Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Κατοχή: Γερμανοί στη Μόρνα





Τα αδέρφια Βαστάζου, Κώτσιος κι Ελένη  (1930-2011), μου δίνουν συνέντευξη στις 20 Αυγούστου 2002 στα Φωτεινά Πιερίας. Από την αφήγησή τους μαθαίνουμε τα θλιβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό (1943):

Η Ελένη  αφηγείται

ΘΥΜΑΤΑ ΓΕΡΜΑΝΩΝ.

Ήμασταν κρυμμέν’ ιμείς σιαπάν’ στα βνα (κρυμμένοι στα βουνά επάνω). Κάποια γυναίκα δική μας έβαλι του πιδί τς φούστα γυναικεία για να του γλιτώσ’, να μη ντου σκουτώσν’ οι Γιρμανοί. Ιδώ κάτ’ απ’ του Παλιζιάζιακου (παρακάτω από τον Παλιοζιάζιακο) είχι σκουτουθεί ένας Γιρμανός κι του μπήραν κι τουν έφιραν στου χουριό σ’ ν’ αγία Παρακσκιβή κι τουν έθαψαν όξου απ’ ν’ Ικκλησία. Έδουσαν ένα χαρτί του μπαπά να μη φουβάτι. Κι πήγαν οι Γιρμανοί ικεί, δε ντου μπείραξαν (στην αρχή δεν τον εβόχλησαν). Μιτά, αφού είδαν του πιδί που είχι φούστα: «Α! είπαν. Ιδώ θα είνι όλ’ τέτοιοι».
          -Ποιανού ήταν το κορίτσι;
-Τ’  Πίτσια.
          -Αγόρι;
          -Αγόρι. Κατιρίνα η μάνα τ’ κι ι πατέρας τς Νίκους. Το αγόρ’ το λέγαν Κώστα. Του σκότουσαν απού πάν’ από το σπίτι μας του Βασταζάτκου. Όταν κατέφκαμι ιμείς απ’ τα βνα, σκότουσαν του μπαπά κι άλλις δυο γυναίκις απού πέρα* (στο εργοστάσιο, πέρα από το ποτάμι).
          -Ποιες γυναίκες σκότωσαν;
-Ήταν η θειά η Όλγα Μυρωτή, η Λυμπία η Τσιρίμπαση, η Γιάννου του Γάκ’, ο Τέλας ο Πίτσιας (ήταν κι αντάρτς), ο παππούς ο Λιόλιος ο Μυρωτής, η νύφη Καλλιόπ’ Μυρωτή.
          -Με πιστολιά ή με ντουφέκι σκότωσαν το παιδί.
-Με το κοντάρ’ κι ανοιγμένο το κεφάλ’. Με τον υποκόπανου απ’ του τφέκ’. Τς άλλις τς έσφαξαν απού πέρα (=εργοστάσιο). Στου γκιφύρ’ απού πάν’. Μι μαχαίρ’. Η μια στη βρύση και η άλλη στο γκεφύρι. Η Σκούμπα η Δημήτρινα και η Σκούμπα Ολυμπία. Οπότε αυτές πεθάναν εκεί κάτω. Μια γριά μάκου, που τη λέγαμε Σκούμπινα Ελένη, τη σκοτώσαν στο δρόμο που πηγαίναμε στο σχολείο. Μπροστά στο σχολείο. Στην αυλή του σχολείου.  Η Μυρωτή Καλλιόπη με τον παππού σκοτωθήκανε στο σπίτι τους. Το κορίτσι του Γάκη σκοτώθηκε στο Κτίριο (=κτίτιο δασαρχείου), δίπλα απού μένα (που βρίσκεται πλάι στο δικό κου σπίτι). Μαζί με τον Αριστοτέλη Πίτσια. Ο Αριστοτέλης, όμως, ήταν αντάρτης και είχε αρθεί εκείν’ τη στιγμή στο χωριό, και εκεί σκοτώθηκε. Εκεί σκοτώθηκε και ένας ανθυπολοχαγός που ήταν του ελληνικού στρατού. Γυναίκα του ήταν η Φεφρονία του Χατζή από την Περίσταση. Τουν άλλου τουν ήλιγαν Νικολακάκου.
          -Τους σκοτώσανε όλους με σφαίρες;
-Την Ολυμπία του Μυρωτή και τον παππού με σφαίρες.
          -Πότε έγινε αυτό;
          -Τζ 13 Δεκεμβρίου 1943.
(Κώτσιος): Εμείς τότε φυλάγαμε γουρούνια για τα Χριστούγεννα και τα γουρούνια να μην τα αφήσουμε στα κουμάσια στο σπίτ’ και τα σκοτώζν οι Γερμανοί, τα πήραμε έξω στα ρέματα και τα κόψαμε).
          -Δηλαδή εσείς φύγατε έξω.
-Έξω απ’ το χωριό ήμασταν εμείς. Κι αυτοί που σκοτωθήκαν, τους προλάβαν μέσα οι Γερμανοί και σκοτωθήκαν.

ΚΡΗΣΦΥΓΕΤΟ

Σε ποιές τοποθεσίες φύγατε και κρυφτήκατε.
α) στον Κάβο, απού τς πέντι Πύργ’ κατιβαίν’ κάτ’ (από την τοποθεσία «Πέντε Πύργοι» χαμηλωμένα), πού είνι η Αβδέλλα κι μαζεύουντι τα νιρά. Απ’ αυτό το ρέμα τώρα φέρουμε και το νερό για το χωριό. β) Παράσχου, στο ίδιο ρέμα, πιο κάτω. γ) Κλεφτοκάλυβα, εκεί είχαν οι κλέφτες καλύβια κάποτε. δ) Ζίγρα, στο προσήλιο, στα χωράφια μας. 
          -Πήρατε μαζί σας αλεύρι...
          -Πήραμι ύστιρα. Κατέφκαμι κι πήραμι. Του θκό μας του σπίτ’ κάηκι, το ‘καψαν οι Γιρμανοί. Είχαμι μιγάλου σπίτ’. Κάηκι. Κι πήγαμι κι πήραμι, καντίπουτα ντιπ (τίποτα παντελώς).

ΚΑΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

Ποια σπίτια κάηκαν.
          -Του Γιώργου του Βαστάζου, του Κώστα του Φώτ’, του Γιώργου του Αδάμου, τ’ Καλιακού, τ’ Μήτρ’ τ Σκούμπα, τ’ Μέλιου τ’ Πίτσια, τ’ Κατανά του Λάζου, του Μακρή Παπανικολάου, του Βαϊτσόπουλου του Αστέριου, του Γιργούλα του Μυρωτή, του Παλιαρούτα τ’ Κώτσιου,  Τσιρίμπαση. Τα ‘βαλαν φουτιά οι Γιρμανοί. Πήγαν ικεί κι τα ‘βαλαν φουτιά.
          -Με τι τα ‘βαλαν φωτιά.
          -Μι πιτρέλαια, μι ξύλα, δαντιά. Όλα τα ξύλα είχαν δαδί τότε. Φουτιά το δαδί.       Ιμείς ήμασταν στα βουνά κρυμμέν’ κι καίγουνταν τα σπίτια.
          -Και κάηκαν εξολοκλήρου;
          -Μωρέ, δε βρήκαμι τίπουτα, πιδούλι μ’. Καίγονταν επί ένα μήνα τα στάρια, τα φασόλια, τα καλαμπόκια. Επί ένα μήνα γινόταν ταφές. Μέσα στα σπίτια μαζεμένα στάρια, πατάτες. Θεομηνία μιγάλ’.
         
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Πότε επιστρέψατε από τα βουνά.
          -Εμείς τα τρία χρόνια που ήταν οι Γιρμανοί, ήμασταν σχεδόν συνεχώς έξω. Αλλά γυρίζαμε και στο χωριό. Είχαμε στέγ’, μαζευόμασταν, μαζεύαμε τα εισοδήματά μας, όποια δουλειά χρειαζόταν να τη γκάνουμε, αλλά είχαμε και έξω καλύβες. Καλύβες με λαμαρίνες, με άχυρο φκιαγμένες, με χειρόβολο. Απ’ του ’42 κυρίως. Είχαμε κι ανταρτικά. Αλλά βιαστικά έξω με το φόβο εμείς. Δουλεύαμε ναι μεν μέσα, αλλά τα βράδια φεύγαν οι άντρες από το χωριό. Δουλεύαμε και αγγαρεία κάθε μέρα.
----------
* απού πέρα, έτσι λέγανε την τοποθεσία, όπου και το εργοστάσιο ξυλείας. Δηλαδή στην απέναντι πλευρά του χωριού, πέρα από το ποτάμι (πήγα στη βρύση απού πέρα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου