
    Στο βάθος πέρα φαντάζει το Κάστρο του Πλαταμώνα και η θάλασσα του Θερμαϊκού.
                    Η φωτογραφία τραβήχτηκε από το Καλιαμπέικο ("Βασίλα").


                                Το σπίτι του Γιώργου Οικονόμου στην Κάτω Σκοτίνα 
                              ("Νταλίγκα"), όπως φαίνεται από την μπροστινή πλευρά

  

Ο ιστορικός Πλάτανος με την καμπάνα. Διακρίνεται η "κφάλα" (κουφάλα, όπου παίζανε τα πιτσιρίκια του χωριού. Στη 10ετία του '40 ο Θανάσης Οικονόμου του παπά Λεωνίδα (μετέπειτα εφημέριος στον Κολινδρό Πιερίας) κανόνιζε πότε η καμπάνα θα βαράει λυπητερά και πότε χαρμόσυνα.













 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου