Ο Μίχος «τ’ Νικουλή», δηλαδή ο Μιχάλης Γερομιχαλός του
Νικολάου έχει να μας διηγηθεί πολλά από το χώρο της Εθνικής Αντίστασης.
Γεννήθηκε το 1921. Επομένως η «Κατοχή» τον βρίσκει πάνω στο Μάη της ζωής του. Εξαίρετος
στο ήθος, ανήσυχος στη δράση. Μου τα λέει με λεπτομέρεια στη συνέντευξη που δόθηκε
στο σπίτι του στη Σκοτίνα (τοποθεσία «Κοτσέκι») στις 23 Ιουλίου 1996.
Πήγα
αντάρτς (αντάρτης) το ‘44. Υπήρχε εδώ στο
χωριό μια οργάνωση. Και μας είπε "όσοι θέλουν μπορούν να πηγαίνουν".
Θεώρησα καλό να καταταχτώ με τους αντάρτες.
-Γιατί προτίμησες το
αντάρτικο;
-Κοίταξι, Γιάν’. Ένας λόγους είνι που ιδώ
στου χουριό μας είχι
μιρικοί επιτήδειοι. Αυτοί κλέβαν κατσίκια κι τυριά. Του
κουπάδι μ’ υπέφιρι. Κι ιγώ πήρα τα μάτια μ’ κι έφυγα. Άλλους λόγους είνι
να πουλιμήσου τζ Γιρμανοί.
-Ποιοι κλέβανε τα τυριά;
-Οι θκοι μας οι χουριανοί. Δε ντα κλέβαν. Τα
ζητούσαν*.
-Και εσένα σε κακοφάνηκε. Μήπως θυμάσαι πότε
έφυγες;
-Πώς δε
θυμάμαι. Μπροστά τς Αγίας Τριάδος ήταν.
Το’ 44. Πήγαμε στο Καταφί (Καταφύγιο Κοζάνης). Τζ Γιρμανοί πουλιμούσα ιγώ (τους Γερμανούς πολεμούσα εγώ).
-Με τι μέσο πήγες στο Καταφί.
-Μι τα
πόδια.
-Ποιον δρόμο ακολούθησες.
-Λιτόχωρο,
τα ριζά, Βροντού, Μοσχοπόταμο, Μόρνα, Φτέρ’.
-Στο Καταφί ποιον βρήκατε.
-Είχι
εκπαιδευτήριο. Εκπαιδεύουσαν ικεί. Παρουσιαστήκαμε στον καπιτάνιο μέσ’ στου χουργιό.
-Πού ξέρατε εσείς πού να παρουσιαστείτε.
-Είχαμι
απού δώ, π’ ν’ ουργάνωση ένα χαρτί. Μας υποδέχτηκαν. Μας
είπαν, όμως: "Παιδιά κοιτάξτι, μήπως μετανοιώσατε; Ιδώ, ξέρτι,
σκουτώνουντι, κάνουν. . . " «Όχ’, δε μετανοιώσαμε». Κι έμεινα. Μας δώσαν
όπλα.
-Είχε πολλούς εκεί στο Καταφί;
-Μ’
είχι πολλούς. Εκατό, εκατόν πενήντα νεοσύλλεκτοι. . . Χωριστά οι άλλ’. Ικεί
καθίσαμι 10-15 μέρις. Εκπαιδευόμασταν το πρωί στα όπλα. Το χωριό ήταν καμμένο
απ’ τζ Γιρμανοί.
-Μετά;
-Μετά
κάναμι σαμποτάζια στους Γερμανούς. Κατεβαίναμε κι ανατινάζαμε τα τρένα.
Ερχόμασταν ιδώ στις μπρες τς Παντλιμονίτκες. (στην τοποθεσία «Μουριές» του Αγίου Παντελεήμονα). Όλ’ τη νύχτα. . . το
πρωί ξημέρουνάμι’ δω.
-Πες καμιά περίπτωση.
-Ξεκινήσαμε
απ’ το Καταφί. Απού κει στη Φτέρ’, που ‘ταν χαμπλά ο μύλος στη Μόρνα, απ’ κάτ’
τα πλατάνια μι όπλα φουρτουμέν’. Ιγώ, θυμάμι είχα ένα απ’ αυτά τα μιγάλα τα αντιαρματικά για τς μηχανές στα τρένα. Πέντι σφαίρις έπιρναν
μέσα.
-Πόση ώρα κάνατε να ’ρθείτε απ’ εκεί ως εδώ;
-Όλ’ τη
νύχτα. Μέρα δε γκυκλοφορούσαμε, Γιάν’. Μέρα φοβούμασταν. Κάνα βράδ’ μέναμε και
στο Λιτόχωρο, στον Αγιάν’. Λόχος ολόκληρος. Με τα πόδια. Μόνο ένας αξιωματικός
-Ανδρεάδης λεγότανε- αυτός είχε ένα μουλάρ’. Περνούσαμε μέσα απ’ το Λιτόχωρο. Μια
φορά κατεβήκαμε στην απαλνή τη Λεπτοκαρυά κι δω, στο μύλο τ’ Συντριβάν’ κι απ’
αυτού, αν δε μας έπιρνι η νύχτα, δηλ. δεν ξημέρωνε, βγαίναμε καμιά φορά και
στον Παντελεήμονα. Κι αν δεν (ειδεμή, αλλιώς), χαμηλώναμε εδώ κάτου στου Μπαππού (τοποθεσία Παππούς), απού τούτ’ τη μπλευρά
-του ύψωμα στου Κάστριου πού είνι; (στην επάνω πλευρά του Κάστρου) -απ’ του νέου χουριό απού πάνου. Καθόμασταν ικεί, μέσ’ σ’ τς κουμαρές. Βαθιά
χαραή. Είχαμι οπτικούς.
-Τι οπτικούς.
-Φακά. Το οποίον ήταν, ένας φακός
επιπαραδείγματι, μόλις ξεκινούσες απ’ τη
Μόρνα, ήταν ένας φακός στο ύψωμα. Έδουνι σήμα, πότι μπορείς να περά ’ις. Ότι
δεν υπάρχ’ εχθρός κι ξέρου ’γω. Ι άλλους
ι φακός ήταν στη Λεπτοκαρυά. Ο άλλος ήταν σ’ αυτό το μέρος, στο Μπαππού ’π’ σι
λέω (ο
άλλος φακός ήταν στον Παππού που σου λέω). Κι συνιννουϊούμασταν μ’ αυτά.
Μι τους οπτικούς αφνούς. Και βαδίζαμε.
-Θυμάσαι
καμιά ανατίναξη;
-Πως δε θυμάμι. Μια μαναχά; Να εδώ
στις Μουριές. Εγώ ανατίναξα το τρένο. Εγώ ήμαν βάση πυρός. Εγώ ήμαν εδώ και συ
απού ’σαν του μηχανικού πάηνις (πήγαινες) στη γραμμή. Κι σι φύλαγα εγώ. Σι φύλαγα μι του όπλο. Να
μη σι χτυπήσουν οι Γερμανοί. Καμιά περίπολο. Πήγινι ένας στη γραμμή κι έβαζι
του μηχάνημα. Του δυναμίτ’. Όπους είνι του ρουλόι αυτό, πάει κι το ’βαλι στη
γραμμή. Μι ν’ ανατίναξη έπιρνι φουτιά του τρένου κι η γραμμή. Αλλού σίδηρα,
αλλού. . .
-Πότε εκπυρσοκροτούσε.
-Όταν
το πατούσε το τρένο. Καμιά φορά γίνονταν λάθη. Αντί, ας πούμε, να είναι τρένο
να έχ’ πυρομαχικά μέσα, είχε πορτοκάλια.
-Εσύ σε τι περίπτωση έπεσες;
-Έπεσα
σε πορτοκάλια, σε άλλο να είναι 2-3 Γερμανοί μαναχά. Μια φορά πχιάσαμε έναν Γερμανό.
Όταν έπεσε το τρένο. Κι του μπήραμι αιχμάλωτον.
-Πόσον καιρό έκανες αντάρτης;
-Εννιά μήνες. Σαν οπλισμένος δηλαδή. Ήμασταν κι
άλλ’ απ’
τ’ Σκοτίνα. Ήταν κι ι Στέργιους ι
Μιρίκους κι ι Αλκιβιάδης ντ Γόλ’ (Πινακάς).
Ήταν κι ι Γιώρς Οικονόμου.
Ένα
τρένου δεν είχε ανθρώπους. Εμπορικό ήταν. Ήταν φορτωμένο πυρομαχικά. Πολύ
φορτιό. Έχουν κουβαλήσ’ απού κει
αφθουνία (άφθονα, πολλά πράγματα).
-Τελικά πώς απολύθηκες;
-Τάχα
για ξεκούραση, μας στείλαν στο Νιζιρό (Καλλιπεύκη). Σαν αποστολή, ας πούμι. Έμισκνάμι ικεί (μέναμε εκεί). Γίνουνταν ρίψεις απ’
τ’ αροπλάνα. Εγγλέζκα. Ρίχναν αντιπυρομαχικά, για τους αντάρτες. Ρούχα δεν είχαμι.
. . Απού ’κεί έκλιψα μια χλαίν’.
Ντύθηκα, δηλαδή κι θα μι πιρνούσαν στρατοδικείο οι αντάρτες. Ιγώ διάλιξα κι ένα
κουστούμ’ απ’ αυτά που ήταν σ’ τς σκηνές κι ντύθηκα. Μ’ έκαναν αναφορά. Ιγώ τς
είπα, ότι κρύουνα κι πήρα κι ντύθκα. Μι αθώουσαν. Του ‘45 τέλη Φεβρουαρίου
απουλύθκα.
----------
* «Επιπλέον πρόβλημα
ήταν η ανεπάρκεια των τροφίμων για τους άνδρες του ΔΣΕ (Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος). Ο Βλαντάς έγραψε κάτι πολύ
χαρακτηριστικό: «Η πείνα των τμημάτων μας
οδηγούσε σε απίστευτες αντιλαϊκές πράξεις. Μερικά παραδείγματα: έπαιρναν
προβατίνες από χωριάτες. Τις ξεκοίλιαζαν, πετούσαν τα αρνάκια και τις έτρωγαν.
Φορολόγησαν κοπάδια προβάτων παίρνοντας από τα τρία το ένα. Θεώρησαν
εμπορεύματα τα βόδια των αγροτών, όταν ένας είχε πάνω από δυο! Έπαιρναν τα άλλα
γιατί οι διαταγές τους έδιναν τέτοιο δικαίωμα. Έβαζαν γυναίκες να τους
κουβαλούν τρόφιμα και άλλον εφοδιασμό με την πλάτη, νηστικές. Δεν τους έδιναν
ούτε ένα ψίχουλο (…)» (Καραμήτσος
Δημήτριος, Ιστορία της νεότερης Ελλάδας» (τόμος
Β’, 1942-1967).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου