Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

ιστορίες: Όλγα Κοτσιβού-Καρκαφίρη





          Η Όλγα Καρκαφίρινα σε σχετική συνέντευξη (5.3.82) στη Θεσσαλονίκη, εξιστορεί σκηνές από τη ζωή της στην Άνω Σκοτίνα. Μερικές από αυτές καταχωρούνται παρακάτω.
         
1. το Κουρί  
Μία ομάδα κατοίκων του χωριού, μόλις οι Γερμανοί «πάτησαν» τη Σκοτίνα, έφυγαν από τα σπίτια τους και κρύφτηκαν στο Κουρί. Το Κουρί βρίσκεται στη νότια πλευρά του χωριού (Άνω Σκοτίνα του Κάτω Ολύμπου). Κατάφυτος ο τόπος από έλατο. Βόλευε να πάνε προς τα εκεί όσοι κατοικούσαν στη γειτονιά του Χασαπλιού*. Σχετικά βλέπε ιστοσελίδα kaliampos-ioannis-skotina.blogspot.com,  ανάρτηση 10.9.14

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ «Δεν ήταν σπίτ’ να κάτς. Για το βιο μοναχά. Είχαμι καμπόσα πρόβατα. Τα βουσκούσι η μανιά η Μακασού, η μανιά Κουντήλου**. Κάθουμάσταν σα τζιουμπανοί. Μάζιψάμι 300 ουκάδις στιάρ’. Ιδώ τσιουβάλ’, σιακεί τσιουβάλ’, του σκέπαζάμι μι τς φουκαλές. Του κουβάλσα απ’ ν’ ακατνή, σιαπάν. Πήγα στου αρμάν’ στου Κουρί. Μέσα ‘κεί στου βύθου. Αραδιάσκαμι ικεί, του χουριό, ούλ’. Ικεί κοιμόμασταν. Στου Χουργιό ήταν Γιρμανοί. ‘Αναψαν καζάνια κι έφκιασαν φαϊά κι έτρουγαν. Μάζιβαν κι κότις. Ιμείς στου αρμάν’, έτρουγάμι ιλιές. Μόν’  ιλιές.    
Ήταν βύθους. Τα πιδιά τα βάριναν οι μάνις να μη γκλαίν’. Τσιούτους (σιωπάτι)».

  
                                                  υλοτόμοι στο Κουρί (2014)

ΚΟΙΝΗ Από την ώρα που οι Γερμανοί «πάτησαν» την Άνω Σκοτίνα, ήταν παράλογο να παραμείνεις στο σπίτι. Περισσότερο για το βιο μας. Είχαμε αρκετά πρόβατα. Τα βοσκούσε η γιαγιά η Μακασού, που τη λέγαμε Κοντήλου. Καθόμασταν και τα φυλάγαμε σαν τσοπάνηδες. Με τη δουλειά αυτή κατορθώσαμε να συγκεντρώσουμε 300 οκάδες σιτάρι. Παρατηρούσες εδώ τσουβάλι, εκεί τσουβάλι. Το σιτάρι, την περιουσία μας, το σκεπάζαμε με φουκαλιές (κλαδιά από έλατα). Το σιτάρι το κουβάλησα από την Κάτω στην Άνω Σκοτίνα. Και, με την εμφάνιση των Γερμανών, από το σπίτι, το μετέφερα στο Κουρί, μέσα στο δάσος. Εκεί τακτοποιηθήκαμε, αραδιαστήκαμε με τη σειρά, όλο το χωριό. Εμείς κοιμόμασταν εκεί και οι Γερμανοί στο χωριό. Αυτοί ανάψανε φωτιές, ετοίμασαν καζάνια, βράζανε φαγητά και έτρωγαν. Πιάνανε και κότες. Εμείς στο αρμάνι τρώγαμε ελιές και μόνο ελιές.
          Εκεί στο Κουρί, μέσα στα έλατα, η μέρα έμοιαζε με νύχτα. Επικρατούσε παντού νεκρική σιγή. Τα παιδάκια, τα μωρά, δε μπορούσαν να κλάψουν. Τα χτυπούσαν οι μάνες, για να μη γίνουν  αντιληπτοί από τους Γερμανούς. Τα κακόμοιρα τα μωρά! Μόλις πήγαιναν να κλάψουν, ακούγανε την προτροπή:
          -Τσιούτους-σωπάστε!
----------
* Χασαπλιό (το), τοπων. νδ. της πλατείας της Άνω Σκοτίνας, όπου και η παλιά ομώνυμη βρύση. Η ονομασία, φαίνεται πως έχει σχέση με τη σφαγή ζώων:

"Πέρασα 'π' του Χασαπλιό
πήρα κρέις απ' του παλιό
(δηλ. από παλιό ζώο).
Πέντι μέρις το 'βραζα
κι πέντι του ξάφριζα".

Στα παλιά χρόνια, αυτός που πουλούσε το κρέας (συνήθως Νιζιργιώτς, αυτός που κατάγονταν από τον Νιζιρό-Καλλιπεύκη), όταν έφευγε και έφτανε στη Μοίρα (ψηλό καραούλι που οδηγεί προς την Καλλιπεύκη), φώναζε:

"ε! Σκουτνιώτις!
όποιους έφαγι να ξιράσ'!
ου άλουγους καλιγουμένους".

** Κουντήλου (η), παρατσούκλι, "η μανιά Κουντήλου", Μακασού ή Κοτσιβού, πεθερά της Όλγας Καρκαφίρινας. Καθαυτό, όμως, "Κουντήλου" είναι η "αδιρφή τ' παππού Τσιπώρη. Του μάτι τς ήταν λίγου πειραγμένου. Επειδή ήγλιπι κουντά, ν' ουνόμασαν Κουντήλου. Καμιά σχέση οι Κουτσιβάδις μι τς Τσιπουράδις. Οταν ι Τσιπώρης ήρθι ιδώ στη Σκουτίνα (απ τη Δ. Μακεδονία) απόχτσι πιδιά. Φαίνιτι, η Κουντήλου ήταν η τιλιφταία αδιρφή. Κι τότι αργούσαν να παντριφτούν. Πήγι κι μπάντριψι στου Παντηλέμινου. Ν' έδουσι ζ τζ Γουλαραίοι. Κι απ' τζ Γουλαραίοι πχιάστηκι η μανιά η Μαργιώ, τ' Καπέτα κλήρα" (Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης).

2. Μπατζιόλινα-νύφη

ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ «Η Μαρία Μπατζιόλινα* (αδιρφή μ’) παντρέφι 14 χρονών. Ήταν πρώτ'. Κουντά ι Κακάλς, κουντά ιγώ (γύρου στου 1907). Αυτά συμβαίνουν γύρω στο 1917-20. Τη Μαρία τ' στιφάνουσι ι παππούς ι Γκάρας, παπάς ι Αθανάσ' Οικονόμου.
Η νύφ' φουρούσι φουστάν' ως τα πουδάργια κι πουδιά ως τα πουδάργια κι τσιούντα, χαρά κι φλουρί απού πίσου απ' τς κόσις. 'Εβαζαν κι αρμάτις, ντούμπλις, φλουριά 5-6. Στου κιφάλ' σκέπ' (τσιούντα) μιταξουτή. Ν' αγόραζαν απ' τ' Ραψιάν'. Κουβαλούσαν οι γιρουλόοι. Κι ξαλφές. Τς κουλούσαν μι κηρί. 'Εβαζαν δύο μπρουστά κι τρεις πίσου, ένα αλσίδ'. Τα κουρίτσια που χτένιζαν τ' νύφ' έπιρναν λίγις ξαλφές. Οι μπαρμπάδις έβαζαν τα χέρια μέσ' στου κρασί για ν' ιφκή)».

ΚΟΙΝΗ Η αδερφή μου Μαρία -η Μπατζιόλινα- παντρεύεται σε ηλικία 14 χρονών. Πρώτη στη σειρά των παιδιών. Δεύτερος ήταν ο Θεοχάρης. Μετά γεννήθηκα εγώ (γύρω στο 1907). Αυτά που διηγούμαι αναφέρονται στην περίοδο 1917-1920. Τη Μαρία τη στεφάνωσε ο παππούς ο Γκάρας και παπάς ήταν ο παπά Θανάσης Οικονόμος.
          Η νύφη φορούσε φουστάνι μακρύ μέχρι τα ποδάρια και ποδιά επίσης, που κι αυτή έφτανε μέχρι τα πόδια κάτω. Φορούσε και μαντίλι στα μαλλιά, μια χαρά, και φλουρί που έφτανε μέχρι τις κοτσίδες πίσω και κάτω. Φορούσανε και αρμάθες, κολλιέδες, φλωριά πέντε με έξι. Στο κεφάλι σκέπη μεταξωτή, την οποία αγόραζαν από τη Ραψάνη. Τις φέρνανε, κυρίως, οι διάφοροι γερολόγοι. Έφεραν, επίσης, και χρυσές κλωστές μπρος στο λαιμό. Τις κολλούσαν με κερί. Βάζανε δυο μπροστά και τρεις πίσω, στην πλάτη. Είχανε, ακόμα, μικρή αλυσίδα. Τα κορίτσια, που χτένιζαν τη νύφη, εκμεταλλεύονταν την περίπτωση και παίρνανε λίγες ξαλφές. Οι θείοι της νύφης βάζανε τα χέρια μέσα στο κρασί και εύχονταν ό, τι το καλύτερο.
----------
* Μπατζιόλινα, σύζυγος του Αποστόλη Τράντα με παρατσούκλι «Ματζιόλας». Ο
Διονύσης Στύλος-Τσιακμάκης λέει: «Ίσως από το μπάτζιου. Ο πατέρας του
Αποστόλη, καθώς λένε, είχε πολλές αγελάδες και κατασκεύαζε "μπάτζιουν". «Ι
παππούς ι Τράντας ήρθι απ’ την Τριαντρία. Φαίνιτι, ιδώ που ήρθαν, τουν
έβαλαν σι τυρουκουμείου (μπατζιό) κι έβγαζαν ούρδα, βούτυρο» (συνέντευξη 1980).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου