Στα θύματα
του Εμφυλίου συγκαταλέγεται και ο Μανόλης Παπαγεωργίου του Κωνσταντίνου, από τη
Σκοτίνα Πιερίας (βλέπε φωτογραφία). Στο χωριό τον ξέρανε με την επωνυμία «ι Μανόλς τς Κώτσινας». Το
κάνανε αυτό για να μη τον μπερδεύουν με τον ξάδερφό του Μανόλη Παπαγεωργίου,
τον ξακουστό δεξιοτέχνη στο κλαρίνο. Πληροφορίες για το θάνατο του Μανόλη δίνει
η σχετική συνέντευξη που μου έδωσε ο Θανάσης Γερομιχαλός του Αποστόλου (καλοκαίρι
1996). Από τη συνέντευξη φαίνεται ότι ο Μανόλης σκοτώθηκε σε μια περιοχή του
Λιτοχώρου καλυμμένη από πουρνάρια, κοντά στο μοναστήρι του αγίου Διονυσίου
(Μετόχι) του Ολύμπου.
Αφήγηση: Θανάσης Α. Γερομιχαλός
(
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Στου
Λτόχουρου μι δώσαν τφέκ’. Τρέχαμι στουν’ Όλυμπου κι δε σώναμι. Μας ανάγκασαν. Ή
του παίρς, ή πας ζ ντ Γιούρα". Μας δώσαν τφέκ’ το 1948 μέχρι
το ‘50. Το ‘χουμι πληρώσ’ μι αίμα, που λέν’. Ι Μανόλς ι Παπαγιώρς, τς Κώτσινας,
ικεί σκουτώθκι. Είχι κι αυτός όπλου. Ι Μανόλς ήταν μαζί μι του Μανόλ’ του
Μάνου, του Μπαντέκου, που λέμι, του Θανάσ’ του Μπουλυχρό, τ’ Μίχου τ’ Πουλυχρού.
Αυτοί φυλάγαν φυλάκιου ικεί πάν’. Οι αντάρτις τς
παρακουλουθούσαν κάθι μέρα. Τς πιρικυκλώσαν γύρου γύρου ικεί, πριν πάμι στο Μιτόχ’, ικεί απού ‘νι κάτ’ δέντρα. Ικεί ακριβώς ήταν. Αυτοί, πώς καθόταν ξαπλουμέν’. "Τα χέργια ‘παν’". Βάν’ ριπές.
παρακουλουθούσαν κάθι μέρα. Τς πιρικυκλώσαν γύρου γύρου ικεί, πριν πάμι στο Μιτόχ’, ικεί απού ‘νι κάτ’ δέντρα. Ικεί ακριβώς ήταν. Αυτοί, πώς καθόταν ξαπλουμέν’. "Τα χέργια ‘παν’". Βάν’ ριπές.
-Ποιοι είπαν "τα χέρια ‘πάν’
".
-Οι
αντάρτις. Ιτούτ’ ήταν ξιγνιαζμέν’. Άλλους διάβαζι "επιστουλή", ήταν ι Γιώρς ι Γανουτής. Ι Θανά ‘ης ι
Πουλυχρός, πώς ήταν ξαπλουμένους -ήταν Μάης μήνας μέσ’ στα γαυριά -γαυριά μι γάτζια- κι άρπαξι του
όπλου να του πάρ’ απ’ του γαυρί. Δε μπόρσι να του πάρ’, γιατί τς
είδι απού δώ ίσια μι κεί, έρχουνταν αυτοί. Τ’
απαράτσι ουδ’ ικεί του όπλου. Κάμν’ του γκατήφουρου. Έπριπι να διανύσουν
καμιά 500 μάτρα στ’ αρμάν’ να κατιβούν στου δρόμου. Ικεί ‘ταν του σφάλμα. Ι
Μπατέκους σφυνώθκι μέσα σι κάτ’ βράχια κι δε μπόρσαν να τουν βγάλν’ κι
παρέμεινι ‘κεί. Ι Μανόλς του γξέφυγι, πάει κάτ’ στου δρόμου. Οι αντάρτις του
δρόμου τουν φύλαγαν. Κι σι μια στρουφή μι αυτόματου του γκαθάρσαν κατιφθείαν.
Φάτσα, φάτσα. Του γξιντύσαν, του μπήραν τα ρούχα κι τουν άφσαν γυμνό, μόν’ μι
μια φανιλίτσα κι ένα σώβρακου. Τα πήραν ούλα. Παπούτσια, ρούχα, ό,τ’ είχι. Τουν
άφσαν ξαπλουμένουν στου δρόμου.
-Νεκρό.
-Νικρόν.
Φύγαν, μιτά, αυτοί
ύστιρα. Ώσπου να φτάσ’ στρατός, αυτοί
είχαν εξαφανιστεί. Η κηδεία έγινι στουν Αγιο Νικόλαο.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ
Στο Λιτόχωρο μου δώσανε όπλο. Τρέχαμε πάνω στον Όλυμπο και δεν τελειώναμε. Μας
εξανάγκασαν: «Ή το παίρνεις ή πας για τη Γιούρα» (εξορία στις φυλακές της
Γιούρας). Μας έδωσε όπλο ο στρατός το 1948 μέχρι το 1950. Αυτό το όπλο το
έχουμε πληρώσει με αίμα, καθώς λένε. Για παράδειγμα, ο Μανόλης Παπαγεωργίου, της
Κώτσινας. Αυτός σκοτώθηκε στην περιοχή Λιτοχώρου. Κι αυτός είχε χρεωθεί όπλο
από την υπηρεσία. Ο Μανόλης έτυχε να έχει συντροφιά τον Μανόλη Μάνο, τον
Μπαντέκο*, που λέμε, και τον Θανάση Πολυχρό, παιδί του Μίχου Πολυχρού. Αυτοί φυλάγανε σκοπιά σε κάποιο φυλάκιο, λίγο
παραπέρα από το Λιτόχωρο. Εντωμεταξύ οι αντάρτες κάθε μέρα τους είχαν υπό
παρακολούθηση. Τους περικυκλώσανε γύρω-γύρω εκεί, στην περιοχή πριν φτάσουμε
στο Μετόχι του αγίου Διονυσίου. Ακριβώς στο σημείο που συναντούμε μερικά δέντρα,
βελανιδιάς. Σ’ αυτή την περιοχή φύλαγαν. Οι αντάρτες παραπέρα παραμόνευαν και,
καθώς τους είδαν ξαπλωμένους, φώναξαν: «Τα χέρια επάνω». Και αμέσως ρίχνουν
ριπές.
-Ποιοι είπαν «τα
χέρια επάνω»;
-Οι
αντάρτες. Ετούτοι εδώ ήταν αμέριμνοι και ήσυχοι. Αρκεί να σου πω ότι άλλος
διάβαζε «επιστολή»**. Ο Γιώργος Γανωτής. Ο Θανάσης Πολυχρός, όπως ήταν
ξαπλωμένος -ήταν Μάης μήνας-ανάμεσα στα γαυριά. Και τι γαυριά! Απ’ αυτά που
έχουν χοντρά ξύλα σα γάντζους. Αμέσως πλησιάζει το γαυρί για να ξεκρεμάσει το
όπλο. Μάταια, όμως· δεν τα κατάφερε να το πάρει, γιατί οι αντάρτες πλησίασαν κοντά. Τους είδε
ξαφνικά μπροστά του. Βρέθηκαν μεταξύ τους σε πολύ μικρή απόσταση. Έτσι δεν
πρόλαβε να πάρει το όπλο που ήταν κρεμασμένο στο γαυρί. Πετιούνται, τρέχουν
προς την κατηφόρα. Έπρεπε να διανύσουν κάπου 500 μέτρα μέσα στο αρμάνι
με τα χαμόκλαδα για να κατεβούν κάτω στο δρόμο. Αυτό ήταν το σφάλμα τους. Ο
Μπαντέκος, δηλαδή ο Μανόλης Μάνος χώθηκε σε κάτι σπηλιές, ανάμεσα στα βράχια.
Δεν τα κατάφεραν να πλησιάσουν, να τον ξετρυπώσουν από ‘κεί. Έμεινε εκεί μέσα
κρυμμένος. Ο Μανόλης αποχωρίστηκε από αυτόν. Τρέχει προς τα κάτω, στο δρόμο. Οι
αντάρτες φύλαγαν καλά το δρόμο. Και σε μία στροφή με αυτόματο όπλο τον
καθάρισαν αμέσως, χωρίς καμιά καθυστέρηση. Συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τον
ξέντυσαν, του βγάλανε τα ρούχα και τον εγκατέλειψαν γυμνό. Τον άφησαν μόνο με
τη φανελίτσα και το σώβρακο. Του τα πήραν όλα. Παπούτσια, ρούχα, ό, τι δηλαδή φορούσε ο άνθρωπος. Τον
εγκατέλειψαν ξαπλωμένο στο δρόμο.
-Νεκρό;
-Νεκρό.
Γρήγορα, γρήγορα φύγανε αυτοί ύστερα. Ώσπου να ‘ ρθεί
ο στρατός, οι αντάρτες εξαφανίστηκαν.
Η κηδεία έγινε στον άγιο Νικόλαο
Λιτοχώρου.
----------
* Μπαντέκο τον
βγάλανε από το όνομα κάποιου αντάρτη. Ένας Λιτοχωρίτης «μάυς» -Οικονόμου- που
είχε κάνει στα ανταρτικά, είχε κάποιον ταγματάρχη Μπαντέκο. Ήταν κοντός στο
ανάστημα, όπως και ο Μανόλης Μάνος (1917-2002). Μόλις ο Οικονόμου είδε το
Μανόλη, του είπε: «Σα του Μπαντέκου είσι,
αρά, που είχαμι απάν στου βουνό.
Τουν μνιά ‘ιζ καταπληκτικά».
** πρόκειται για το φυλλάδιο "επιστολή του
Χριστού". Θυμάμαι, πως η «επιστολή» αυτή κυκλοφορούσε ευρέως στα χρόνια
του Εμφυλίου. Μας λέγανε ότι «όποιος διαβάσει την «επιστολή» μια φορά την
ημέρα, όλες οι αμαρτίες εξαφανίζονται και λιώνουν». Ήμουνα ανταρτόπληκτος
(1947-50) στην Περίσταση Πιερίας. Πολλοί συμμαθητές μου στο δημοτικό, μαζί κι
εγώ, διαβάζαμε επιμελώς την «επιστολή».
----------
Σημείωση:
Οι γονείς του Μανόλη ήταν Κώτσιος και Ουρανία. Είχε μια αδερφή, τη Γραμματούλα,
παντρεμένη με τον Γιώργο Γανωτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου